Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2023

Άγιος Φίλιππος ο Απόστολος


Ἀρθεὶς Φίλιππος ἐκ ποδῶν ἐπὶ ξύλου,
Τὰ τῶν ποδῶν σοι νίπτρα Σῶτερ ἐκτίνει.
Ἤρθης κἀκκεφαλῆς δεκάτῃ Φίλιππε τετάρτῃ.


Λειτουργικά κείμενα

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ο Θαυματουργός

                                


                                    Φωτός λαμπρόν κήρυκα νυν όντως μέγαν,

Πηγή φάους άδυτον άγει προς φέγγος.


Λειτουργικά κείμενα

Μόμπι-Ντικ

 Ένα από τα αριστουργήματα της αμερικανικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας, μια θαλασσινή περιπέτεια, γεμάτη συμβολισμούς και μεταφορές...


Ένα από τα αριστουργήματα της αμερικανικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η πλειονότητα των κριτικών δέχεται ότι το μυθιστόρημα του Χέρμαν Μέλβιλ στέκεται στο ίδιο δημιουργικό ύψος με τις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες και τα έργα του Σαίξπηρ. Το βιβλίο κυκλοφόρησε πρώτα στην Αγγλία στις 18 Οκτωβρίου 1851 με τον τίτλο Η Φάλαινα και ένα μήνα αργότερα (14 Νοεμβρίου 1851) στις ΗΠΑ, με τον τίτλο Μόμπι Ντικ ή Η Φάλαινα.

Ο Μόμπι Ντικ είναι μια θαλασσινή περιπέτεια, γεμάτη συμβολισμούς και μεταφορές. Με αφηγητή τον ναύτη Ισμαήλ, παρακολουθούμε το ταξίδι ενός σαλεμένου καπετάνιου, ονόματι Αχαάβ, που έχει βάλει σκοπό της ζωής του να ανακαλύψει και να σκοτώσει μια θηριώδη λευκή φάλαινα με το όνομα Μόμπυ Ντικ, η οποία σε ένα προηγούμενο ταξίδι τού είχε κόψει το πόδι σε μια μονομαχία τους στη θάλασσα. Ο Μέλβιλ, που είχε δουλέψει χρόνια ως ναυτικός, εστιάζεται σ' έναν «άνθρωπο που δε φοβάται Θεό, που μοιάζει με Θεό, είναι υπέροχος άνθρωπος ο Καπετάν Αχαάβ».

Το πολυσέλιδο μυθιστόρημα περιγράφει την επικών διαστάσεων σύγκρουση Αχαάβ και Μόμπι Ντικ, που είναι, κατ' επέκταση, μια αναμέτρηση ανάμεσα στις δυνάμεις της Φύσης και τον Άνθρωπο. Ο «Μόμπι Ντικ» δεν είναι μόνο μια συναρπαστική ναυτική περιπέτεια, αλλά ένα φιλοσοφικό δοκίμιο για τη φύση του καλού και του κακού, για τον άνθρωπο και τη μοίρα του. Συν τοις άλλοις, είναι ένα εγκυκλοπαιδικό μυθιστόρημα, που δίνει στον αναγνώστη πληθώρα πληροφοριών για τη ζωή στη θάλασσα και τη φαλαινοθηρία.

Το βιβλίο του Μέλβιλ κυκλοφόρησε σε μια περίοδο που οι ΗΠΑ βρίσκονταν σε μια φάση μεταμόρφωσης, από μια συνομοσπονδία αποικιών σε ένα κράτος με επεκτατικές βλέψεις (Πόλεμοι κατά των Μεξικανών και Ινδιάνων, Επέκταση στη Δύση), αλλά και στα πρόθυρα του Εμφυλίου Πολέμου, με τις μεγάλες κοινωνικές διαφορές Βορείων και Νοτίων. Ήταν, όμως, και μια περίοδος αρκετά δημιουργική για τα αμερικανικά γράμματα.

