Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2021

Τζον Ριντ

 Αμερικανός δημοσιογράφος, γνωστός για το βιβλίο του «Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο», το οποίο αποτελεί ένα χρονικό της Οκτωβριανής Επανάστασης.

Τζον Ριντ (1887 – 1920)
Τζον Ριντ (1887 – 1920)

Ο αμερικανός δημοσιογράφος Τζον Ριντ (John Reed) είναι γνωστός παγκοσμίως για το βιβλίο του «Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο», το οποίο αποτελεί ένα χρονικό της Οκτωβριανής Επανάστασης, γραμμένο από ένα αυτόπτη μάρτυρα των γεγονότων εκείνων των ημερών, αλλά και από ένα θερμό υποστηρικτή της κομμουνιστικής υπόθεσης.

Σπουδές και τα πρώτα δημοσιογραφικά βήματα

Γεννημένος στις 22 Οκτωβρίου 1887 στο Πόρτλαντ του Όρεγκον από πλούσια οικογένεια, μεγάλωσε με νταντάδες και υπηρέτες και φοίτησε σε ιδιωτικά σχολεία. Μέτριος μαθητής, αλλά με λογοτεχνική φλέβα, πέρασε με τη δεύτερη στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ το 1906. Ψηλός, όμορφος και ανοιχτόκαρδος, διακρίθηκε για τα κείμενά του στα πανεπιστημιακά περιοδικά, αλλά και για τις αθλητικές επιδόσεις του στην κολύμβηση και την υδατοσφαίριση. Παρακολουθούσε τακτικά τις συνεδριάσεις του Σοσιαλιστικού Ομίλου, χωρίς να γίνει μέλος του. Ωστόσο, άφησε έντονο το αποτύπωμά του στον ψυχισμό του.

Αποφοίτησε το καλοκαίρι του 1910 και αμέσως ξεκίνησε ένα μεγάλο ταξίδι στην Ευρώπη. Επισκέφθηκε την Αγγλία, τη Γαλλία και την Ισπανία για να γνωρίσει την πραγματική ζωή, όπως του είχε συστήσει ένας καθηγητής του. Επέστρεψε στην Αμερική την άνοιξη της επόμενης χρονιάς και αποφάσισε ν’ ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία.

Καμπή στην καριέρα του ήταν η πρόσληψή του στο σοσιαλιστικό περιοδικό «The Masses» («Οι Μάζες») το 1913. Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς στάλθηκε στο Μεξικό για να καλύψει τη Μεξικάνικη Επανάσταση του Πάντσο Βίλα. Έζησε και ακολούθησε τους άνδρες του Βίλα κι έγραψε μία σειρά από άρθρα που ανέβασαν κατά πολύ τις μετοχές του ως πολεμικού ανταποκριτή. Ο Ριντ έδειξε τη μεγάλη του συμπάθεια προς τους επαναστάτες και την αντίθεσή του στην επέμβαση της πατρίδας του.

Τον Απρίλιο του 1914 έφθασε στο Κολοράντο για να καλύψει τα επακόλουθα της «Σφαγής του Λάντλοου», της αιματηρής επίθεσης της εργοδοσίας κατά των απεργών μεταλλωρύχων, των οποίων ηγείτο ο ελληνικής καταγωγής συνδικαλιστής Λούης Τίκας. Καρπός της ερευνάς του ήταν ένα παθιασμένο άρθρο με τίτλο «Ο Πόλεμος του Κολοράντο», που δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 1914.

Με την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου την ίδια περίοδο, αναχώρησε με δημοσιογραφική αποστολή για την Ευρώπη μαζί με τη φίλη του Μέιμπελ Ντοτζ. Δεν κατάφερε και πολλά πράγματα ως πολεμικός ανταποκριτής, λόγω των απαγορεύσεων από την πλευρά των Συμμάχων. Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε για μικρό διάστημα στο Βερολίνο, όπου ο Ριντ εξασφάλισε μία συνέντευξη με τον Καρλ Λίμπκνεχτ, έναν από τους ελάχιστους γερμανούς σοσιαλιστές ηγέτες που αντιστάθηκαν στον πόλεμο. Εκεί διαπίστωσε τη χρεωκοπία της Δεύτερης Διεθνούς και την αντικατάσταση της εργατικής αλληλεγγύης από τον μιλιταρισμό και τον εθνικισμό.

Επέστρεψε στην Αμερική, αλλά γρήγορα ξαναγύρισε στην Ευρώπη και μέσω Θεσσαλονίκης πραγματοποίησε περιοδεία στις περιοχές του Ανατολικού Μετώπου, όπου βίωσε για πρώτη φορά τη φρίκη του πολέμου. Τις εμπειρίες του από αυτό το ταξίδι τις αποτύπωσε στο βιβλίο του «Ο Πόλεμος στην Ανατολική Ευρώπη», που εκδόθηκε τον Απρίλιο του 1916.

Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου υπέστη εγχείρηση αφαίρεσης νεφρού και αυτός ήταν ο λόγος που δεν στρατεύτηκε, όταν ο αμερικανός πρόεδρος Γούντροου Ουίλσον κήρυξε τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις στις 2 Απριλίου 1917. Αντίθετος με την εμπλοκή των ΗΠΑ, κραύγασε σε μία συγκέντρωση: «Αυτός δεν είναι δικός μου πόλεμος και δεν θα τον υποστηρίξω».

