Ο Όσιος Στυλιανός ήταν γιος πλουσίων γονέων (που μάλλον γεννήθηκε στην Παφλαγονία, χωρίς αυτό να είναι σίγουρο, διότι εκεί φυλασσόταν και ιερό λείψανο του), διδάχτηκε νωρίς απ' αυτούς να είναι εγκρατής και να θεωρεί το χρήμα μέσο για την ανακούφιση και περίθαλψη των φτωχών και των αρρώστων.
Αφού έτσι ανατράφηκε, και οι γονείς του πέθαναν, διαμοίρασε όλη την κληρονομιά του και πήγε σαν ασκητής στην έρημο. Εκεί γνωρίστηκε με άλλους ασκητές, που ζούσε μαζί τους με αδελφική αγάπη, χριστιανική συγκατάβαση και επιείκεια. Δεν λύπησε ποτέ κανένα, μεγάλη του χαρά μάλιστα, ήταν να επαναφέρει τη γαλήνη στις ταραγμένες ψυχές. Η φήμη της θαυμαστής ασκητικής του ζωής έφθασε μέχρι τις πόλεις, και πολλοί έτρεχαν να τον βρουν για να ζητήσουν απ' αυτόν τις πνευματικές του οδηγίες.
Ο όσιος Στυλιανός, παρά την ερημική ζωή του, έτρεφε στοργή και συμπάθεια προς τα παιδιά, που τόσο αγαπούσε και ο Κύριος. Αν, έλεγε, η ταπεινοφροσύνη αποτελεί θεμέλιο των αρετών, η παιδική ηλικία από τη φύση της είναι περισσότερο ενάρετη, απ' ότι οι μεγαλύτεροι των φιλοσόφων. Πολλές φορές οι γονείς έφερναν προς αυτόν τα παιδιά τους, και τότε η αγαλλίαση του οσίου ήταν πολύ μεγάλη. Ο Θεός βραβεύοντας το Ιερό αυτό αίσθημα του, προίκισε τον όσιο με το χάρισμα να θεραπεύει τα άρρωστα παιδιά και να καθιστά εύτεκνους άτεκνες γυναίκες.
Ο Όσιος Στυλιανός κοιμήθηκε πλήρης ήμερων αλλά και αρετών.
Θρυλική ασπρόμαυρη ταινία, παραγωγής 1942. Είναι ένα ρομαντικό φιλμ με φόντο τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που σκηνοθέτησε ο Μάικλ Κέρτιζ, με πρωταγωνιστές τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και την Ίνγκριντ Μπέργκμαν.
Η «Καζαμπλάνκα» είναι μία θρυλική ασπρόμαυρη ταινία, παραγωγής 1942. Είναι ένα ρομαντικό φιλμ με φόντο τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, που σκηνοθέτησε ο Μάικλ Κέρτιζ, με πρωταγωνιστές τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και την Ίνγκριντ Μπέργκμαν. Θεωρείται από τις κορυφαίες στιγμές της έβδομης τέχνης, σύμφωνα με τους ειδικούς.
Η ταινία βασίζεται στο θεατρικό έργο των Μάρεϊ Μπάρνετ και Τζόαν Άλισον Everybody Comes to Rick's, τα δικαιώματα του οποίου εξασφάλισε αντί 20.000 δολαρίων ο μεγαλοπαραγωγός του Χόλιγουντ, Χαλ Γουόλις, ποσό μεγάλο για άπαιχτο θεατρικό έργο εκείνη την εποχή. Οι σεναριογράφοι της ταινίας αδελφοί Επστάιν και Χάουαρντ Κοτς μετέφεραν τη δράση του έργου από τη Βιέννη στην κοσμοπολίτικη Καζαμπλάνκα, που έδωσε και το όνομά της στην ταινία.