Το 1850 ο Ναθάνιελ Χόθορν δημοσίευσε το δικό του αριστούργημα, το μυθιστόρημα Το Άλικο Γράμμα, μια εμβριθή μελέτη για το καλό και το κακό, που επηρέασε σημαντικά τον γείτονα και φίλο του Μέλβιλ στη συγγραφή του Μόμπυ Ντικ. Το 1852 η Χάριετ Μπίτσερ Στόου κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της Η Καλύβα του Μπαρμπά-Θωμά, ένα από τα πλέον ευπώλητα λογοτεχνικα βιβλία στην εκδοτική ιστορία των ΗΠΑ. Όμως, το μυθιστόρημα του Μέλβιλ πέρασε απαρατήρητο, με αρνητική στο μεγαλύτερο μέρος της την κριτική. Χρειάστηκε να φθάσουμε στη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα για να αναγνωρισθεί από τους Μοντερνιστές η σπουδαιότητα του Μόμπυ Ντικ και η Αμερική να ανακαλύψει ένα μεγάλο συγγραφέα.

Ο Μόμπυ Ντικ έχει μεταφερθεί επανειλημμένα στον κινηματογράφο, στο θέατρο και την τηλεόραση. Καλύτερη διασκευή για τη μεγάλη οθόνη θεωρείται η ομώνυμη ταινία του Τζον Χιούστον, παραγωγής 1956, σε σενάριο του συγγραφέα Ρέι Μπράντμπερι και με πρωταγωνιστή τον Γκρέγκορι Πεκ στο ρόλο του Αχαάβ.

Στα ελληνικά, το μυθιστόρημα του Χέρμαν Μέλβιλ Μόμπυ Ντικ κυκλοφορεί στην κλασική έκδοση του Gutenberg, σε μετάφραση Α. Κ. Χριστοδούλου.


Πηγή

Υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ

 Στις 18 Μαΐου 1965, η δεξιά εφημερίδα της Λάρισας «Ημερήσιος Κήρυξ» αποκαλύπτει την ύπαρξη μιας μυστικής οργάνωσης αριστερών αποκλίσεων μέσα στο στράτευμα, με το όνομα ΑΣΠΙΔΑ, που σκόπευε να καταργήσει το πολίτευμα της βασιλευόμενης δημοκρατίας και να επιβάλει δικτατορία. 


Στις 18 Μαΐου 1965 η προσκείμενη στην ΕΡΕ εφημερίδα της Λάρισας «Ημερήσιος Κήρυξ» αποκάλυψε την ύπαρξη μιας μυστικής οργάνωσης αριστερών αποκλίσεων μέσα στο στράτευμα, με το όνομα ΑΣΠΙΔΑ (από τα αρχικά των λέξεων Αξιωματικοί Σώσατε Πατρίδα, Ιδανικά, Δημοκρατία, Αξιοκρατία), στην οποία συμμετείχαν αξιωματικοί της δημοκρατικής παράταξης, που σκόπευαν ν’ ανατρέψουν το καθεστώς, να καταργήσουν το πολίτευμα της βασιλευομένης δημοκρατίας και να επιβάλουν δικτατορία.

Το δημοσίευμα αναπαράχθηκε από αντιπολιτευόμενες εφημερίδες της Αθήνας και προκάλεσε τη σφοδρή επίθεση της ΕΡΕ κατά της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου. Ηγέτης αυτής της συνωμοτικής οργάνωσης, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, ήταν ο γιος του πρωθυπουργού (τότε υπουργός Συντονισμού) Ανδρέας Παπανδρέου, με την ανοχή του πατέρα του.
















Την υπόθεση είχε φέρει στο φως ο αρχηγός των κυπριακών Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγός Γεώργιος Γρίβας, ο οποίος είχε ενημερώσει σχετικά το Βασιλιά Κωνσταντίνο και τον υπουργό Εθνικής Άμυνας, Πέτρο Γαρουφαλιά, όχι όμως και τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου. Επικεφαλής του ΑΣΠΙΔΑ εφέρετο ο λοχαγός Αριστόδημος Μπουλούκος, που εκείνη την περίοδο υπηρετούσε στην Κύπρο.

Η υπόθεση παραπέμφθηκε από την κυβέρνηση στη στρατιωτική δικαιοσύνη, καθιστώντας σαφές ότι η κατασκευή της συνωμοσίας ΑΣΠΙΔΑ στόχευε στην κατασυκοφάντηση της Ένωσης Κέντρου και τη συγκάλυψη της δράσης της παραστρατιωτικής δεξιάς οργάνωσης ΙΔΕΑ, από την οποία προέρχονταν πολλά επίλεκτα μέλη της μετέπειτα δικτατορίας της 21ης Απριλίου.

