Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2021

Η ανατίναξη του κτιρίου της ΕΣΠΟ

 Μία από τις κορυφαίες αντιστασιακές πράξεις κατά των Γερμανών κατακτητών και των Ελλήνων συνεργατών τους ήταν η πολύνεκρη ανατίναξη του κτιρίου της ναζιστικής ΕΣΠΟ.


Η οδός Πατησίων, λίγο μετά την ανατίναξη του κτιρίου της ΕΣΠΟ

Μία από τις κορυφαίες αντιστασιακές πράξεις κατά των Γερμανών κατακτητών και των Ελλήνων συνεργατών τους ήταν η πολύνεκρη ανατίναξη του κτιρίου της ναζιστικής «Εθνικής Σοσιαλιστικής Πατριωτικής Οργάνωσης» (ΕΣΠΟ) στη γωνία των οδών Πατησίων και Γλάδστωνος. Το εγχείρημα έφερε σε πέρας στις 20 Σεπτεμβρίου 1942 μια ομάδα αποφασισμένων ανδρών και γυναικών της αντιστασιακής οργάνωσης «Πανελλήνιος Ένωσις Αγωνιζομένων Νέων» (ΠΕΑΝ).

Την εποχή εκείνη η ΕΣΠΟ, με αρχηγό τον γιατρό Σπύρο Στεροδήμο, προκαλούσε τους υπόδουλους Έλληνες, επειδή προσπαθούσε να στρατολογήσει νέους για να συγκροτήσουν την «Ελληνική Λεγεώνα», που θα πολεμούσε στο πλευρό της Βέρμαχτ στο ανατολικό μέτωπο. Η ΠΕΑΝ ήταν μια μικρή αντιστασιακή οργάνωση με αρχηγό τον δημοκρατικό αξιωματικό της Αεροπορίας Κώστα Περρίκο, που είχε αποταχθεί τον Απρίλιο του 1935 από την κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη.

Πολλά από τα μέλη της οργάνωσης συμπαθούσαν πολιτικά τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και βρίσκονταν σε ανοιχτή γραμμή μαζί του. Ιδεολογικά κινούνταν μεταξύ φιλελευθερισμού και σοσιαλδημοκρατίας. Η ΠΕΑΝ προέτρεπε τους Έλληνες σε αντίσταση με κάθε μέσο, προκειμένου να ενισχυθεί η μεταπολεμική θέση της χώρας και οι εθνικές διεκδικήσεις και καλούσε σε ενότητα όλες τις αντιστασιακές οργανώσεις. Ήταν δημοφιλής στη μορφωμένη νεολαία των αστικών κέντρων, αλλά οι σχέσεις της με το ΕΑΜ ήταν ψυχρές.

Το χτύπημα εναντίον της ΕΣΠΟ προετοιμάστηκε προσεκτικά και αποφασίστηκε να γίνει το πρωί της Κυριακής 20 Σεπτεμβρίου. Στην επιχείρηση πήραν μέρος τέσσερα άτομα: Ο Περρίκος, ο τεχνικός τηλεπικοινωνιών Αντώνης Μυτιληναίος, ο φοιτητής Νομικής Σπύρος Γαλάτης και η δασκάλα Ιουλία Μπίμπα. Η βόμβα συναρμολογήθηκε στο σπίτι της Μπίμπα και μεταφέρθηκε από την ίδια και τον Μυτιληναίο με μεγάλη προσοχή έξω από τα γραφεία της ΕΣΠΟ.

Ο Μυτιληναίος και ο Γαλάτης εισχώρησαν στο κτίριο από μια αφύλαχτη πόρτα της οδού Γλάδστωνος και τοποθέτησαν τη βόμβα σ' ένα άδειο γραφείο στον ημιώροφο. Στον πρώτο όροφο στεγάζονταν τα γραφεία της ΕΣΠΟ και στους υπόλοιπους γερμανικές υπηρεσίες. Ο Γαλάτης άναψε το φιτίλι και αμέσως μαζί με τον Μυτιληναίο απομακρύνθηκαν. Ο Περρίκος και η Μπίμπα παρακολουθούσαν την επιχείρηση από κοντινό ζαχαροπλαστείο, έτοιμοι για κάθε βοήθεια.


