Τρίτη 31 Αυγούστου 2021

Καταστροφή της Σμύρνης

Η Καταστροφή της Σμύρνης, φωτογραφία από ιταλικό πλοίο, 14η Σεπτεμβρίου 1922.

Με τον όρο καταστροφή της Σμύρνης ή αλλιώς Μεγάλη Πυρκαγιά της Σμύρνης αναφέρονται τα γεγονότα της σφαγής του ελληνικού και αρμενικού πληθυσμού της Σμύρνης από τον κεμαλικό στρατό, καθώς και η πυρπόληση της πόλης, που συνέβησαν τον Σεπτέμβριο του 1922. Η καταστροφή αυτή άρχισε 7 ημέρες μετά την αποχώρηση και του τελευταίου ελληνικού στρατιωτικού τμήματος από τη Μικρά Ασία και μετά την είσοδο του τουρκικού στρατού, του ιδίου του Μουσταφά Κεμάλ και των ατάκτων του στην πόλη. Η φωτιά εκδηλώθηκε αρχικά στην αρμενική συνοικία και συγκεκριμένα από την ανατίναξη της Αρμενικής Εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, όπου είχαν καταφύγει τα γυναικόπαιδα και πολιορκούντο από τους Τούρκους. Την πολιορκία την έσπασε με το ασκέρι του ο Έλληνας καπετάνιος Σιδερής (Ισίδωρος) Πανταζόπουλος, που επί πολλά έτη πολεμούσε τους άτακτους Τσέτες ληστές στα γύρω βουνά. Οι Έλληνες μπήκαν μέσα στην εκκλησία και έδωσαν νερό και τρόφιμα στους πολιορκημένους, όμως, οι πολυπληθέστεροι Τούρκοι γρήγορα ανασυντάχθηκαν και παίρνοντας πυρίτιδα από γειτονική πυριταδαποθήκη, περικύκλωσαν και πάλι την εκκλησία και την ανατίναξαν. Με τη βοήθεια του ευνοϊκού για τους Τούρκους ανέμου (που έπνεε αντίθετα από την τουρκική συνοικία) και της βενζίνης με την οποία οι Τούρκοι ράντιζαν τα σπίτια, η φωτιά κατέκαψε όλη την πόλη, εκτός από τη μουσουλμανική και την εβραϊκή συνοικία[1], και διήρκεσε από τις 31 Αυγούστου έως τις 4 Σεπτεμβρίου (με το παλαιό ημερολόγιο). Σήμερα η επέτειος αυτή στην πραγματικότητα είναι η 13η Σεπτεμβρίου, καθώς την επόμενη χρονιά εισήχθη στην Ελλάδα το νέο ημερολόγιο.

Προηγηθέντα της πυρπόλησης

Μετά την κατάρρευση του μετώπου, και την άτακτη υποχώρηση και αναδίπλωση του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος από το Αφιόν Καραχισάρ, (στα μέσα Αυγούστου του 1922), άρχισε και ο ξεριζωμός ενός μεγάλου μέρους του χριστιανικού πληθυσμού (Ελλήνων και Αρμενίων) προς τη μικρασιατική ακτή, που, κατά τους υπολογισμούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου[2], έφτανε τις 250.000. Επίσης, στη Σμύρνη είχαν βρει καταφύγιο και 15.000 Αρμένιοι που συνωστίζονταν στα διάφορα ιδρύματα και σπίτια της Αρμενικής Κοινότητας[3].

Το καμπαναριό της Αγίας Φωτεινής, διασώθηκε κατά την πυρπόληση, αλλά ανατινάχθηκε με δυναμίτιδα από τις τουρκικές αρχές, αφού ολοκληρώθηκε η πυρπόληση της Σμύρνης.[4]


Η αδιάκοπη όμως άφιξη των τρένων που μετέφεραν στρατιωτικά υπολείμματα και πρόσφυγες (υπολογίστηκε ότι έφταναν με ρυθμό 30.000 ατόμων την ημέρα) στη Σμύρνη, καθώς και οι έντονες φήμες της γενικής κατάρρευσης του μετώπου μεγάλωναν την ένταση και την ανησυχία του πληθυσμού, ενώ η προετοιμασία της ελληνικής διοίκησης για αναχώρηση δεν άφηναν πλέον τις παραμικρές αμφιβολίες για τη μετέπειτα εξέλιξη[5]. Έναντι της έντρομης εκείνης κατάστασης που εξελισσόταν, χαρακτηριστική υπήρξε η απάντηση του Έλληνα Υπάτου Αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη στον πρώην Νομάρχη Λέσβου και Διοικητή Χίου Γεώργιο Παπανδρέου, όταν ο δεύτερος του συνέστησε να ενημερώσει άμεσα τον ελληνογενή πληθυσμό για να φύγει. Ο Στεργιάδης φέρεται να δήλωσε στον Παπανδρέου: «Καλύτερα να μείνουν εδώ, να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θ' ανατρέψουν τα πάντα.».[6] Μέχρι την τελευταία στιγμή οι αρχές καθησύχαζαν τους κατοίκους της Σμύρνης, ενώ ο Αρμοστής Στεργιάδης αντιδρούσε βιαιότατα στις προτάσεις της "Μικρασιατικής Άμυνας" και του Μητροπολίτη Χρυσόστομου (που ανησυχούσαν και πρότειναν εξοπλισμό του μικρασιατικού πληθυσμού) ως ηττοπαθείς.

Στις 24 Αυγούστου/6 Σεπτεμβρίου αναχωρεί και το τελευταίο ελληνικό στρατιωτικό τμήμα. Την επομένη οι χιλιάδες των προσφύγων Έλληνες και Αρμένιοι που κατέκλυζαν όλο το μήκος της περίφημης προκυμαίας «Κε» της Σμύρνης μάταια περίμεναν πλέον τα επιταγμένα ελληνικά πλοία για τη μεταφορά τους στα γειτονικά ελληνικά νησιά. (Δείτε παρακάτω ενότητα «Ο ελληνικός στόλος»). Μετά όμως από έντονη παρέμβαση του Αμερικανού Προξένου Γ. Χόρτον, (G. Horton), στάλθηκαν δύο αμερικανικά αντιτορπιλικά για την εξυπηρέτηση των προσφύγων[7]. Την επομένη, 26 Αυγούστου/8 Σεπτεμβρίου (1922), αναχωρούν οι ελληνικές Αρχές Σμύρνης. Ο μέχρι τότε Έλληνας Ύπατος Αρμοστής της Σμύρνης, Αρ. Στεργιάδης, επιβιβάστηκε σε αγγλικό πολεμικό πλοίο που του διατέθηκε με προορισμό την Κωνσταντινούπολη και από'κει κατέφυγε στη Γαλλία.

Η αντίστροφη μέτρηση για την πόλη της Σμύρνης είχε πλέον φθάσει.