Οι σχετικές ανακρίσεις έγιναν από τον υποστράτηγο της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης Ιωάννη Σίμο. Στο πόρισμά του, που εκδόθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα (1η Ιουνίου), επιβεβαίωσε την ύπαρξη του ΑΣΠΙΔΑ, που είχε ιδρυθεί από ομάδα αξιωματικών για την εξυπηρέτηση ατομικών συμφερόντων τους κι επισήμανε ότι η κίνηση αυτή δεν είχε πολιτικές επιδιώξεις ή σύνδεσμο με κάποιο πολιτικό πρόσωπο.

Ο ανώτατος στρατιωτικός δικαστής πρότεινε να παραπεμφθούν στο ανακριτικό συμβούλιο με το ερώτημα απόταξης οι λοχαγοί Πεζικού Αριστόδημος Μπουλούκος, Ιωάννης Πανούτσος, Δημήτριος Παπαγιαννόπουλος και Ιωάννης Θεοδοσίου, ως πρωτεργάτες της οργάνωσης, ενώ για έξι ακόμη λοχαγούς και υπολοχαγούς πρότεινε τον αυστηρό πειθαρχικό τους έλεγχο. Ζήτησε, ακόμη, να επιβληθεί πειθαρχική ποινή στον συνταγματάρχη Αλέξανδρο Παπατέρπο, πρώην διοικητή της ΚΥΠ, για αμέλεια στην εκτέλεση των καθηκόντων του.

Ο πρωθυπουργός, Γεώργιος Παπανδρέου, χαρακτήρισε την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ σκευωρία που είχε στόχο την πτώση της κυβέρνησής του και την ανακοπή της δημοκρατικής πορεία του τόπου. Από την πλευρά του, ο Ανδρέας Παπανδρέου διακήρυξε την αθωότητά του, όπως και την αθωότητα των εμπλεκομένων αξιωματικών, που κλήθηκαν να «πληρώσουν» τη μη υποταγή τους στο «δεξιό παρακράτος».

Πάντως, στο βιβλίο του «Η Δημοκρατία στο Απόσπασμα», που γράφτηκε στα χρόνια της χούντας, ο Ανδρέας Παπανδρέου παραδέχεται την ύπαρξη του ΑΣΠΙΔΑ, τη γνωριμία του με κάποιους από τους πρωτεργάτες της και αποδίδει τη δημιουργία της «σ’ ένα μικρό αριθμό αξιωματικών, που αρνήθηκαν να προσχωρήσουν στη χούντα του ΙΔΕΑ [...] και βαθιά απογοητευμένοι από τους συμβιβασμούς που έκανε η κυβέρνησή μας [...] ίδρυσαν ένα επαγγελματικό σύνδεσμο, με βασικό σκοπό να προστατεύσουν τις καριέρες τους».

Η υπόθεση αντί να λήξει με την επιβολή των πειθαρχικών ποινών, οδηγήθηκε στη διενέργεια κύριας ανάκρισης, διευρύνοντας τον κύκλο των κατηγορουμένων. Η εξέλιξη αυτή ήταν ολοφάνερο πως μεθοδεύτηκε από κύκλους που συνδέονταν με τα Ανάκτορα και βρήκε πολιτική κάλυψη από ένα κομμάτι του Κέντρου, με βασικό εκφραστή τον Πέτρο Γαρουφαλιά.

Κατά τη διάρκεια των κυβερνήσεων της «Αποστασίας», εκδόθηκε το παραπεμπτικό βούλευμα (29 Σεπτεμβρίου 1966), που ενοχοποιούσε φιλοπαπανδρεϊκούς αξιωματικούς με την κατηγορία ότι σκόπευαν να εγκαθιδρύσουν «δικτατορία νασερικού τύπου». Το βούλευμα αποτελούνταν από 475 σελίδες και παρέπεμπε 28 αξιωματικούς (26 του Στρατού Ξηράς, ένα της Πολεμικής Αεροπορίας κι ένα της Χωροφυλακής) να δικαστούν στο Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών με τις κατηγορίες της «ένωσης προς στάση» και «συνωμοσία προς εκτέλεση πράξεων εσχάτης προδοσίας».