Στις αρχές της δεκαετίας του '40, η Καζαμπλάνκα (παραθαλάσσια πόλη του Μαρόκου) βρισκόταν υπό τον έλεγχο του γαλλικού καθεστώτος του Βισύ, το οποίο με τη σειρά του ήταν υπό την επιρροή του Άξονα. Ο Ρικ (Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ), ιδιοκτήτης ενός δημοφιλούς νυκτερινού κέντρου, ξανασυναντά μια παλιά του αγάπη. Όμως, η Ίλσα (Ίνγκριντ Μπέργκμαν), όπως είναι το όνομά της, συνοδεύεται από τον άντρα της, ο οποίος είναι ο ηγέτης της τσέχικης αντίστασης και καταζητείται από τους Ναζί. Το ζευγάρι θέλει πάσει θυσία να φύγει από τη χώρα και ο Ρικ είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για να τους βοηθήσει. Αυτή με λίγα λόγια είναι η υπόθεση της ταινίας. Η συνέχεια επί της οθόνης, μικρής ή μεγάλης…
Ο Γουόλις ήθελε για σκηνοθέτη τον Γουίλιαμ Γουάιλερ, που, όμως, δεν ήταν διαθέσιμος και κατέληξε στον φίλο του Μάικλ Κέρτιζ, έναν ουγγροεβραίο μετανάστη και ικανό κινηματογραφιστή. Πρώτη επιλογή για το δίδυμο των πρωταγωνιστών ήταν ο Ρόναλντ Ρίγκαν (ο μετέπειτα πρόεδρος των ΗΠΑ) και η Αν Σέρινταν. Τελικά, τους ρόλους ανέλαβαν ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ κι η Ίνγκριντ Μπέργκμαν, σοφή επιλογή, όπως αποδείχθηκε.
Τα γυρίσματα της Καζαμπλάνκα ξεκίνησαν στις 25 Μαΐου 1942 και ολοκληρώθηκαν στις 3 Αυγούστου του ίδιου χρόνου. Έγιναν σε στούντιο, εκτός των σκηνών στο αεροδρόμιο που γυρίστηκαν σε φυσικό χώρο. Η ταινία κόστισε 1.039.000 δολάρια και ήταν μια μέση παραγωγή για τα μέτρα της εποχής. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων προέκυψε πρόβλημα με το ύψος των πρωταγωνιστών. Η σουηδέζα ηθοποιός προεξείχε του Μπόγκαρτ κατά πέντε πόντους στις μεταξύ τους σκηνές. Για να φαίνεται ψηλότερος, ο Μπόγκι πατούσε πάνω σε τούβλα ή μαξιλάρια κι έτσι η τάξη επί της οθόνης αποκαταστάθηκε.
Τη μουσική της ταινίας έγραψε ο διακεκριμένος συνθέτης Μαξ Στάινερ, με κορυφαία στιγμή τη Μάχη των τραγουδιών, όπου Σύμμαχοι και Γερμανοί αντιπαρατίθενται συμβολικά στο κλαμπ του Ρικ, τραγουδώντας οι μεν τη Μασσαλιώτιδα, οι δε το τραγούδι Die wacht am Rhein (Η Φρουρά στο Ρήνο). Ξεχωριστή στιγμή αποτελεί το τραγούδι του Χέρμαν Χάπφελντ As Time Goes By, που στην ενορχήστρωση του Στάινερ υπογραμμίζει τις δραματικές κορυφώσεις της ταινίας.
Η πρεμιέρα της Καζαμπλάνκα δόθηκε με πάσα επισημότητα στις 26 Νοεμβρίου 1942 στο Χόλιγουντ Θίατερ της Νέας Υόρκης, προκειμένου να συμπέσει με την απόβαση των Συμμάχων στη γαλλοκρατούμενη Βόρειο Αφρική και την κατάληψη της Καζαμπλάνκα. Σε γενική προβολή βγήκε στις 23 Ιανουαρίου 1943 για να εκμεταλλευτεί τη Διάσκεψη της Καζαμπλάνκα μεταξύ Τσόρτσιλ και Ρούσβελτ. Στην Ελλάδα έκανε πρεμιέρα μεσούσης της Κατοχής στις 11 Οκτωβρίου 1943.
Η υποδοχή της ταινίας από το κοινό υπήρξε θερμή. Με εισπράξεις 3,7 εκατομμυρίων δολαρίων κατέλαβε την 7η θέση στο πίνακα με τις εμπορικότερες ταινίες του 1943. Το ίδιο θερμή ήταν και η αμερικάνικη κριτική, με εξαίρεση το χλιαρό σχόλιο του περιοδικού The New Yorker, που τη χαρακτήρισε «απλώς ανεκτή». Το 1944 η Καζαμπλάνκα ήταν υποψήφια για οκτώ βραβεία Όσκαρ και τελικά κέρδισε τρία (διασκευασμένου σεναρίου, σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας).
