Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2021

Σωτηράκης Κουγιάς

 Φιλότουρκος πρόκριτος της Τριπολιτσάς, που θανατώθηκε με απάνθρωπο τρόπο από τους συμπατριώτες του επαναστάτες την ημέρα της άλωσης της Τριπολιτσάς...

Φιλότουρκος πρόκριτος (κοτζάμπασης) της Τριπολιτσάς, που θανατώθηκε με απάνθρωπο τρόπο από τους συμπατριώτες του επαναστάτες την ημέρα της άλωσης της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821).

Ο Σωτηράκης ή Σωτήρος Κουγιάς, καταγόμενος από πλούσια οικογένεια της Τριπολιτσάς, ήταν αντίθετος με τον εθνικό ξεσηκωμό και μάλιστα αρνήθηκε να γίνει μέλος της Φιλικής Εταιρείας, όταν το φθινόπωρο του 1820 τον πλησίασε για τον σκοπό αυτό ο πρόκριτος της Ανδρίτσαινας Παναγιώτης Ζαριφόπουλος. Επίσης, έφτασε στο σημείο να προδώσει στους Τούρκους ένα σπίτι μέσα στο οποίο συσκέπτονταν μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Για καλή τους τύχη, η καταγγελία του θεωρήθηκε αόριστη από τους κατακτητές, επειδή δεν ανέφερε συγκεκριμένα πρόσωπα, κι έτσι δεν ελήφθησαν μέτρα κατά των Ελλήνων.

Ο φιλοτουρκισμός του συνεχίστηκε καθ’ όλο το διάστημα της πολιορκίας της Τριπολιτσάς από τα ελληνικά στρατεύματα. Απέφυγε να έλθει σε επαφή με τους ευρισκόμενους σε αιχμαλωσία Έλληνες προκρίτους για να μην χάσει την εμπιστοσύνη των Τούρκων. Μόλις τις τελευταίες ημέρες πριν από την άλωση προσφέρθηκε να τους μεταφέρει καθαρά ρούχα στη φυλακή, όταν διαπίστωσε ότι και οι κατακτητές θα έκαναν το ίδιο.

Την ημέρα της άλωσης της Τριπολιτσάς κάποιοι Έλληνες κάτοικοι της πόλης οδήγησαν τον Αργείο οπλαρχηγό Γιαννάκο Νταγρέ ή Δαγρέ στο σπίτι του Κουγιά, τον οποίο κατηγορούσαν ως προδότη. Ο Δαγρές μπήκε στο σπίτι του Κουγιά, τον συνέλαβε, τον ανάγκασε να γονατίσει και άρχισε να τον βασανίζει μπροστά στην οικογένειά του. Του προσφέρθηκαν μεγάλα ποσά για να τον αφήσει ελεύθερο. Αλλά ο Δαγρές δίψαγε για εκδίκηση. Ήταν ενήμερος για τις παρασπονδίες του Κουγιά και ήταν νωπός ακόμη ο θάνατος του αδελφού του Θανάση στη Μάχη της Γράνας πριν από ένα μήνα (10 Αυγούστου 1821).

Ο Δαγρές δεν συγκινήθηκε ούτε από τις ικεσίες της οικογένειας του Κουγιά, ούτε από τις προσφορές της. Έκοψε το αυτί του τριπολιτσιώτη προκρίτου και του το έδωσε να το φάει. Ο ταλαίπωρος Κουγιάς αναγκάστηκε να μασήσει το κομμένο αυτί του. Τότε οι συγγενείς του έσπευσαν να ζητήσουν βοήθεια από την πανίσχυρη οικογένεια των Δεληγιανναίων για να σώσουν τον κατακρεουργημένο άνθρωπό τους. Ήταν, όμως, αργά, καθώς ο εξαγριωμένος Δαγρές τον αποτελείωσε.

Ο Κουγιάς, σύμφωνα με τον συντοπίτη του συγγραφέα και πολιτικό Νικόλαο Σπηλιάδη (1785-1862), δεν υπήρξε προδότης, αλλά φάνηκε άνανδρος την κρίσιμη στιγμή. Προτίμησε να συνταχθεί με τους κατακτητές, επειδή δυσπιστούσε με την επιτυχία της Επανάστασης, όταν η πλειονότητα των ανθρώπων της τάξεώς του διακινδύνευσαν τη ζωή και την περιουσία τους για την επιτυχία του Αγώνα.