Νικηφόρος Μανδηλαράς

Στις 14 Νοεμβρίου 1966, ξεκίνησε η δίκη στο Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών, που συνεδρίαζε στο Μέγαρο του Αρσακείου, με πρόεδρο τον αρεοπαγίτη Θεόδωρο Καμπέρη, στον οποίο είχε απονεμηθεί ο βαθμός του υποστρατήγου για την περίσταση, και βασιλικό επίτροπο (εισαγγελέα) τον συνταγματάρχη Ηλία Παπαπούλο. Τους κατηγορουμένους υπερασπίστηκαν γνωστοί δικηγόροι, όπως οι Νικηφόρος Μανδηλαράς, Σταύρος Κανελλόπουλος, Νικόλαος Αλαβάνος, Αριστείδης Οικονομίδης, Αγαμέμνων Κουτσόγιωργας, Εμμανουήλ Στεφανάκης, Αλέξανδρος Σακελλαρόπουλος, Ευάγγελος Γιαννόπουλος, Τάλμποτ Κεφαλληνός και Ιωάννης Σεργάκης.

Η ακροαματική διαδικασία ήταν θορυβώδης κι επεισοδιακή και διάρκεσε έως τις 16 Μαρτίου 1967, οπότε εκδόθηκε η απόφαση. 15 από τους κατηγορουμένους καταδικάσθηκαν σε ποινές φυλάκισης από 2 χρόνια έως ποινές κάθειρξης 18 ετών, ενώ 13 αθωώθηκαν, χωρίς να αποδειχθεί ανάμιξη του Ανδρέα Παπανδρέου στην υπόθεση.

Σε 18 χρόνια κάθειρξη και πενταετή στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων καταδικάστηκαν ο συνταγματάρχης Αλέξανδρος Παπατέρπος, ο αντισυνταγματάρχης Αριστείδης Δαμβουνέλης, οι λοχαγοί Αριστόδημος Μπουλούκος, Παναγιώτης Παπαγεωργόπουλος και Θεοφάνης Τόμπρας. Σε κάθειρξη 13 χρόνων και πενταετή στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων οι λοχαγοί Δημήτριο Παπαγιαννόπουλος και Ιωάννης Πανούτσος, σε κάθειρξη 8 ετών και πενταετή στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων ο αντισυνταγματάρχης Δημήτριος Παραλίκας και οι λοχαγοί Α. Βλάχος και Κ. Κεπενός. Τέλος, πέντε ακόμη κατηγορούμενοι καταδικάσθηκαν σε ποινές φυλάκισης.

Λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 25 Φεβρουαρίου 1967, εισαγγελέας και ανακριτής (Σωκράτης Σωκρατείδης), που ερευνούσαν το πολιτικό σκέλος της υπόθεσης ΑΣΠΙΔΑ, ζήτησαν από τη Βουλή την άρση της βουλευτικής ασυλίας του Ανδρέα Παπανδρέου και του Παύλου Βαρδινογιάννη, με την κατηγορία της συμμετοχής σε συνωμοσία προς εκτέλεση πράξεων εσχάτης προδοσίας.

Η αυλαία της υπόθεσης ΑΣΠΙΔΑ έπεσε 23 Δεκεμβρίου 1967, με την παροχή αμνηστίας από τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο, δέκα μέρες μετά το αποτυχόν κίνημα του βασιλιά Κωνσταντίνου.


Πηγή

Η πλημμύρα του Αγίου Φιλίππου

 Με αυτή την ονομασία έμεινε στην ιστορία η θεομηνία που έπληξε την Αθήνα και τον Πειραιά στις 14 Νοεμβρίου 1896, προκαλώντας τον θάνατο 61 ανθρώπων και τεράστιες υλικές καταστροφές.


Ως «Πλημμύρα του Αγίου Φιλίππου» έμεινε στην ιστορία η θεομηνία που έπληξε την Αθήνα και τον Πειραιά την Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 1896, ανήμερα της εορτής του Αποστόλου Φιλίππου, προκαλώντας τον θάνατο 61 ανθρώπων και τεράστιες υλικές καταστροφές.

Στην μετολυμπιακή Αθήνα της «Μεγάλης Ιδέας» και του «Δυστυχώς Επτωχεύσαμεν», η ημέρα δεν ξεκίνησε καλά. Από τις πρώτες πρωινές ώρες έβρεχε καταρρακτωδώς και η αίσθηση που υπήρχε σε πολλούς κατοίκους του κλεινού άστεως ήταν ότι κάτι κακό θα συνέβαινε. Η Αθήνα εκείνη την εποχή ήταν ανοχύρωτη πόλη, όσον αφορά στα έργα υποδομής. Θύμιζε ένα μεγάλο χωριό, με δρόμους χωμάτινους, μικρά πρόχειρα κατασκευασμένα σπίτια, ανύπαρκτο αποχετευτικό δίκτυο, ενώ τα δύο ιστορικά ποτάμια του λεκανοπεδίου, ο Κηφισός και ο Ιλισσός ήταν ακόμη «ασκεπή» και μια διαρκής απειλή σε περίπτωση νεροποντής.