Κώστας Περρίκος - Ιουλία Μπίμπα

Ήταν ακριβώς 12:03 το μεσημέρι, όταν ακούστηκε μια εκκωφαντική έκρηξη και πυκνός μαύρος καπνός σκέπασε την Πατησίων. Επικράτησε μεγάλη σύγχυση και πανικός, ώστε οι Γερμανοί σήμαναν συναγερμό, νομίζοντας ότι επρόκειτο για αεροπορική επιδρομή. Το εσωτερικό του κτιρίου κατέρρευσε και πήρε φωτιά. Η πυροσβεστική ξέθαβε νεκρούς από τα ερείπια: 29 μέλη της ΕΣΠΟ και 48 Γερμανοί αξιωματικοί έχασαν τη ζωή τους. Ο αρχηγός της ΕΣΠΟ Σπύρος Στεροδήμος ανασύρθηκε βαρύτατα τραυματισμένος και εξέπνευσε λίγες μέρες αργότερα. Η ναζιστική οργάνωση, μετά το πλήγμα, διαλύθηκε.

Σχεδόν αμέσως, η Γκεστάπο εξαπέλυσε ανθρωποκυνηγητό για τη σύλληψη των δραστών της βομβιστικής επίθεσης. Χρειάστηκαν τη συνδρομή ενός προδότη υπαξιωματικού της Χωροφυλακής, του Πολύκαρπου Νταλιάνη, για να εξαρθρώσουν στις 11 Νοεμβρίου 1942 τον επιχειρησιακό πυρήνα της ΠΕΑΝ. Περρίκος, Μπίμπα, Μυτιληναίος και Γαλάτης συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν στα ανακριτικά γραφεία της Γκεστάπο στον Πειραιά. Παρότι υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια, δεν λύγισαν και δεν μίλησαν. Μάλιστα, ο Αντώνης Μυτιληναίος κατόρθωσε να δραπετεύσει και να διαφύγει στη Μέση Ανατολή.

Τα υπόλοιπα τρία μέλη της οργάνωσης πέρασαν από γερμανικό στρατοδικείο και καταδικάσθηκαν στην εσχάτη των ποινών. Ο αρχηγός της ΠΕΑΝ Κώστας Περρίκος τρις εις θάνατον και 15 χρόνια δεσμά και η δασκάλα Ιουλία Μπίμπα δις εις θάνατον και 15 χρόνια δεσμά. Ο Γαλάτης καταδικάσθηκε σε θάνατο και 5 χρόνια δεσμά, αλλά τελικά του δόθηκε χάρη, αφού η οικογένειά του πλήρωσε 1.000 λίρες και μεταφέρθηκε σε φυλακές στη Γερμανία. Στις 4 Φεβρουαρίου 1943, ο 37χρονος υποσμηναγός Κώστας Περρίκος εκτελέστηκε στην Καισαριανή, παρά τις μεγάλες προσπάθειες του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού. Η Ιουλία Μπίμπα μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία και καρατομήθηκε δια πελέκεως. Ο προδότης Νταλιάνης σκοτώθηκε αργότερα από αντιστασιακούς.

Η είδηση της ανατίναξης του κτιρίου της ΕΣΠΟ πέρασε γρήγορα τα σύνορα της Ελλάδας. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί Λονδίνου και Μόσχας μίλησαν με ενθουσιασμό για το εγχείρημα, χαρακτηρίζοντάς το ως το μεγαλύτερο σαμποτάζ στην τότε κατεχόμενη Ευρώπη. Το ΕΑΜ, είτε από επίξειξη μικρότητας είτε από κακή εκτίμηση, καταδίκασε το εγχείρημα κάνοντας λόγο για «επικίνδυνη και πρόωρη ατομική τρομοκρατία» και το χαρακτήρισε «προβοκάτσια», ενώ εκτίμησε ότι ο Περρίκος ήταν άνθρωπος της Γκεστάπο και ότι σύντομα επρόκειτο να αφεθεί ελεύθερος.