Ο Τζον Ριντ στην επαναστατημένη Ρωσία

Η περιπέτεια με την υγεία και ο γάμος του με τη φεμινίστρια και δημοσιογράφο Λουίζ Μπράιαντ δεν τον εμπόδισαν να αναλάβει μία νέα αποστολή στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στη Ρωσία, όπου συνέρρεαν πολλοί δημοσιογράφοι από κάθε γωνιά του κόσμου για να καλύψουν τις κοσμοϊστορικές εξελίξεις στην αχανή χώρα, όπως το δημοσιογραφικό τους ένστικτο οσμιζόταν. Το ζευγάρι έφθασε στην πρωτεύουσα Πετρούπολη (πρώην Αγία Πετρούπολη) στις αρχές Σεπτεμβρίου, την ώρα που αποτύγχανε το στρατιωτικό κίνημα του φιλομοναρχικού στρατηγού Λαβρ Κορνίλοφ, που επιδίωκε να ανατρέψει τον μετριοπαθή σοσιαλιστή πρωθυπουργό Αλεξάντρ Κερένσκι.

Ο Ριντ διαπίστωσε από πρώτο χέρι την οικτρή κατάσταση στην οποία βρισκόταν η ρωσική οικονομία και τη βαθμιαία αποσύνθεση της χώρας, με τη Φινλανδία και την Ουκρανία να έχουν αυτονομηθεί και να ζητούν στρατιωτική συνεργασία με τη Γερμανία, τη μεγάλη αντίπαλο της Ρωσίας στα πεδία των μαχών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το ψωμί σπάνιζε, όταν δεν υπήρχε καθόλου, οι τοπικές αρχές – στρατιωτικές και πολιτικές – είχαν αποδιοργανωθεί, το κοινό έγκλημα βασίλευε και τροφοδοτούσε καθημερινά την ύλη των εφημερίδων.

«Ολόκληρη τη μέρα, που όλο μικραίνει, πέφτει από το θαμπό και γκρίζο ουρανό αδιάκοπη διαπεραστική βροχή. Κάτω από τα πόδια είναι παντού πηχτή και γλιστερή λάσπη, που πασαλείβει τα βαριά παπούτσια και ακόμα πιο απαίσια από κάθε άλλο φαίνεται η ολοκληρωτική παράλυση της διοίκησης της πόλης. Από το φινλανδικό Κόλπο φυσάει τσουχτερός, υγρός αέρας κι οι δρόμοι σκεπάζονται από υγρή ομίχλη.[…] Στα ιδιόκτητα διαμερίσματα το ηλεκτρικό φως δίνεται μόνο το βράδυ, από τις 6 ως τις 12, ενώ τα σπαρματσέτα κοστίζουν σαράντα σεντς το κομμάτι και το πετρέλαιο είναι σχεδόν δυσεύρετο. Σκοτάδι από τις 3 το απόγευμα ως τις 10 η ώρα το πρωί. Οι ληστές κι οι λωποδύτες γυρνούν κατά μπουλούκια. Στα σπίτια οι άντρες φυλάγουν με τη σειρά όλη τη νύχτα σκοπιά, με τα όπλα έτοιμα. Τέτοια κατάσταση επικρατούσε στην περίοδο της προσωρινής κυβέρνησης. Κάθε βδομάδα τα τρόφιμα όλο και λιγόστευαν. Η μερίδα του ψωμιού ελαττώθηκε από 1 1/2 σε 1 φούντι, ύστερα σε 3/4 του φουντιού, σε μισό φούντι, σε 1/4 του φουντιού. Ύστερα πέρασε ολόκληρη βδομάδα που δεν έγινε καθόλου διανομή ψωμιού» γράφει χαρακτηριστικά στο διάσημο βιβλίο του.

Ο Τζον Ριντ περί το 1915

Το αίτημα για ριζική αλλαγή πλανιόταν στον αέρα, όπως έγραφε. Οι Μπολσεβίκοι ζητούσαν τον τερματισμό του πολέμου, την ανατροπή της Προσωρινής Κυβέρνησης του Κερένσκι και την ανάληψη της εξουσίας από τα Σοβιέτ, τα εργατικά συμβούλια, στα οποία σταδιακά είχαν αποκτήσει την πλειοψηφία. Ο Κερένσκι, σε προφανή αδυναμία να επιβληθεί, απαντούσε σπασμωδικά, με κλείσιμο των μπολσεβίκικων εφημερίδων, με τη σύλληψη ηγετικών στελεχών των Μπολσεβίκων και την προσπάθεια μεταφοράς της φρουράς της Πετρούπολης, που δεν έλεγχε, στα μέτωπα του πολέμου. «Στους στρατώνες και τις εργατικές συνοικίες οι μπολσεβίκοι διέδιδαν το σύνθημά τους: “Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ!” και οι πράκτορες των σκοτεινών δυνάμεων υποκινούσαν το λαό να σφάξει τους Εβραίους, τους μαγαζάτορες και τους αρχηγούς των σοσιαλιστών… Από τη μια μεριά ήταν τα εμπρηστικά άρθρα του μοναρχικού τύπου, κι από την άλλη η βροντερή φωνή του Λένιν: “Εξέγερση!... Δεν πρέπει να περιμένουμε περισσότερο!”. Ακόμα κι ο αστικός τύπος ανησύχησε. Η εφημερίδα “Χρηματιστηριακές Υποθέσεις” αποκαλούσε την μπολσεβίκικη προπαγάνδα απόπειρα ενάντια στα “βασικά θεμέλια της κοινωνίας, ενάντια στο απαραβίαστο του ατόμου και το σεβασμό της ατομικής ιδιοκτησίας”».

