Αμερικανός δημοσιογράφος, γνωστός για το βιβλίο του «Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο», το οποίο αποτελεί ένα χρονικό της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Ο αμερικανός δημοσιογράφος Τζον Ριντ (John Reed) είναι γνωστός παγκοσμίως για το βιβλίο του «Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο», το οποίο αποτελεί ένα χρονικό της Οκτωβριανής Επανάστασης, γραμμένο από ένα αυτόπτη μάρτυρα των γεγονότων εκείνων των ημερών, αλλά και από ένα θερμό υποστηρικτή της κομμουνιστικής υπόθεσης.
Σπουδές και τα πρώτα δημοσιογραφικά βήματα
Γεννημένος στις 22 Οκτωβρίου 1887 στο Πόρτλαντ του Όρεγκον από πλούσια οικογένεια, μεγάλωσε με νταντάδες και υπηρέτες και φοίτησε σε ιδιωτικά σχολεία. Μέτριος μαθητής, αλλά με λογοτεχνική φλέβα, πέρασε με τη δεύτερη στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ το 1906. Ψηλός, όμορφος και ανοιχτόκαρδος, διακρίθηκε για τα κείμενά του στα πανεπιστημιακά περιοδικά, αλλά και για τις αθλητικές επιδόσεις του στην κολύμβηση και την υδατοσφαίριση. Παρακολουθούσε τακτικά τις συνεδριάσεις του Σοσιαλιστικού Ομίλου, χωρίς να γίνει μέλος του. Ωστόσο, άφησε έντονο το αποτύπωμά του στον ψυχισμό του.
Αποφοίτησε το καλοκαίρι του 1910 και αμέσως ξεκίνησε ένα μεγάλο ταξίδι στην Ευρώπη. Επισκέφθηκε την Αγγλία, τη Γαλλία και την Ισπανία για να γνωρίσει την πραγματική ζωή, όπως του είχε συστήσει ένας καθηγητής του. Επέστρεψε στην Αμερική την άνοιξη της επόμενης χρονιάς και αποφάσισε ν’ ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία.
Καμπή στην καριέρα του ήταν η πρόσληψή του στο σοσιαλιστικό περιοδικό «The Masses» («Οι Μάζες») το 1913. Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς στάλθηκε στο Μεξικό για να καλύψει τη Μεξικάνικη Επανάσταση του Πάντσο Βίλα. Έζησε και ακολούθησε τους άνδρες του Βίλα κι έγραψε μία σειρά από άρθρα που ανέβασαν κατά πολύ τις μετοχές του ως πολεμικού ανταποκριτή. Ο Ριντ έδειξε τη μεγάλη του συμπάθεια προς τους επαναστάτες και την αντίθεσή του στην επέμβαση της πατρίδας του.
Τον Απρίλιο του 1914 έφθασε στο Κολοράντο για να καλύψει τα επακόλουθα της «Σφαγής του Λάντλοου», της αιματηρής επίθεσης της εργοδοσίας κατά των απεργών μεταλλωρύχων, των οποίων ηγείτο ο ελληνικής καταγωγής συνδικαλιστής Λούης Τίκας. Καρπός της ερευνάς του ήταν ένα παθιασμένο άρθρο με τίτλο «Ο Πόλεμος του Κολοράντο», που δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 1914.
Με την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου την ίδια περίοδο, αναχώρησε με δημοσιογραφική αποστολή για την Ευρώπη μαζί με τη φίλη του Μέιμπελ Ντοτζ. Δεν κατάφερε και πολλά πράγματα ως πολεμικός ανταποκριτής, λόγω των απαγορεύσεων από την πλευρά των Συμμάχων. Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε για μικρό διάστημα στο Βερολίνο, όπου ο Ριντ εξασφάλισε μία συνέντευξη με τον Καρλ Λίμπκνεχτ, έναν από τους ελάχιστους γερμανούς σοσιαλιστές ηγέτες που αντιστάθηκαν στον πόλεμο. Εκεί διαπίστωσε τη χρεωκοπία της Δεύτερης Διεθνούς και την αντικατάσταση της εργατικής αλληλεγγύης από τον μιλιταρισμό και τον εθνικισμό.
