Μία από τις διασημότερες παραγωγές του αμερικάνικου κινηματογράφου της δεκαετίας του ’70 με την υπογραφή του σπουδαίου Ρόμπερτ Όλτμαν που αγαπήθηκε από κοινό και κριτικούς σε όλο τον κόσμο. Πρωταγωνιστούν οι Ντόναλντ Σάδερλαντ και Έλιοτ Γκουλντ.
Η ταινία έχει βραβευτεί με Χρυσό Φοίνικα και Χρυσή Σφαίρα ενώ ο σεναριογράφος της Ρινγκ Λάρντνερ Τζ. κέρδισε τοΌσκαρ Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου. Η ταινία«M*A*S*H» κυκλοφορεί στους κινηματογράφους από 26Αυγούστου σε διανομή της ODEON.
Μία ομάδα χειρούργων υπηρετεί σε ένα κινητό νοσοκομείο κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Κορέας. Προκειμένου να ανταπεξέλθουν στην καθημερινή φρίκη που αντιμετωπίζουν, σύντομα υιοθετούν ένα «διαφορετικό» τρόπο ζωής και μεταλλάσσουν την θητεία τους σε μία ανεπανάληπτη σουρεαλιστική περιπέτεια. Μπροστά στην παράνοια του πολέμου, οι ήρωες της ταινίας χρησιμοποιούν το καθαρό χιούμορ τους ως το μοναδικό τους όπλο και ανακαλύπτουν πως ακόμα και στις χειρότερες καταστάσεις υπάρχει χώρος για ένα χαμόγελο.
Βραβευμένη με Χρυσό Φοίνικα, Όσκαρ Διασκευασμένου Σεναρίου και Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ταινίας, η ανατρεπτική αυτή αντιπολεμική μαύρη κωμωδία του Ρόμπερτ Όλτμαν αποτελεί μία από τις πλέον αντιπροσωπευτικές αμερικάνικες ταινίες του κινηματογράφου της δεκαετίας του ’70 και καθηλώνει μέχρι και σήμερα το κοινό με το πνευματώδες μαύρο χιούμορ της.
Ο Zbigniew Preisner αποκλειστικά στο Δεύτερο Πρόγραμμα 103.7
Ημερομηνία μετάδοσης: Πέμπτη 26 Αυγούστου 2021, στις 16:00
Ο δημοφιλής Πολωνός συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής Zbigniew Preisner, ο οποίος μετρά πολλά χρόνια επιτυχιών στο ενεργητικό του με τη μουσική επένδυση ξεχωριστών ταινιών όπως η «Τριλογία των χρωμάτων» του Krzysztof Kieslowski («Μπλε», «Λευκό» και «Κόκκινο»), βρίσκεται ξανά στην επικαιρότητα με την ευκαιρία της κυκλοφορίας της νέας ταινίας «Man of God» («Ο Άνθρωπος του Θεού») με θέμα τη ζωή του Αγίου Νεκταρίου, στην οποία υπογράφει το soundtrack.
Την Πέμπτη 26 Αυγούστου 2021, στις 16:00, ο Zbigniew Preisner μιλάει αποκλειστικά για όλα στην εκπομπή του Δεύτερου «Ροκ συναναστροφές» και στον Πάνο Χρυσοστόμου. Αναφέρεται στην πολυετή φιλία με τον συμπατριώτη του Krzysztof Kieslowski και στη συνεργασία τους σε πλήθος αγαπημένων ταινιών, για τις ροκ καταβολές, την επιρροή που δέχτηκε από τους Pink Floyd αλλά και τη συνάντησή του αργότερα με το θρυλικό συγκρότημα. Αποκαλύπτει πολλά για την κινηματογραφική μουσική και τις τεχνικές της, μιλά για τους Έλληνες συνθέτες που ξεχωρίζει, δηλώνει «αρνητής» της θρησκείας όπως ορίζεται από την Καθολική Εκκλησία, προβληματίζεται για την πανδημία και τους καλλιτέχνες και, στο τέλος, απαγγέλλει και στα ελληνικά!
Info
Ο Zbigniew Preisner στις «Ροκ συναναστροφές» με τον Πάνο Χρυσοστόμου
Μετά την ταπεινωτική ήττα της Ελλάδας στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897, οι Κρητικοί, που είχαν ξεσηκωθεί για μία ακόμη φορά κατά του οθωμανού δυνάστη, δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν τίποτα περισσότερο από την αυτονομία...