Σε μία συνεδρίαση του Σοβιέτ της Πετρούπολης θα δει από κοντά για πρώτη φορά τον Τρότσκι να κατακεραυνώνει την Προσωρινή Κυβέρνηση: «Είναι φανερό, ότι η κυβέρνησή μας, που αποτελείται από τα πρόσωπα του προσωρινού Υπουργικού Συμβουλίου, είναι μια κυβέρνηση θλιβερή κι ανήμπορη, που περιμένει μόνο το σκουπόξυλο της ιστορίας για να παραχωρήσει τη θέση της στην αληθινή εξουσία. Εμείς, όμως ακόμα και τώρα, ακόμα και σήμερα, προσπαθούμε ν' αποφύγουμε τη σύγκρουση. Ελπίζουμε ότι το Πανρωσικό συνέδριο των Σοβιέτ θα πάρει στα χέρια του την εξουσία, που θα στηρίζεται στην οργανωμένη ελευθερία όλου του λαού».

Στις 25 Οκτωβρίου καταλήφθηκαν τα Χειμερινά Ανάκτορα, στα οποία έδρευε η κυβέρνηση Κερένσκι, ένα από τα σύμβολα της Οκτωβριανής Επανάστασης. «Την Τετάρτη στις 7 του Νοέμβρη (25 του Οχτώβρη) σηκώθηκα πολύ αργά. Όταν βγήκα στη λεωφόρο Νέβσκι στο φρούριο του Πετροπάβλοφσκ βρόντηξε μεσημεριάτικα το κανόνι. Η μέρα ήταν υγρή και κρύα... Απέναντι στις κλειδωμένες πόρτες της κρατικής τράπεζας στέκονταν κάμποσοι στρατιώτες με εφ' όπλου λόγχη. “Ποιοι είστε σεις;” ρώτησα. “Με την κυβέρνηση είστε;”, “Δεν υπάρχει πια κυβέρνηση!” απάντησε με χαμόγελο ένας στρατιώτης. “Δόξα τω Θεώ!” Αυτό ήταν όλο που κατάφερα να μάθω απ' αυτόν».

Παρά τον επαναστατικό αναβρασμό, η καθημερινότητα έδινε τον δικό της τόνο στην Πετρούπολη. «Στη λεωφόρο Νέβσκι, όπως πάντα, κινούνταν τα τραμ. Απέξω κρέμονταν άντρες, γυναίκες και παιδιά. Τα μαγαζιά ήταν ανοιχτά και γενικά ο δρόμος σαν να είχε πιο ήρεμη όψη, παρά στις παραμονές [ …] Μπήκαμε να φάμε στο “Hotel de France”. Μόλις είχαμε αρχίσει τη σούπα, ήρθε τρέχοντας κοντά μας ένα κατάχλομο γκαρσόνι και μας παρακάλεσε να περάσουμε στη μεγάλη αίθουσα που τα παράθυρά της βλέπαν προς την αυλή: στο καφέ μπαρ, που έβλεπε προς το δρόμο, έπρεπε να σβήσουν τα φώτα: “Θ' αρχίσει τουφεκίδι!”, είπε».

Η επόμενη μέρα θα είναι μια αποκάλυψη για τον Ριντ, γιατί θα δει από κοντά τον ηγέτη της Επανάστασης Βλαντιμίρ Λένιν«Η ώρα ήταν 8 και 40 ακριβώς, όταν ένα βροντερό κύμα από ζητωκραυγές και χειροκροτήματα ανάγγειλε την εμφάνιση των μελών του προεδρείου και του Λένιν - του μεγάλου Λένιν - ανάμεσά τους. Ήταν ένας χαμηλός κοντόχοντρος άνθρωπος, με μεγάλη φαλάκρα και γερτό κεφάλι, που κρατιόταν γερά από τους ώμους. Μικρά μάτια, μεγάλη μύτη, φαρδύ ευγενικό στόμα, γερό πιγούνι. Ξυρισμένος αλλά με φυτρωμένο κιόλας το μούσι, τόσο γνωστό στο παρελθόν και στο μέλλον. Τριμμένο κοστούμι, κάπως μακριά, ανάλογα με το ανάστημα, τα παντελόνια. Τίποτε που να θύμιζε το είδωλο του πλήθους. Απλός, αγαπητός και σεβαστός τόσο, όσο ίσως λίγοι αρχηγοί αγαπήθηκαν και τιμήθηκαν στην ιστορία. Ασυνήθιστος αρχηγός του λαού, αρχηγός αποκλειστικά χάρη στη διάνοιά του, ξένος προς κάθε προσποίηση, δεν έχανε την ψυχική του διάθεση, σταθερός, ακλόνητος, χωρίς έντονα πάθη, που είχε όμως την τεράστια δεξιοσύνη να προβάλλει τις πιο σύνθετες ιδέες με τα πιο απλά λόγια και ν' αναλύει βαθιά τη συγκεκριμένη κατάσταση, συνδυάζοντας τη διορατική ευλυγισία με τη ριψοκίνδυνη θαρραλέα σκέψη. Και να στο βήμα ανεβαίνει ο Λένιν. Στάθηκε ακουμπώντας στην άκρη του βήματος και κοιτάζοντας με μισόκλειστα μάτια τη μάζα των αντιπροσώπων, περίμενε χωρίς ν' ακούει, όπως φαίνεται, τις αυξανόμενες επευφημίες, που κράτησαν κάμποσα λεπτά. Όταν σταμάτησαν, είπε σύντομα και απλά: “Τώρα πια είναι καιρός να προχωρήσουμε στην ανοικοδόμηση της σοσιαλιστικής τάξης πραγμάτων!”».

