Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2023

Άγιος Νεκτάριος Μητροπολίτης Πενταπόλεως Αιγύπτου


Ο Άγιος Νεκτάριος, κατά κόσμον Αναστάσιος, γεννήθηκε στις 1 Οκτωβρίου 1846 μ.Χ., στην Συληβρία της Ανατολικής Θράκης. Γεννήθηκε σε χώματα ελληνικά από ευσεβείς γονείς, τον Δημοσθένη και την Μαρία Κεφαλά, το 5ο από τα 6 παιδιά φτωχής οικογένειας.


Λειτουργικά κείμενα

Χέντι Λαμάρ

 Αμερικανίδα ηθοποιός και εφευρέτρια, αυστριακής καταγωγής. Την εποχή της μεγάλης δόξας της, στις δεκαετίες του ‘30 και του ‘40, θεωρείτο η πιο όμορφη και εξωτική γυναίκα του κόσμου.

Χέντι Λαμάρ (1913 – 2000)

Αμερικανίδα ηθοποιός και εφευρέτρια, αυστριακής καταγωγής. Την εποχή της μεγάλης δόξας της, στις δεκαετίες του ‘30 και του ‘40, θεωρείτο η πιο όμορφη και εξωτική γυναίκα του κόσμου. Εκτός από τη μεγάλη καριέρα της στο Χόλιγουντ, διακρίθηκε και ως εφευρέτρια με την ανακάλυψη της πρώτης μορφής των μεθόδων διασποράς φάσματος, βασικής τεχνολογίας για τις ασύρματες τηλεπικοινωνίες σήμερα (Wi-Fi, Bluetooth, CDMA).

Η Χέντι Λαμάρ (Hedy Lamarr) γεννήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 1913 στη Βιέννη. Το πραγματικό της όνομα ήταν Χέντβιχ Ίβα Μαρία Κίσλερ (Hedwig Eva Maria Kiesler) και ήταν η μοναχοκόρη του τραπεζίτη Εμίλ Κίσλερ και της πιανίστριας Γκέρτρουντ Λίχτβιτς. Θαμπωμένη από τη λάμψη του κινηματογράφου, εγκατέλειψε σχολείο, οικογένεια και πλούτη, για να δουλέψει στη Γερμανία με τον σκηνοθέτη Μαξ Ράινχαρτ και το 1930 γύρισε την πρώτη της ταινία.

Τρία χρόνια αργότερα, πρωταγωνίστησε σ’ ένα μέτριο μελό του τσέχου σκηνοθέτη Γκούσταφ Μαχάτι με τον τίτλο «Έκσταση», το οποίο θα έμενε στην ιστορία του κινηματογράφου για τη γυμνή σκηνή της λίμνης και τον οργασμό που υποδύθηκε, τον πρώτο στη μεγάλη οθόνη, σύμφωνα με τους ειδικούς. Η ταινία προκάλεσε σκάνδαλο. Απαγορεύτηκε όχι μόνο από τον Χίτλερ στη Γερμανία, αλλά και στις ΗΠΑ, ενώ η πρωταγωνίστρια παρ’ ολίγο να αφοριστεί από τον Πάπα.

Ο έμπορος όπλων Φριτς Μαντλ, εκστασιασμένος από την ομορφιά της, την ερωτεύτηκε και τελικά την παντρεύτηκε, αφού προηγουμένως φρόντισε να αγοράσει και να καταστρέψει όλες τις κόπιες της ταινίας. Οι δοσοληψίες του συζύγου της με τους Ναζί και το πολυτελές «κελί», στο οποίο ζούσε, την ώθησαν να εγκαταλείψει τη συζυγική εστία μεταμφιεσμένη σε υπηρέτρια.

Με μια χούφτα κοσμήματα και πολύ θάρρος φθάνει στο Παρίσι και από εκεί παίρνει το πλοίο για τη Νέα Υόρκη. Πάνω στο καράβι γνωρίζεται με τον Λούις Μάγερ, συνιδιοκτήτη της «Μέτρο Γκόλντουιν Μάγερ» (MGM), και μόλις αποβιβάζεται στο νέο κόσμο αρχίζει μια νέα ζωή. Αλλάζει το όνομά της σε Χέντι Λαμάρ, κρατώντας το μικρό της όνομα κι επιλέγοντας ως επώνυμο αυτό μιας παλιάς δόξας του βωβού κινηματογράφου, της Μπάρμπαρα Λαμάρ.