Επέστρεψε στην Αμερική, αλλά γρήγορα ξαναγύρισε στην Ευρώπη και μέσω Θεσσαλονίκης πραγματοποίησε περιοδεία στις περιοχές του Ανατολικού Μετώπου, όπου βίωσε για πρώτη φορά τη φρίκη του πολέμου. Τις εμπειρίες του από αυτό το ταξίδι τις αποτύπωσε στο βιβλίο του «Ο Πόλεμος στην Ανατολική Ευρώπη», που εκδόθηκε τον Απρίλιο του 1916.
Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου υπέστη εγχείρηση αφαίρεσης νεφρού και αυτός ήταν ο λόγος που δεν στρατεύτηκε, όταν ο αμερικανός πρόεδρος Γούντροου Ουίλσον κήρυξε τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις στις 2 Απριλίου 1917. Αντίθετος με την εμπλοκή των ΗΠΑ, κραύγασε σε μία συγκέντρωση: «Αυτός δεν είναι δικός μου πόλεμος και δεν θα τον υποστηρίξω».
Ο Τζον Ριντ στην επαναστατημένη Ρωσία
Η περιπέτεια με την υγεία και ο γάμος του με τη φεμινίστρια και δημοσιογράφο Λουίζ Μπράιαντ δεν τον εμπόδισαν να αναλάβει μία νέα αποστολή στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στη Ρωσία, όπου συνέρρεαν πολλοί δημοσιογράφοι από κάθε γωνιά του κόσμου για να καλύψουν τις κοσμοϊστορικές εξελίξεις στην αχανή χώρα, όπως το δημοσιογραφικό τους ένστικτο οσμιζόταν. Το ζευγάρι έφθασε στην πρωτεύουσα Πετρούπολη (πρώην Αγία Πετρούπολη) στις αρχές Σεπτεμβρίου, την ώρα που αποτύγχανε το στρατιωτικό κίνημα του φιλομοναρχικού στρατηγού Λαβρ Κορνίλοφ, που επιδίωκε να ανατρέψει τον μετριοπαθή σοσιαλιστή πρωθυπουργό Αλεξάντρ Κερένσκι.
Ο Ριντ διαπίστωσε από πρώτο χέρι την οικτρή κατάσταση στην οποία βρισκόταν η ρωσική οικονομία και τη βαθμιαία αποσύνθεση της χώρας, με τη Φινλανδία και την Ουκρανία να έχουν αυτονομηθεί και να ζητούν στρατιωτική συνεργασία με τη Γερμανία, τη μεγάλη αντίπαλο της Ρωσίας στα πεδία των μαχών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το ψωμί σπάνιζε, όταν δεν υπήρχε καθόλου, οι τοπικές αρχές – στρατιωτικές και πολιτικές – είχαν αποδιοργανωθεί, το κοινό έγκλημα βασίλευε και τροφοδοτούσε καθημερινά την ύλη των εφημερίδων.
«Ολόκληρη τη μέρα, που όλο μικραίνει, πέφτει από το θαμπό και γκρίζο ουρανό αδιάκοπη διαπεραστική βροχή. Κάτω από τα πόδια είναι παντού πηχτή και γλιστερή λάσπη, που πασαλείβει τα βαριά παπούτσια και ακόμα πιο απαίσια από κάθε άλλο φαίνεται η ολοκληρωτική παράλυση της διοίκησης της πόλης. Από το φινλανδικό Κόλπο φυσάει τσουχτερός, υγρός αέρας κι οι δρόμοι σκεπάζονται από υγρή ομίχλη.[…] Στα ιδιόκτητα διαμερίσματα το ηλεκτρικό φως δίνεται μόνο το βράδυ, από τις 6 ως τις 12, ενώ τα σπαρματσέτα κοστίζουν σαράντα σεντς το κομμάτι και το πετρέλαιο είναι σχεδόν δυσεύρετο. Σκοτάδι από τις 3 το απόγευμα ως τις 10 η ώρα το πρωί. Οι ληστές κι οι λωποδύτες γυρνούν κατά μπουλούκια. Στα σπίτια οι άντρες φυλάγουν με τη σειρά όλη τη νύχτα σκοπιά, με τα όπλα έτοιμα. Τέτοια κατάσταση επικρατούσε στην περίοδο της προσωρινής κυβέρνησης. Κάθε βδομάδα τα τρόφιμα όλο και λιγόστευαν. Η μερίδα του ψωμιού ελαττώθηκε από 1 1/2 σε 1 φούντι, ύστερα σε 3/4 του φουντιού, σε μισό φούντι, σε 1/4 του φουντιού. Ύστερα πέρασε ολόκληρη βδομάδα που δεν έγινε καθόλου διανομή ψωμιού» γράφει χαρακτηριστικά στο διάσημο βιβλίο του.