Ο Τζον Ριντ ήταν από την πρώτη στιγμή ένας από πιο ενθουσιώδεις υποστηρικτές της νέας επαναστατικής σοσιαλιστικής κυβέρνησης. Προσφέρθηκε μάλιστα να εργαστεί για το Λαϊκό Κομισαριάτο για τις Εξωτερικές Υποθέσεις (Υπουργείο Εξωτερικών), μεταφράζοντας διατάγματα και κείμενα για τις κυβερνητικές δραστηριότητες στα Αγγλικά. Σύντομα απέκτησε γνωριμίες στο στενό κύκλο της νέας εξουσίας. Συνάντησε τον προϊστάμενό του Τρότσκι και συστήθηκε στον Λένιν, σ’ ένα διάλειμμα των εργασιών της Συντακτικής Συνέλευσης, που είχε προκύψει από τις εκλογές του Νοεμβρίου 1917, στις οποίες οι Μπολσεβίκοι είχαν αποσπάσεις μόλις το 24% των ψήφων και 168 από τους 703 βουλευτές.

Η διάλυση της πλουραλιστικής Συντακτικής Συνέλευσης από τους Μπολσεβίκους, στις 6 Ιανουαρίου 1918, άφησε ασυγκίνητο τον Ριντ, ο οποίος δύο μέρες αργότερα πήρε όπλο για να υπερασπισθεί το υπουργείο μαζί με τους Ερυθροφρουρούς από μία επίθεση αντεπαναστατών. Στη συνέχεια παρακολούθησε το 3ο Συνέδριο των Σοβιέτ (10-18 Ιανουαρίου), όπου εκφώνησε σύντομο λόγο, υποσχόμενος να μεταφέρει τα καλά νέα της επανάστασης στις ΗΠΑ κι ελπίζοντας ότι θα αποτελούσαν «το έναυσμα για την απάντηση από τις καταπιεσμένες και εκμεταλλευόμενες μάζες της Αμερικής». Την ίδια περίοδο, ο Τρότσκι πρόσφερε στον Ριντ τη θέση του Σοβιετικού προξένου στη Νέα Υόρκη, εισήγηση που απέρριψε ο Λένιν, αφού οι ΗΠΑ δεν αναγνώριζαν τη νέα κατάσταση.

Η επιστροφή στις ΗΠΑ και το έργο της ζωής του

Το ζεύγος Ριντ, μη έχοντας την οικονομική δυνατότητα να παραμείνει στη Ρωσία, αποφάσισε να επιστρέψει στις ΗΠΑ με αρκετό υλικό στις αποσκευές του. Κατά την επιστροφή του αντιμετώπισε διώξεις για τις ιδέες του και τη δράση του, ενώ τον αρχείο του Ριντ κατασχέθηκε και του αποδόθηκε στα τέλη του 1918.

Ο Ριντ έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά κι εργαζόμενος νυχθημερόν κατόρθωσε στις αρχές του 1919 να ολοκληρώσει και να κυκλοφορήσει το βιβλίο του «Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο», που του χάρισε δόξα και φήμη. Νωρίτερα, η συμβία του είχε κυκλοφορήσει ένα ανάλογο βιβλίο με τίτλο «Έξι κόκκινοι μήνες στη Ρωσία», που δεν γνώρισε επιτυχία.

Εκτός από το συγγραφικό του έργο, ο Ριντ ανέπτυξε πολιτική δράση. Τον Αύγουστο του 1919 η ριζοσπαστική πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος των ΗΠΑ αποβλήθηκε κατά τη διάρκεια του συνεδρίου στο Σικάγο και σχημάτισε δυο αλληλοϋποβλεπόμενα κόμματα, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Αμερικής και το Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα της Αμερικής (ΚΕΚ), ηγετικό στέλεχος του οποίου υπήρξε ο Ριντ. Ως διευθυντής της εφημερίδας του κόμματος «Η Φωνή της Δουλειάς» είχε υπερασπιστεί σε κείμενά του τη δικτατορία του προλεταριάτου, την οποία έβλεπε ως αναγκαίο βήμα που θα οδηγούσε στην αληθινή δημοκρατία, βασισμένη στην ισότητα και την ελευθερία του ατόμου.