Πηγή

Βίκτωρ Σαρηγιαννίδης

 Διαπρεπής ρώσος αρχαιολόγος, ελληνοποντιακής καταγωγής. Είχε χαρακτηριστεί «ποιητής» της αρχαιολογίας, ο άνθρωπος που περπάτησε στα «βήματα» του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Κεντρική Ασία και «ήρωας» του Ποντιακού Ελληνισμού.

Βίκτωρ Σαρηγιαννίδης (1929 – 2013)

Διαπρεπής ρώσος αρχαιολόγος, ελληνοποντιακής καταγωγής. Είχε χαρακτηριστεί «ποιητής» της αρχαιολογίας, ο άνθρωπος που περπάτησε στα «βήματα» του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Κεντρική Ασία και «ήρωας» του Ποντιακού Ελληνισμού.

Ο Βίκτωρ Σαρηγιαννίδης γεννήθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου του 1929 στην Τασκένδη της Σοβιετικής Ένωσης (σημερινό Ουζμπεκιστάν) από Έλληνες γονείς. Το 1952 αποφοίτησε από το Κρατικό Πανεπιστήμιο Κεντρικής Ασίας (Τασκένδη) και το 1961 έλαβε μάστερ Αρχαιολογίας Εγγύς και Μέσης Ανατολής από το Ινστιτούτο Αρχαιολογίας της Μόσχας.

Από το 1949 είχε ενεργό ρόλο στις αρχαιολογικές ανασκαφές στην Κεντρική Ασία και το Αφγανιστάν. Εκεί, έφερε στο φως τη Βασιλική Νεκρόπολη Τιλιά Τεπέ (1ος αιώνας μ.Χ.), όπου βρέθηκαν περισσότερα από 20.000 χρυσά αντικείμενα. Αυτή θεωρήθηκε «η ανακάλυψη του αιώνα». Τα ευρήματα είχαν φιλοξενηθεί στο Κρατικό Μουσείο του Αφγανιστάν. Με τον πόλεμο όλα τα ευρήματα εκλάπησαν μεταξύ του 1991-1993 και έκτοτε αγνοείται η τύχη τους.

Τα τελευταία 30 χρόνια έκανε τις μεγαλύτερες αρχαιολογικές ανασκαφές στο Τουρκμενιστάν (έρημο Καρά Κουμ), όπου ανακάλυψε το παντελώς άγνωστο στο διεθνή επιστημονικό κόσμο Βασίλειο της Μαργιανής (τέλος 3ης χιλιετίας π.Χ.), εισάγοντας μία νέα θεωρία στην επιστήμη για τη διάπλαση του πρωτοελληνιστικού πολιτισμού στην Κεντρική Ασία και την ύπαρξη ενός πολιτισμού πανομοιότυπου με αυτόν της Βακτρίας, που σύμφωνα με τα έως τα τώρα στοιχεία συνδέεται και με τον Κρητο-Μυκηναϊκό πολιτισμό.

Επιστήμονας παγκόσμιου κύρους, ο ελληνικής καταγωγής αρχαιολόγος με την πολύχρονη ανασκαφική δραστηριότητά του στην περιοχή της κεντρικής Ασίας, συνέβαλε καθοριστικά στην ανάδειξη των στοιχείων του ελληνικού πολιτισμού στην ευρύτερη περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, αλλά και στην ανακάλυψη των ελληνικών ριζών του πολιτισμού της Κεντρικής Ασίας (ανάμεσα στο σημερινό Αφγανιστάν, Τουρκμενιστάν και Ουζμπεκιστάν). Με τα ευρήματά του, ο Βίκτωρ Σαρηγιαννίδης απέδειξε ότι ο Ελληνισμός εξαπλώθηκε στην Ανατολή και στην Κεντρική Ασία 1.500 χρόνια πριν από την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Το 1975 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ της Ιστορικής Επιστήμης της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών. Από το 1955 εργαζόταν στο Ινστιτούτο Αρχαιολογίας της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών στην Μόσχα. Υπήρξε επίτιμο μέλος της Ελληνικής Ανθρωπολογικής Εταιρίας, μέλος της Αμερικανικής Εταιρίας Επιστημών και ισότιμο μέλος της Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων Ρωσίας.

Ο Βίκτωρ Σαρηγιαννίδης, που είχε λάβει την ελληνική υπηκοότητα το 1997, τιμήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος της Τιμής της Ελληνικής Δημοκρατίας (Ιανουάριος 2002), με την Ανώτατη Τιμητική Διάκριση «Μαχτουμκουλύ» της Δημοκρατίας του Τουρκμενιστάν που μέχρι τώρα έχει δοθεί μόνο σε 4 προσωπικότητες (2001), από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων (2000), ενώ το 1998 ανακηρύχθηκε Πρεσβευτής του Ελληνισμού.

