Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2021

Ντάλτον Τράμπο

 Αμερικανός συγγραφέας και σκηνοθέτης, διάσημος για το αντιπολεμικό μυθιστόρημά του «Ο Τζόνι πήρε τ’ όπλο του», το οποίο μετέφερε ο ίδιος στον κινηματογράφο.


Ντάλτον Τράμπο (1905 – 1976)

Ο Ντάλτον Τράμπο (Dalton Trumbo) ήταν αμερικανός σεναριογράφος, μυθιστοριογράφος και σκηνοθέτης, ίσως ο πιο ταλαντούχος της ομάδας των «Δέκα του Χόλιγουντ» («Hollywood Ten»), οι οποίοι αρνήθηκαν να καταθέσουν στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών της Βουλής των Αντιπροσώπων που συνεστήθη κατά την περίοδο του Μακαρθισμού και φυλακίστηκε για 11 μήνες το 1950.

Ο Ντάλτον Τράμπο γεννήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 1905 στο Μόνροουζ της πολιτείας Κολοράντο των ΗΠΑ. Από τα μαθητικά του χρόνια άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος σε τοπικές εφημερίδες, καλύπτοντας το δικαστικό και το σχολικό ρεπορτάζ. Συνέχισε να δημοσιογραφεί και κατά τη φοίτησή του στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο. Το 1926 μετακόμισε στο Λος Άντζελες και συνέχισε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια Καλιφόρνιας και Νότιας Καλιφόρνιας. Για να χρηματοδοτεί τις σπουδές του εργαζόταν νυχτερινός σε αρτοποιείο, ενώ παράλληλα αρθρογραφούσε σε διάφορα έντυπα της περιοχής.

Το 1935 εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Eclipse» στο στιλ του κοινωνικού ρεαλισμού. Δύο χρόνια αργότερα μεταπήδησε στον κινηματογράφο, γράφοντας σενάρια. Το 1939 εξέδωσε το πιο γνωστό έργο του, το αντιπολεμικό μυθιστόρημα «Ο Τζόνι πήρε τ’ όπλο του» («Johnny Got His Gun»), το οποίο μετέφερε ο ίδιος στον κινηματογράφο το 1971, με πρωταγωνιστές τον Τίμοθι Μπότομς, τη Μάρσια Χαντ, τον Ντόναλντ Σάδερλαντ και τον Τζέισον Ρόμπαρντς.

Τη δεκαετία του ‘40 ο Ντάλτον Τράμπο ήταν ο πιο ακριβοπληρωμένος σεναριογράφος του Χόλιγουντ. Συνεργάστηκε μεταξύ άλλων στις ταινίες «To Δράμα μιας Γυναίκας» («Kitty Foyle», 1940) του Σαμ Γουντ, «Τριάντα δευτερόλεπτα πάνω από το Τόκιο» («Thirty Seconds Over Tokyo», 1944) του Μέρβιν ΛεΡόι και «Τα αμπέλια μας έχουν μαλακά σταφύλια» («Our Vines Have Tender Grapes», 1945) του Ρόι Ρόουλαντ.

Τον Ιούλιο του 1946 ο εκδότης του κινηματογραφικού περιοδικού «The Hollywood Reporter» Μπιλ Γουίλκερσον σε άρθρο του με τίτλο «Μια ψήφος για τον Τζο Στάλιν» κατονόμασε προσωπικότητες του Χόλιγουντ ως συμπαθούντες τον κομμουνισμό, ανάμεσά τους και τον Ντάλτον Τράμπο. Η λίστα με τα ονόματα στάλθηκε στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών της Βουλής των Αντιπροσώπων (δεν πρέπει να συγχέεται με την Επιτροπή του γερουσιαστή Μακάρθι), η οποία τους κάλεσε σε ακρόαση. Ο Τράμπο που ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος των ΗΠΑ, από το 1943 αρνήθηκε να καταθέσει ενώπιον της επιτροπής και για τη στάση του αυτή μπήκε στη «μαύρη λίστα». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να καταδικαστεί σε φυλάκιση 11 μηνών για απείθεια, την οποία εξέτισε το 1950.

Την περίοδο που βρισκόταν υπό διωγμό, έγραψε με ψευδώνυμο περίπου 30 σενάρια και κέρδισε δύο Όσκαρ: Το 1953 για την κωμωδία του Γουίλιαμ Γουάιλερ «Διακοπές στην Ρώμη» («Roman Holidays»), στην οποία ως σεναριογράφος αναγραφόταν ο άγγλος Ίαν ΜακΛίλαν Χάντερ και το 1956 για το δράμα του Ίρβινγκ Ράπελ «Ο Γενναίος» («The Brave One»), το οποίο υπέγραψε με το ψευδώνυμο Ρόμπερτ Ριτς.