Το δεύτερο ταξίδι στη Ρωσία και ο πρόωρος θάνατός του


Τον Οκτώβριο του 1919 κλήθηκε στη Μόσχα, προκειμένου να συνεργαστεί με στελέχη της Γ’ Διεθνούς για την ενοποίηση του ΚΕΚ με το Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ. Εκεί πληροφορήθηκε ότι ο Λένιν είχε βρει τον χρόνο να διαβάσει το βιβλίο του και ότι είχε προσφερθεί να γράψει την παρακάτω εισαγωγή, η οποία συμπεριλήφθηκε στην έκδοση του 1922: «Διάβασα με τεράστιο ενδιαφέρον και με αμείωτη προσοχή το βιβλίο του Τζον Ριντ “Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο”, και συνιστώ ολόψυχα να διαβάσουν το έργο αυτό οι εργάτες όλων των χωρών. Θα ήθελα το βιβλίο αυτό να κυκλοφορήσει σε εκατομμύρια αντίτυπα και να μεταφραστεί σε όλες τις γλώσσες, γιατί δίνει μια αληθινή και με εξαιρετική ζωντάνια γραμμένη εξιστόρηση των γεγονότων, τα οποία είναι τόσο βασικά για να κατανοηθεί τι είναι προλεταριακή επανάσταση, τι είναι δικτατορία του προλεταριάτου. Τα ζητήματα αυτά σήμερα συζητιούνται πλατιά, όμως, πριν γίνουν αποδεκτές, είτε πριν απορριφθούν οι ιδέες αυτές, πρέπει να κατανοηθεί όλη η σημασία της απόφασης που θα παρθεί. Χωρίς αμφιβολία, το βιβλίο του Τζον Ριντ θα βοηθήσει να διευκρινιστεί το ζήτημα αυτό, που αποτελεί το βασικό πρόβλημα του παγκόσμιου εργατικού κινήματος».

Τον Αύγουστο του 1920, ο Ριντ, που όλο αυτό το διάστημα παρέμενε στην Ευρώπη, συμμετείχε στο Συνέδριο των Λαών της Ανατολής στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν, με εντολή της σοβιετικής ηγεσίας. Στη συνέχεια μετέβη στη Μόσχα, όπου αντάμωσε με τη συμβία του, την οποία είχε να δει για σχεδόν ένα χρόνο, και συναντήθηκε με τους Λένιν, Τρότσκι και Κάμενεφ.

Στις 25 Σεπτεμβρίου κι ενώ σκόπευε να επιστρέψει στις ΗΠΑ αρρώστησε σοβαρά. Η αρχική διάγνωση ήταν γρίπη, αλλά μετά από πέντε ημέρες διαγνώστηκε με τύφο. Φάρμακα για την αντιμετώπιση της νόσου δεν υπήρχαν, εξαιτίας του Εμφυλίου Πολέμου. Η κατάστασή της υγείας του διαρκώς χειροτέρευε και στις 17 Οκτωβρίου 1920 άφησε την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο της Μόσχας, σε ηλικία μόλις 32 ετών.

Η ρωσική ηγεσία τού επιφύλαξε ιδιαίτερες μεταθανάτιες τιμές, καθώς τάφηκε στα τείχη του Κρεμλίνου, στη Νεκρόπολη, όπου συνήθως θάβονταν οι εξέχοντες σοβιετικοί ηγέτες.








Άρθουρ Μίλερ

 Ο αμε­ρικανός θεατρικός συγγραφέας Άρθουρ Μίλερ συγκαταλέγεται στους κορυφαίους δραματουργούς του 20ού αιώνα. Σε γενικές γραμμές στο έργο του απεικονίζεται η σκοτεινή πλευρά του αμερικανικού ονείρου.


Ο αμε­ρικανός θεατρικός συγγραφέας Άρθουρ Μίλερ συγκαταλέγεται στους κορυφαίους δραματουργούς του 20ού αιώνα. Το έργο του, που συνδυάζει την επίγνωση της κοινωνικής πραγματικότητας με τη διερεύνηση της εσωτερικής ζωής των χαρακτήρων του, μπορεί να συνοψιστεί στην ρήση του: «Το κοινωνικό δράμα της γενιάς μας πρέπει να κάνει κάτι περισσότερο από το να αναλύει και να δικάζει το περίγραμμα των κοινωνικών σχέσεων. Πρέπει να σκάψει μέσα στην ανθρώπινη φύση και να ανακαλύψει ποιες ανάγκες υπάρχουν μ’ ένα τέτοιο τρόπο, που αυτές οι ανάγκες να πάρουν έκταση και προβολή κοινωνικής σημασίας». Όπως εύστοχα έχει επισημανθεί η δύναμη του λογοτεχνικού μύθου του είναι εφάμιλλη των δραματουργών της αρχαίας τραγωδίας.

Σε γενικές γραμμές στο έργο του Άρθουρ Μίλερ απεικονίζεται η σκοτεινή πλευρά του αμερικανικού ονείρου. Λογοτεχνικά, είναι περισσότερο γνωστός για το θεατρικό του «Ο θάνατος τού εμποράκου» («Death of a Salesman», 1941) και κοινωνικά, από τον γάμο του με την ντίβα του κινηματογράφου Μέριλιν Μονρόε (1956-1961).

Ο Άρθουρ Μίλερ γεννήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 1915 στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης. Ήταν το δεύτερο από τα τρία παιδιά των πολωνοεβραίων μεταναστών Άιζαντορ και Αουγκούστα Μίλερ. Ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης βιοτεχνίας γυναικείων ενδυμάτων και η μητέρα του είχε εργαστεί ως δασκάλα στη δημόσια εκπαίδευση. Η προσωπικότητα του νεαρού Άρθουρ διαμορφώθηκε από την επίδραση που άσκησε στη ζωή του η Μεγά­λη Οικονομική Κρίση, απότοκος του Χρηματιστηριακού Κραχ του 1929. Η βαθιά ύφεση της αμερικάνικης οικονομίας σήμανε την οικονομική καταστροφή του πατέρα του και τον ανάγκασε να συνειδητοποιήσει την ανασφάλεια της σύγχρονης ύπαρξης.