Ιδιαίτερα πλούσιο υπήρξε και το συγγραφικό του έργο, με 20 βιβλία στα ρωσικά, τα οποία έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γερμανικά, ιαπωνικά και ελληνικά. Περισσότερα από 200 άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε έγκυρα διεθνή επιστημονικά περιοδικά.

Ερχόμενος στην Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας του '90 έλαβε πολλές υποσχέσεις από το ελληνικό κράτος για οικονομική ενίσχυση, προκειμένου να συνεχίσει το έργο του, αλλά απογοητεύτηκε από τη συμπεριφορά και την αδιαφορία των υπευθύνων. Οι υποσχέσεις του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Α. Καραμανλή δεν τηρήθηκαν. Το 2005, μετά από προσπάθειες ετών, έλαβε μια πενιχρή σύνταξη από το ελληνικό δημόσιο, που έφτανε τα 192 ευρώ μηνιαίως.

Ο Βίκτωρ Σαρηγιαννίδης πέθανε στη Μόσχα στις 23 Δεκεμβρίου του 2013, σε ηλικία 84 ετών.


Πηγή

Η Άλωση της Τριπολιτσάς

 Από τις κορυφαίες στιγμές της Επανάστασης του 1821, κατά την οποία αναδείχθηκε ο στρατηγικός νους του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.


Από τις κορυφαίες στιγμές της Επανάστασης του '21, κατά την οποία αναδείχθηκε ο στρατηγικός νους του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.

Από τις πρώτες μέρες του εθνικού ξεσηκωμού, ο Κολοκοτρώνης είχε συλλάβει την ιδέα της πολιορκίας και της άλωσης της Τριπολιτσάς (σημερινής Τρίπολης), επειδή κατείχε στρατηγική θέση και ήταν το διοικητικό κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Μοριά. Στην Τριπολιτσά είχε την έδρα του ο Μόρα-Βαλεσί, ο στρατιωτικός διοικητής της Πελοποννήσου, με όλο το χαρέμι και τα πλούτη του, εκεί ζούσε ο μισός τουρκικός πληθυσμός της Πελοποννήσου και την υπερασπιζόταν σημαντικός αριθμός ενόπλων σωμάτων. Με λίγα λόγια ήταν μια επικίνδυνη εχθρική εστία, η οποία εάν δεν εξουδετερωνόταν θα ήταν μια διαρκής απειλή για τις επαναστατημένες επαρχίες της Πελοποννήσου.

Ο αποκλεισμός της Τριπολιτσάς

Η στρατηγική σύλληψη του Κολοκοτρώνη δεν έγινε αμέσως αποδεκτή, επειδή προϋπέθετε οργανωμένο στρατό, που δεν υπήρχε. Ο Κολοκοτρώνης με επιμονή και πειστικότητα αντέστρεψε το αρνητικό για την άποψή του κλίμα μεταξύ των οπλαρχηγών κι έτσι στα μέσα Απριλίου αποφασίστηκε ο αποκλεισμός της Τριπολιτσάς σε πρώτη φάση, ώστε να διακοπεί κάθε δυνατότητα επικοινωνίας και εφοδιασμού της πόλης. Αρχιστράτηγος της επιχείρησης ορίσθηκε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, αλλά ιθύνων νους της ήταν ο Κολοκοτρώνης, το σχέδιο του οποίου τηρήθηκε κατά γράμμα.

Μέχρι τις αρχές Μαΐου του 1821 οι επαναστάτες είχαν περισώζει την Τριπολιτσά σ' ένα κύκλο που περιλάμβανε τις περιοχές Πάπαρι, Βλαχοκερασιά, Διάσελο, Αλωνίσταινα και Βέρβενα. Τότε έφθασε η πληροφορία ότι ο Μουσταφάμπεης με 3.500 άνδρες προερχόμενος από τα Γιάννινα είχε διασπάσει την πολιορκία από τα ανατολικά και είχε εισέλθει στην πόλη. Η επιχείρηση κινδύνευε, καθώς τις επόμενες μέρες τέθηκε σε καταδίωξη του Κολοκοτρώνη και των άλλων οπλαρχηγών που πολιορκούσαν την Τριπολιτσά. Οι δύο σημαντικές ήττες που υπέστη στο Βαλτέτσι (12 Μαΐου) και στα Δολιανά (18 Μαΐου), όχι μόνο αναπτέρωσαν το ηθικό στο ελληνικό στρατόπεδο, αλλά συνέβαλαν καταλυτικά στην Άλωση της Τριπολιτσάς.