Ο Τζον Ριντ περί το 1915
Το αίτημα για ριζική αλλαγή πλανιόταν στον αέρα, όπως έγραφε. Οι Μπολσεβίκοι ζητούσαν τον τερματισμό του πολέμου, την ανατροπή της Προσωρινής Κυβέρνησης του Κερένσκι και την ανάληψη της εξουσίας από τα Σοβιέτ, τα εργατικά συμβούλια, στα οποία σταδιακά είχαν αποκτήσει την πλειοψηφία. Ο Κερένσκι, σε προφανή αδυναμία να επιβληθεί, απαντούσε σπασμωδικά, με κλείσιμο των μπολσεβίκικων εφημερίδων, με τη σύλληψη ηγετικών στελεχών των Μπολσεβίκων και την προσπάθεια μεταφοράς της φρουράς της Πετρούπολης, που δεν έλεγχε, στα μέτωπα του πολέμου. «Στους στρατώνες και τις εργατικές συνοικίες οι μπολσεβίκοι διέδιδαν το σύνθημά τους: “Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ!” και οι πράκτορες των σκοτεινών δυνάμεων υποκινούσαν το λαό να σφάξει τους Εβραίους, τους μαγαζάτορες και τους αρχηγούς των σοσιαλιστών… Από τη μια μεριά ήταν τα εμπρηστικά άρθρα του μοναρχικού τύπου, κι από την άλλη η βροντερή φωνή του Λένιν: “Εξέγερση!... Δεν πρέπει να περιμένουμε περισσότερο!”. Ακόμα κι ο αστικός τύπος ανησύχησε. Η εφημερίδα “Χρηματιστηριακές Υποθέσεις” αποκαλούσε την μπολσεβίκικη προπαγάνδα απόπειρα ενάντια στα “βασικά θεμέλια της κοινωνίας, ενάντια στο απαραβίαστο του ατόμου και το σεβασμό της ατομικής ιδιοκτησίας”».
Σε μία συνεδρίαση του Σοβιέτ της Πετρούπολης θα δει από κοντά για πρώτη φορά τον Τρότσκι να κατακεραυνώνει την Προσωρινή Κυβέρνηση: «Είναι φανερό, ότι η κυβέρνησή μας, που αποτελείται από τα πρόσωπα του προσωρινού Υπουργικού Συμβουλίου, είναι μια κυβέρνηση θλιβερή κι ανήμπορη, που περιμένει μόνο το σκουπόξυλο της ιστορίας για να παραχωρήσει τη θέση της στην αληθινή εξουσία. Εμείς, όμως ακόμα και τώρα, ακόμα και σήμερα, προσπαθούμε ν' αποφύγουμε τη σύγκρουση. Ελπίζουμε ότι το Πανρωσικό συνέδριο των Σοβιέτ θα πάρει στα χέρια του την εξουσία, που θα στηρίζεται στην οργανωμένη ελευθερία όλου του λαού».