Ο ελληνικός στόλος

Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1922, δηλαδή δύο ημέρες πριν από την έναρξη της καταστροφής της πόλης, είχε εκδηλωθεί στρατιωτικό κίνημα στη Χίο και τη Μυτιλήνη. Τούτο είχε συνέπεια όλος σχεδόν ο ελληνικός στόλος με το σύνολο των επίτακτων πλοίων να τεθεί υπό τους κινηματίες για τη μεταγωγή του ελληνικού στρατού προς το Λαύριο, προκειμένου να επικρατήσει η επανάσταση στην Αθήνα.[8] Μάλιστα δε, το ελληνικό θωρηκτό Κιλκίς που ναυλοχούσε και είχε ως βάση τη Σμύρνη, με την έκρηξη του κινήματος και υπό τον κυβερνήτη πλοίαρχο Δεμέστιχα μετέβη στη Σάμο όπου και παρέμεινε προκειμένου να επιβάλει την επανάσταση[9] παρότι οι καπνοί της καταστροφής, κατά την ημέρα, και το φέγγος της πυρκαγιάς, κατά τη νύχτα, ήταν ορατά τόσο από τη Χίο όσο και από τη Σάμο.

Στις 15 Σεπτεμβρίου 1922 κατά την τρίτη ημέρα της καταστροφής της Σμύρνης το θωρηκτό Κιλκίς απέπλευσε και ενώθηκε με το θωρηκτό Αβέρωφ, μεταξύ Χίου και Σάμου, που κατερχόταν ολοταχώς το Αιγαίο προς Πειραιά, προερχόμενο από την Κωνσταντινούπολη, αφού προηγουμένως είχε σημειωθεί ανταρσία και είχε αποχωρήσει από τη Διασυμμαχική Ανταντική Ναυτική Δύναμη, που ναυλοχούσε στο Βόσπορο, στην οποία είχε ενταχθεί μετά την υπογραφή της ανακωχής του Μούδρου, υπό τον κινηματία κυβερνήτη Αντιπλοίαρχο Γ. Χατζηκυριάκο[10].



Πηγή

Μικρασιατική Καταστροφή

 

Θύματα στην προκυμαία της Σμύρνης

Ο όρος Μικρασιατική Καταστροφή είναι όρος που έχει υιοθετηθεί από την ελληνική ιστοριογραφία για να περιγράψει τα αποτελέσματα της Μικρασιατικής Εκστρατείας στην Ελλάδα και στον ελληνισμό γενικότερα.[1]

Συγκεκριμένα αναφέρεται στο τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1919-22, τη φυγή από την Τουρκία της ελληνικής διοίκησης, που είχε εγκατασταθεί στα δυτικά μικρασιατικά παράλια, κατά τη Συνθήκη των Σεβρών, όπως και την σχεδόν άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού μετά την κατάρρευση του μετώπου και τη γενικευμένη πλέον εκδίωξη και εξόντωση μεγάλου μέρους του ελληνικού και χριστιανικού πληθυσμού από τη Μικρά Ασία.

Ο πλήρης απολογισμός της καταστροφής αυτής που συντελέσθηκε ιστορικά σε δύο περιόδους, (αμφότερες τετραετίες), 1914-1918 και 1920-1924 είναι πράγματι πολύ δύσκολος. Οι αρπαγές και οι λεηλασίες σπιτιών και περιουσιών, οι γεωργικές και κτηνοτροφικές καταστροφές, το γκρέμισμα σχολείων, ναών και άλλων ευαγών ιδρυμάτων, η καταστροφή βιοτεχνικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων, με τον παράλληλο ευτελισμό κάθε ανθρώπινης αξιοπρέπειας στον οποίο περιλαμβάνονταν βασανισμοί αιχμαλώτων, ακρωτηριασμοί, θανάτωση βρεφών, βιασμοί, η ηθική οδύνη υπό το κλίμα του τρόμου και της απειλής του θανάτου, αλλά και ατέλειωτες πορείες στα περιώνυμα "τάγματα εργασίας", με άγνωστο αριθμό ανθρώπων που χάθηκαν σ'αυτά, οι απαγχονισμοί, τα δημόσια λυντσαρίσματα, καθώς και οι εκτελέσεις με αποφάσεις των τουρκικών Δικαστηρίων της Ανεξαρτησίας δεν έχουν μέχρι σήμερα ερευνηθεί πλήρως.[2]

Η εκστρατεία στην Μικρά Ασία


Αμέσως μετά τη λήξη του Α' Παγκοσμίου πολέμου (1918) ξεκίνησαν οι εργασίες στη Σύνοδο Ειρήνης στο Παρίσι μεταξύ των νικητριών χωρών, ανάμεσα σε αυτές και την Ελλάδα. Ύστερα από αγγλική και γαλλική συμφωνία, η 1η μεραρχία του Ελληνικού στρατού υπό τις διαταγές του συνταγματάρχη Ζαφειρίου αποβιβάστηκε στη Σμύρνη στις 2 Μαΐου του 1919 με σκοπό να εγκαταστήσει ελληνική διοίκηση -υπό συμμαχικό έλεγχο- και να προστατεύσει τους χριστιανικούς, και όχι μόνο, πληθυσμούς από ατάκτους και από αυθαιρεσίες της Οθωμανικής διοίκησης.[3] Άλλωστε βρισκόταν ήδη από το 1914 διαδικασία εκκαθάρισης όλων των μη μουσουλμανικών στοιχείων. Ο ελληνικός πληθυσμός της Σμύρνης υποδέχθηκε με ενθουσιασμό τα ελληνικά στρατεύματα, θεωρώντας τα ως προμήνυμα για την παραχώρηση της πόλης στην Ελλάδα. Τους επόμενους μήνες συγκροτήθηκε στρατιωτική μεραρχία με έδρα την Σμύρνη υπό τον συνταγματάρχη Μαζαράκη. Τουρκικές αντάρτικες δυνάμεις αρνήθηκαν όμως να δεχθούν την ελληνική διοίκηση και ξεκίνησαν ανταρτοπόλεμο, με αποτέλεσμα η απόβαση του ελληνικού στρατού να μετατραπεί σε μακρόχρονη εκστρατεία.

Παράλληλα, στη Συμμαχική Συνδιάσκεψη στο Παρίσι συζητιόταν η τύχη της καταρρέουσας Οθωμανικής αυτοκρατορίας και των εδαφών της. Τον Μάρτιο του 1920 το ελληνικό στρατηγείο μεταφέρθηκε από την Θεσσαλονίκη στη Σμύρνη υπό τον Λεωνίδα Παρασκευόπουλο. Ύστερα από πιέσεις του Ελευθέριου Βενιζέλου οι Μεγάλες Δυνάμεις έδωσαν διστακτικά τη συγκατάθεση τους για προέλαση του Ελληνικού στρατού στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας. Τον Αύγουστο του 1920 υπογράφηκε τελικά η συνθήκη των Σεβρών, με την οποία γινόταν η οριστική παραχώρηση όλης της Θράκης (σχεδόν μέχρι την Κωνσταντινούπολη), καθώς και η παραχώρηση της διοίκησης της περιοχής της Σμύρνης για 5 έτη στην Ελλάδα (με το δικαίωμα ενσωμάτωσής της μετά από δημοψήφισμα). Μέχρι τις 10 Αυγούστου θα ακολουθούσε και η προσάρτηση της Ανατολικής Θράκης, αλλά και επίσημα των νησιών του Αιγαίου, τα οποία ήδη κατείχε η Ελλάδα από τους Βαλκανικούς. Επίσης ο Βενιζέλος είχε έρθει και σε μυστική συμφωνία με την Ιταλία (Σύμφωνο Βενιζέλου - Τιττόνι), αν και η συμφωνία αναιρέθηκε από την Ιταλία το καλοκαίρι του 1920.