Η δύναμη των πολιορκητών συνεχώς ενισχυόταν και τις παραμονές της Άλωσης είχε φθάσει τους 10.000 άνδρες. Ο κλοιός γύρω από την Τριπολιτσά έσφιγγε διαρκώς και η πόλη υπέφερε. Οι αποθήκες των τροφίμων είχαν σχεδόν αδειάσει, τα χρήματα είχαν εξαντληθεί και οι αρρώστιες θέριζαν. Στην πόλη υπήρχαν 35.000 ψυχές, Τούρκοι, Χριστιανοί, Αλβανοί και Εβραίοι.

Τότε ο Κολοκοτρώνης συνέλαβε την ιδέα να κατασκευαστεί περιφερειακή τάφρος γύρω από την πόλη για να δυσκολέψει περισσότερο τη ζωή των πολιορκημένων. Η τάφρος κατασκευάστηκε ταχύτατα από τους χωρικούς και η όλη τοποθεσία ονομάστηκε Γράνα. Γύρω και πίσω από αυτή τοποθετήθηκαν τα τέσσερα ελληνικά σώματα, με επικεφαλής τους Κολοκοτρώνη, Μαυρομιχάλη, Γιατράκο και Αναγνωσταρά. Οι επαναστάτες είχαν στη διάθεσή τους ένα παμπάλαιο κανόνι και οι πολιορκούμενοι 30.

Απόντος του Μόρα-Βαλεσί, Χουρσίτ Πασά, ο Μουσταφάμπεης, που είχε το γενικό πρόσταγμα στην πόλη, αντιλήφθηκε γρήγορα την κίνηση του Κολοκοτρώνη και στις 18 Αυγούστου ενήργησε επίθεση με ιππικό για να διασπάσει τον κλοιό των Ελλήνων. Απέτυχε και οι δυνάμεις του επέστρεψαν στην πόλη έχοντας υποστεί μεγάλες απώλειες. Μπέηδες και αγάδες άρχισαν τότε να συσκέπτονται για τους όρους της παράδοσης, καθώς δεν υπήρχε ελπίδα σωτηρίας.

Όμως τους πρόλαβε ένας απλός στρατιώτης, ο Μανώλης Δούνιας από τον Πραστό Κυνουρίας. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, ημέρα Παρασκευή, μαζί με δύο συντρόφους του αναρριχήθηκε στα τείχη της πόλης που έφθαναν τα πεντέμισι μέτρα ύψος και εισήλθε στην Τριπολιτσά, εκμεταλλευόμενος τη γνωριμία του με τον φύλακα του προμαχώνα. Αφού τον εξουδετέρωσε, άνοιξε την Πύλη του Μυστρά και οι έλληνες επαναστάτες εισόρμησαν στην πόλη. Οι κάτοικοί της αντιστάθηκαν, χωρίς επιτυχία, επί δίωρο.

Η εκδικητική μανία των επαναστατών

Επακολούθησε άγρια σφαγή του πληθυσμού και πρωτοφανές πλιάτσικο. Μάταια οι οπλαρχηγοί προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τους μαινόμενους επαναστάτες. «Το ασκέρι, όπου ήτον μέσα, το Ελληνικόν, έκοβε και εσκότωνε, από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά και άνδρες, τριάντα δύο χιλιάδες, μία ώρα ολόγυρα της Τριπολιτσάς. Ένας υδραίος έσφαξε ενενήντα. Έλληνες εσκοτώθηκαν εκατόν» γράφει στα Απομνημονεύματά του ο Κολοκοτρώνης.

Η εκδικητική μανία των επαναστατών εκδηλώθηκε όχι μόνο σε βάρος των Τούρκων, αλλά και των Εβραίων που είχαν δείξει εχθρική στάση απέναντι στην Επανάσταση, και των Ελλήνων που είχαν χαρακτηριστεί τουρκολάτρες, όπως ο πρόκριτος Σωτήρης Κουγιάς. Αντίθετα, οι Αλβανοί της Τριπολιτσάς αποχώρησαν συντεταγμένα με τη συνοδεία ελλήνων μαχητών, καθώς είχαν έλθει σε συμφωνία με τον ίδιο τον Κολοκοτρώνη.

Η Άλωση της Τριπολιτσάς αποτέλεσε σταθμό για την εδραίωση και την εξέλιξη της Επανάστασης. Ολόκληρη η Πελοπόννησος βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων, εκτός των φρουρίων, Πατρών, Μεθώνης, Κορώνης και Ναυπλίου, τα οποία πολιορκούνταν στενά.


Πηγή