Αμέσως κάνει αισθητή την παρουσία της στο Χόλιγουντ με την εξωτική ομορφιά της. Παίζει δίπλα σε σπουδαίους ηθοποιούς: τον Σαρλ Μπουαγέ («Πληγωμένος Αετός», «Algiers» ο αγγλικός τίτλος), τον Κλαρκ Γκέιμπλ («Comrade X»), τον Σπένσερ Τρέισι («I Take This Woman»), τον Βίκτωρ Ματσιούρ («Σαμψών και Δαλιδά», «Samson and Delilah» ο αγγλικός τίτλος) και τον Τζέιμς Στιούαρτ («Come Live with Me»), ενώ τη σκηνοθετούν πρώτης γραμμής σκηνοθέτες, όπως οι Κινγκ Βίντορ και Σεσίλ ντεΜιλ. Υπήρξε και πρώτη επιλογή των παραγωγών της κλασικής ταινίας «Καζαμπλάνκα», για να ενσαρκώσει το ρόλο της ηρωίδας, δόξα που την τελευταία στιγμή της έκλεψε η Ίνγκριντ Μπέργκμαν.

Η Λαμάρ από την εποχή που ζούσε ακόμη στη Βιέννη είχε αναπτύξει ενδιαφέρον για τις εφαρμοσμένες επιστήμες. Οι πρώτες της εφευρέσεις ήταν ένα δικής της έμπνευσης φανάρι κυκλοφορίας κι ένα χαπάκι, που μετέτρεπε το νερό σε ανθρακούχο.

Με την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου θέλησε να φανεί χρήσιμη στον αγώνα κατά του Ναζισμού και λόγω της εβραϊκής καταγωγής της. Μαζί με τον πρωτοποριακό συνθέτη Τζορτζ Αντάιλ, που ήταν γείτονάς της, ανακάλυψαν την πρώτη μέθοδο διασποράς φάσματος, που θα ήταν χρήσιμη στο πολεμικό ναυτικό για την καθοδήγηση των τηλεκατευθυνόμενων τορπιλών και την αποφυγή του κινδύνου παρεμβολής παρασίτων από τον εχθρό. Το ναυτικό τελικά δεν υιοθέτησε την εφεύρεσή τους, αλλά πολύ αργότερα αναγνωρίστηκε ως καθοριστική για την εξέλιξη των ασύρματων τηλεπικοινωνιών (Wi-Fi, Bluetooth, CDMA).

Η Χέντι Λαμάρ, πέθανε στις 19 Ιανουαρίου 2000 στο Κάσελμπερι της Φλώριδας, σε ηλικία 86 ετών. Από τους έξι συνολικά γάμους που τέλεσε απέκτησε τρία παιδιά.


Πηγή

Η Νύχτα των Κρυστάλλων

 Η αποκληθείσα «νύχτα των κρυστάλλων» αποτελεί το πρώτο μαζικό πογκρόμ εναντίον των Εβραίων στη Γερμανία. Συνέβη τη νύχτα της 9ης Νοεμβρίου 1938 ως τις πρώτες πρωινές ώρες της επόμενης μέρας...


Η αποκληθείσα «νύχτα των κρυστάλλων» αποτελεί το πρώτο μαζικό πογκρόμ εναντίον των Εβραίων στη Γερμανία. Συνέβη τη νύχτα της 9ης Νοεμβρίου 1938 ως τις πρώτες πρωινές ώρες της επόμενης μέρας και ήταν η πρώτη ένδειξη για το τι θα ακολουθούσε αργότερα με το εβραϊκό ολοκαύτωμα. Ονομάστηκε «νύχτα των κρυστάλλων», επειδή οι Ναζί ξέσπασαν πάνω στις ιδιοκτησίες των Εβραίων, σπάζοντας τις βιτρίνες πολλών καταστημάτων τους.

Όλα ξεκίνησαν δύο μέρες νωρίτερα, όταν ένας γερμανοεβραίος, ο Χέρσελ Γκρίσπαν, σκότωσε στο Παρίσι τον γραμματέα της γερμανικής πρεσβείας Ερνστ Φον Ρατ. Ο φόνος του γερμανού διπλωμάτη χρησιμοποιήθηκε ως δικαιολογία για τις επιθέσεις που εκδηλώθηκαν εναντίον των Εβραίων σε όλη τη Γερμανία. Φαινομενικά, οι επιθέσεις αυτές ήταν αυθόρμητες, αλλά στην πραγματικότητα «ενορχηστρώθηκαν» από τη ναζιστική κυβέρνηση.

