Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2023

Άγιος Παύλος Α' ο Ομολογητής και Ιερομάρτυρας Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινούπολης

Τὴν εἰς φάρυγγα Παῦλος αὐχῶν ἀγχόνην,
Λύει φάρυγξι ῥευμάτων τὴν ἀγχόνην.
Οὕνεκα ὡμολογεῖ Παῦλος Θεόν, ἄγχεται ἕκτῃ.


Λειτουργικά κείμενα

Οπτικοακουστικό Υλικό




Νίκος Παναγιωτόπουλος

 Έλληνας σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Πνεύμα ανήσυχο και αντισυμβατικό, υπήρξε ένας από τις σημαντικότερους δημιουργούς του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου.

Νίκος Παναγιωτόπουλος (1941 – 2016)
Έλληνας σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Πνεύμα ανήσυχο και αντισυμβατικό, υπήρξε ένας από τις σημαντικότερους δημιουργούς του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου.

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε στη Μυτιλήνη στις 6 Νοεμβρίου 1941, «παιδί ενός αξιωματικού της χωροφυλακής και αποτυχημένου θεατρικού επιχειρηματία και μιας φιλόδοξης νοικοκυράς απόφοιτης δημοτικού». Από μικρός χανόταν στις σκοτεινές αίθουσες για να παρακολουθεί τα αγαπημένα του «καουμπόικα». Σπούδασε κινηματογράφο στη σχολή Ιωαννίδη, παράλληλα με τις σχολικές του υποχρεώσεις στο Γυμνάσιο, και στη συνέχεια εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη σε ταινίες του εμπορικού κινηματογράφου.

Το 1960 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα κινηματογράφου στο Ινστιτούτο Φιλμολογίας της Σορβόνης, μαζί με τον φίλο του Θόδωρο Αγγελόπουλο, ενώ οι δυο τους περνούσαν πολλές ώρες στη Γαλλική Ταινιοθήκη, βλέποντας ταινίες μεγάλων δημιουργών του παγκόσμιου κινηματογράφου. Στη γαλλική πρωτεύουσα γύρισε τα πρώτα του διαφημιστικά φιλμ και δύο ταινίες μικρού μήκους.

Το 1973 επιστρέφει οριστικά στην Ελλάδα και τον επόμενο χρόνο γυρίζει την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους, με τίτλο «Τα χρώματα της Ίριδας», που ξάφνιασε κοινό και κριτικούς και θεωρείται μία από τις ταινίες που σηματοδότησαν την έλευση του λεγόμενου «Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου» (ΝΕΠ). Ακολούθησε το 1978 η πολιτική αλληγορία «Οι Τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας», με πρωταγωνιστές τους Βασίλη Διαμαντόπουλο, Δημήτρη Πουλικάκο , Όλγα Καρλάτου, Γιώργος Διαλεγμένο και Νικήτα Τσακίρογλου, που από πολλούς θεωρείται το αριστούργημά του. H ταινία απέσπασε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λοκάρνο το 1978, ενώ τον ίδιο χρόνο συμμετείχε και στο Φεστιβάλ του Σικάγου.

Από τότε γύρισε άλλες 15 ταινίες, από το μεταμοντέρνο «Μελόδραμα» (1980) μέχρι την «Κόρη του Ρέμπραντ» (2015), που ήταν το κύκνειο άσμα του. Από τις σημαντικότερες δουλειές του, που αγαπήθηκε από το κοινό, ήταν η ταινία «Αυτή η νύχτα μένει» (1999) με τους Νίκο Κουρή και Αθηνά Μαξίμου. Το 2004 συμμετείχε στο επίσημο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας με το «Delivery», μία ιδιαίτερη ματιά στην Αθήνα των αστέγων και των μεταναστών, με πρωταγωνιστές τους Θάνο Σαμαρά, Αλεξία Καλτσίκη και Ερρίκο Λίτση). Πλάι του καθ’ όλη τη διάρκεια της κινηματογραφικής του διαδρομής, η μούσα και σύζυγός του Μαριάννα Σπανουδάκη, η οποία ως ενδυματολόγος συμμετέχει σε όλες του τις παραγωγές.