Με τη διαδρομή του χρόνου, η Καζαμπλάνκα απέκτησε διάρκεια και αντοχή, για να τη χαρακτηρίζουμε σήμερα κλασσική ταινία. Όποτε επαναπροβλήθηκε στους κινηματογράφους αντιμετωπίστηκε θετικά από κοινό και κριτικούς, ενώ οι προβολές της στην αμερικάνικη τηλεόραση συγκεντρώνουν πάντα υψηλά ποσοστά τηλεθέασης. Μπορεί ο Πολίτης Κέιν του Όρσον Γουέλς, που κυκλοφόρησε σχεδόν την ίδια περίοδο, να θεωρείται η καλύτερη ταινία όλων των εποχών, αλλά η Καζαμπλάνκα είναι σίγουρα η πιο αγαπητή.
Ίσως γιατί ο ικανός τεχνίτης Μάικλ Κέρτιζ ανέμιξε στις σωστές δόσεις το δράμα, το μελόδραμα, την κωμωδία και την ίντριγκα, ενώ είχε στη διάθεσή του κι ένα χαρισματικό ζευγάρι πρωταγωνιστών, που μεγαλούργησε στην οθόνη. Μεγαλύτερος πολέμιος της ταινίας στάθηκε ο γνωστός μας σημειολόγος Ουμπέρτο Έκο. «Η Καζαμπλάνα είναι ένα πολύ μέτριο φιλμ… Μου θυμίζει κόμικ - στριπ, με χαρακτήρες καρικατούρες, χωρίς ψυχολογικό βάθος» έγραψε σ' ένα του κείμενο.
Η ταινία περιέχει και μερικές από τις πλέον αξιοσημείωτες ατάκες στην ιστορία του κινηματογράφου. Στον σχετικό πίνακα που συντάχθηκε από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου το 2005 περιέχονται έξι, οι πιο πολλές από τις ταινίες που ανθολογήθηκαν:
«Here's looking at you, kid» (5η θέση)
«Louis, I think this is the beginning of a beautiful friendship» (20η)
«Play it, Sam. Play 'As Time Goes By'» (28η), η πιο διάσημη ατάκα της ταινίας, που την γνωρίζουμε λανθασμένα ως «Play it again, Sam»
«Round up the usual suspects» (32η)
«We'll always have Paris» (43η)
«Of all the gin joints in all the towns in all the world, she walks into mine» (67η)
Ένα από τα πλέον αγαπημένα παραμύθια μικρών και μεγάλων σ’ όλο τον κόσμο. Γράφτηκε στα μέσα του 19ου αιώνα από τον άγγλο Λιούις Κάρολ.
Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, ένα από τα πλέον αγαπημένα παραμύθια μικρών και μεγάλων σ' όλο τον κόσμο, γράφτηκε στα μέσα του 19ου αιώνα από τον άγγλο Λιούις Κάρολ, κατά κόσμον Τσαρλς Λούντβιντζ Ντόντγκσον. Στο κλασσικό αυτό βιβλίο, ο συγγραφέας σατιρίσει και καυτηριάσει τον τρόπο ζωής της εποχής του, ενώ μεταφέρει και την αγωνία των παιδιών για τον κόσμο που τους φτιάχνουν οι μεγάλοι. Η Αλίκη, εκπρόσωπος της παιδικής αφέλειας και ανησυχίας, κουβαλά όλα τα ερωτήματα, τις αγωνίες και τα μυστήρια της εποχής της, ταξιδεύοντας σε μια χώρα της φαντασίας της, γεμάτη απορίες, αγωνία και περιέργεια.