Στο σχολείο δεν διακρινόταν για τις επιδόσεις του. Ήταν πολύ κακός μαθητής και το μόνο που τον απασχολούσε ήταν το αμερικάνικο ποδόσφαιρο και το χόκεϊ. «Όταν το όνομά μου έγινε γνωστό οι πρώην καθηγητές μου δυσκολεύτηκαν να πιστέψουν ότι ήμουν εγώ. Τελείωσα το λύκειο τελείως απαρατήρητος» είχε πει σε μια του συνέντευξη.

Ο Μίλερ αποφοίτησε τελικά από το λύκειο «Αβραάμ Λίνκολν» του Μπρούκλιν, αλλά δεν έγινε δεκτός στα πανεπιστήμια Kορνέλ και Μίσιγκαν, εξαιτίας των κακών βαθμών του, αλλά και της αδυναμίας του πατέρα του να καλύψει τα δίδακτρα. Έκανε διάφορες δουλειές, για να συγκεντρώσει το απαραίτητο ποσό και τελικά το 1934 έγινε δεκτός στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, όπου ξεκίνησε σπουδές δημοσιογραφίας. Παράλληλα εργαζόταν ως νυχτερινός ρεπόρτερ στην εφημερίδα «Michigan Daily» και παρακολούθησε μαθήματα θεατρικής γραφής. Κατά την διάρκεια της φοίτησης του ανέβασε στο πανεπιστήμιο το πρώτο του θεατρικό έργο με τίτλο «No Villain», το οποίο βραβεύτηκε.

Μετά την αποφοίτησή του, το 1938, επέστρεψε στην Νέα Υόρκη, όπου άρχισε να γράφει θεατρικά έργα για τους ραδιοφωνικούς σταθμούς CBS και NBC, ενώ παραάλληλα εργαζόταν ως οδηγός φορτηγών και φορτοεκφορτωτής για να συμπληρώνει το εισόδημά του. Το 1940 νυμφεύτηκε την συμφοιτήτριά του Έλεν Σλάτερι με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Το ζευγάρι θα χωρίσει το 1956, όταν στην ζωή του θα εμφανισθεί η Μέριλιν Μονρόε και θα κλέψει την καρδιά του.

O Άρθουρ Μίλερ κέρδισε κάποια δημοσιότητα το 1945 με το μυθιστόρημα «Focus», στο οποίο καταγγέλλει τον ρατσισμό και ιδιαίτερα τον αντισημιτισμό. Το «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» («All My Sons»), ήταν το πρώτο σημαντικό θεα­τρικό έργο του, με έντονη την επίδραση του Ίψεν και ιδιαίτερα του θεατρικού του «Η αγριόπαπια». Το έργο, που ανέβηκε στις 29 Ιανουαρίου 1947 στο Μπρόντγουεϊ σε σκηνοθεσία Ηλία Καζάν, περιστρέφεται γύρω από έναν βιομήχανο που κατα­σκευάζει ελαττωματικό πολεμικό υλι­κό. Ήταν το πρώτο έργο του Άρθουρ Μίλερ, που ανέβηκε σε ελληνική σκηνή, από το θέατρο Τέχνης, σχεδόν ταυτόχρονα με την παράσταση του Μπρόντγουέϊ.

Ο Κάρολος Κουν σύστησε στο ελληνικό κοινό και το επόμενο έργο του Μίλερ, το κλασικό πλέον «Ο θάνατος του εμποράκου», που πρωτοανέβηκε στην Νέα Υόρκη (Μπρόντγουεϊ) στις 10 Φεβρουαρίου 1949, σε σκηνοθεσία Ηλία Καζάν. Είναι η τραγωδία ενός ανθρωπάκου, του πλανόδιου έμπορου Γουίλι Λόμαν, που πέφτει θύμα κίβδηλων αξιών, οι οποίες αποτελούν κατά ένα μεγάλο μέρος τις αξίες της κοινωνίας όπου ζει.

Το επόμενο σπουδαίο έργο του είναι «Η Δοκιμασία ή Οι Μάγισσες του Σάλεμ» («The Crucible», 1953), το οποίο βασίζεται στις δίκες μαγισσών που έγιναν στο Σάλεμ της Μασαχουσέτης το 1692, εποχή που ο Μίλερ έβρισκε ότι είχε πολλά κοινά σημεία με τη δεκαετία του 1950, όταν είχε ξεκινήσει και είχε πάρει μεγάλη έκταση, ένα πολιτικό «κυνήγι μαγισσών». Το 1956 ο Μίλερ κλήθηκε να εξεταστεί από την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών του Κο­γκρέσου υπό τον γερουσιαστή Μακάρθι. Επειδή αρνήθηκε να κατονο­μάσει πρόσωπα που είχε δει δέκα χρόνια πριν σε μια συγκέντρωση συγ­γραφέων η οποία είχε χαρακτηριστεί ως κομμουνιστική, καταδικάστηκε για απείθεια και ασέβεια σε φυλάκιση τριάντα ημερών με αναστολή και χρηματικό πρόστιμο πεντακοσίων δολαρίων. Έκανε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο και, τον επόμενο χρόνο, αθωώθηκε.

Το 1955, παρουσίασε δύο μονόπρακτα, τα «Από Δευτέρα σε Δευτέρα» («Α Memory of Two Mondays») και «Πάνω από τη γέφυρα» («A View from the Bridge»), που παίχτηκαν σε ενιαία παράσταση.