Παράλληλα με τις επιτυχίες της ελληνικής διπλωματίας και του ελληνικού στρατού, στο τουρκικό στρατόπεδο επικρατούσε εμφύλια διαμάχη μεταξύ της στρατιωτικής και πολιτικής εξουσίας. Ο Κεμάλ Ατατούρκ είχε επαναστατήσει κατά του Σουλτάνου και είχε συγκροτήσει, με την σύμφωνη γνώμη της Τουρκικής εθνοσυνέλευσης, κυβέρνηση. Μια από τις πρώτες του κινήσεις ήταν η μεταφορά της πρωτεύουσας από την Κωνσταντινούπολη, η οποία είχε καταληφθεί από τα συμμαχικά στρατεύματα, στην Άγκυρα. Από εκεί ο Ατατούρκ οργάνωσε συστηματικότερα την αντεπίθεση του προς δυτικά (Έλληνες) και ανατολικά (Αρμένιους). Επιπλέον είχε καταφέρει να υπογράψει συμφωνίες με τη Σοβιετική Ένωση, και αργότερα μυστικά με Γαλλία και Ιταλία, έτσι ώστε να ισχυροποιήσει τη θέση του.


Οι σύνεδροι στο Παρίσι


Η πορεία προς στην Καταστροφή


Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της Μικρασιατικής εκστρατείας αποτέλεσαν οι εκλογές του 1920. Το αποτέλεσμα των εκλογών, μέσα σε συνθήκες Εθνικού Διχασμού και δυσαρέσκειας μέρος του ελληνικού λαού για τις αυθαιρεσίες της βενιζελικής διοίκησης και την παρουσία των ελληνικών στρατευμάτων στην Μικρά Ασία (βασική πολιτική της αντιβενιζελικής παράταξης από την έκρηξη του παγκοσμίου πολέμου ήταν η μη απόβαση στην Μικρά Ασία), ήταν καθοριστικό για τις μετέπειτα εξελίξεις.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ηττήθηκε στις εκλογές από την Ηνωμένη Αντιπολίτευση του Δημήτρη Γούναρη. Μόλις ένα μήνα πριν, ο φίλα προσκείμενος στις συμμαχικές δυνάμεις Βασιλιάς Αλέξανδρος, σε αντίθεση με τον φιλογερμανό πατέρα του[4], πέθανε αιφνιδίως από δάγκωμα μαϊμούς.

Το Δεκέμβριο του 1920, ο Κωνσταντίνος Α΄ επέστρεψε στο θρόνο ύστερα από Δημοψήφισμα. Ο Κωνσταντίνος ήταν εξαιρετικά αντιπαθής στις δυνάμεις της Αντάντ -οι οποίες ήδη ήταν πολύ διστακτικές ως προς τη προέλαση του ελληνικού στρατού στην ενδοχώρα- για την ουδετερότητα που προσπάθησε να κρατήσει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία, οι οποίες είχαν προειδοποιήσει την νέα κυβέρνηση για το τι θα σήμαινε μια πιθανή επιστροφή του Κωνσταντίνου στις σχέσεις τους με αυτή, βρήκαν το πρόσχημα που χρειάζονταν για να απαγκιστρωθούν από την εκστρατεία (ιδίως Γαλλία και Ιταλία) και παρέδωσαν διακοινώσεις με τις οποίες δεν αναγνώριζαν τον Κωνσταντίνο ως αρχηγό του κράτους, ενω πάγωσαν όλα τα δάνεια που είχανε δρομολογηθεί προς την Ελλάδα και την εξόφληση των πολεμικών αποζημιώσεων γιά τις επιτάξεις στο μέτωπο της Θεσσαλονίκης.[5] Μόνο η Αγγλία συνέχισε πλέον, αν και μόνο σε διπλωματικό επίπεδο[6], να υποστηρίζει την Ελλάδα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο. [7]

Μερικούς μήνες αργότερα το σκηνικό αλλάζει ριζικά. Η Τουρκία με ηγέτη τον Κεμάλ Ατατούρκ καταφέρνει να συμφωνήσει με Γαλλία και Ιταλία και να επιτύχει την προμήθεια του τουρκικού στρατού με πολεμικό υλικό από τις προαναφερόμενες χώρες.


Γούναρης εναντίον Βενιζέλου (εκλογές 1920)


Την άνοιξη του 1921, ο Ελληνικός στρατός, ύστερα από στρατιωτικό συμβούλιο, αποφάσισε προέλαση προς την Άγκυρα και κατέλαβε καίρια στρατηγικά σημεία (Εσκί-Σεχίρ & Αφιόν-Καραχισάρ), χωρίς όμως να καταφέρει να εξαλείψει την τουρκική απειλή. Με το πέρασμα του χρόνου η εκστρατεία εξελίχθηκε οικονομικά δυσβάσταχτη για το Ελληνικό κράτος αφού κόστιζε 8.000.000 δραχμές ημερησίως. Ο Κεμάλ ως αρχιστράτηγος του τουρκικού στρατού με μυστική συμφωνία με τους Γάλλους (Συνθήκη της Άγκυρας, 20 Οκτωβρίου του 1921) ακύρωσε τη συνθήκη των Σεβρών, ενώ παράλληλα οι Γάλλοι εγκατέλειψαν την Κιλικία[8] αφήνοντας άφθονο πολεμικό υλικό στα χέρια των Τούρκων. Στις 5 Απριλίου 1922 η Ιταλία εκκένωσε την περιοχή της Εφέσου, την οποία και κατέλαβε ο ελληνικός στρατός.

Η προέλαση του ελληνικού στρατού προς την Άγκυρα είχε τερματιστεί στη Μάχη στον Σαγγάριο τον Αύγουστο του 1921. Ακολούθησε στασιμότητα για περίπου ένα χρόνο, η οποία έφθειρε το ηθικό του στρατεύματος και αντίθετα έδωσε χρόνο στον Κεμάλ να αναδιοργανωθεί.


Ο ελληνικός στρατός στην Αλμυρά έρημο (1921).


Την άνοιξη του 1921, ο Ελληνικός στρατός, ύστερα από στρατιωτικό συμβούλιο, αποφάσισε προέλαση προς την Άγκυρα και κατέλαβε καίρια στρατηγικά σημεία (Εσκί-Σεχίρ & Αφιόν-Καραχισάρ), χωρίς όμως να καταφέρει να εξαλείψει την τουρκική απειλή. Με το πέρασμα του χρόνου η εκστρατεία εξελίχθηκε οικονομικά δυσβάσταχτη για το Ελληνικό κράτος αφού κόστιζε 8.000.000 δραχμές ημερησίως. Ο Κεμάλ ως αρχιστράτηγος του τουρκικού στρατού με μυστική συμφωνία με τους Γάλλους (Συνθήκη της Άγκυρας, 20 Οκτωβρίου του 1921) ακύρωσε τη συνθήκη των Σεβρών, ενώ παράλληλα οι Γάλλοι εγκατέλειψαν την Κιλικία[8] αφήνοντας άφθονο πολεμικό υλικό στα χέρια των Τούρκων. Στις 5 Απριλίου 1922 η Ιταλία εκκένωσε την περιοχή της Εφέσου, την οποία και κατέλαβε ο ελληνικός στρατός.

