Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2021

Αντόνιο Αλμέιντα

 Πορτογάλος φιλέλληνας, που έλαβε μέρος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 και στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια υπηρέτησε σε διάφορες στρατιωτικές θέσεις του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.

Αντόνιο Αλμέιντα (1784 – 1847)

Πορτογάλος φιλέλληνας, ο οποίος έλαβε μέρος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 και στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια υπηρέτησε σε διάφορες στρατιωτικές θέσεις του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.

Ο Αντόνιο Φιγκέϊρα ντ' Αλμέιντα (Antonio Figueira d' Almeida) γεννήθηκε στις 4 Ιουλίου 1784 στην πόλη Έλβας της Πορτογαλίας και προήρχετο από οικογένεια στρατιωτικών. Ως αξιωματικός του πορτογαλικού στρατού αγωνίστηκε κατά της εισβολής του Ναπολέοντα στην πατρίδα του και αργότερα πολέμησε κατά του γαλλικού στρατού εισβολής που στάλθηκε στην Ισπανία για να υποστηρίξει τη δυναστεία των Βουρβόνων.

Πνεύμα φιλελεύθερο και περιπετειώδες, ηλεκτρίστηκε από τον ηρωικό αγώνα των Ελλήνων και τον Σεπτέμβριο του 1825 κατέφθασε στην Ελλάδα και κατετάγη ως εθελοντής στον τακτικό ελληνικό στρατό, που είχε οργανώσει και διοικούσε ο γάλλος στρατηγός Φαβιέρος. Στις 18 Ιουλίου 1826, έχοντας το βαθμό του συνταγματάρχη του ιππικού, διακρίθηκε στη Μάχη του Μεχμέταγα (σημερινή Γαρέα Μαντινείας), αποσπώντας τα εύσημα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, που ήθελε να τον χρησιμοποιήσει με το ιππικό του σε πιο σημαντικές επιχειρήσεις. Αλλά είχε μεσολαβήσει η διάσταση του Γέρου του Μωριά με τον πρόεδρο της Διοικητικής Επιτροπής Ελλάδος (πρωθυπουργό) Ανδρέα Ζαΐμη, ο οποίος δεν θέλησε να τον αφήσει στη διάθεση του Κολοκοτρώνη και τον διέταξε να τεθεί εκ νέου υπό τις διαταγές του Φαβιέρου. Στις αρχές του 1827 πολέμησε υπό τον Γεώργιο Καραϊσκάκη στην Αττική και αργότερα πήρε μέρος στην αποτυχημένη εκστρατεία του Φαβιέρου για την απελευθέρωση της Χίου (Οκτώβριος - Δεκέμβριος 1827).

Με την έλευση του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ελλάδα, ο Αλμέιντα έγινε επιθεωρητής του τακτικού ιππικού και του ανατέθηκε η αναδιοργάνωση του σώματος. Στις 22 Ιανουαρίου 1830 διορίστηκε φρούραρχος Ναυπλίου και με την ιδιότητά του αυτή συνέλαβε έναν από τους δράστες της δολοφονίας του Καποδίστρια (27 Σεπτεμβρίου 1831), τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη, που είχε ζητήσει άσυλο στην οικία του Γάλλου πρεσβευτή. Για τη νομιμόφρονη στάση του ονομάστηκε επίτιμος πολίτης του Ναυπλίου από την Ε' Εθνοσυνέλευση και στις 2 Μαρτίου 1832 προβιβάστηκε σε στρατηγό από τη «Διοικητική Επιτροπή» (Αυγουστίνος ΚαποδίστριαςΘεόδωρος Κολοκοτρώνης και Ιωάννης Κωλέττης), που ασκούσε την εξουσία στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος.