Από τις μεσημεριανές ώρες της 14ης Νοεμβρίου πολλοί δρόμοι της πρωτεύουσας είχαν καταστεί αδιάβατοι ή είχαν καταστραφεί τελείως. Γεφύρια είχαν καταρρεύσει, μάντρες είχαν καταπέσει, σπίτια είχαν πλημμυρίσει και οι πρώτες πληροφορίες για νεκρούς έκαναν τον γύρο της Αθήνας. Ιδιαίτερα επλήγη η συνοικία Βατραχονήσι (εκεί που βρίσκεται σήμερα το εκκλησάκι της Αγίας Φωτεινής, στην αρχή της Λεωφόρου Βουλιαγμένης) από την υπερχείλιση του Ιλισσού. Η γέφυρα του Παναθηναϊκού Σταδίου κατέρρευσε από τα ορμητικά νερά του ποταμού και ανάμεσα στα φερτά υλικά που κατέβαζε μπορούσε κανείς να διακρίνει πτώματα ανθρώπων και ζώων. Τουλάχιστον 12 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στην περιοχή, ενώ πολλά σπίτια πλημμύρισαν και καταστράφηκαν ολοσχερώς.

Σημαντικές ζημιές υπέστησαν και οι συνοικίες Βάθη, Αγίου Παντελεήμονα και Κολοκυνθούς, όπου έχασαν τη ζωή τους οκτώ άνθρωποι. Λόγω της πλημμύρας ανατράπηκε η ατμομηχανή της αμαξοστοιχίας που ερχόταν από την Πάτρα, με αποτέλεσμα να καταπλακωθεί ο μηχανικός και να τραυματισθεί βαριά ο θερμαστής.

Η Αθήνα αποκόπηκε, όχι μόνο από την υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά και από τον Πειραιά και η συγκοινωνία για κάποιες ημέρες γινόταν δια θαλάσσης. Ο Πειραιάς υπέστη και αυτός μεγάλες καταστροφές από τη θεομηνία. Οι νεκροί έφθασαν τους 40 στις διάφορες συνοικίες του, ενώ κατέρρευσαν τουλάχιστον 450 σπίτια. Η πόλη για δύο ημέρες φωτιζόταν από τα ηλεκτρικά των πλοίων. Ιδιαίτερα επλήγησαν τα Καμίνια, που λόγω συσσώρευσης υδάτων από την υπερχείλιση του Κηφισού και 22 ακόμη χειμάρρων που διέσχιζαν την περιοχή, απομονώθηκαν για μέρες από τον υπόλοιπο Πειραιά. Μεγάλες ζημιές υπέστη και το Νέο Φάληρο, τόπος αναψυχής για τους πλούσιους Αθηναίους εκείνη την περίοδο.

Στο στόχαστρο του αντιπολιτευόμενου Τύπου, όπως ήταν φυσικό, βρέθηκε από την πρώτη στιγμή ο πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηλιγιάννης, που διακρινόταν για τα μεγάλα λόγια του. Από την επόμενη ξεκίνησε έρανος για την αποκατάσταση των πλημμυροπαθών. Οι πρώτοι που συνεισέφεραν ήταν ο διάδοχος Κωνσταντίνος (1500 δρχ) και ο επιχειρηματίας Ανδρέας Συγγρός (2000 δρχ). Πάντως, ένα βασικό μέλημα των κυβερνώντων στη συνέχεια ήταν η κάλυψη της κοίτης των δύο ποταμών, Κηφισού και Ιλισσού, που δημιουργούσαν σημαντικά προβλήματα σε Αθήνα και Πειραιά, ύστερα από κάθε έντονη βροχόπτωση. Εκπονήθηκαν αρκετές μελέτες, αλλά τα έργα κάλυψης πρώτα του Ιλισσού ξεκίνησαν μόλις τη δεκαετία του '30.


Πηγή