Η προέλαση του ελληνικού στρατού προς την Άγκυρα είχε τερματιστεί στη Μάχη στον Σαγγάριο τον Αύγουστο του 1921. Ακολούθησε στασιμότητα για περίπου ένα χρόνο, η οποία έφθειρε το ηθικό του στρατεύματος και αντίθετα έδωσε χρόνο στον Κεμάλ να αναδιοργανωθεί.

Μετά την, εκ των συνθηκών πλέον, αναγκαστική καθήλωση του ελληνικού στρατού και την παραίτησή από την πρωτοβουλία των επιχειρήσεων που, έως και πριν τη μάχη του Σαγγάριου είχε, η ελληνική κυβέρνηση είχε συνειδητοποιήσει το επερχόμενο αδιέξοδο και σε συνεργασία με τον Ύπατο Αρμοστή Σμύρνης Αριστείδη Στεργιάδη είχε αποφασίσει την (στρατιωτική) εκκένωση ολόκληρης της Μικράς Ασίας, ήδη από τον Απρίλιο του 1922. Σε σχετική επιστολή της Έκθεσης Πεπραγμένων της Επιτροπής Εθνικής Άμυνας Κωνσταντινουπόλεως προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο με ημερομηνία 23 Απριλίου 1922, αναφέρονται τα εξής: "... Παρά το άνισον του αγώνος κ. Πρόεδρε, νομίζομεν ότι υπάρχει ακόμη ελπίς σωτηρίας. Κυρίως σήμερον πρόκειται περί του πως θα εξασφαλησθή η διάρκεια του πολέμου κατά το θέρος..." και "... είμεθα υποχρεωμένοι να τηρήσωμεν την μέχρι τούδε τηρηθείσαν απειλητική στάσιν μας κατά του αθηναϊκού καθεστώτος δια να το εξαναγκάσωμεν όπως μη τολμήσει να πραγματοποιήση την εκκένωσιν της Μικράς Ασίας διαρκούντος του θέρους..." [9]

Τον Μάιο του 1922 η κυβέρνηση Γούναρη παραιτήθηκε υπό το βάρος των εξελίξεων και την εξουσία ανέλαβε η κυβέρνηση του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη (πριν την κυβέρνηση του Πρωτοπαπαδάκη είχε ανέλθει στην εξουσία η εξαήμερη κυβέρνηση του Νικόλαου Στράτου.
Επίσης, ο αντιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας παραιτήθηκε λόγω διαφωνίας με την κυβέρνηση[10]. Στη θέση του ανήλθε ο Γεώργιος Χατζανέστης . Σε διπλωματικό επίπεδο, οι προσπάθειες που γινόντουσαν όλο αυτό το διάστημα (Συνέδρια του Λονδίνου), μεταξύ Δυνάμεων, Ελληνικής κυβέρνησης και Τούρκων εκπροσώπων για συμβιβαστική λύση, δεν κατέληγαν σε κάποια συμφωνία. Εν τω μεταξύ , η οικονομική κατάσταση της χώρας βρισκόταν σε τραγικό επίπεδο. Ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, υπουργός οικονομικών, εφάρμοσε ένα σύστημα παγκοσμίως πρωτότυπο: διχοτόμησε το χαρτονόμισμα επιβάλλοντας αναγκαστικό εσωτερικό δάνειο. Αν και το σύστημα απέδωσε, εντούτοις επέτεινε τη λαϊκή δυσαρέσκεια.
Τον Ιούλιο του 1922 η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη ψήφισε τον νόμο 2870 (ΦΕΚ Α 119/1922) Περί της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις Ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής. Σύμφωνα με την άποψη του ιστορικού Βλάσση Αγτζίδη, ο νόμος αυτός εξυπηρετούσε τα σχέδια της ελληνικής κυβέρνησης να εμποδίσουν την άφιξη και κατ΄ επέκταση την σωτηρία την προσφύγων που θα συνέρρεαν στην Ελλάδα μετά την αποτυχία της Μικρασιατικής εκστρατείας.[11][12].

Παράλληλα, η αντιπαλότητα σε πολιτικό επίπεδο, μεταξύ της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης συνεχιζόταν αμείωτη, γεγονός που εκφραζόταν στους πηχυαίους τίτλους των εφημερίδων της εποχής. Χαρακτηριστικά ήταν τα πρωτοσέλιδα του "Έθνους" και του "Σκριπ" (φιλοβενιζελική η πρώτη, αντιβενιζελική η δεύτερη) με ημερομηνία 1 Ιουνίου 1922, όταν κατηγορίες αλλήλο-εκτοξεύονταν ανάλογα με την τοποθέτηση της εφημερίδας. Η νέα κυβέρνηση ζήτησε την άδεια των συμμάχων για στρατιωτική επιχείρηση στη Κωνσταντινούπολη. Οι Δυνάμεις όμως αρνήθηκαν και επισήμαναν ότι δόθηκαν εντολές στα συμμαχικά στρατεύματα στη Κωνσταντινούπολη και την Μ. Ασία να εμποδίσουν κάθε ελληνική κίνηση για την κατάληψή της.