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μία αυτοσχέδια ιστορία, που έπλασε ο Ντόντγκσον το 1862, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού με πλοίο στον Τάμεση. Συνταξίδευε με τρία αδερφάκια, τη 13χρονη Λορίνα Σαρλότ Λίντελ, τη 10χρονη Άλις (Αλίκη) Πλέζανς Λίντελ και την 8χρονη Εντίθ Μέρι Λίντελ, που έδειχναν να πλήττουν. Θέλοντας, λοιπόν, να διασκεδάσει την ανία τους, προθυμοποιήθηκε να τους πει μία ιστορία. Κεντρικό πρόσωπο ήταν ένα κοριτσάκι, ονόματι Αλίκη, που βαριόταν κι έψαχνε για μια περιπέτεια. Ονειροπολώντας, ταξίδεψε σ' έναν τόπο, όπου κουνέλια έτρεχαν πιεσμένα από το χρόνο, αόρατοι γάτοι έκαναν μαγικά, μπισκότα και μανιτάρια άλλαζαν τις διαστάσεις του ανθρώπου και η Ντάμα Κούπα της τράπουλας έκοβε τα κεφάλια των υπηκόων της.
Τα κορίτσια ξετρελάθηκαν από την υπόθεση και η μικρή Άλις ζήτησε από τον Ντόγκσον να της γράψει την ιστορία. Της έδωσε το χειρόγραφο το Φεβρουάριο του 1863, με τίτλο Οι περιπέτειες της Αλίκης κάτω από τη Γη. Αυτό το πρωτότυπο καταστράφηκε, πιθανότατα, από τον ίδιο τον Ντόγκσον, όταν ετοίμασε ένα πιο επιμελημένο αντίγραφο και το χάρισε στην Άλις ως χριστουγεννιάτικο δώρο, στις 26 Νοεμβρίου 1864.
Ένα αντίγραφο του βιβλίου έδωσε και στον φίλο και μέντορά του Τζορτζ ΜακΝτόναλντ, ο οποίος τον συμβούλευσε να το εκδώσει, όπως κι έκανε, αφού προηγουμένως το εμπλούτισε με μερικές ακόμα περιπέτειες. Η πρώτη έκδοση του βιβλίου κυκλοφόρησε στις 26 Νοεμβρίου του 1865, με τίτλο Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων και εικονογράφηση του Τζον Τένιελ. Ο ίδιος ο Ντόγκσον υπέγραψε με το ψευδώνυμο Λιούις Κάρολ.
Αρχικώς τυπώθηκαν 2.000 αντίγραφα, τα οποία όμως δεν βγήκαν ποτέ στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, καθώς ο Τένιελ έκρινε ότι η ποιότητα της εκτύπωσης ήταν κακή. Η νέα έκδοση κυκλοφόρησε σε λιγότερο από τέσσερις μήνες και εξαντλήθηκε σχεδόν αμέσως. Μέχρι σήμερα έχουν γίνει περισσότερες από 100 επανεκδόσεις, ενώ η ιστορία έχει μεταφερθεί αμέτρητες φορές στο θέατρο και τον κινηματογράφο ως ταινία κινουμένων σχεδίων.
Έλληνας αξιωματικός του Πεζικού, που θεωρείται ως μία από τις σπουδαιότερες στρατιωτικές φυσιογνωμίες της νεότερης Ελλάδας.
Έλληνας αξιωματικός του Πεζικού, ήρωας των Βαλκανικών Πολέμων. Θεωρείται ως μία από τις σπουδαιότερες στρατιωτικές φυσιογνωμίες της νεότερης Ελλάδας. Ήταν γνωστός και με το προσωνύμιο «Μαύρος Καβαλλάρης», επειδή ίππευε ένα επιβλητικό μαύρο.
Ο Ιωάννης Βελισσαρίου γεννήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 1861 στο Πλοέστι της Ρουμανίας, από Έλληνες γονείς που κατάγονταν από την Κύμη της Εύβοιας. Από νεαρή ηλικίας άρχισε να διαβάζει βιβλία για την Ελληνική Επανάσταση και να εμπνέεται από τα επαναστατικά θούρια του Ρήγα Φεραίου, ενώ είχε μια έμφυτη κλίση στη γλωσσομάθεια.
Στα 16 του εγκαταλείπει τη Ρουμανία και φθάνει στην Αθήνα για να καταταγεί ως εθελοντής στον ελληνικό στρατό. Το όνειρό του να υπηρετήσει την πατρίδα παίρνει προσωρινά αναβολή, λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Τότε αναγκάζεται να καταφύγει στην Αίγυπτο, όπου ζει η αδελφή της μητέρας του. Σπουδάζει για μία τριετία στο Γαλλικό Κολλέγιο και το 1880 επιστρέφει στην Αθήνα, όπου γίνεται δεκτός ως εθελοντής στον ελληνικό στρατό.