Μετά την ταπεινωτική ήττα της Ελλάδας στονΕλληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897, οι Κρητικοί, που είχαν ξεσηκωθεί για μία ακόμη φορά κατά του οθωμανού δυνάστη, δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν τίποτα περισσότερο από την αυτονομία, που τους προσέφεραν οι Μεγάλες Δυνάμεις.
Στις18 Ιουλίου1898 η Συνέλευση των Κρητών εξέλεξε εκτελεστική επιτροπή, το «Εκτελεστικόν Κρήτης», που θα αναλάμβανε τη διακυβέρνηση της νήσου για το χρονικό διάστημα μέχρι την άφιξη του ύπατου αρμοστή πρίγκηπα Γεωργίου, δευτερότοκου γιου του βασιλιά των ΕλλήνωνΓεωργίου Α’. Το αποτελούσαν οΕλευθέριος Βενιζέλος, ο Ιωάννης Ζαχαράκης, ο Ιωάννης Σφακιανάκης, ο Εμμανουήλ Μυλωνογιαννάκης, ο Νικόλαος Γιαμαλάκης και ο Αντώνιος Χατζηδάκης.
Η εξέλιξη αυτή ανησύχησε, όπως ήταν φυσικό, τους Τουρκοκρητικούς (γηγενείς μουσουλμάνους, ως επί το πλείστον), που αποτελούσαν περί το 15% του συνολικού αριθμού των κατοίκων της μεγαλονήσου. Κι ενώ απόσπασμα του αγγλικού στρατού εγκαθιστούσε στο Ηράκλειο υπαλλήλους τού Εκτελεστικού, σύμφωνα με την απόφαση των ξένων ναυάρχων, ο εξαγριωμένος τουρκικός όχλος της πόλης εξετράπη σε πράξεις πρωτοφανούς βαρβαρότητας.
Στις25 Αυγούστου1898, εκατοντάδες χριστιανοί σφαγιάστηκαν και μαζί τους 17 άγγλοι στρατιώτες και ο πρόξενος της Αγγλίας στο Ηράκλειο Λυσίμαχος Καλοκαιρινός. Πυρπολήθηκαν καταστήματα και συνοικίες χριστιανών και η εικόνα επανέφερε στη μνήμη τις σκληρότερες στιγμές της τουρκικής θηριωδίας.
Η Αγγλία αντέδρασε αμέσως και δυναμικά. Απαγχονίστηκαν 17 σημαίνοντες Τουρκοκρητικοί, πρωταίτιοι των βανδαλισμών, άλλοι απελάθηκαν ή φυλακίστηκαν και ο τουρκικός στρατός υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Κρήτη. Στις2 Νοεμβρίου1898 και ο τελευταίος τούρκος στρατιώτης εγκατέλειπε το κρητικό έδαφος.
Η ελευθερία της Κρήτης ήταν πλέον γεγονός. Οι Μεγάλες Δυνάμεις ανέλαβαν την προστασία της νήσου και η μακραίωνη περίοδος της δουλείας είχε τελειώσει οριστικά. Η Κρητική Πολιτεία που συστάθηκε αποτέλεσε το μεταβατικό στάδιο πριν από την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα την 1η Δεκεμβρίου 1913.
Ποιητής και συγγραφέας της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Το μοναδικό μυθιστόρημά του «Το τρίτο στεφάνι», που εκδόθηκε το 1962, σφράγισε την ελληνική λογοτεχνία.
Ποιητής και συγγραφέας της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Το μοναδικό μυθιστόρημά του «Το τρίτο στεφάνι», που εκδόθηκε το 1962, σφράγισε την ελληνική λογοτεχνία.
Ο Κώστας Ταχτσής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 8 Οκτωβρίου 1927. Ο πατέρας του Γρηγόριος και η μητέρα του Έλλη (το γένος Ζάχου), κατάγονταν από την Ανατολική Ρωμυλία. Σε ηλικία επτά ετών, μετά τον χωρισμό των γονιών του, έφυγε για την Αθήνα με τη γιαγιά του.
Στην Αθήνα πέρασε τα μαθητικά και εφηβικά του χρόνια και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου φοίτησε για δύο χρόνια. Είχε προηγηθεί μία αίτησή του στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων, χωρίς επιτυχία, λόγω ασθένειάς του και αδυναμίας να παραστεί στις εξετάσεις. Το 1947 κατατάχτηκε στο στρατό κι έφτασε ως το βαθμό του εφέδρου ανθυπολοχαγού. Στη συνέχεια εργάστηκε ως γραμματέας του αμερικανού επόπτη στο υδροηλεκτρικό έργο του Λούρου.
Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1951 με την ποιητική συλλογή «Ποιήματα» και ακολούθησε τον επόμενο χρόνο η συλλογή «Τα μικρά ποιήματα». Τα δύο αυτά έργα του τα αποκήρυξε σιωπηλά αργότερα. Μέχρι το 1956 κυκλοφόρησε τρεις ακόμα ποιητικές συλλογές: «Περί ώραν δωδεκάτην» (1953), «Η Συμφωνία του Μπραζίλιαν» (1954) και «Καφενείον το Βυζάντιον» (1956). Η ποίησή του κινείται στο πλαίσιο της καθημερινής ζωής και χαρακτηρίζεται από έντονα λυρική διάθεση. Την ίδια περίοδο συνδέθηκε φιλικά με τους Οδυσσέα Ελύτη, Νίκο Γκάτσο και Ανδρέα Εμπειρίκο. Το 1954 έφυγε για την Αγγλία, όπου έμεινε ως το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου. Επέστρεψε στην Αθήνα και ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη διδασκαλία της αγγλικής γλώσσας.
Από την άνοιξη του 1956 έως τον Δεκέμβρη του 1964 περιπλανήθηκε σε διάφορα μέρη του κόσμου (Γερμανία, Αυστρία, Αφρική, Αυστραλία), με ενδιάμεσες επιστροφές στην Ελλάδα. Στην περίοδο αυτή μπάρκαρε σε δανέζικο φορτηγό πλοίο προς τη Γερμανία, εργάστηκε στα γυρίσματα της ταινίας του Τζιν Νεγκουλέσκο «Το παιδί και το δελφίνι», που γυρίστηκε στην Ύδρα το 1956, τέλεσε χρέη μάνατζερ σε περιοδεία του κλασσικού πιανίστα Τώνη Γεωργίου στην Αφρική, εργάστηκε ως υπάλληλος εμπορικού καταστήματος και σιδηροδρομικός υπάλληλος στην Αυστραλία.
Το 1960 ξεκίνησε για το γύρο της Ευρώπης με βέσπα. Στις χώρες που επισκέφτηκε έγραψε «Το Τρίτο στεφάνι», το οποίο ολοκλήρωσε στην Αυστραλία, κατά τη διάρκεια της δεύτερης εκεί παραμονής του και το έστειλε στην Ελλάδα για εκτύπωση. Το έργο απορρίφθηκε ως ακατάλληλο και ο Ταχτσής πραγματοποίησε ιδιωτική έκδοσή του στην Αθήνα το 1962. Το μοναδικό του μυθιστόρημα γνώρισε πολλές εκδόσεις, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, αγαπήθηκε και διαβάστηκε πολύ από το αναγνωστικό κοινό, ως ένας πιστός και αληθινός πίνακας της νεοελληνικής ζωής.
Την ίδια χρονιά έφυγε για την Αμερική, όπου έμεινε ως το τέλος του 1964. Μετά την οριστική επιστροφή του στην Αθήνα συνεργάστηκε με το πρωτοποριακό λογοτεχνικό περιοδικό «Πάλι» και εργάστηκε ως ξεναγός και μεταφραστής. Μετά την επιβολή της δικτατορίας των Συνταγματαρχών (1967) πρωτοστάτησε στην αντιστασιακή έκδοση των «18 Κειμένων» Ελλήνων συγγραφέων κατά της λογοκρισίας (1971). Τη δεκαετία του '70 εξέδωσε τις συλλογές διηγημάτων «Τα Ρέστα» (1972) και «Η γιαγιά μου η Αθήνα» (1979). Τα τελευταία χρόνια της ζωής του σχεδόν εγκατέλειψε το γράψιμο.
Ο Ταχτσής είχε να παρουσιάσει και πλούσιο μεταφραστικό έργο. Μετέφρασε έργα συγγραφέων, όπως τη «Φιλουμένα Μαρτουράνο» του Εντουάρντο ντε Φίλιπο, καθώς και πολλές κωμωδίες του Αριστοφάνη. Για τη μεταφραστική του εργασία στον Αριστοφάνη είχε επικριθεί από την κριτική για πολλές μεταφραστικές ελευθεριότητες και αυθαιρεσίες.