Μετά την άφιξη, όμως, του Όθωνα στην Ελλάδα, η Αντιβασιλεία τον υποβίβασε σε συνταγματάρχη, ένεκα των φιλοκαποδιστριακών του αισθημάτων και τελικά τον τοποθέτησε φρούραρχο στην Αίγινα (10 Μαίου 1833). Το 1836 διορίστηκε στρατιωτικός διοικητής Μεσολογγίου κι ένα χρόνο αργότερα κατέστειλε την ανταρσία του συνταγματάρχη Νικολάου Ζέρβα (8 Ιανουαρίου 1837). Μετά από αυτό προβιβάστηκε σε υποστράτηγο και το 1839 τοποθετήθηκε στρατιωτικός διοικητής Ναυπλίου. Τον ίδιο χρόνο παντρεύτηκε τη Ζωή Μαυροκορδάτου, με την οποία απέκτησε δύο τέκνα, τον Εμμανουήλ και τον Δημήτριο. Ο Αντόνιο Αλμέιντα πέθανε στις 21 Σεπτεμβρίου 1847 στα λουτρά Μπετάλια κοντά στη Βενετία, σε ηλικία 64 ετών.

Εγγονός του ήταν ο Αντώνιος Αλμέιδα, εκ των ιδρυτών του Ομίλου Αντισφαιρίσεως Αθηνών το 1895, ο οποίος έπεσε υπέρ πατρίδος στη Μάχη Κιλκίς - Λαχανά (19-21 Ιουνίου 1913), κατά τη διάρκεια του Β' Βαλκανικού Πολέμου.



Λέοναρντ Κοέν

 Καναδός τροβαδούρος, με κριτική και εμπορική επιτυχία σε παγκόσμιο επίπεδο. Μαζί με τον Μπομπ Ντίλαν θεωρούνται οι κορυφαίοι ποιητές - στιχουργοί, που ανέδειξε η ροκ μουσική...

Λέοναρντ Κοέν (1934 – 2016)

Καναδός τροβαδούρος, με κριτική και εμπορική επιτυχία σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι στίχοι του, συχνά εξομολογητικοί και γεμάτοι εσωτερική ομορφιά, μιλούν για την πολιτική, τη θρησκεία, τη μοναξιά και τις προσωπικές σχέσεις. Οι ελκυστικές μελωδίες του και η αξιοπρόσεκτη, αν και κάπως μονότονη φωνή του, ήταν στοιχεία που δημιούργησαν τον μύθο του κι ένα διεθνές κοινό πιστό στο έργο του. Μαζί με τον Μπομπ Ντίλαν θεωρούνται οι κορυφαίοι ποιητές - στιχουργοί, που ανέδειξε η ροκ μουσική.

Ο Λέοναρντ Κοέν γεννήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1934 στο Μόντρεαλ, στους κόλπους μιας μεσοαστικής εβραϊκής οικογένειας, με καταγωγή από την Πολωνία και τη Λιθουανία. Ο πατέρας του ήταν έμπορος ρούχων και η μητέρα του κόρη ιουδαίου θεολόγου.

Σπούδασε στο ονομαστό πανεπιστήμιο ΜακΓκιλ της γενέτειράς του και ξεκίνησε την καλλιτεχνική του διαδρομή ως ποιητής το 1954, με ποιήματα βασισμένα σε βιβλικά θέματα. Το 1963 δημοσίευσε το μυθιστόρημα «The Favorite Gap» (1963) και ακολούθησε το «Beautiful Loosers» (1966), που υφολογικά είναι αρκετά συγγενικά με το κίνημα των «beat».

Στη μουσική πέρασε απαγγέλοντας στίχους του με συνοδεία τζαζ συνόλου. Μετά την επιτυχία που γνώρισε η Τζούντι Κόλινς ηχογραφώντας τη δική του σύνθεση «Rosanne», αποφάσισε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του στο τραγούδι. Η εμφάνισή του στο Φεστιβάλ Φολκ του Νιούπορτ το 1967 οδήγησε στο πολύ επιτυχημένο δισκογραφικό του ντεμπούτο «Songs Of Leonard Cohen» (1967).