Αύγουστος 1922


Στις 4:30 π.μ. της 6 Αυγούστου του 1922, ο τουρκικός στρατός επιχείρησε δύο ανεξάρτητες μεταξύ τους ενέργειες που είχαν διερευνητικό χαρακτήρα, προσβάλλοντας ευάλωτα σημεία των ελληνικών γραμμών άμυνας. Στη δεύτερη από τις δύο περιπτώσεις (η πρώτη αποκρούστηκε με επιτυχία) οι εχθρικές δυνάμεις κτύπησαν την Ορτάντζα του τομέα Μπουλαντάν, με αποτέλεσμα να διασπάσουν τη γραμμή της και με συνέπεια τη σύμπτυξη των Ελλήνων μαχητών[13]. Τα ξημερώματα (ώρα 4:00 π.μ.) της 13ης Αυγούστου του 1922 ο τουρκικός στρατός (40 - 50.000 άνδρες) αποτελούμενος από συνολική δύναμη 17 Μεραρχιών (Ι και ΙΙ Στρατιές, υπό τους Νουρεδδίν πασά και Γιακούπ Σεβδή πασά, αντίστοιχα) επιτέθηκε από δύο πλευρές (κύριος και δευτερεύον Τομείς) στις ελληνικές δυνάμεις του Αφιόν Καραχισάρ, που τις αποτελούσαν 9 Μεραρχίες πεζικού[14]. Η επίθεση των Τούρκων, την οποία διεύθυνε ο ίδιος ο Κεμάλ (από κοινού με τον Ισμέτ πασά, διοικητή του Δυτικού Μετώπου και το Φεβζή πασά, πρωθυπουργό και Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου του τουρκικού στρατού) ήταν αναμενόμενη, όμως παρόλ' αυτά αιφνιδίασε με την σφοδρότητά της την ηγεσία του Ελληνικού στρατού, που περίμενε να αντιμετωπίσει άτακτα σώματα. Το πυροβολικό του Νουρεδδίν (250 πυροβόλα έναντι 100 Ελληνικών) σε συνεργασία με το Ιππικό (συνολικά 2 Σ.Σ. εκ των οποίων το ένα υπό το Φαχρεδδίν πασά, αποτελούμενο από τρεις Μεραρχίες κι έπειτα από βραδινή πορεία στην δύσβατη -και αφύλακτη από ελληνικές μονάδες- περιοχή του Αχούρ Νταγ, εισέδυσε σε ένα κενό περίπου 15 χλμ. που υπήρχε στο κέντρο της Ι Ελληνικής Μεραρχίας και έτσι βρέθηκε στα νώτα των Ελλήνων μαχητών[15]) ανάγκασαν σε ελάχιστο χρόνο την 1η & 4η μεραρχία στρατού σε υποχώρηση. Παράλληλα και επί διήμερο (13-14 Αυγούστου) οι δυνάμεις του Σεβδή απασχολούσαν υπέρτερες Ελληνικές μονάδες στο δευτερεύοντα Τομέα έως το Εσκί Σεχίρ. Στον νότο είχαν εγκλωβιστεί δύο σώματα στρατού, του Αθανασίου Φράγκου και του Νικολάου Τρικούπη.[16] Στις 17 Αυγούστου ο στρατός του Νικολάου Τρικούπη περικυκλώθηκε από τους Τούρκους και σταδιακά διασπάστηκε με αποτέλεσμα στις 20 Αυγούστου ο Τρικούπης και η φάλαγγα του, η οποία συμπεριλάμβανε δύο στρατηγούς διοικητές Σωμάτων, έναν μέραρχο, 190 αξιωματικούς και 4.500 οπλίτες, να παραδοθούν.

Έλληνες στρατιώτες στο Αφιόν Καραχισάρ.


Στον Βορρά, το Γ΄ Σώμα Στρατού δεν είχε ιδιαίτερες απώλειες, επειδή το κύριο βάρος της τουρκικής επίθεσης το είχαν δεχτεί οι μεραρχίες του νότου. Στις 24 Αυγούστου έφτασε με όλα του τα πολεμοφόδια στην Προύσα και συνέχισε την πορεία του προς τα παράλια. Βέβαια υπήρξαν περιστατικά διάλυσης, όπως η αποκοπή και η αιχμαλώτιση της 11ης μεραρχίας από υποδεέστερες τουρκικές δυνάμεις στα Μουδανιά. Στον αντίποδα, χαρακτηριστικό παράδειγμα πειθαρχίας επέδειξε η Ανεξάρτητη Μεραρχία υπό τον Δημήτριο Θεοτόκη, η οποία μέσα στον γενικό πανικό που υπήρχε διατήρησε την πειθαρχία της και κατευθύνθηκε με μηδαμινές απώλειες στα ελληνικά παράλια της Μικράς Ασίας. Ο κύριος λόγος της επιτυχίας της μεραρχίας ήταν η ειλικρίνεια που έδειξαν οι αξιωματικοί της απέναντι στους στρατιώτες για τις δυσκολίες της κατάστασης που αντιμετώπιζαν, γεγονός που επέδρασε σημαντικά στην ψυχολογία των στρατιωτών και τους συσπείρωσε.

Η υποχώρηση του ελληνικού στρατού.


Η εκκένωση της Μικράς Ασίας από τον ελληνικό στρατό

Στις 24 Αυγούστου η στρατιωτική ηγεσία συγκεντρώθηκε στη Σμύρνη και εξέδωσε διαταγές. Όμως οι διαταγές δεν είχαν ουσιαστικό αποδέκτη αφού όχι μόνο οι επικοινωνίες είχαν διακοπεί αλλά και οι στρατιώτες δεν υπάκουαν. Η αμυντική τακτική ήταν αδύνατη αφού τα σώματα στρατού είχαν αποκοπεί και κατευθύνονταν στα παράλια της Μικράς Ασίας. Στις 5 Σεπτεμβρίου τα τελευταία τμήματα του Γ'Σώματος Στρατού εγκατέλειψαν την Μικρά Ασία από το λιμάνι της Αρτάκης αφήνοντας τους ανυπεράσπιστους Μικρασιάτες στο έλεος των Τούρκων, οι οποίοι ιδίως στην περιοχή της Σμύρνης μέχρι τέλους διαβεβαιώνονταν από τις Ελληνικές Αρχές και την Αρμοστεία ότι δεν υπήρχε κίνδυνος και λόγος ανησυχίας. Μάλιστα δε, δια στόματος του [17] υπουργού Στρατιωτικών Νικολάου Θεοτόκη οι Σμυρνιοί διαβεβαιώθηκαν πως «η Σμύρνη δεν θα εγκαταλειφθεί». Τέσσερις μέρες αργότερα, η παραιτήθηκε η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη και, ύστερα από προσπάθειες του Παλατιού, σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον Ν. Τριανταφυλλάκο. Στις 8 Σεπτεμβρίου οι πρώτοι Τούρκοι στρατιώτες μπήκαν στη Σμύρνη και στις 13 Σεπτεμβρίου (18 Αυγούστου σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο) ξεκίνησε η καταστροφή. Την ίδια μέρα τα τελευταία ελληνικά στρατεύματα αποχώρησαν από την Προύσα, βάζοντας φωτιά στην πόλη. Η πυρκαγιά πάντως τέθηκε γρήγορα υπό έλεγχο και μόνο μία συνοικία καταστράφηκε. Στις 13 Σεπτεμβρίου, τα τελευταία ελληνικά στρατεύματα οχυρώθηκαν στην Χερσόνησο της Ερυθρών, με ισχυρή στρατιωτική δύναμη να φυλάει το λεπτότερο σημείο του ισθμού, μήκους 11 χιλιομέτρων. Από εκεί ξεκίνησε η οργανωμένη και ασφαλής αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων. Όσοι στρατιώτες επρόκειτο να επιστρέψουν στον Πειραιά αφοπλίστηκαν, αλλά αυτοί που μεταφέρθηκαν στη Θράκη διατήρησαν τον οπλισμό τους. Τα νησιά του Αιγαίου γέμισαν Έλληνες στρατιώτες. Παράλληλα, καθώς υπήρχε πλέον σοβαρό ενδεχόμενο η ελληνοτουρκική σύρραξη να επεκταθεί στα Βαλκάνια, η Ρουμανία και η Γιουγκοσλαβία δήλωσαν ξεκάθαρα τη πρόθεσή τους να βοηθήσουν την Ελλάδα σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ενώ παράλληλα οι Τούρκοι της Θράκης, ενθαρρυμένοι από τις επιτυχίες των κεμαλικών, ξεκίνησαν αντιχριστιανικά κινήματα.[18]. Στις 15 Σεπτεμβρίου, με τα τουρκικά στρατεύματα να απέχουν μόλις 55 χιλιόμετρα από την Κωνσταντινούπολη, ο βρετανικός στόλος που βρισκόταν στην Πόλη δέχτηκε εντολή να μην επιτρέψει σε κανέναν Τούρκο να περάσει σε ευρωπαϊκό έδαφος. Ωστόσο ο βρετανικός τύπος ήταν προβληματισμένος με τη στάση των Γάλλων, για τους οποίους υπήρχαν υποψίες ότι ήταν διατεθειμένοι να δώσουν εδάφη της Θράκης και την Αδριανούπολη στους Τούρκους. Παράλληλα, μουσουλμανικές χώρες σε όλον τον πλανήτη συνεχάρηκαν τους Τούρκους για τα κατορθώματά τους. [19] Ταυτόχρονα στη Σμύρνη, η φωτιά που ξεκίνησε στην αρμένικη συνοικία έκαψε τις συνοικίες των Ελλήνων, των Ευρωπαίων και έφτασε και στις τουρκικές. Τα στρατεύματα των κεμαλικών έκαναν κάποιες προσπάθειες να σταματήσουν το χάος, αλλά κυρίως οι άτακτοι Τούρκοι τσέτες είχαν βγει εκτός ελέγχου και λεηλατούσαν, βίαζαν και σκότωναν. Ανάμεσα στα εγκλήματα των Τούρκων αναφέρεται και η απαγωγή κοριτσιών από το Αμερικανικό Κολλέγιο Θηλέων, με τη μοίρα τους να αγνοείται. Φέρεται πως οι αμερικανικές φίρμες χτυπήθηκαν οικονομικά από την Καταστροφή της Σμύρνης. [20]