Μαρτυρίες

  • Αντώνης Μυτιληναίος: «Μαρτύρων Πορεία» (εκδόσεις. «Επικαιρότητα»)
  • Π.Μ. Μιχαηλίδης: «Αγαθουπόλεως 7» (εκδόσεις «Καστανιώτης»)



Σοφία Λόρεν

 Η αισθησιακή Σοφία Λόρεν, ξεκίνησε από τις φτωχογειτονιές της μεταπολεμικής Νάπολι για να κερδίσει τον παγκόσμιο θαυμασμό ως μία από τις ομορφότερες ιταλίδες και να παραμένει μέχρι σήμερα η πιο διάσημη σταρ που ανέδειξε η Ιταλία.


Η αισθησιακή Σοφία Λόρεν, ξεκίνησε από τις φτωχογειτονιές της μεταπολεμικής Νάπολι για να κερδίσει τον παγκόσμιο θαυμασμό ως μία από τις ομορφότερες ιταλίδες και να παραμένει μέχρι σήμερα η πιο διάσημη σταρ που ανέδειξε η Ιταλία.

Η Σοφία Σικολόνε, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 1934 στη Ρώμη και ήταν η πρωτότοκη κόρη του πολιτικού μηχανικού Ρικάρντο Σικολόνε και της δασκάλας πιάνου Ρομίλντα Βιλάνι. Ο πατέρας της όχι μόνο αρνήθηκε να παντρευτεί την μητέρα της, αλλά άφησε την οικογένειά του χωρίς οικονομική στήριξη. Έτσι τα δύσκολα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου η νεαρή Σοφία μεγάλωσε με την μητέρα της και την αδελφή της Μαρία στο σπίτι της γιαγιάς της σε μια φτωχογειτονιά της Νάπολι. Η γιαγιά της είχε την πρόνοια να μετατρέψει σε παμπ ένα τμήμα του σπιτιού της και έτσι να ανακουφίσει την νέα της οικογένεια. Η Ρομίλντα έπαιζε πιάνο, η Μαρία τραγουδούσε και η Σοφία σέρβιρε τους αμερικανούς στρατιώτες που αποτελούσαν την κύρια πελατεία του μαγαζιού.

Η μοίρα της Σοφίας άλλαξε δραματικά, σε ηλικία 15 ετών, όταν συμμετείχε στον διαγωνισμό της «Μις Ιταλία», εκπροσωπώντας την περιφέρεια του Λατίου και αναδείχθηκε «Μις Κομψότητα», κερδίζοντας το τρίτο βραβείο. Χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Σοφία Λάτσαρο, άρχισε να εμφανίζεται σε φωτορομάντζα, ένα δημοφιλές ανάγνωσμα εκείνη την περίοδο, όπου διάφορα περιοδικά δημοσίευαν ρομαντικές ιστορίες με φωτογραφίες.

Στον κινηματογράφο πρωτομφανίστηκε το 1951 ως κομπάρσος στην θρησκευτική χολιγουντιανή υπερπαραγωγή «Quo Vadis;», που γυρίστηκε στα φημισμένα στούντιο της Τσινετσιτά στην Ρώμη.. Υπό την καθοδήγηση του παραγωγού και μελλοντικού συζύγου της Κάρλο Πόντι, η Σοφία Σικολόνε μετατράπηκε σε Σοφία Λόρεν. Η καριέρα της ξεκίνησε σε μια σειρά από κωμωδίες χαμηλού προϋπολογισμού προτού προσελκύσει την αποδοχή κοινού και κριτικής ως Αΐντα στην εκδοχή της ομώνυμης όπερας του Βέρντι, που σκηνθέτησε ο Κλεμέντε Φρακάσι το 1953.

Το 1957 παντρεύτηκε τον μεγάλο και παντοτινό της έρωτα, τον δικηγόρο και μεγαλοπαραγωγό Κάρλο Πόντι, 21 χρόνια μεγαλύτερό της, με τον οποίο απέκτησε δύο γιούς: τον διευθυντή ορχήστρας Κάρλο Πόντι και τον σκηνοθέτη Εντοάρνο Πόντι. Ο γάμος τους όμως πέρασε από χίλια κύματα. Παντρεύτηκαν δια αντιπροσώπων στο Μεξικό, επειδή ο Πόντι μπορεί να είχε χωρίσει από την πρώτη του γυναίκα, αλλά το διαζύγιο απαγορευόταν τότε στην Ιταλία. Ο γάμος τους ακυρώθηκε το 1962 και οι δυο τους αναγκάστηκαν να λάβουν την γαλλική υπηκοότητα για να ξαναπαντρευτούν το 1966.