Μετά τη συμπλήρωση του απαραίτητου χρόνου υπηρεσίας εισέρχεται στη Σχολή Υπαξιωματικών και το 1887 αποφοιτά με τον βαθμό του Ανθυπολοχαγού Πεζικού. Μάχιμη εμπειρία αποκτά στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897. Ως διμοιρίτης σε ύψωμα στη διάβαση της Μελούνας πολεμά γενναία και δεν υποχωρεί, παρά μόνον όταν του στέλνουν γραπτή διαταγή κι ενώ οι υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις έχουν εγκαταλείψει προ πολλού τις θέσεις τους.
Στη μάχη της Δερβέν-Φούρκας (σημερινό Καλαμάκι Φθιώτιδας) στις 7 Μαΐου 1897 ως διμοιρίτης του 3ου Λόχου του 5ου Συντάγματος καλύπτει την υποχώρηση των ελληνικών τμημάτων. Ο Τούρκος διοικητής εγκλωβίζεται και δεν μπορεί να προχωρήσει, νομίζοντας ότι έχει να κάνει με μονάδα επιπέδου ταξιαρχίας. Ο Βελισσαρίου λαμβάνει τα εύσημα από τον διάδοχο Κωνσταντίνο και τον επόμενο χρόνο προάγεται σε υπολοχαγό και το 1905 σε λοχαγό.
Στις εκλογές του 1899 θα είναι υποψήφιος βουλευτής Κύμης, αλλά θα ηττηθεί από τον λαϊκιστή αντίπαλό του, που ήταν αξιωματικός του Ιππικού. Το 1907 διορίζεται διοικητής της Αστυνομίας Σκοπέλου, ελλείψει αξιωματικών της Χωροφυλακής. Εκεί γνωρίζει τη σύζυγό του Χαρίκλεια, με την οποία αποκτά ένα γιο, ο οποίος θα πεθάνει σε ηλικία δύο ετών. Το 1909 συμμετέχει στο στρατιωτικό κίνημα στου Γουδή, ενώ υπηρετεί ως φρούραρχος στο ομώνυμο στρατόπεδο.
Με την έκρηξη του Α' Βαλκανικού Πολέμου, ο ταγματάρχης, πλέον, Ιωάννης Βελισαρίου τοποθετείται διοικητής του 3ου Τάγματος του 4ου Συντάγματος Πεζικού. Στη Μάχη του Σαρανταπόρου (9 Οκτωβρίου 1912) προωθείται γρήγορα με το τάγμα του και βρίσκεται στα μετόπισθεν του εχθρού, σπέρνοντας τον πανικό και συμβάλλοντας στη γενική υποχώρηση των Οθωμανικών δυνάμεων. Κατά τη διάρκεια της μάχης ήλθε σε οξεία αντιπαράθεση με τον διοικητή του Συνταγματάρχη Παπακυριαζή, με τον οποίο είχε συγγενική σχέση και ζήτησε μετάθεση σε άλλη μάχιμη μονάδα.
Το αίτημά του έγινε δεκτό από τον επιτελάρχη Βίκτωρα Δούσμανη και τοποθετήθηκε διοικητής του 9ου Τάγματος του 1/38 Συντάγματος Ευζώνων της 6ης Μεραρχίας Πεζικού. Η μονάδα του μεταφέρθηκε στο μέτωπο της Ηπείρου και πήρε μέρος στην πολιορκία των Ιωαννίνων. Στις 7 Ιανουαρίου 1913 ο ελληνικός στρατός επιτέθηκε κατά των οθωμανικών οχυρώσεων στο Μπιζάνι, που δεσπόζει της πόλης των Ιωαννίνων. Αν έπεφτε το Μπιζάνι, αυτόματα τα Γιάννινα θα περιέρχονταν στην ελληνική πλευρά.