Στις 16 Σεπτεμβρίου, βρετανικά στρατεύματα τοποθετήθηκαν στα Δαρδανέλλια για κάθε ενδεχόμενο και οι Βρετανοί δήλωσαν την επιθυμία τους να διατηρηθεί η ουδετερότητα των Στενών. Παράλληλα, με τη Καταστροφή της Σμύρνης να συνεχίζεται, τουλάχιστον 25.000 γυναίκες και κορίτσια αιχμαλωτίστηκαν και μεταφέρθηκαν στην ενδοχώρα[εκκρεμεί παραπομπή].

Από τις 18 Σεπτεμβρίου, πρόσφυγες έφταναν κατά χιλιάδες στην Αθήνα, ενώ οι Βρετανοί κινητοποίησαν ολόκληρο τον Ατλαντικό στόλο και εντατικοποίησαν τις εργασίες των εργοστασίων για περίπτωση σύρραξης με τους Τούρκους. Ταυτόχρονα οι κεμαλικοί εισέβαλαν στην ουδέτερη ζώνη και ετοιμάστηκαν να καταλάβουν τα Στενά ώστε να πετύχουν ευνοϊκότερους όρους σε μία συνθήκη. Οι Γάλλοι αντιτέθηκαν στην ένοπλη σύγκρουση στα Δαρδανέλλια και τα εκκένωσαν από τα στρατεύματά τους, αλλά οι Βρετανοί, αποφασισμένοι να διατηρήσουν την ανεξαρτησία των Στενών, έστειλαν 10.000 στρατεύματα, με την υποστήριξη των Ιταλών, οι οποίοι όμως ήταν επίσης κατά του ενδεχομένου σύγκρουσης. Ωστόσο την επόμενη μέρα και οι Ιταλοί εκκένωσαν τα Δαρδανέλλια.[21][22]

Μέσα στις επόμενες μέρες οι Βρετανοί ήταν έτοιμοι να έρθουν σε σύγκρουση με τους κεμαλικούς για τον έλεγχο των Δαρδανελλίων, ενώ η Γαλλία ακολούθησε ρόλο μεσάζοντα, προσπαθώντας να αποτρέψει τον πόλεμο. Ωστόσο, στις 29 Σεπτεμβρίου ο Κεμάλ συμβιβάστηκε ώστε να μην επιτεθεί και υποσχέθηκε την αποστρατικοποίηση των Στενών, με τον όρο η Ανατολική Θράκη να περιέλθει στους Τούρκους. Έτσι οι εχθροπραξίες σταμάτησαν και άνοιξε ο δρόμος για την Συνθήκη της Λωζάνης, η οποία υπογράφτηκε το επόμενο έτος. [23]

Αναφορές σε κτηνωδίες

Σφαγές από την πλευρά Τούρκων



Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Ελεύθερο Βήμα 2/9/1922: Η ΣΜΥΡΝΗ ΚΑΙΕΤΑΙ - Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΕΚΡΕΟΥΡΓΗΘΗ - ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΦΑΖΟΝΤΑΙ!. Η κοινή γνώμη αγνοούσε την ταχύτητα της κατάρρευσης του ελληνικού στρατού στο μέτωπο. Τα νέα για την εγκατάλειψη των Ελλήνων της Μικράς Ασίας στην τύχη τους και οι θηριωδίες που ακολούθησαν έφτασαν σαν κεραυνός εν αιθρία.

Συνολικά η Μικρασιατική εκστρατεία είχε ως αποτέλεσμα πάνω από 25.000 νεκρούς και τραυματίες στρατιώτες από ελληνικής πλευράς. Πάνω από 1.500.000 Έλληνες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες των προγόνων τους και να έρθουν σαν πρόσφυγες στην Ελλάδα, αφήνοντας πίσω τους πάνω από 600.000 νεκρούς.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε ο Ελ. Βενιζέλος με το υπόμνημά του στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης του Παρισιού, στη Μικρά Ασία ζούσαν 1.694.000 Έλληνες. Στη Θράκη και την περιοχή της Κωνσταντινούπολης 731.000. Στην περιοχή της Τραπεζούντας 350.000 και στα Άδανα 70.000. Σύνολο 2.845.000 Έλληνες που αποτελούσαν το 20% του πληθυσμού της περιοχής που κυριαρχούσε οικονομικά, είχε δε καταφέρει να διατηρήσει την πολιτιστική του κληρονομιά παρ' ότι αποτελούσε μειονότητα σε εχθρικό περιβάλλον.


Πρόσφυγες συνωστίζονται στην προκυμαία της Σμύρνης για να γλιτώσουν από τη φωτιά (1922).