Κατά τη νύχτα των κρυστάλλων, καταστράφηκαν 1.574 συναγωγές, πάνω από 7.000 εβραϊκά καταστήματα και 29 πολυκαταστήματα, ενώ 30.000 Εβραίοι συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο αριθμός των γερμανοεβραίων που σκοτώθηκαν είναι ασαφής. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, κυμαίνεται από 36 έως 200, ενώ μεταξύ των νεκρών περιλαμβάνονται και αρκετοί μη Εβραίοι, που είχαν την ατυχία να μοιάζουν.

Το γεγονός προκάλεσε παγκόσμια κατακραυγή. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας, οι ΗΠΑ και πολλές άλλες χώρες διέκοψαν τις διπλωματικές τους σχέσεις με τη Γερμανία.




Το Τείχος του Βερολίνου

 Τοίχος ύψους 2 μέτρων, που χώριζε το Βερολίνο σε Ανατολικό και Δυτικό. Χτίστηκε το 1961 από τους Ανατολικογερμανούς και γκρεμίστηκε το 1989 από τη λαϊκή εξέγερση, που σάρωσε τα καθεστώτα του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού»...

Η ανέγερση του Τείχους, 23 Αυγούστου 1961.

Berliner Mauer στα Γερμανικά. Πρόκειται για ένα τοίχο ύψους 2 μέτρων, που χώριζε το Βερολίνο σε Ανατολικό και Δυτικό. Οι Δυτικοί το ονόμασαν «Τείχος του Αίσχους». Χτίστηκε το 1961 από τις αρχές της Ανατολικής Γερμανίας για να συγκρατήσει τη φυγή των κατοίκων της προς τη Δύση και γκρεμίστηκε από τους Βερολινέζους και των δύο πλευρών στις 9 Νοεμβρίου 1989, όταν άρχισαν να αποσαθρώνονται τα καθεστώτα του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού». Υπήρξε το κατ’ εξοχήν σύμβολο του «Ψυχρού Πολέμου» μεταξύ «δημοκρατικής» Δύσης και της «κομμουνιστικής» Ανατολής.

Μετά τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου το 1945, η ηττημένη Γερμανία χωρίστηκε σε τέσσερις ζώνες κατοχής, τη διοίκηση των οποίων ανέλαβαν οι νικήτριες δυνάμεις, Ηνωμένες Πολιτείες, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία και Σοβιετική Ένωση. Με ανάλογο τρόπο χωρίστηκε και το Βερολίνο, η πάλαι ποτέ πρωτεύουσα της Πρωσίας, της Αυτοκρατορικής Γερμανίας και της Ναζιστικής Γερμανίας, σύμφωνα με τα όσα είχαν συμφωνηθεί το 1944 στο Λονδίνο.

Το Βερολίνο βρισκόταν μέσα στη ζώνη επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης, γεγονός που δημιούργησε πολλά από τα κατοπινά προβλήματα. Το Μάρτιο του 1948 οι Δυτικές δυνάμεις αποφάσισαν να ενώσουν τους τομείς που έλεγχαν και να δημιουργήσουν τη Δυτική Γερμανία. Το ίδιο έπραξαν και με το Βερολίνο. Οι Σοβιετικοί αντέδρασαν με τον χερσαίο αποκλεισμό των Δυτικών τομέων της πόλης στις 24 Ιουνίου 1948. Οι Δυτικοί Σύμμαχοι άρχισαν να εφοδιάζουν το Δυτικό Βερολίνο μόνο από αέρος με τις περίφημες αερογέφυρες.

Στις 30 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου στο Ανατολικό Βερολίνο εγκαταστάθηκε ξεχωριστή δημοτική αρχή, με αποτέλεσμα τον ολοκληρωτικό χωρισμό του Βερολίνου σε Ανατολικό και Δυτικό. Το 1949 τα γερμανικά εδάφη που κατείχε η Σοβιετική Ένωση αποτέλεσαν ίδια κρατική οντότητα, με την ονομασία Λαϊκή Δημοκρατική της Γερμανίας ή Ανατολική Γερμανία. Μετά τον χωρισμό της Γερμανίας σε Ανατολική και Δυτική η επικοινωνία ανάμεσα στα δύο τμήματα του Βερολίνου έγινε εξαιρετικά δύσκολη.