Κυκλοφόρησε τρία βιβλία: «Επάγγελμα: ερασιτέχνης σκηνοθέτης» («Αιγόκερως», 1988), με κείμενα και συνεντεύξεις του, το αυτοβιογραφικό «Από το καλάθι των αχρήστων» («Πατάκης», 2010) και το λογοτεχνικό «Τίποτα» («Τόπος»2015).

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος πέθανε στην Αθήνα στις 12 Ιανουαρίου 2016, σε ηλικία 74 ετών. Έχει ειπωθεί ότι ήταν για την Αθήνα ό,τι ο Γούντι Άλεν για τη Νέα Υόρκη. Ο υμνωδός της, που δεν παραγνώριζε τις ασχήμιες της.

Φιλμογραφία

Ως σκηνοθέτης

  • Κυριακή (μικρού μήκους, 1965)
  • Andreou (μικρού μήκους, 1970)
  • Cine Love (μικρού μήκους, 1971)
  • Τα χρώματα της ίριδος (1974)
  • Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας (1978)
  • Μελόδραμα (1980)
  • Βαριετέ (1985)
  • Η γυναίκα που έβλεπε όνειρα (1987)
  • Ονειρεύομαι τους φίλους μου (1993)
  • Ο εργένης (1997)
  • Αυτή η νύχτα μένει (2000)
  • Beautiful people (2001)
  • Κουράστηκα να σκοτώνω τους αγαπητικούς σου (2002)
  • Delivery (2004)
  • Πεθαίνοντας στην Αθήνα (2006)
  • Αθήνα-Κωνσταντινούπολη (2008)
  • Τα οπωροφόρα της Αθήνας (2010)
  • Δεσμά αίματος (2012)
  • Η Λιμουζίνα: Κωμωδία παρεξηγήσεων (2013)
  • Η κόρη του Ρέμπραντ (2015)

Ως βοηθός σκηνοθέτη

  • Οικογένεια Παπαδόπουλου (1961)
  • Δεν γνώρισα μητέρα (1962)
  • Απόκληροι της κοινωνίας (1965)
  • Καρδιά μου πάψε να πονάς (1965)
  • Ο κατατρεγμένος (1966)
  • Έχω δικαίωμα να σ’ αγαπώ! (1966)
  • Σκλάβοι της μοίρας (1966)
  • Ο άνθρωπος που γύρισε από τον πόνο (1966)
  • Δακρυσμένα μάτια (1967)
  • Κάποτε κλαίνε και οι δυνατοί (1967)
  • Ξεριζωμένη γενηά (1968)
  • Τα ψίχουλα του κόσμου (1968)

Πηγή

Κώστας Βρεττάκος

 Σκηνοθέτης, φωτογράφος, επιμελητής εκδόσεων, διαφημιστής και λογοτέχνης ,ο Κώστας Βρεττάκος υπήρξε μια ξεχωριστή προσωπικότητα στην ελληνική καλλιτεχνική ζωή.