Την ίδια περίοδο η προσωπική του ζωή σημαδεύτηκε με τον χωρισμό του από την πρώτη του σύζυγο και τον γάμο του με την σταρ του Χόλιγουντ Μέριλιν Μονρόε. Ένωσαν τις τύχες τους με κάθε μυστικότητα, στις 29 Ιουνίου 1956, σ' ένα δικηγορικό γραφείο της Νέας Υόρκης, Ο λαμπρός θεατρικός συγγραφέας ήταν 41 ετών και το απόλυτο σύμβολο του σεξ 30. Ο μύθος του Πυγμαλίωνα αναβίωνε στη σύγχρονη Αμερική, που εξεπλάγη μόλις έμαθε το νέο. Η δημοσιότητα, κατόπιν εορτής, μεγάλη. Οι κακές γλώσσες δεν έδιναν μεγάλη διάρκεια στον γάμο, εξαιτίας των διαφορετικών χαρακτήρων των νεονύμφων. Η πρόβλεψή τους θα επιβεβαιωθεί πέντε χρόνια αργότερα. Κατά την διάρκεια του γάμου τους,ο Μίλερ έγραψε το σενάριο της ταινίας «Οι αταίριαστοι» («The Misfits», 1961), που σκηνοθέτησε ο Τζον Χιούστον, με πρωταγωνιστές τον Κλαρκ Γκέιμπλ, τον Μοντγκόμερι Κλιφτ και την Μέριλιν Μονρόε.

Το 1962, θα παντρευτεί για τρίτη φορά με την διάσημη αυστριακή φωτογράφο Ίνγκε Μόρατ, με την οποία θα ζήσει αρμονικά έως τον θάνατό της το 2002. Το ζευγάρι θα αποκτήσει μια κόρη την μετέπειτα σκηνοθέτρια Ρεμπέκα Μίλερ (γ. 1962), σύζυγο του ηθοποιού Ντάνιελ Ντεϊ-Λιούις.

Ο Άρθουρ Μίλερ θα συνεχίσει να τροφοδοτεί το θέατρο με αξιόλογα έργα. Το 1964 παρουσίασε το «Μετά την πτώση» («After the Fall»), που αναφέρεται στο ναυάγιο των ανθρωπίνων σχέσεων και τις συνέπειές του. Στο θεατρικό «Η τιμή» («The Price», 1968), συνέχισε τη διερεύνηση τού θέματος της ενοχής και της ευθύνης τού ανθρώπου απέναντι στον εαυτό του και απέναντι στους άλλους, εξετάζοντας την ένταση στις σχέσεις ανάμεσα σε δύο αδελφούς. Το έργο αυτό σκηνοθέτησε ο ίδιος, το 1969.

Τον ίδιο χρόνο επισκέφτηκε την Σοβιετική Ένωση με τη γυναίκα του και στην συνέχεια δημοσίευσε μαζί της το ταξιδιωτικό ημερολόγιο με τίτλο «In Russia». Γύρισε επίσης την αλληγορική αντιπολεμική ταινία «Τhe Reason Why» και αρνήθηκε την παρουσίαση της στην Ελλάδα για να δείξει την αντίθεσή του στην καταπίεση που υφίσταντο οι Έλληνες συγγραφείς από το δικτατορικό καθεστώς.
Το 1977 παρουσίασε στην Ουάσιγκτον το έργο «Το ταβάνι του αρχιεπισκόπου» («The Archbishop’s Ceiling»), στο οποίο ελέγχει τη μεταχείριση των διαφωνούντων συγγραφέων στη Σοβιετική Ένωση.

Μια συλλογή διηγημάτων του με τον γενικό τίτλο «Δεν σε χρειάζομαι πια» («I Don’t Need You Any More») εκδόθηκε το 1967 και μια συλλογή θεατρικών δοκιμίων του το 1977. Το 1987 δημοσιεύτηκε η αυτοβιογραφία του με τίτλο «Στη δίνη του χρόνου» («Τimebends: A Life»).

Ο Άρθουρ Μίλερ πέθανε στις 10 Φεβρουαρίου 2005, λίγες εβδομάδες αφότου είχε ολοκληρώσει αντικαρκινική θεραπεία σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης. Ο ίδιος είχε ζητήσει να περάσει τις τελευταίες ημέρες της ζωής του στο όμορφο αγρόκτημά του στο Ρόξμπερι του Κονέκτικατ, το οποίο είχε αγοράσει το 1958, όταν ήταν παντρεμένος με την Μέριλιν Μονρόε. Μετά τον θάνατο της τρίτης του συζύγου συζούσε με την αρκετά μικρότερή του ζωγράφο Ανιές Μπάρλεϊ, την οποία σκόπευε να νυμφευτεί.



Πηγή

Ρίτα Χέιγουορθ

 Αμερικανίδα ηθοποιός, ένα από τα πιο λαμπρά αστέρια που ανέδειξε το Χόλιγουντ. Εκτυφλωτικής ομορφιάς, μεσουράνησε στη μεγάλη οθόνη τα χρόνια του 1940.

Η αμερικανίδα ηθοποιός Ρίτα Χέιγουορθ
Η αμερικανίδα ηθοποιός Ρίτα Χέιγουορθ

Η Ρίτα Χέιγουορθ υπήρξε ένα από τα πιο λαμπρά αστέρια που ανέδειξε το Χόλιγουντ. Εκτυφλωτικής ομορφιάς, μεσουράνησε στη μεγάλη οθόνη τη δεκαετία του 1940 και μέσα σε 20 χρόνια (1937-1958) πρόλαβε να παντρευτεί πέντε φορές. Η «Θεά του Έρωτα», όπως την αποκαλούσαν, ήταν το αναμφισβήτητο «πιν-απ γκερλ» της εποχής της και η «ντάρλινγκ» των αμερικανών στρατιωτών, που πολεμούσαν στα μέτωπα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Κόρη του ισπανού χορευτή Εντουάρντο Κανσίνο, γεννήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 1918 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Η Μαργαρίτα Κάρμεν Κανσίνο, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, ακολούθησε τα βήματα του πατέρα της και ως χορεύτρια εμφανίστηκε σε αρκετές ταινίες, αρχίζοντας από το 1934.