Στις 25 Οκτωβρίου καταλήφθηκαν τα Χειμερινά Ανάκτορα, στα οποία έδρευε η κυβέρνηση Κερένσκι, ένα από τα σύμβολα της Οκτωβριανής Επανάστασης. «Την Τετάρτη στις 7 του Νοέμβρη (25 του Οχτώβρη) σηκώθηκα πολύ αργά. Όταν βγήκα στη λεωφόρο Νέβσκι στο φρούριο του Πετροπάβλοφσκ βρόντηξε μεσημεριάτικα το κανόνι. Η μέρα ήταν υγρή και κρύα... Απέναντι στις κλειδωμένες πόρτες της κρατικής τράπεζας στέκονταν κάμποσοι στρατιώτες με εφ' όπλου λόγχη. “Ποιοι είστε σεις;” ρώτησα. “Με την κυβέρνηση είστε;”, “Δεν υπάρχει πια κυβέρνηση!” απάντησε με χαμόγελο ένας στρατιώτης. “Δόξα τω Θεώ!” Αυτό ήταν όλο που κατάφερα να μάθω απ' αυτόν».
Παρά τον επαναστατικό αναβρασμό, η καθημερινότητα έδινε τον δικό της τόνο στην Πετρούπολη. «Στη λεωφόρο Νέβσκι, όπως πάντα, κινούνταν τα τραμ. Απέξω κρέμονταν άντρες, γυναίκες και παιδιά. Τα μαγαζιά ήταν ανοιχτά και γενικά ο δρόμος σαν να είχε πιο ήρεμη όψη, παρά στις παραμονές [ …] Μπήκαμε να φάμε στο “Hotel de France”. Μόλις είχαμε αρχίσει τη σούπα, ήρθε τρέχοντας κοντά μας ένα κατάχλομο γκαρσόνι και μας παρακάλεσε να περάσουμε στη μεγάλη αίθουσα που τα παράθυρά της βλέπαν προς την αυλή: στο καφέ μπαρ, που έβλεπε προς το δρόμο, έπρεπε να σβήσουν τα φώτα: “Θ' αρχίσει τουφεκίδι!”, είπε».
Η επόμενη μέρα θα είναι μια αποκάλυψη για τον Ριντ, γιατί θα δει από κοντά τον ηγέτη της Επανάστασης Βλαντιμίρ Λένιν. «Η ώρα ήταν 8 και 40 ακριβώς, όταν ένα βροντερό κύμα από ζητωκραυγές και χειροκροτήματα ανάγγειλε την εμφάνιση των μελών του προεδρείου και του Λένιν - του μεγάλου Λένιν - ανάμεσά τους. Ήταν ένας χαμηλός κοντόχοντρος άνθρωπος, με μεγάλη φαλάκρα και γερτό κεφάλι, που κρατιόταν γερά από τους ώμους. Μικρά μάτια, μεγάλη μύτη, φαρδύ ευγενικό στόμα, γερό πιγούνι. Ξυρισμένος αλλά με φυτρωμένο κιόλας το μούσι, τόσο γνωστό στο παρελθόν και στο μέλλον. Τριμμένο κοστούμι, κάπως μακριά, ανάλογα με το ανάστημα, τα παντελόνια. Τίποτε που να θύμιζε το είδωλο του πλήθους. Απλός, αγαπητός και σεβαστός τόσο, όσο ίσως λίγοι αρχηγοί αγαπήθηκαν και τιμήθηκαν στην ιστορία. Ασυνήθιστος αρχηγός του λαού, αρχηγός αποκλειστικά χάρη στη διάνοιά του, ξένος προς κάθε προσποίηση, δεν έχανε την ψυχική του διάθεση, σταθερός, ακλόνητος, χωρίς έντονα πάθη, που είχε όμως την τεράστια δεξιοσύνη να προβάλλει τις πιο σύνθετες ιδέες με τα πιο απλά λόγια και ν' αναλύει βαθιά τη συγκεκριμένη κατάσταση, συνδυάζοντας τη διορατική ευλυγισία με τη ριψοκίνδυνη θαρραλέα σκέψη. Και να στο βήμα ανεβαίνει ο Λένιν. Στάθηκε ακουμπώντας στην άκρη του βήματος και κοιτάζοντας με μισόκλειστα μάτια τη μάζα των αντιπροσώπων, περίμενε χωρίς ν' ακούει, όπως φαίνεται, τις αυξανόμενες επευφημίες, που κράτησαν κάμποσα λεπτά. Όταν σταμάτησαν, είπε σύντομα και απλά: “Τώρα πια είναι καιρός να προχωρήσουμε στην ανοικοδόμηση της σοσιαλιστικής τάξης πραγμάτων!”».