Κώστας Βρεττάκος (1938 – 2018)
Ο Κώστας Βρεττάκος υπήρξε μια ξεχωριστή προσωπικότητα στην καλλιτεχνική και πνευματική ζωή της Ελλάδας. Ο κινηματογράφος τον «τράβηξε» από νωρίς, αλλά καταπιάστηκε με ευαισθησία και με τη φωτογραφία, τις εκδόσεις, τη διαφήμιση, την πεζογραφία και την ποίηση. Έχοντας κατά καιρούς αλλάξει πολλά επαγγέλματα, και έχοντας επίσης δοκιμαστεί στις πιο διαφορετικές δημιουργικές δράσεις, δεν επαναπαύτηκε ποτέ σε καμία δάφνη. Αντίθετα, έσπευσε συχνά να αφήσει πίσω τις επιτυχίες που σημείωσε σε κάποιο στάδιο της πορείας του για να περάσει εξίσου δημιουργικά στο επόμενο. Ο ίδιος θεωρούσε την ζωή του ως μια κατάσταση διαρκούς προσωρινότητας.                                                                                                                                                                                                                                 Γιος του σπουδαίου ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1938. Σπούδασε κινηματογράφο στην Ελλάδα και την Ιταλία. Η πρώτη του επαφή με τον κινηματογράφο έγινε το 1966, όταν συμμετείχε ως ηθοποιός στην ταινία μικρού μήκους του Παντελή Βούλγαρη «Τζίμης ο Τίγρης». Τον καιρό της δικτατορίας εργάστηκε ως μεταφραστής λαϊκών μυθιστορημάτων και ως φωτογράφος εγκυκλοπαιδειών, ενώ εξέδωσε την ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Ανάριθμα» (1971).                                                                                                                                                                                                                                           Από το 1977 ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο, γυρίζοντας ως το 1987 μια σειρά ταινιών από τις οποίες ξεχωρίζουν «Τα παιδιά της Χελιδόνας» (1987), με πρωταγωνιστές τον Αλέκο Αλεξανδράκη και τη Μαίρη Χρονοπούλου. Η ταινία, που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Διονύση Χαριτόπουλου,τιμήθηκε στο 28ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης με βραβεία καλύτερης ταινίας, καλύτερου σεναρίου, ήχου, πρώτου γυναικείου ρόλου (Μαίρη Χρονοπούλου), δεύτερου ανδρικού ρόλου (Βασίλης Διαμαντόπουλος) και Βραβείο Κριτικών Κινηματογράφου.                                                                                                                                                                                                                                                 Η μακροχρόνια φωτογραφική του συνεργασία με την Εμμανουέλλα ντε Νόρα οδήγησε, το 1980, στην ίδρυση του εκδοτικού οίκου «Τρία Φύλλα». Από το 1990 ασχολήθηκε με την πολιτική διαχείριση της ελληνικής κινηματογραφίας αρχικά ως ειδικός σύμβουλος κινηματογραφίας του υπουργείου Πολιτισμού (1989) και στη συνέχεια ως πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου (1991-1998) και εκπρόσωπος της Ελλάδας στο Eurimages, στο Συμβούλιο της Ευρώπης (1991-2006).                                                                                                                                                                                                                                                           Ένα ταξίδι στη μνήμη αποτελεί και η πρώτη πεζογραφική προσπάθεια του Βρεττάκου, το μυθιστόρημα «Περαστικός από το Ρέικιαβικ», που κυκλοφόρησε το 2009 (εκδ. Ποταμός). Τον Ιούλιο του 2016, δημοσίευσε το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα «Ασκήσεις περιέργειας» (εκδ. Ποταμός), που απέσπασε το Βραβείο Μυθιστορήματος της Ακαδημίας Αθηνών. Το βιβλίο (ο ίδιος τις είχε χαρακτηρίσει «καταβύθιση στον βυθό της μνήμης») αποτελεί ένα είδος οικογενειακού χρονικού με πρωταγωνίστρια τη μητέρα του.                                                                                                                                                                                                                      Τον Μάιο 2018 έκανε την εμφάνισή του στις προθήκες των βιβλιοπωλείων ένα ακόμα πόνημά του, η ποιητική συλλογή «Προστιθέμενη αξία» (εκδ. Πόλις). Πρόκειται για τα ποιήματα που έγραψε ο Βρεττάκος σε νεανική ηλικία, προχωρώντας σε ένα είδος απολογισμού. Όπως παρατηρούσε στον περιεκτικό του πρόλογο, σκοπός του με αυτή την έκδοση δεν ήταν να προβάλει ως όψιμος ποιητής, αλλά να κοιτάξει ξανά ποιητικά κατάλοιπα της νεότητάς του και να ενεργήσει, για άλλη μια φορά, ως «συλλέκτης μνήμης».                                                                                                                                                                                    Σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις, αφιέρωσε στους αναγνώστες το ποίημα του πατέρα του «Η ποίηση»: Ό,τι μπόρεσα να διασώσω / (στον κόσμο που πήγα) / το διέσωσα, θάλασσα / Η ψυχή μου ένα σμήνος / μυριάδων πουλιών / που τ' αλώνιζε η θύελλα. /Όσα διασώθηκαν / βρήκαν το δέντρο τους. / Φτερούγισαν κ' έμειναν / Μέσα στις λέξεις.                                                                                                                                                                                                                                Ο Κώστας Βρεττάκος πέθανε στην Αθήνα, στις 6 Νοεμβρίου 2018, εξαιτίας σοβαρών προβλημάτων υγείας που τον ταλαιπωρούσαν από καιρό.                                                                                                                                                                                            Πηγή