Το 1960 υπέγραψε κανονικά τα σενάρια των ταινιών «Έξοδος» («Exodus») του Ότο Πρέμινγκερ και «Σπάρτακος» («Spartacus») του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Με την πάροδο του χρόνου αποκαταστάθηκε πλήρως ως μέλος της Συντεχνίας Σεναριογράφων της Αμερικής (Writers Guild of America) και του αποδόθηκαν και τα δύο αγαλματάκια των Όσκαρ (το ένα το παρέλαβε ο γιος του το 1992).

Ο Ντάλτον Τράμπο πέθανε στις 10 Σεπτεμβρίου 1976 στο Λος Άντζελες, σε ηλικία 71 ετών.

Σχετικά

  • Το 2003 ο γιος του Κρίστοφερ Τράμπο (1940-2011) ανέβασε στη Νέα Υόρκη το θεατρικό έργο «Trumbo: Red, White and Blacklisted», βασισμένο στις επιστολές του πατέρα του. Το ρόλο του Ντόναλντ Τράμπο ερμήνευσαν κατά σειρά οι ηθοποιοί Νέιθαν Λέιν, Τιμ Ρόμπινς, Μπράιαν Ντένεχι, Εντ Χάρις, Κρις Κούπερ και ο συγγραφέας Γκορ Βιντάλ. Το 2003 μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη με τη μορφή ντοκιμαντέρ με τίτλο «Trumbo» από τη σκηνοθέτη Πίτερ Άρσκιν.
  • Το 2015 ο σκηνοθέτης Τζέι Ρόουτς υπέγραψε την ταινία μυθοπλασίας για τη ζωή του Ντάλτον Τράμπο με τίτλο «Trumbo» και πρωταγωνιστή τον Μπράιαν Κράνστον, που ήταν υποψήφιος για το Όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου.










Ελισάβετ της Αυστρίας

 Αυτοκράτειρα της Αυστρίας και βασίλισσα της Ουγγαρίας, γνωστή και ως Σίσι. Η τραγική ιστορία της ζωής της έγινε κοινό κτήμα όλου του κόσμου μέσα από την κινηματογραφική ταινία του Έρνστ Μάρισκα «Πριγκίπισσα Σίσι»...


Ελισάβετ της Αυστρίας (1837 – 1898)

Αυτοκράτειρα της Αυστρίας και βασίλισσα της Ουγγαρίας, γνωστή και ως Σίσι. Η τραγική ιστορία της ζωής της έγινε κοινό κτήμα όλου του κόσμου μέσα από την κινηματογραφική ταινία του Έρνστ Μάρισκα «Πριγκίπισσα Σίσι», που γυρίστηκε το 1955 με πρωταγωνίστρια τη Ρόμι Σνάιντερ.

Η δούκισα Ελισάβετ Μαρία Ευγενία γεννήθηκε στο Μόναχο στις 24 Δεκεμβρίου 1837. Ανήκε στον οίκο των Βίτελσμπαχ (όπως και και πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας Όθων) και ήταν κόρη του δούκα της Βαυαρίας Μαξιμιλιανού Ιωσήφ και της πριγκίπισσας Λουδοβίκας της Βαυαρίας. Τον Αύγουστο του 1853 γνώρισε τον 23χρονο εξάδελφό της Φραγκίσκο Ιωσήφ, αυτοκράτορα ήδη της Αυστρίας, ο οποίος την ερωτεύτηκε. Στα 15 της, η Ελισάβετ ήταν η ωραιότερη πριγκίπισσα της Ευρώπης. Ένα χρόνο αργότερα, στις 24 Απριλίου 1854, το ζευγάρι τέλεσε τους γάμους του στη Βιέννη.

Η δολοφονία της αυτοκράτειρας Ελισάβετ

Λίγο μετά το γάμο της, όμως, η Σίσι άρχισε να παρουσιάζει νευρικές διαταραχές, κληρονομιά από τους προγόνους της, τους Βίτελσμπαχ. Ένας από τους τόπους που κατέφευγε για να βρίσκει την ψυχική της ισορροπία ήταν η Κέρκυρα. Κατά τις επισκέψεις της στο νησί διέμενε στο «Αχίλλειο», το οποίο η ίδια έχτισε το 1890. Εκεί μελετούσε με πάθος τον Όμηρο στο αρχαίο κείμενο και γενικά λάτρευε τα δημιουργήματα της τέχνης. Ο συγγραφέας Κωνσταντίνος Χρηστομάνος (1867 - 1911), που τη γνώρισε προσωπικά (ήταν ο συνοδός της, όταν ήθελε να μιλήσει ελληνικά), περιγράφει τη ζωή της με λυρικό τρόπο στη μυθιστορηματική βιογραφία «Το βιβλίο της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ», που κυκλοφόρησε πρώτα στη Βιέννη το 1898 και το 1907 στην Ελλάδα.