Η ομορφιά της συχνά επισκίασε το τεράστιο υποκριτικό της ταλέντο, που ήταν εμφανές ακόμα και στα πρώιμα έργα της όπως στην «Ερωτική Πολιορκία» («L'oro di Napoli», 1954), του Βιτόριο Ντε Σίκα. Με τη βοήθεια του Πόντι, η Λόρεν έγινε σταρ πρώτου μεγέθους παίζοντας δίπλα σε μεγάλα ονόματα του Χόλιγουντ, όπως ο Κάρι Γκραντ [«Σπίτι πάνω σε βάρκα» («Houseboat, 1958)], ο Κλαρκ Γκέιμπλ [«Διακοπές στη Νάπολη» («It Started in Naples», 1960)], ο Φρανκ Σινάτρα [«Υπερηφάνεια και Πάθος» («The Pride and the Passion», 1957], ο Άλαν Λαντ [«Το Παιδί και το Δελφίνι» («Boy on a Dolphin», 1957), ταινία γυρισμένη στην Ελλάδα με την Λόρεν να τραγουδά το τραγούδι του Τάκη Μωράκη «Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη;»], ο Γουίλιαμ Χόλντεν [«To Κλειδί» («The Key», 1958)] και ο Πολ Νιούμαν («Lady L», 1965).

Η αποδοχή της από το Χόλιγουντ έπαιξε ρόλο στο να κερδίσει το Όσκαρ καλύτερης ηθοποιού για την ερμηνεία της στην ταινία του Βιτόριο ντε Σίκα «Η Ατιμασμένη» («La Ciociara») (1961), στην οποία υποδυόταν μια θαρραλέα μητέρα ενός κοριτσιού κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Σε δυο άλλες ταινίες του Ντε Σίκα ξεδίπλωσε το κωμικό της ταλέντο δίπλα στον γόη του ιταλικού κινηματογράφου, τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι: «Χθες, Σήμερα, Αύριο» («Ieri, Oggi, Domani» (1963), που κέρδισε Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας και «Γάμος αλά ιταλικά» («Matrimonio all'italiana», 1964).

Η καλύτερη ερμηνεία της ύστερης περιόδου της καριέρας της, ήταν και πάλι με τον Μαστρογιάνι, στην ταινία του Έτορε Σκόλα «Μια ξεχωριστή μέρα» ( «Una giornata particolare»,1977). Το μεταγενέστερο έργο της περιελάμβανε μεταξύ άλλων την τηλεοπτική ταινία «Courage» (1986), την ταινία «Prêt-à-Porter» (1994), που σκηνοθέτησε ο Ρόμπερτ Άλτμαν και το μιούζικαλ «Nine» (2009).

Το 2010 ,πρωταγωνίστησε στην τηλεοπτική ταινία «La mia casa è piena di specchi», η οποία βασίστηκε στην αυτοβιογραφία της αδερφής της Μαρία Σκικολόνε. Η Λόρεν εμφανίστηκε στη συνέχεια στο «Voce humana» (2014), μια ταινία μικρού μήκους βασισμένη στο μονόπρακτο του Ζαν Κοκτό «Η Ανθρώπινη Φωνή», που σκηνοθέτησε ο γιός της Εντοάρντο Πόντι.

Η Σοφία Λόρεν τιμήθηκε με ένα δεύτερο Όσκαρ για την συνολική προσφορά της στην έβδομη τέχνη (1991) και ένα «Χρυσό Λέοντα» για το ίδιο λόγο από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας (1998). Συχνά απασχόλησε τα πρωτοσέλιδα του Τύπου για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ζώων, αλλά και με την δεκαήμερη φυλάκισή της για χρέη προς το Ιταλικό Δημόσιο. Το 2010 έλαβε το διακεκριμένο ιαπωνικό βραβείο «Praemium Imperiale».