Ερρίκος Δεριγνύ

 Γάλλος ναύαρχος και πολιτικός. Συμμετείχε ως αρχηγός της γαλλικής μοίρας στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου, που έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην ανεξαρτησία της Ελλάδας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Ερρίκος Δεριγνύ (1782 – 1835)

Γάλλος ναύαρχος και πολιτικός. Συμμετείχε ως αρχηγός της γαλλικής μοίρας στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου (20 Οκτωβρίου 1827), που έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην ανεξαρτησία της Ελλάδας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Ο Ερρίκος Δανιήλ Γωτιέρος, κόμης Δεριγνύ, όπως είναι η καθιερωμένη γραφή στα ελληνικά του ονόματος Marie Henri Daniel Gauthier, Comte de Rigny (Μαρί Ανρί Γκοτιέ, Κοντ ντε Ρινί) γεννήθηκε στην Τουλ της Λορένης στις 2 Φεβρουαρίου 1782. Σε ηλικία 10 ετών έμεινε ορφανός από πατέρα και μεγάλωσε με μία θεία του.

Κατατάχθηκε νεώτατος στο Ναυτικό κι έλαβε μέρος στη ναπολεόντεια εκστρατεία της Αιγύπτου (1798-1801). Τοποθετήθηκε κυβερνήτης της κορβέτας «La Triomphante» («Η Θριαμβευτική») στη ναυτική βάση τής Βουλώνης, όταν ο Μέγας Ναπολέων σχεδίαζε απόβαση στη Βρετανία. Διακρίθηκε ως διοικητής μονάδων πεζοναυτών της Αυτοκρατορικής Φρουράς στην Πρωσία και την Πολωνία (1806-1807), καθώς και στην Ισπανία (1808), όπου διετέλεσε υπασπιστής του στρατάρχη Μπεσιέρ κι έλαβε μέρος στις νικηφόρες μάχες της Μεντίνα ντελ Ρίο Σέκο (14 Ιουλίου 1808) και της Σομοσιέρα (30 Νοεμβρίου 1808).

Μετά το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων προβιβάστηκε σε πλοίαρχο (1816), χάρη στην προστασία του θείου του βαρώνου Λουί, υπουργού των Οικονομικών κατά τη δεύτερη Παλινόρθωση των Βουρβόνων, και τοποθετήθηκε κυβερνήτης της φρεγάτας «Μήδεια», που υπαγόταν στη Μοίρα της Ανατολής, δηλαδή στη γαλλική ναυτική μοίρα του Αιγαίου. Έφθασε στη Μήλο στις 2 Μαΐου 1822 και στις 27 Ιανουαρίου 1823 ανέλαβε από τον πλοίαρχο ντε Βιέλα τη διοίκηση της μοίρας.