 Η Ελισάβετ ως αυτοκράτειρα της Αυστρίας ήταν αγαπητή στους υπηκόους της, αλλά συχνά προκαλούσε την αντιπάθεια της υψηλής κοινωνίας της Βιέννης με την περιφρόνηση που έδειχνε στους κανόνες του αυλικού πρωτοκόλλου. Οι Ούγγροι τη λάτρευαν, κυρίως για την επίτευξη του Αυστροουγγρικού Συμβιβασμού (Ausgleich) του 1867, χρονιά που στέφθηκε και βασίλισσα της Ουγγαρίας. Πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής της στο Γκέντερλε στα βόρεια της Βουδαπέστης, ο ενθουσιασμός της, όμως, για την Ουγγαρία ήταν πρόκληση για τους γερμανικής κατοίκους της αυτοκρατορίας των Αψβούργων.

Η αυτοκτονία του 30χρονου μοναχογιού της αρχιδούκα Ροδόλφου, στο Μάγιερλινγκ το 1889, ήταν για την Ελισάβετ ένα πλήγμα, από το οποίο δεν συνήλθε ποτέ. Στις 10 Σεπτεμβρίου 1898 κι ενώ βρισκόταν στην παραλία της Γενεύης δολοφονήθηκε από τον Ιταλό αναρχικό Λουίτζι Λουκένι (1873-1910), ο οποίος επιζητούσε μία συμβολική - θεαματική πράξη κατά της «καταπιεστικής άρχουσας τάξης» και στον δρόμο του βρήκε την Ελισάβετ.



Πηγή

Η Σφαγή του Λάτιμερ

 Αιματηρό επεισόδιο από την ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ. Στις 10 Σεπτεμβρίου 1897, οι άνδρες του τοπικού σερίφη άνοιξαν πυρ και σκότωσαν 19 απεργούς ανθρακωρύχους...


Αιματηρό επεισόδιο από την ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ. Στις 10 Σεπτεμβρίου 1897, οι άνδρες του τοπικού σερίφη άνοιξαν πυρ και σκότωσαν 19 απεργούς ανθρακωρύχους στα ορυχεία του Κάλβιν Παρντί στο Λάτιμερ της Πενσυλβάνιας.

Στα τέλη του 19ου αιώνα η κατάσταση στα αμερικανικά ορυχεία ήταν άθλια. Η οικονομική ύφεση και η αθρόα εισροή μεταναστών από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη (Πολωνών, Τσεχοσλοβάκων, Λιθουανών και Γερμανών) είχαν προκαλέσει σημαντική πτώση στο βιοτικό επίπεδο των αμερικανών εργατών, ενώ τα μέτρα ασφαλείας στα ανθρακωρυχεία ήταν ανύπαρκτα, με αποτέλεσμα τα θανατηφόρα εργατικά δυστυχήματα να αποτελούν καθημερινή υπόθεση. Συν τοις άλλοις, η χρησιμοποίηση των μεταναστών από την εργοδοσία ως απεργοσπαστικού μηχανισμού ενέτεινε την εχθρότητα με τους ντόπιους ανθρακωρύχους, που ήταν βρετανικής καταγωγής.

Στις αρχές Αυγούστου του 1897, ένα ορυχείο στην κομητεία Λαζέρν της Πενσυλβάνιας προχώρησε σε απολύσεις, μειώσεις μισθών και αυξήσεις ενοικίων στα οικήματα της εταιρείας. Οι εργαζόμενοι απάντησαν με απεργία, η οποία αστραπιαία επεκτάθηκε και στα γειτονικά ανθρακωρυχεία. Τις κινητοποιήσεις συντόνιζε η συνδικαλιστική οργάνωση United Mine Workers (Ενωμένοι Μιναδόροι), με επικεφαλής τον δραστήριο ιρλανδό ακτιβιστή Τζον Μίτσελ (1870-1919), μία από τις σημαντικές προσωπικότητες του αμερικανικού συνδικαλιστικού κινήματος. Στόχος του Μίτσελ ήταν να αποσπάσει τους σλαβόφωνους και γερμανόφωνους μετανάστες ανθρακωρύχους από την επιρροή της εργοδοσίας και να τους εντάξει ομαλά στο σωματείο, όπου κυριαρχούσαν οι βρετανικής καταγωγής εργάτες.