Με τη συμβουλή όμως του πρώτου της συζύγου, του Έντουαρντ Τζάντσον, που ήταν και ο μάνατζέρ της, άλλαξε το όνομά της (υιοθέτησε το επίθετο της μητέρας της), έβαψε τα μαλλιά της πυρόξανθα και φιλοτέχνησε μια εξεζητημένη, όσο και εκρηκτική εικόνα, στις ταινίες «Μόνο οι άγγελοι έχουν φτερά» («Only Angels Have Wings», 1939), «Ο πειρασμός» («Strawberry Blonde», 1941) και «Αίμα και άμμος» (Blood and Sand, 1941).

Τα μιούζικαλ «Ποτέ δεν θα πλουτίσεις» («You’ll Never Get Rich», 1941), «Στον ίλιγγο του χορού» («You W ere Never Lovelier», 1942), και τα δύο με παρτενέρ τον Φρεντ Αστέρ, και ιδίως το «Σαν τα παραμύθια» («Cover Girl», 1944) με τον παρτενέρ τον Τζιν Κέλι, εκτόξευσαν τη φήμη της Ρίτα Χέιγουορθ και την ανέδειξαν σε πραγματική σταρ. Έγινε ο κρυφός πόθος των ανδρών και το πρότυπο ομορφιάς για τις γυναίκες.

Η Ρίτα Χέιγουορθ ως Τζίλντα

Ο ερωτισμός της έφθασε στο απόγειό του με την «Τζίλντα» («Gilda», 1946), ένα από τα κορυφαία φιλμ-νουάρ, σε σκηνοθεσία του Τσαρλς Βίντορ. Η ταινία οφείλει τη διαχρονική φήμη της στην παρουσία της Χέιγουορθ, που υποδύεται μια «μοιραία γυναίκα» που παίζει με τα συναισθήματα δύο φίλων: του συζύγου της και του πρώην εραστή της. Κλασική έχει μείνει η σκηνή όπου η Χέιγουορθ τραγουδά (με τη φωνή της Ανίτα Έλις) τα «Amado Mio» και «Put the Blame on Mame» και η οποία αντιμετώπισε προβλήματα με τη λογοκρισία.

Μετά την «Τζίλντα» η καριέρα της Ρίτα Χέιγουορθ δεν θα είναι η ίδια, όπως πριν. To 1948 θα πρωταγωνιστήσει στην ταινία «Η κυρία από τη Σαγκάη» («The Lady from Shanghai, 1948). Τη σκηνοθέτησε ο δεύτερος άντρας της, ο διάσημος Όρσον Γουέλς, ο οποίος τη μεταμόρφωσε κυριολεκτικά και ίσως εκεί να οφείλεται η παταγώδης αποτυχία της ταινίας. Έντονες προσωπικότητες και οι δύο, γρήγορα θα χωρίσουν τους δρόμους τους, έχοντας αποκτήσει ένα κορίτσι.

Τη δεκαετία του 1950 θα παντρευτεί τρεις ακόμα φορές: με τον πρίγκηπα Αλί Χαν (θα αποκτήσει ένα κορίτσι), με τον ηθοποιό Ντικ Χέιμς και τον κινηματογραφικό παραγωγό Τζέιμς Χιλ. Την ίδια περίοδο, η καλλιτεχνική της πορεία συνέχισε να είναι καθοδική. Η Columbia, με την οποία βρισκόταν στα μαχαίρια, είχε ανακαλύψει και προωθούσε μια νέα σταρ, την ξανθιά Κιμ Νόβακ. Κάποιοι κριτικοί απέδωσαν την πτώση της στην έλλειψη υποκριτικού ταλέντου. Μόνο η εκτυφλωτική ομορφιά και το σεξ-απίλ δεν φθάνουν, υποστήριζαν.

Πάντως, από τις ταινίες της αυτής της περιόδου ξεχωρίζουν: «Μια νύχτα στο Τρινιντάντ» (Affair in Trinidad, 1952), «Σαλώμη » («Salome», 1953), «Η βροχή» («Miss Sadie Thompson», 1953) και «Ο φιλαράκος μου »(«Pal Joey», 1957). Το 1972 έκανε την τελευταία της κινηματογραφική εμφάνισή στην ταινία «Η οργή του Θεού» («The Wrath of God»).

Το 1980 η Ρίτα Χέιγουορθ προσβλήθηκε από τη νόσο Αλτσχάιμερ, τα σημάδια της οποίας είχαν φανεί χρόνια νωρίτερα. Στις 14 Μαΐου 1987, η ντίβα της μεγάλης οθόνης θα αναχωρήσει για το αιώνιο ταξίδι, σε ηλικία 68 ετών. Η αποκάλυψη της πάθησής της και η δημόσια συζήτηση που ακολούθησε, βοήθησαν στην ενημέρωση της κοινής γνώμης και στην αύξηση της χρηματοδότησης για την έρευνα της νόσου.




Πηγή