Σταδιακά άρχισε να παρατηρείται ένα κύμα φυγής των Ανατολικογερμανών προς τη Δύση, ιδίως μετά την εργατική εξέγερση του Ιουνίου του 1953, που συντρίφτηκε από τους Σοβιετικούς. Για να σταματήσουν τη μαζική έξοδο των πολιτικών προσφύγων, οι αρχές της Ανατολικής Γερμανίας με τη σύμφωνη γνώμη των Σοβιετικών αποφάσισαν την ανέγερση ενός φράχτη. Τυπικά, η απόφαση εγκρίθηκε από τη Λαϊκή Εθνοσυνέλευση (Volkskammer) και τη νύχτα της 12ης προς τη 13η Αυγούστου 1961 άρχισε να υψώνεται ανάμεσα στα δύο τμήματα του Βερολίνου ένα διαχωριστικό συρματόπλεγμα, που εμπόδιζε την ελεύθερη επικοινωνία του Δυτικού με το Ανατολικό Βερολίνο και την υπόλοιπη Ανατολική Γερμανία.















9 Νοεμβρίου 1989

Αργότερα, καθώς οι σχέσεις μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας οξύνονταν, το συρματόπλεγμα αντικαταστάθηκε με τοίχο από μπετόν, ως 2 μέτρα ύψος, ενισχυμένο με συρματόπλεγμα στην κορυφή. Φρουρείτο σε καθορισμένες από τις ανατολικογερμανικές αρχές διόδους και από σκοπιές κατά διαστήματα, σε όλο το μήκος του, που έφθανε τα 45 χιλιόμετρα. Η απομόνωση του Δυτικού Βερολίνου από την ενδοχώρα της Ανατολικής Γερμανίας εξασφαλίστηκε με ηλεκτροφόρα καλώδια και προβολείς που σάρωναν κάθε σπιθαμή του γυμνού εδάφους.

Η Δύση εκμεταλλεύτηκε ιδεολογικά το γεγονός για να καταδείξει την ανελευθερία και την καταπίεση που επικρατούσε στις κομμουνιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Στις 26 Ιουνίου 1963 ο Αμερικανός πρόεδρος Κένεντι επισκέφθηκε το διαιρεμένο Βερολίνο και αρχίζει το λόγο του με την περίφημη φράση: «Ich bin ein Berliner» (Είμαι κι εγώ Βερολινέζος). Πάντως, σε μία προσπάθεια να χαλαρώσει η ένταση, οι τέσσερις νικήτριες δυνάμεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου υπέγραψαν τον Σεπτέμβριο του 1970 τη Συμφωνία του Βερολίνου, η εφαρμογή της οποίας ανατέθηκε στους αξιωματούχους των δύο γερμανικών κρατών.

Με την άνοδο του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στην ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης το 1986 ένας άνεμος αλλαγής άρχισε να φυσά στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Οι πολιτικές της «περεστρόικα» και της «γκλάσνοστ» βρήκαν πεδίο εφαρμογής και στις χώρες του ανατολικού μπλοκ. Με το άνοιγμα των συνόρων των άλλων σοσιαλιστικών χωρών προς τη Δύση, ένα νέο κύμα ανατολικογερμανών πολιτών διέφευγε στη Δυτική Γερμανία μέσω της Ουγγαρίας, της Πολωνίας και της Τσεχοσλοβακίας.

Η κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας αιφνιδιασμένη από τις εξελίξεις αποφάσισε να ανοίξει κι αυτή τα σύνορα της χώρας με τη Δύση στις 9 Νοεμβρίου 1989. Μετά την εξέλιξη αυτή, το Τείχος που χώριζε το Βερολίνο για 28 χρόνια δεν είχε λόγο ύπαρξης και άρχισε να κατεδαφίζεται πάραυτα, με πρωτοβουλία των Βερολινέζων. Ένα χρόνο αργότερα, στις 3 Οκτωβρίου 1990, η Γερμανία επανενώθηκε.

Στη διάρκεια των 28 χρόνων της ύπαρξης του Τείχους, τουλάχιστον 136 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να διαφύγουν στη Δύση. Το πρώτο θύμα υπήρξε η 58χρονη νοσοκόμα Ίντα Ζίκμαν, η οποία σκοτώθηκε στις 22 Αυγούστου 1961 στην προσπάθειά της να διαφύγει στο Δυτικό Βερολίνο, όπου ζούσε η αδελφή της. Τελευταίος χρονολογικά στη μακάβρια λίστα ήταν ο 33χρονος άνεργος ηλεκτρολόγος Βίνφριντ Φρόιντενμπεργκ, ο οποίος κατάφερε μ’ ένα αυτοσχέδιο αερόστατο να περάσει στο Δυτικό Βερολίνο, αλλά για κακή του τύχη αυτό κατέπεσε και συνετρίβη, με αποτέλεσμα να βρει ακαριαίο θάνατο (29 Αυγούστου 1989).


                                     
Πηγή