Δηλωμένος ομοφυλόφιλος και τραβεστί, ο Κώστας Ταχτσής δολοφονήθηκε άγρια κάτω από άγνωστες συνθήκες στο σπίτι του στον Κολωνό στις 25 Αυγούστου 1988, σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση, σε ηλικία 61 ετών. Το έγκλημα παραμένει ακόμα ανεξιχνίαστο και ο δράστης του ασύλληπτος. Ο γνωστός δημοσιογράφος Κώστας Τσαρούχας στο βιβλίο του «Η δολοφονία του συγγραφέα» υποστηρίζει ότι τον Ταχτσή τον σκότωσε ο τελευταίος του πελάτης, όταν διαπίστωσε πως στο κρεβάτι δεν βρισκόταν με γυναίκα, αλλά με άντρα.
Σκωτσέζος ηθοποιός, ο πρώτος που ενσάρκωσε τον Τζέιμς Μποντ στη μεγάλη οθόνη και ο καλύτερος στο ρόλο αυτό από τους ηθοποιούς που ακολούθησαν.
Ο Τόμας Σον Κόνερι γεννήθηκε στις 25 Αυγούστου 1930 στο Εδιμβούργο από φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν εργάτης και η μητέρα του καθαρίστρια. Εγκατέλειψε νωρίς το σχολείο, εργάστηκε ως γαλατάς στη γειτονιά του και στα 16 του έγινε δεκτός στο Πολεμικό Ναυτικό του Ηνωμένου Βασιλείου, από το οποίο αφυπηρέτησε τρία χρόνια αργότερα εξαιτίας ενός προβλήματος υγείας. Τότε άρχισε να εξασκείται στο μποντιμπίλντιγκ και να ποζάρει ως μοντέλο για επίδοξους ζωγράφους και σε καταλόγους ανδρικής μόδας. Διαγωνίσθηκε στα διεθνή ανδρικά καλλιστεία για τον τίτλο του «Μίστερ Κόσμος», που του άνοιξαν τον δρόμο για να εργαστεί ως κομπάρσος σε θεατρικές παραγωγές.
Το 1954 έπαιξε ένα μικρό ρόλο σε μία περιοδεύουσα παράσταση του μιούζικαλ των Ρότζερς και Χάμερστιν «South Pacific» και στην πορεία ανέλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο του έργου. Ακολούθησαν ρόλοι στο θέατρο και την τηλεόραση, όπως του μποξέρ Μάουντεν Ριβέρα στην τηλεοπτική παραγωγή του BBC «Requiem for a Heavyweight» (1957).
Ο Σον Κόνερι ως Τζέιμς Μποντ
Ο Σον Κόνερι έκανε το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο με το μιούζικαλ «Lilacs in the Spring» (1954), στο οποίο πρωταγωνιστούσε ο Έρολ Φλιν, κι έλαβε τις πρώτες του καλές κριτικές για το ρόλο του στην κωμωδία «Επιχείρηση: Κόκκινο Προγεφύρωμα» («On the Fiddle», 1961). Άλλες αξιοσημείωτες ταινίες του εκείνης της περιόδου ήταν η παιδική περιπέτεια της Ντίσνεϊ «Οι Τρεις Ευχές» («Darby O' Gil and the Little People», 1959) και το πολεμικό έπος «Η πιο μεγάλη μέρα του πολέμου» («The Longest Day», 1962), που αναφέρεται στην απόβαση στην Νορμανδία.
Πρώτος ρόλος ως Τζέιμς Μποντ
Το 1962 έκανε δοκιμαστικό και κέρδισε το ρόλο του Τζέιμς Μποντ στο κατασκοπικό θρίλερ του Τέρενς Γιανγκ «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Εναντίον Δρος Νο» («Dr No»), που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ίαν Φλέμινγκ. Η μεγάλη επιτυχία της ταινίας και οι δύο συνέχειές της – «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Από τη Ρωσία με Αγάπη» («From Russia to Love», 1963) και «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007 Εναντίoν Χρυσοδάκτυλου» («Goldfinger», (1964) – ανέδειξαν τις ταινίες του Μποντ σε παγκόσμιο φαινόμενο και τον Κόνερι σε διασημότητα με διεθνή ακτινοβολία.
Μη θέλοντας να τυποποιηθεί στο ρόλο του Τζέιμς Μποντ, συμμετείχε και σε άλλες ταινίες, με πιο αξιοσημείωτη το ψυχολογικό θρίλερ του Άλφρεντ Χίτσκοκ «Μάρνη» («Marnie», 1964). Επέστρεψε ως Τζέιμς Μποντ στις ταινίες «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Επιχείρηση Κεραυνός» («Thunderball»,1965) και «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Ζεις Μονάχα Δυο Φορές» («You Only Live Twice», 1967), οπότε δήλωσε ότι εγκαταλείπει οριστικά το ρόλο που τον έκανε διάσημο. Ωστόσο, τέσσερα χρόνια αργότερα πείστηκε να υποδυθεί ξανά τον Μποντ στην ταινία «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Τα Διαμάντια Είναι Παντοτινά» («Diamonds Are Forever», 1971), δηλώντας και πάλι ότι ήταν η τελευταία του ταινία ως Μποντ.