Η στάση του κατά τη διάρκεια του Αγώνα υπήρξε φιλική προς τους Έλληνες, εφόσον δεν θίγονταν τα γαλλικά συμφέροντα στην περιοχή. Στις 6 Ιουνίου 1823 συναντήθηκε στα ανοιχτά της Λέσβου με τον Χοσρέφ πασά, ο οποίος είχε εξέλθει από τον Βόσπορο για να καταστείλει την ελληνική επανάσταση. Ο Τούρκος ναύαρχος βολιδοσκόπησε τον Δεριγνύ εάν ήταν διατεθειμένος να διαβιβάσει στην Ύδρα προτάσεις συμβιβασμού, επί τη βάσει της υποταγής των επαναστατών και της παράδοσης των όπλων τους. Ο Δεριγνύ απάντησε ότι δεν δικαιούται ν’ απαιτήσει από τους Έλληνες την παράδοση των όπλων τους και ν’ αναλάβει ο ίδιος την ευθύνη των συνεπειών.

Αργότερα, ο Δεριγνύ παρέστη μάρτυρας της πυρπόλησης 40 χωριών της Καρύστου από τον Χοσρέφ πασά και όπως έγραψε σε αναφορά του προς την κυβέρνηση της χώρας του διέσωσε πολλούς Έλληνες, που προσπαθούσαν να διαφύγουν με μικρά πλοιάρια. Στις 16 Ιουλίου 1827 παρακολούθησε από τον κόλπο του Φαλήρου τη μάχη του Χαϊδαρίου και μεσολάβησε για την απελευθέρωση Ελλήνων αιχμαλώτων, καθώς και για τη συνομολόγηση συνθήκης μεταξύ της πολιορκημένης στην Ακρόπολη ελληνικής φρουράς και του Κιουταχή.

Στην ελληνική ιστορική μνήμη παραμένει κυρίως για τη συμμετοχή του στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου (20 Οκτωβρίου 1827), στην οποία έλαβε μέρος επιβαίνοντας στη φρεγάτα «Μήδεια» ως επικεφαλής της γαλλικής μοίρας. Ύστερα από σύντομο διάστημα, ο αρχιπλοίαρχος πλέον Δεριγνύ παρέδωσε τη διοίκηση της Μοίρας της Ανατολής στον ομοιόβαθμό του Κλοντ ντε Ροσαμέλ και ανακλήθηκε στη Γαλλία.

Το 1829 ως υποναύαρχος, τοποθετήθηκε ναυτικός διοικητής Τουλώνας κι έλαβε τον τίτλο του κόμη. Διετέλεσε υπουργός Ναυτικών (1831-1834) επί Φιλίππου Λουδοβίκου, υπουργός Εξωτερικών (1834-1835) και για μικρό χρονικό διάστημα πρεσβευτής στη Νεάπολη (Νάπολι). Παράλληλα, ήταν βουλευτής στις περιφέρειες Μοζέλα και Καλαί.

Ο Ερρίκος Δεριγνύ πέθανε στις 6 Νοεμβρίου 1835, σε ηλικία 53 ετών.

Οδούς προς τιμήν του ναυάρχου Δεριγνύ συναντάμε στην Αθήνα, στο Περιστέρι Αττικής, στα Νέα Λιόσια Αττικής, στους Γαργαλιάνους Μεσσηνίας, στις Νέες Παγασές Βόλου και το Βασιλικό Ευβοίας.


Πηγή

Η φονική πλημμύρα του 1961 στην Αθήνα

 Μία από τις πιο τραγικές και καταστροφικές στιγμές της έζησε η Αθήνα τη νύχτα της 5ης προς την 6η Νοεμβρίου του 1961. Μια άγρια και παρατεταμένη νεροποντή, που στοίχισε τη ζωή σε 43 ανθρώπους...