Γιώργος Σεφέρης

 Έλληνας ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής και διπλωμάτης. Από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, τιμήθηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963.


Γιώργος Σεφέρης (1900 – 1971)

Έλληνας ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής και διπλωμάτης. Από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963. Γραμματολογικά ανήκει στη «Γενιά του '30».

Ο Γεώργιος Σεφεριάδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου του 1900 στη Σμύρνη. Ήταν το μεγαλύτερο παιδί του Στυλιανού Σεφεριάδη (1873-1951) - δικηγόρου, σημαντικού κοινωνικού παράγοντα της Σμύρνης και ανθρώπου με λογοτεχνικές ανησυχίες - και της Δέσποινας Τενεκίδη με καταγωγή από τη Νάξο. Το ζευγάρι είχε άλλα δυο παιδιά, τον Άγγελο (1905-1950) και την Ιωάννα (1902-2000), σύζυγο του φιλόσοφου και πολιτικού Κωνσταντίνου Τσάτσου.

Ο Σεφέρης ξεκίνησε τις εγκύκλιες σπουδές του το 1906 στη Σμύρνη και τις ολοκλήρωσε το 1918 στην Αθήνα, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένειά του από το 1914. Στη συνέχεια γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, από την οποία αποφοίτησε με διδακτορικό το 1924. Τα χρόνια παραμονής του στο Παρίσι ήταν καθοριστικά για τη διαμόρφωση της ποιητικής του φυσιογνωμίας. Ήταν η εποχή που το κίνημα του μοντερνισμού βρισκόταν στην ακμή του.

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα διορίστηκε υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών (1926), αρχίζοντας έτσι μια λαμπρή καριέρα στο διπλωματικό σώμα, που κορυφώθηκε το 1957, με την τοποθέτησή του ως πρεσβευτή της Ελλάδας στη Μεγάλη Βρετανία. Παρέμεινε στο Λονδίνο έως το 1962, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Στις 10 Απριλίου του 1941, μία ημέρα μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς, είχε νυμφευτεί στην Πλάκα τη Μαρώ Ζάννου, με την οποία δεν απέκτησε παιδιά.


Ο Γ. Σεφέρης στο ραδιόφωνo του BBC

Στα ελληνικά γράμματα ο Γιώργος Σεφέρης εμφανίστηκε το 1931, με την ποιητική συλλογή Στροφή, η οποία από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας της προκάλεσε το ενδιαφέρον της λογοτεχνικής κοινότητας της Αθήνας, με θετικές και αρνητικές αντιδράσεις. Οι θαυμαστές του -Γιώργος Θεοτοκάς, Γιώργος Κατσίμπαλης και Ανδρέας Καραντώνης- υποστήριξαν ότι η Στροφή εγκαινιάζει μια καινούργια εποχή για την ελληνική ποίηση, ενώ οι επικριτές του, όπως ο Άλκης Θρύλος και ο Τάκης Παπατσώνης, ισχυρίστηκαν ότι η ποίηση του Σεφέρη είναι σκοτεινή και εγκεφαλική, χωρίς πραγματικό συναίσθημα. Με την πάροδο του χρόνου, η Στροφή απέκτησε τεράστιο συμβολικό βάρος, επειδή θεωρήθηκε από την κριτική ότι έστρεψε την ελληνική ποίηση από την παραδοσιακή στη μοντέρνα γραφή. Ο Μοντερνισμός του Σεφέρη, παρατηρεί ο Γιώργος Θεοτοκάς, υπήρξε «ένας μοντερνισμός τολμηρός, αλλά που κρατούσε το νήμα της παράδοσης, με αίσθημα ευθύνης και με σεβασμό για τη γλώσσα».