Ο Τζον Ριντ ήταν από την πρώτη στιγμή ένας από πιο ενθουσιώδεις υποστηρικτές της νέας επαναστατικής σοσιαλιστικής κυβέρνησης. Προσφέρθηκε μάλιστα να εργαστεί για το Λαϊκό Κομισαριάτο για τις Εξωτερικές Υποθέσεις (Υπουργείο Εξωτερικών), μεταφράζοντας διατάγματα και κείμενα για τις κυβερνητικές δραστηριότητες στα Αγγλικά. Σύντομα απέκτησε γνωριμίες στο στενό κύκλο της νέας εξουσίας. Συνάντησε τον προϊστάμενό του Τρότσκι και συστήθηκε στον Λένιν, σ’ ένα διάλειμμα των εργασιών της Συντακτικής Συνέλευσης, που είχε προκύψει από τις εκλογές του Νοεμβρίου 1917, στις οποίες οι Μπολσεβίκοι είχαν αποσπάσεις μόλις το 24% των ψήφων και 168 από τους 703 βουλευτές.
Η διάλυση της πλουραλιστικής Συντακτικής Συνέλευσης από τους Μπολσεβίκους, στις 6 Ιανουαρίου 1918, άφησε ασυγκίνητο τον Ριντ, ο οποίος δύο μέρες αργότερα πήρε όπλο για να υπερασπισθεί το υπουργείο μαζί με τους Ερυθροφρουρούς από μία επίθεση αντεπαναστατών. Στη συνέχεια παρακολούθησε το 3ο Συνέδριο των Σοβιέτ (10-18 Ιανουαρίου), όπου εκφώνησε σύντομο λόγο, υποσχόμενος να μεταφέρει τα καλά νέα της επανάστασης στις ΗΠΑ κι ελπίζοντας ότι θα αποτελούσαν «το έναυσμα για την απάντηση από τις καταπιεσμένες και εκμεταλλευόμενες μάζες της Αμερικής». Την ίδια περίοδο, ο Τρότσκι πρόσφερε στον Ριντ τη θέση του Σοβιετικού προξένου στη Νέα Υόρκη, εισήγηση που απέρριψε ο Λένιν, αφού οι ΗΠΑ δεν αναγνώριζαν τη νέα κατάσταση.
Η επιστροφή στις ΗΠΑ και το έργο της ζωής του
Το ζεύγος Ριντ, μη έχοντας την οικονομική δυνατότητα να παραμείνει στη Ρωσία, αποφάσισε να επιστρέψει στις ΗΠΑ με αρκετό υλικό στις αποσκευές του. Κατά την επιστροφή του αντιμετώπισε διώξεις για τις ιδέες του και τη δράση του, ενώ τον αρχείο του Ριντ κατασχέθηκε και του αποδόθηκε στα τέλη του 1918.
Ο Ριντ έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά κι εργαζόμενος νυχθημερόν κατόρθωσε στις αρχές του 1919 να ολοκληρώσει και να κυκλοφορήσει το βιβλίο του «Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο», που του χάρισε δόξα και φήμη. Νωρίτερα, η συμβία του είχε κυκλοφορήσει ένα ανάλογο βιβλίο με τίτλο «Έξι κόκκινοι μήνες στη Ρωσία», που δεν γνώρισε επιτυχία.