Άλλα έργα - σταθμοί της πορείας του ήταν οι δίσκοι «Various Positions» (1985) και το «I’m Your Man» (1988) με τη μεγάλη επιτυχία «First We Take Manhattan», τα οποία του χάρισαν ένα νέο, ευρύ κύκλο οπαδών, καθώς και το στοχαστικό και κριτικό «The Future» (1992). Το άλμπουμ «Old Ideas», το 12ο της καριέρας του, ήταν το πιο εμπορικό του, καθώς άγγιξε την κορυφή των τσαρτ σε πολλές χώρες, κοντράροντας συχνά αρκετά δημοφιλείς καλλιτέχνες. Στις 21 Οκτωβρίου 2016 κυκλοφόρησε το κύκνειο άσμα του, το άλμπουμ «You Want It Darker», που απέσπασε ενθουσιώδεις κριτικές.

Στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 ο Κοέν έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Ύδρα μαζί με τη νορβηγίδα φίλη του Μαριάνε Ίλεν (1935-2016), για την οποία έγραψε το γνωστό τραγούδι του «So Long, Marianne» μετά τον χωρισμό τους και της αφιέρωσε τηn ποιητική του συλλογή «Flowers to Hitler».

Ο Λέοναρντ Κοέν πέθανε στις 7 Νοεμβρίου 2016 στο Λος Άντζελες, σε ηλικία 82 ετών. Από τη σχέση του με τη Σούζαν Έλροντ απέκτησε δύο παιδιά.


Πηγή

Η Μάχη του Ρίμινι

 Στρατιωτική αναμέτρηση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, κατά την οποία δοξάστηκαν τα ελληνικά όπλα. Διεξήχθη από τις 13 έως τις 21 Σεπτεμβρίου 1944...


Στρατιωτική αναμέτρηση του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, κατά την οποία δοξάστηκαν τα ελληνικά όπλα. Διεξήχθη από τις 13 έως τις 21 Σεπτεμβρίου 1944 επί ιταλικού εδάφους, στο πλαίσιο της συμμαχικής Επιχείρησης Ελαία (Operation Olive). Είχε ως αντικειμενικό σκοπό τη διάσπαση της λεγόμενης «Γοτθικής Αμυντικής Γραμμής», που είχαν συμπήξει οι υποχωρούντες Γερμανοί.

Μετά την κατάληψη της Ρώμης από τα συμμαχικά στρατεύματα (4 Ιουνίου 1944), οι γερμανικές δυνάμεις που στάθμευαν στην Ιταλία συμπτύχθηκαν επί της «Γοτθικής Αμυντικής Γραμμής», που εκτεινόταν από την Πίζα έως το Ρίμινι στις ακτές της Αδριατικής. Την εκτέλεση της Επιχείρησης Ελιά ανέλαβαν η 5η Αμερικανική Στρατιά υπό τον αντιστράτηγο Μαρκ Κλαρκ στα δυτικό τομέα και η 8η Βρετανική Στρατιά υπό τον αντιστράτηγο σερ Όλιβερ Λις στον ανατολικό τομέα, ο οποίος εκτεινόταν έως την Αδριατική Θάλασσα.