Οι Τούρκοι ήθελαν να εξαφανίσουν κάθε ελληνικό στοιχείο από την Μικρά Ασία, προβαίνοντας σε ανείπωτα εγκλήματα, σύμφωνα και με τις μαρτυρίες των Δυτικών αυτοπτών μαρτύρων: Μαζικές πυρπολήσεις κτηρίων και ανθρώπων, βιασμοί, εκτελέσεις, βασανιστήρια κτλ. Αμερικανοί μάρτυρες διηγούνται ιστορίες για πυρπολήσεις αρρώστων μέσα σε νοσοκομεία και παιδιών μέσα σε σχολεία. Σύμφωνα δε με τον ανταποκριτή των Τάιμς του Λονδίνου, πολλοί Χριστιανοί κάηκαν μέσα στις εκκλησίες τους, όταν αφού κατέφευγαν σε αυτές, οι Τούρκοι τούς έβαζαν επί τούτου φωτιά.[24]

Η γνωστή εκείνα τα χρόνια αμερικανίδα ιατρός M. C. Elliott, που επί πολλά χρόνια είχε υπηρετήσει σε νοσοκομεία της Εγγύς Ανατολής, κατέθεσε τις εμπειρίες της, σύμφωνα με τις οποίες περιέθαλψε εκατοντάδες βιασμένες, από Τούρκους, Χριστιανές κοπέλες και άκουσε για αμέτρητες άλλες τέτοιες περιπτώσεις, αλλά δεν είδε ούτε μία Τουρκάλα σε αντίστοιχη κατάσταση.[25]

Στους χριστιανούς-θύματα των τουρκικών θηριωδιών συγκαταλέγεται και ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος Σμύρνης, ο οποίος συνελήφθη, βασανίσθηκε, τυφλώθηκε και διαμελίστηκε από τον τουρκικό όχλο βρίσκοντας μαρτυρικό θάνατο στις 27 Αυγούστου 1922.[26] Μαζί με τον Μητροπολίτη, από τον τουρκικό όχλο δολοφονήθηκαν και δύο επιφανή μέλη της Μικρασιατικής Άμυνας, ο δημογέροντας Γεώργιος Κλημάνογλου (τον οποίο απαγχόνισαν) και ο διαπρεπής νομικός Νικόλαος Τσουρούκτσογλου (τον οποίο έσυραν, δεμένο από τα πόδια πίσω από αυτοκίνητο στα λιθόστρωτα στενά της πόλης)[εκκρεμεί παραπομπή].

Αποκορύφωμα αποτέλεσε η πυρπόληση της αρμενικής και της ελληνικής συνοικίας της Σμύρνης. Το κάψιμο των σπιτιών ανάγκασε τους κρυμμένους σε αυτά Χριστιανούς να βγουν έξω στους δρόμους, με αποτέλεσμα και οι τελευταίοι που είχαν γλυτώσει από τις προηγούμενες σφαγές, να πέφτουν στα χέρια των Τούρκων και να υφίστανται τρομερούς βασανισμούς πριν τον θάνατό τους.[27] Μεταξύ των θυμάτων, υπήρξαν και μεμονωμένες περιπτώσεις φόνων Δυτικών, όπως του Βρετανού συνταγματάρχη Murphy που σκοτώθηκε ενώ προσπαθούσε να προστατέψει το προσωπικό του από αρπαγές και βιασμούς ή του Ολλανδού εμπόρου Oscar de Jongh και της γυναίκας του.[28]

Πρόσφυγες από τη Σμύρνη αναφέρουν ότι οι Τούρκοι στρατιώτες σκότωναν αδιακρίτως με πολυβόλα[εκκρεμεί παραπομπή]. Ταυτόχρονα, λίγοι Αμερικανοί παρείχαν ανθρωπιστική βοήθεια. [29] Η πόλη εξαφανίστηκε καθώς από την πυρκαγιά διασώθηκε μόνο η τουρκική και η εβραϊκή συνοικία[30].

Οι σφαγές κατά Ελλήνων και Αρμενίων από τους Τούρκους έκαναν τον Αμερικανό Πρόξενο στη Σμύρνη, Τζωρτζ Χόρτον (George Horton), να γράψει: «Ένα από τα δυνατώτερα συναισθήματα που πήρα μαζί μου απ’ τη Σμύρνη ήταν το συναίσθημα της ντροπής, διότι άνηκα στο ανθρώπινο γένος»[31]


Σφαγές από την πλευρά Ελλήνων


Ο Βρετανός ιστορικός Άρνολντ Τόινμπι έγραψε ότι υπήρξαν οργανωμένες σφαγές κατά την διάρκεια της ελληνικής κατοχής της Σμύρνης[32]. Ανέφερε ότι ο ίδιος και η γυναίκα του ήταν αυτόπτες μάρτυρες των «ελληνικών κτηνωδιών» - όπως τις περιγράφει - στις περιοχές Γιάλοβας (Yalova), Κίου (Gemlik) και Νικομήδειας (İzmit) και ότι όχι μόνο βρήκαν αδιαμφισβήτητες αποδείξεις στην μορφή «καμένων και λεηλατημένων σπιτιών, πτωμάτων που είχαν σφαχτεί πρόσφατα και τρομοκρατημένους επιζώντες»,[33] αλλά είδαν επίσης Χριστιανούς πολίτες να ληστεύουν και στρατιωτικούς να προβαίνουν σε εμπρησμούς.[34] Σύμφωνα με τον Τόινμπι, με την άφιξη των ελληνικών δυνάμεων εκδιώχθηκε ο άμαχος τουρκικός πληθυσμός, εξαναγκάζοντας χιλιάδες άστεγους πλέον να φύγουν από τις κατεχόμενες περιοχές.[35] Επίσης αναφέρεται ότι οι Έλληνες, αποχωρώντας από την Προύσα, έβαλαν φωτιά σε διάφορα σημεία της πόλης. Η φωτιά τέθηκε υπό έλεγχο γρήγορα και μόνο μία συνοικία καταστράφηκε. [36].


Άποψη της, πυρπολημένης από τον υποχωρούντα Ελληνικό στρατό, Μαγνησίας (σημ. Μανίσα).


Αντιδιαμετρικά κινείται ο Αμερικανός διπλωμάτης Τζωρτζ Χόρτον. Στο βιβλίο του, «Η Κατάρα της Ασίας», αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο «Η Θεωρία του 50-50», στο οποίο αντικρούει τη θεωρία περί σφαγών από Έλληνες, θεωρώντας ότι αποτελεί έξυπνη τούρκικη προπαγάνδα. Ως αυτόπτης μάρτυρας στη Σμύρνη, γράφει ότι το σύνολο του ελληνικού στρατού τήρησε εξαιρετική στάση απέναντι στον τουρκικό λαό, ενώ κάνει ιδιαίτερη μνεία στην ελληνική διοίκηση της Σμύρνης για την αμερόληπτη εφαρμογή του νόμου, σε βαθμό που ο Κυβερνήτης Στεργιάδης, να χάσει τη δημοτικότητά του στο ελληνικό στοιχείο[εκκρεμεί παραπομπή].


Επίλογος



Μετά την κατάρρευση του μετώπου, βενιζελικοί στρατιωτικοί επαναστάτησαν με το Κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922. Απαίτησαν την παραίτηση του Κωνσταντίνου, θεωρώντας τον από τους κύριους υπαίτιους των τραγικών εξελίξεων, και τη σύσταση νέας κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Αντάντ. Με τον Βασιλιά να αποχωρεί στο εξωτερικό και την κυβέρνηση να παραιτείται, συστάθηκε στην Αθήνα έκτακτο στρατοδικείο ("δίκη των έξι", επειδή έξι τελικά καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν), με πρόεδρο τον στρατηγό Αλέξανδρο Οθωναίο, όπου παραπέμφθηκαν οχτώ υψηλόβαθμα στελέχη της κυβέρνησης Γούναρη, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Παράλληλα ο Ελευθέριος Βενιζέλος τοποθετήθηκε επικεφαλής των διαπραγματεύσεων με τις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις και τους Τούρκους εκπροσώπους. Η ηττημένη Ελλάδα θα υπογράψει τελικά στις 24 Ιουλίου 1923 την Συνθήκη της Λωζάνης, η οποία αντικατέστησε τη Συνθήκη των Σεβρών.