Εκτός από το συγγραφικό του έργο, ο Ριντ ανέπτυξε πολιτική δράση. Τον Αύγουστο του 1919 η ριζοσπαστική πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος των ΗΠΑ αποβλήθηκε κατά τη διάρκεια του συνεδρίου στο Σικάγο και σχημάτισε δυο αλληλοϋποβλεπόμενα κόμματα, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Αμερικής και το Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα της Αμερικής (ΚΕΚ), ηγετικό στέλεχος του οποίου υπήρξε ο Ριντ. Ως διευθυντής της εφημερίδας του κόμματος «Η Φωνή της Δουλειάς» είχε υπερασπιστεί σε κείμενά του τη δικτατορία του προλεταριάτου, την οποία έβλεπε ως αναγκαίο βήμα που θα οδηγούσε στην αληθινή δημοκρατία, βασισμένη στην ισότητα και την ελευθερία του ατόμου.
Το δεύτερο ταξίδι στη Ρωσία και ο πρόωρος θάνατός του
Τον Οκτώβριο του 1919 κλήθηκε στη Μόσχα, προκειμένου να συνεργαστεί με στελέχη της Γ’ Διεθνούς για την ενοποίηση του ΚΕΚ με το Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ. Εκεί πληροφορήθηκε ότι ο Λένιν είχε βρει τον χρόνο να διαβάσει το βιβλίο του και ότι είχε προσφερθεί να γράψει την παρακάτω εισαγωγή, η οποία συμπεριλήφθηκε στην έκδοση του 1922: «Διάβασα με τεράστιο ενδιαφέρον και με αμείωτη προσοχή το βιβλίο του Τζον Ριντ “Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο”, και συνιστώ ολόψυχα να διαβάσουν το έργο αυτό οι εργάτες όλων των χωρών. Θα ήθελα το βιβλίο αυτό να κυκλοφορήσει σε εκατομμύρια αντίτυπα και να μεταφραστεί σε όλες τις γλώσσες, γιατί δίνει μια αληθινή και με εξαιρετική ζωντάνια γραμμένη εξιστόρηση των γεγονότων, τα οποία είναι τόσο βασικά για να κατανοηθεί τι είναι προλεταριακή επανάσταση, τι είναι δικτατορία του προλεταριάτου. Τα ζητήματα αυτά σήμερα συζητιούνται πλατιά, όμως, πριν γίνουν αποδεκτές, είτε πριν απορριφθούν οι ιδέες αυτές, πρέπει να κατανοηθεί όλη η σημασία της απόφασης που θα παρθεί. Χωρίς αμφιβολία, το βιβλίο του Τζον Ριντ θα βοηθήσει να διευκρινιστεί το ζήτημα αυτό, που αποτελεί το βασικό πρόβλημα του παγκόσμιου εργατικού κινήματος».
Τον Αύγουστο του 1920, ο Ριντ, που όλο αυτό το διάστημα παρέμενε στην Ευρώπη, συμμετείχε στο Συνέδριο των Λαών της Ανατολής στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν, με εντολή της σοβιετικής ηγεσίας. Στη συνέχεια μετέβη στη Μόσχα, όπου αντάμωσε με τη συμβία του, την οποία είχε να δει για σχεδόν ένα χρόνο, και συναντήθηκε με τους Λένιν, Τρότσκι και Κάμενεφ.
Στις 25 Σεπτεμβρίου κι ενώ σκόπευε να επιστρέψει στις ΗΠΑ αρρώστησε σοβαρά. Η αρχική διάγνωση ήταν γρίπη, αλλά μετά από πέντε ημέρες διαγνώστηκε με τύφο. Φάρμακα για την αντιμετώπιση της νόσου δεν υπήρχαν, εξαιτίας του Εμφυλίου Πολέμου. Η κατάστασή της υγείας του διαρκώς χειροτέρευε και στις 17 Οκτωβρίου 1920 άφησε την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο της Μόσχας, σε ηλικία μόλις 32 ετών.
Η ρωσική ηγεσία τού επιφύλαξε ιδιαίτερες μεταθανάτιες τιμές, καθώς τάφηκε στα τείχη του Κρεμλίνου, στη Νεκρόπολη, όπου συνήθως θάβονταν οι εξέχοντες σοβιετικοί ηγέτες.