Ο θόρυβος που δημιουργήθηκε, αλλά και το ειδικό βάρος των Κατσίμπαλη και Καραντώνη στα λογοτεχνικά πράγματα, τον βοήθησε να επιβληθεί ως ένας πολλά υποσχόμενος νέος ποιητής. Η καθιέρωση του Σεφέρη ως μείζονος ποιητή έγινε το 1935, με την ποιητική συλλογή Μυθιστόρημα. Σ’ αυτό το έργο βλέπουμε πλήρως διαμορφωμένα τα σύμβολα που συνθέτουν την ποιητική μυθολογία του Σεφέρη: το «ταξίδι», οι «πέτρες», τα «μάρμαρα», τα «αγάλματα», η «θάλασσα», ο «Οδυσσέας» κ.ά.

Εκτός από το πλούσιο ποιητικό έργο του, ο Σεφέρης διακρίθηκε και στον δοκιμιακό λόγο, με μία σειρά ρηξικέλευθων κριτικών δοκιμίων, στα οποία τόνισε τη σημασία της ελληνικής παράδοσης και ανέδειξε το έργο περιθωριακών μορφών της, όπως του Γιάννη Μακρυγιάννη και του Θεόφιλου. Το μεταφραστικό του έργο είναι μικρό σε ποσότητα, αλλά σημαντικό. Μετέφρασε δύο έργα του αμερικανού ποιητή Τ.Σ. Έλιοτ (Έρημη Χώρα και Φονικό στην Εκκλησιά), ενώ μετέφερε στη νέα ελληνική δύο έργα της Βίβλου (Άσμα Ασμάτων και Αποκάλυψη του Ιωάννη). Ο Τ.Σ. Έλιοτ, ηγετική φυσιογνωμία της μοντερνιστικής ποίησης του 20ου αιώνα, ήταν ο ποιητής που τον επηρέασε όσο κανένας άλλος.


Παραλαμβάνοντας το βραβείο Νόμπελ

Από τη δεκαετία του '50 το έργο του Σεφέρη μεταφράστηκε και εκτιμήθηκε στο εξωτερικό. Συνεπεία αυτού ήταν η βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας τον Δεκέμβριο του 1963, «για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες», όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας.

Κατά τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας, έσπασε τη σιωπή του στις 28 Μαρτίου του 1969 και στηλίτευσε τη χούντα με την περίφημη δήλωσή του στο ραδιόφωνο του BBC. «Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά» τόνισε μεταξύ άλλων.

Στις αρχές Αυγούστου του 1971 ο Γιώργος Σεφέρης εισάγεται στον Ευαγγελισμό και εγχειρίζεται στον δωδεκαδάκτυλο. Θα πεθάνει από μετεγχειρητικές επιπλοκές τα ξημερώματα της 20ης Σεπτεμβρίου του 1971. Η κηδεία του, δύο ημέρες αργότερα, θα είναι πάνδημη και θα λάβει αντιδικτατορικό χαρακτήρα. Στη νεκρώσιμη πομπή προς το Α' Νεκροταφείο, μπροστά στην Πύλη του Αδριανού, το πλήθος σταματά την κυκλοφορία και αρχίζει να τραγουδά το απαγορευμένο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους Σεφέρη Άρνηση (Στο περιγιάλι το κρυφό, όπως είναι πιο γνωστό). Στις 23 Σεπτεμβρίου, δημοσιεύεται στην εφημερίδα Το Βήμα, το τελευταίο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη Επί Ασπαλάθων, που έγραψε στις 31 Μαρτίου 1971 και αποτελεί μία ακόμη καταγγελία κατά της δικτατορίας.

Αρκετοί συνθέτες έχουν ενσκήψει στο έργο του Σεφέρη και μελοποιήσει ποιήματά του, όπως οι Μίκης Θεοδωράκης, Νίκος Μαμαγκάκης, Μίλτος Πασχαλίδης, Αδελφοί Κατσιμίχα, Ηλίας Ανδριόπουλος, Δήμος Μούτσης, Αργύρης Μπακιρτζής, Δημήτρης Αγραφιώτης, Θεόδωρος Αντωνίου, Λεωνίδας Ζώρας, Θεόδωρος Καρυωτάκης, Περικλής Κούκος, Γιώργος Κουρουπός, Γεώργιος Πονηρίδης, Θάνος Μικρούτσικος και Τζον Τάβενερ.



Πηγή