Η πολιτική του Μίτσελ άρχισε σύντομα να αποδίδει καρπούς. Οι εργοδότες υποχώρησαν και δέχθηκαν πολλά από τα αιτήματα των απεργών. Οι απεργίες μέχρι το τέλος Αυγούστου είχαν λυθεί. Όμως, στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1897 οι ιδιοκτήτες των ανθρακωρυχείων υπαναχώρησαν και οι απεργίες ξανάρχισαν με μεγαλύτερη ένταση. Οι μπράβοι της εργοδοσίας δεν μπόρεσαν αυτή τη φορά να κάμψουν το ηθικό των απεργών κι έτσι ζητήθηκε η συνδρομή της τοπικής αστυνομίας. Ο σερίφης της κομητείας Λαζέρν, Φρανκ Μάρτιν (πρώην εργοδηγός ανθρακωρυχείων) ανταποκρίθηκε πρόθυμα και συγκρότησε τάχιστα ένα απόσπασμα με 100 βοηθούς, ιρλανδικής και αγγλικής καταγωγής.

Στις 11 το πρωί της 10ης Σεπτεμβρίου 1897, μια ομάδα σλαβογερμανών απεργών πορεύθηκε προς το ορυχείο του Κάλβιν Παρντί, κοντά στην πόλη Λάτιμερ, για να παραστεί στα εγκαίνια του τοπικού παρατήματος των «Ενωμένων Μιναδόρων». Καθ’ οδόν οι διαδηλωτές ήλθαν αντιμέτωποι με τους άνδρες του σερίφη Μάρτιν, ο οποίος τους ζήτησε να διαλυθούν. Αυτοί, όμως, παράκουσαν την εντολή του και συνέχισαν την πορεία τους προς το ορυχείο. Ήταν η πρώτη αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο πλευρές. Στις 3.45 μ.μ. κι ενώ οι διαδηλωτές πλησίαζαν στο ορυχείο Παρντί, διατάχθηκαν και πάλι να διαλυθούν από τον σερίφη.

Η αρπαγή μιας αμερικάνικης σημαίας που κρατούσε ένας διαδηλωτής από ένα βοηθό του σερίφη, προκάλεσε λεκτική αντιπαράθεση, η οποία σχεδόν αμέσως εξελίχθηκε σε μικροσυμπλοκή. Τότε, από την πλευρά των βοηθών του σερίφη ακούστηκαν πυροβολισμοί. 19 ανθρακωρύχοι έπεσαν νεκροί και πάνω από πενήντα τραυματίστηκαν. Η κατάσταση ήταν εκτός ελέγχου. Απεργοί κατευθύνθηκαν στο σπίτι του επιστάτη του ανθρακωρυχείου, το οποίο λεηλάτησαν. Ο σερίφης Μάρτιν πανικόβλητος ζήτησε τη συνδρομή του στρατού. Το βράδυ της 10ης Σεπτεμβρίου, 2.500 άνδρες της 3ης Ταξιαρχίας της Εθνικής Φρουράς της Πενσυλβάνιας, υποστηριζόμενοι από πυροβολικό, αναπτύχθηκαν στην περιοχή και κατόρθωσαν να επιβάλουν την τάξη με τη βοήθεια των ηγετών της σλαβόφωνης κοινότητας της περιοχής, που ζήτησαν ηρεμία από τους ομοεθνείς τους.

Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία της περιοχής δεν θέλησε να αφήσει το τραγικό γεγονός ατιμώρητο. Συγκέντρωσε χρήματα από εράνους και έφερε ενώπιον της δικαιοσύνης τον σερίφη Μάρτιν και 73 από τους βοηθούς του, τον Φεβρουάριο του 1898. Αν και υπήρχαν συντριπτικά στοιχεία εις βάρος τους, αφού όλα τα θύματα πυροβολήθηκαν πισώπλατα, ο σερίφης Μάρτιν και οι βοηθοί του αθωώθηκαν. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, οι κατηγορούμενοι υποστήριξαν ότι οι διαδηλωτές αρνήθηκαν να διαλυθούν παρακούοντας νόμιμη ενέργειά τους και ότι οι απεργοί επιτέθηκαν πρώτοι στους εκπροσώπους του νόμου και άρα αυτοί βρίσκονταν σε νόμιμη άμυνα.

Η Σφαγή του Λάτιμερ, όπως έμεινε στην ιστορία το αιματηρό περιστατικό, υπήρξε σημείο καμπής για το συνδικαλιστικό κίνημα των ανθρακωρύχων στις ΗΠΑ. Το σωματείο τους United Mine Workers γιγαντώθηκε και τα επόμενα χρόνια ήταν σε θέση να επιβάλει τους όρους του στην εργοδοσία. Οι μισθοί των ανθρακωρύχων αυξήθηκαν σημαντικά και οι συνθήκες εργασίας βελτιώθηκαν θεαματικά.



Πηγή