Στην 8η Βρετανική Στρατιά είχε ενταχθεί η 3η Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία, αποτελούμενη από τρία τάγματα πεζικού, με διοικητή τον συνταγματάρχη Θρασύβουλο Τσακαλώτο (1897-1989). Η μονάδα αυτή είχε συγκροτηθεί στη Μέση Ανατολή μετά το Εαμικό στασιαστικό κίνημα της 6ης Απριλίου 1944 και αποτελείτο κυρίως από νομιμόφρονες προς την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του Εμμανουήλ Τσουδερού, αξιωματικούς και στρατιώτες. Η Ταξιαρχία μεταφέρθηκε στο Τάραντα στις 11 Αυγούστου 1944 και από εκεί σιδηροδρομικώς στο χωριό Κατόλικα, 20 χιλιόμετρα νοτίως του Ρίμινι, όπου από τις 8 Σεπτεμβρίου ανέλαβε τον παραλιακό τομέα, ενταχθείσα αρχικά υπό τις διαταγές της 2ης Νεοζηλανδικής Μεραρχίας και στη συνέχεια υπό τη 1η Καναδική Μεραρχία. Το ίδιο βράδυ, αλλά και στις 10 Σεπτεμβρίου, βρέθηκε κάτω από εχθρικά πυρά, τα οποία απέκρουσε επιτυχώς. Την περιοχή του Ρίμινι υποστήριζαν μονάδες της 76ης Μηχανοκίνητης Στρατιάς της Βέρμαχτ, υπό τη διοίκηση του στρατηγού Τράουγκοτ Χερ.

Από τις 13 Σεπτεμβρίου η ελληνική ταξιαρχία πέρασε στην αντεπίθεση. Υποστηριζόμενη από το πυροβολικό και τα τεθωρακισμένα των συμμάχων είχε ως αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της πόλης του Ρίμινι. Οι Γερμανοί αμύνονταν λυσσωδώς, αλλά η ελληνική επίθεση υπήρξε θυελλώδης. Στις 15 Σεπτεμβρίου οι άνδρες του Τσακαλώτου επιτέθηκαν στο αεροδρόμιο του Ρίμινι, το οποίο κατέλαβαν μετά από τριήμερη μάχη. Ο δρόμος για το Ρίμινι ήταν ανοιχτός. Στις 4:30 μ.μ. της 20ης Σεπτεμβρίου το 2ο Τάγμα της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας ανέτρεψε τη γερμανική αντίσταση και τις πρωινές ώρες της 21ης Σεπτεμβρίου εισήλθε πρώτο στο Ρίμινι, όπου ύψωσε την ελληνική σημαία στο Δημαρχείο της πόλης. Ακολούθησαν ευθύς αμέσως το 1ο και το 3ο Τάγμα. Στις 7:30 π.μ. ο Δήμαρχος του Ρίμινι παρέδωσε άνευ όρων την πόλη δια πρωτοκόλλου στον διοικητή του 2ου Λόχου του 3ου Τάγματος, λοχαγό Μιχαήλ Αποστολάκη. Οι συνολικές απώλειες της ελληνικής Ταξιαρχίας στις εννιά ημέρες που διάρκεσε η Μάχη του Ρίμινι ανήλθαν σε 116 νεκρούς (10 αξιωματικοί και 106 οπλίτες) και 316 τραυματίες (23 αξιωματικοί και 293 οπλίτες).

Ο Διοικητής των Συμμαχικών Στρατευμάτων στην Ιταλία, βρετανός στρατάρχης Χάρολντ Αλεξάντερ, σε έκθεση του με τον τίτλο «Οι Σύμμαχοι Στρατοί στην Ιταλία από τις 3 Σεπτεμβρίου 1943 μέχρι τις 12 Δεκεμβρίου 1944» σημειώνει για τη δράση της 3ης Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας τα εξής:

 

Στις 20 Σεπτεμβρίου, έπειτα από πάλη χωρίς ελπίδα, εκκαθαρίσθηκε το Σαν Φορτουνάτο και στη διάρκεια της νύχτας οι Έλληνες, υπό τη διοίκηση της 1ης Καναδικής Μεραρχίας, εισήλθαν στο Ρίμινι. Ήμουνα ευτυχής, γιατί η επιτυχία αυτή είχε τόσο έγκαιρα λαμπρύνει τα πεπρωμένα της ηρωικής αυτής χώρας, που ήταν η μόνη μαχόμενη σύμμαχος στο πλευρό μας σε στιγμές ζοφερές και γιατί μία νέα νίκη στην Ιταλία είχε προστεθεί στη δόξα που αποκτήθηκε στα βουνά της Αλβανίας.



Πηγή