Οι άλλες ταινίες και η επιστροφή ως Πράκτωρ 007
Τη δεκαετία του ‘70 έπαιξε κυρίως σε δράματα εποχής και ταινίες επιστημονικής φαντασίας, όπως «Εκεί που δεν φτάνει ο ήλιος» («Molly Maguires», 1970), «Ζαρντόζ» («Zardoz», 1974), «Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές» («Murder on the Orient Express», 1974), «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς» («The Man Who Will Be King», 1975) του Τζον Χιούστον, «Ο Άνεμος και το Λιοντάρι» («The Wind and the Lion», 1975), «Το Ρόδο και το Βέλος» («Robin and Marian», 1976) και «Η Κλοπή των Αιώνων» («The First Great Train Robbery», 1978).
Ο Σον Κόνερι στην ταινία «Οι Αδιάφθοροι» (1987)
Το 1981 έκανε μία αλησμόνητη εμφάνιση ως Αγαμέμνων στην ταινία φαντασίας του Τέρι Γκίλιαμ «Υπέροχοι Ληστές και τα Κουλουβάχατα της Ιστορίας» («Time Bandits), και δύο χρόνια αργότερα σήμανε συναγερμό στους φίλους των ταινιών του Μποντ επιστρέφοντας στο ρόλο του 007 με την ταινία «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Ποτέ Μη Ξαναπείς Ποτέ» («Never Say Never Again», 1983). Το 1986 πρωταγωνίστησε στην κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος τουΟυμπέρτο Έκο«Το Όνομα του Ρόδου» και το 1988 κέρδισε τοΌσκαρβ’ ανδρικού ρόλου για το ρόλο του βετεράνου αστυνομικού που καταδιώκει τονΑλ Καπόνεστην ταινία του Μπράιαν Ντε Πάλμα «Οι Αδιάφθοροι» («The Untouchables», 1987).
Στην περιπέτεια φαντασίας του Στίβεν Σπίλμπεργκ «Ιντιάνα Τζόουνς και η Τελευταία Σταυροφορία» («Indiana Jones and the Last Crusade», 1989) ο Κόνερι υποδύθηκε τον πατέρα του Ιντιάνα Τζόουνς (Χάρισον Φορντ) και στο πολιτικό θρίλερ του Τζον ΜακΤίρναν «Το Κυνήγι του Κόκκινου Οκτώβρη» («The Hunt for Red October», 1990) έπαιξε τον κυβερνήτη ενός σοβιετικού πυρηνικού υποβρυχίου που προσπαθεί να αυτομολήσει στη Δύση.
Άλλες ενδιαφέρουσες ταινίες του Κόνερι από τη δεκαετία του ’90 είναι: «Ρομπέν των Δασών» («Robin Hood: Prince of Thieves», 1991), «Λάνσελοτ, ο Πρώτος Ιππότης» («First Knight», 1995), «Ο Βράχος» («The Rock», 1996), «Η Καρδιά του Δράκου» («Dragonheart», 1996) και «Διπλή Παγίδα» («Entrapment», 1999). Ο Κόνερι αποσύρθηκε από τη μεγάλη οθόνη το 2003 μετά την εμφάνισή του στην περιπέτεια φαντασίας «Η Συμμαχία» («The League of Extraordinary Gentlemen»), αν και συνέχισε να δανείζει την επιβλητική βαθιά φωνή του με την έντονη σκωτική προφορά σε διάφορες παραγωγές.
Γνωστός καρδιοκατακτητής, ο Σον Κόνερι ήταν παντρεμένος σε δεύτερο γάμο από το 1975 με τη γαλλίδα ζωγράφο Μισελίν Ροκεμπρίν. Από τον πρώτο του γάμο με την ηθοποιό Νταϊάν Σιλέντο είχε αποκτήσει ένα γιο, τον ηθοποιό Τζέισον Κόνερι. Πολιτικά ήταν υποστηρικτής και χρηματοδότης του Εθνικού Κόμματος της Σκωτίας (SNP), που υποστηρίζει την ανεξαρτησία της Σκωτίας από το Ηνωμένο Βασίλειο.
Ο Σον Κόνερι πέθανε στις 31 Οκτωβρίου 2020, σε ηλικία 90 ετών.