Μία από τις πιο τραγικές και καταστροφικές στιγμές της έζησε η Αθήνα τη νύχτα της 5ης προς την 6η Νοεμβρίου του 1961. Μια άγρια και παρατεταμένη νεροποντή, που ξέσπασε λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, προκάλεσε έντονα πλημμυρικά φαινόμενα, που στοίχισαν τη ζωή σε 43 ανθρώπους, ενώ οι καταστροφές ήταν ανυπολόγιστες.

Η καταστροφική πλημμύρα συνέβη δύο ημέρες μετά την ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Γ. Καραμανλή και μία βδομάδα μετά τις βουλευτικές εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961, στις οποίες θριάμβευσε η ΕΡΕ, αλλά έμειναν στην ιστορία ως «εκλογές βίας και νοθείας». Ήδη, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Γεώργιος Παπανδρέου, είχε αμφισβητήσει τη νομιμότητά της και προετοίμαζε το έδαφος για τον «ανένδοτο αγώνα».

Κι ενώ αυτό ήταν το πολιτικό κλίμα της εποχής, γύρω στις 11:30 το βράδυ της 5ης Νοεμβρίου άνοιξαν οι κρουνοί του ουρανού και μέσα σ' ένα τρίωρο η Αθήνα είχε μεταβληθεί σε μια απέραντη λιμνοθάλασσα. Τεράστιοι όγκοι νερού των ποταμών Κηφισού και Ιλισσού είχαν κατακλύσει τις Δυτικές και Βορειοδυτικές χαμηλές περιοχές της πρωτεύουσας. Τεράστιες ζημιές προκλήθηκαν στις περιοχές Μπουρνάζι, Νέα Λιόσια, Νέα Σφαγεία (Ταύρος), Θησείο, Αιγάλεω, Μοσχάτο, Νέο Φάληρο, Νίκαια και Άγιος Ιωάννης Ρέντη. Στην οδό Πειραιώς το ύψος του νερού έφθασε τα δύο μέτρα και προκάλεσε την καταστροφή μιας γέφυρας. Στο κέντρο της Αθήνας πολλοί δρόμοι μεταβλήθηκαν σε ορμητικούς χειμάρρους, όπως η Σίνα, η Ομήρου, η Βουκουρεστίου, η Πατησίων, η Αλεξάνδρας και η Συγγρού.

Το αποτέλεσμα της θεομηνίας αυτής ήταν να πνιγούν 43 άνθρωποι, να τραυματισθούν γύρω στους 300, να καταρρεύσουν 400 σπίτια, να πλημμυρίσουν πάνω από 4.000 οικήματα και να μείνουν άστεγες πάνω από 500 οικογένειες. Ιδιαίτερα επλήγησαν οι λαϊκές συνοικίες και οι φτωχογειτονιές της λεγόμενης «Δυτικής Όχθης» (Μπουρνάζι, Ανθούπολη, Νέα Λιόσια), όπου καταμετρήθηκαν και τα περισσότερα θύματα. Σύμφωνα με το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων, οι υλικές ζημίες που προκλήθηκαν ήταν οι μεγαλύτερες της τελευταίας πεντηκονταετίας.

Όπως είναι φυσικό, η αντιπολίτευση προσέθεσε ένα ακόμα επιχείρημα στην πολεμική της κατά της ΕΡΕ και προσωπικά κατά του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που ήταν ήδη πέντε χρόνια πρωθυπουργός και «είχε αφήσει την Αθήνα έρμαιη στο έλεος των στοιχείων της φύσης, χωρίς στοιχειώδη αποχετευτικά και άλλα έργα υποδομής». Από την πλευρά του, ο υπουργός Συγκοινωνιών και Δημοσίων έργων Σόλων Γκίκας, που επισκέφθηκε τις πληγείσες περιοχές, δήλωσε ότι οι κυβερνήσεις της ΕΡΕ «εξετελέσθησαν όσα ουδέποτε έργα» και επέρριψε τυχόν ευθύνες στις προηγούμενες κυβερνήσεις.


Πηγή