Η δίκη των υπαιτίων πραγματοποιήθηκε με συνοπτικές διαδικασίες και, χωρίς να αποδειχθεί η ενοχή των κατηγορουμένων, κατέληξε -κυρίως για την εκτόνωση της λαϊκής αγανάκτησης- με την καταδίκη σε θάνατο των: Δημητρίου ΓούναρηΝικόλαου ΘεοτόκηΓεώργιου ΧατζανέστηΠέτρου ΠρωτοπαπαδάκηΓεώργιου Μπαλτατζή και Νικόλαου Στράτου, στις 28 Νοεμβρίου 1922, απόφαση που θεωρήθηκε από πολλούς ως προαποφασισμένη. Οι κυριότερες κατηγορίες των μαρτύρων συνέγκλιναν στο ότι "οι κατηγορούμενοι τοποθέτησαν τα συμφέροντα του Θρόνου πάνω από τα Εθνικά συμφέροντα".[37] Η εκτέλεση έγινε την ίδια μέρα στου Γουδή και προκάλεσε αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας αλλά και στο εξωτερικό. 88 χρόνια αργότερα, το 2010, ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την απόφαση του στρατοδικείου και αθώωσε τους καταδικασθέντες, μετά θάνατον.

Το 2008 ο εγγονός του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, Μιχαήλ, έκανε προσφυγή στον Άρειο Πάγο ζητώντας την ακύρωση της καταδικαστικής απόφασης του 1922 και την επανάληψη της δίκης. Παρουσίασε ως στοιχεία μια επιστολή και μια ομιλία του Βενιζέλου που ανέφεραν ότι ουδείς εκ των 6 δεν ήταν στην πραγματικότητα ένοχος. Η κίνηση προκάλεσε την αντίδραση της Ομοσπονδίας Προσφυγικών Σωματείων Ελλάδος, ζητώντας να απορριφθεί το αίτημα του Πρωτοπαπαδάκη. Παρόλα αυτά, τον Οκτώβριο του 2010 αυτό έγινε δεκτό, αθωώνοντάς και τους έξι καταδικασθέντες. [38]

Αποτίμηση

 
Προσφυγόπουλα, Έλληνες και Αρμένιοι, στην Αθήνα (1923).

Η Μικρασιατική Καταστροφή θεωρείται ως η μεγαλύτερη συμφορά του Νεότερου Ελληνισμού[39]. Με τη Συνθήκη της Λωζάνης και την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης ξεριζώθηκε από την προαιώνια πατρίδα του. Εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες και Αρμένιοι Χριστιανοί εξοντώθηκαν και οι υπόλοιποι ήρθαν ως πρόσφυγες, χωρίς τις περιουσίες τους, στην Ελλάδα.[39] Το σχεδόν χρεοκοπημένο ελληνικό κράτος έπρεπε τάχιστα να στεγάσει και να περιθάλψει αυτόν τον τεράστιο πληθυσμό.

Παράλληλα, με την αποχώρηση μουσουλμάνων στο θρήσκευμα από την ελληνική επικράτεια, η Ελλάδα κατέστη περισσότερο εθνικά και θρησκευτικά ομοιογενής, αλλά η Μεγάλη Ιδέα -κύριος συνεκτικός δεσμός της κοινωνίας και ο κύριος στόχος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής για σχεδόν 100 χρόνια- έλαβε τέλος.

Η Καταστροφή του 1922 θα επιφέρει βαθιές τομές εντός της ελληνικής κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα: οικονομικό (δημιουργία πολυπληθούς εργατικής τάξης στα μεγάλα αστικά κέντρα, καθώς και αστυφιλία), πολιτικό (ριζοσπαστικοποίηση των πολιτικών δυνάμεων), καθώς και πολιτισμικό (νέα μουσικά ακούσματα, κουζίνα, νέες πνευματικές αναζητήσεις και λογοτεχνικά ρεύματα, όπως η γενιά του ’30 κτλ).

Η άφιξη και εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα επηρέασε βαθιά κάθε πτυχή της ζωής, κοινωνική, πολιτική, πολιτισμική. Οι συντηρητικές και κλειστές, αγροτικές κοινωνίες των αυτοχθόνων ήρθαν σε επαφή με νέες αξίες και συνήθειες, πολλές από τις οποίες δεν ήταν σε θέση να αποδεχτούν. Ένα σχετικό παράδειγμα αποτελεί η αρνητική εικόνα που είχαν σχηματίσει για τις γυναίκες των προσφύγων ως «αμφιβόλου ηθικής»[40], απόρροια των πεποιθήσεων της εποχής, καθώς πολλές από εκείνες είχαν φτάσει στην Ελλάδα χωρίς τον άντρα, τον πατέρα ή τον αδερφό τους, που είχαν χάσει τη ζωή τους στον πόλεμο. Αλλά και γενικότερα, η διαφορά στον τρόπο ζωής, σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και στη γλώσσα, καθιστούσε τους ντόπιους Έλληνες αρνητικά διακείμενους απέναντι στους νεοφερμένους. Επιπλέον, η καταστροφή και η ανταλλαγή είχαν φέρει στη χώρα περίπου 300.000 άντρες με εκλογικό δικαίωμα, που θεωρούσαν τον βασιλιά ως υπαίτιο των δεινών τους. Το Σύμφωνο της Άγκυρας το 1930 εξανέμιζε κάθε ελπίδα που είχαν να πάρουν πίσω τις περιουσίες που είχαν εγκαταλείψει με την έξοδό τους. Αυτό οδήγησε στη διαμόρφωση ταξικής συνείδησης και τη στροφή προς τον κομμουνισμό, γεγονός επίσης αντίθετο προς τη μέχρι τότε γενικότερη μετριοπάθεια της ελληνικής κοινωνίας. [41]

Η εναλλαγή των κυβερνόντων προσώπων επέφερε, εκτός από πλήθος απόψεων που επικράτησαν και σοβαρές αντιπαλότητες και συγκρούσεις στο εσωτερικό της χώρας, που συνέβαλαν σημαντικά στην εξέλιξη των πολεμικών της κινήσεων στην Ανατολή. Η έντονη, και μάλλον δυσανάλογη, αυτοπεποίθησή της, όσον αφορά την επεκτατική της διάθεση, αποδείχθηκε καταλυτική δύναμη για την απώλεια εδαφών και τον ξεριζωμό ανθρώπων από τις πατρογονικές τους εστίες, που είχε προταθεί να προστατέψει. Τέλος, η υποδοχή των προσφύγων στη χώρα, δεν σήμανε το τέλος των συγκρούσεων, των αντιπαραθέσεων και των δοκιμασιών που χρειάστηκε να αντιμετωπίσει ο πληθυσμός σε κάθε έκφανση της ζωής του.




Πηγή