Ο Βελισσαρίου προέλασε με το τάγμα του κι αφού υπερκέρασε το Μπιζάνι βρέθηκε να απειλεί τα Ιωάννινα. Για κακή του τύχη, ένα βόλι τον πέτυχε στο πόδι. Αυτός, όμως, συνέχισε απτόητος, αλλά η αιμάσσουσα πληγή του γρήγορα τον κατέβαλε. Όπως έγραψε στα απομνημονεύματά του ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος, που ήταν επιτελής στην 6η Μεραρχία, αν δεν τραυματιζόταν ο Βελισαρίου και συνέχιζε την καταδίωξη θα έπεφταν τα οχυρά του Μπιζανίου και θα καταλάμβανε την πόλη των Ιωανίνων κατά την επίθεση της 7ης Ιανουαρίου 1913.
Ένα μήνα αργότερα άρχισε η δεύτερη επίθεση κατά των Ιωαννίνων από τον ελληνικό στρατό. Στις 19 Φεβρουαρίου 1913 τα ευζωνικά τάγματα των Βελισσαρίου και του Γεωργίου Ιατρίδη διείσδυσαν γρήγορα από τα βόρεια και κατόρθωσαν να αποκόψουν τη μοναδική οδό διαφυγής των εχθρικών δυνάμεων και να καταλάβουν το χωρίο Άγιος Ιωάννης, μεταξύ Μπιζανίου και Ιωαννίνων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, η Οθωμανική διοίκηση των Ιωαννίνων να μη μπορεί να επικοινωνεί με τους ταμπουρωμένους στα οχυρά του Μπιζανίου μαχητές, προκαλώντας μεγάλο πανικό στους αμυνόμενους.
Γύρω στις 11 το βράδυ ο Βελισσαρίου διέκρινε δύο μεγάλους φανούς και μια ομάδα ανθρώπων να τους ακολουθεί. Ήταν ο επίσκοπος Δωδώνης μαζί με δύο Τούρκους αξιωματικούς, που μετέφεραν την επιστολή παραδόσεως της πόλης του Εσάτ Πασά προς την ελληνική πλευρά. Ο Βελισσαρίου συνόδευσε προσωπικά την τουρκική αντιπροσωπεία στο ελληνικό στρατηγείο. Ο στρατηλάτης Διάδοχος Κωνσταντίνος τον ασπάσθηκε και του είπε: «Βελισσαρίου, είσαι άξιος ραπίσματος, αλλά και φιλήματος. Εγώ αρκούμαι εις το φίλημα». Έκτοτε, ο Βελισσαρίου έγινε θρύλος.
Ο Ιωάννης Βελισσαρίου πήρε μέρος και στις πολεμικές επιχειρήσεις του Β' Βαλκανικού Πολέμου. Πολέμησε τους Βουλγάρους στη Μάχη του Κιλκίς-Λαχανά (19 Ιουνίου 1913), όπου κατέλαβε εξ εφόδου ένα κρίσιμο λόφο για την έκβαση της μάχης. Συνέχισε να καταδιώκει τους Βουλγάρους μέχρις ότου με τη μονάδα του βρέθηκε στα στενά της Κρέσνας στις 7 Ιουλίου 1913. Τις επόμενες μέρες ο ελληνικός στρατός συνέχισε την προέλασή του μέσα στο βουλγαρικό έδαφος. Στην περιοχή της Άνω Τζουμαγιάς (σημερινό Μπλαγκόεβγκραντ) συνήφθησαν μερικές από τις φονικότερες μάχες, αφού οι Βούλγαροι αγωνίστηκαν «υπέρ βωμών και εστιών».
Ο Βελισσαρίου με τους ευζώνους του μάχεται στο ύψωμα 1378, που συχνά αλλάζει χέρια. Σε ευθεία γραμμή απέχει 20 χιλιόμετρα από τη Σόφια. Οι απώλειες και για τους δύο εμπόλεμους είναι τρομακτικές. Στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες τη θεωρούν ως την πιο σκληρή και αιματηρή μάχη των Βαλκανικών Πολέμων. Στις 13 Ιουλίου 1912, ο Βελισαρίου μάχεται όρθιος, προσπαθώντας να εμψυχώσει τους στρατιώτες του. Μια βουλγαρική οβίδα τον ρίχνει κάτω σοβαρά τραυματία. Μετά από λίγη ώρα, ο ηρωικός ταγματάρχης Ιωάννης Βελισαρίου αφήνει την τελευταία του πνοή με τη φράση «Στη Σόφια»!
Όταν ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε το θάνατό του λέγεται ότι είπε: «Ήταν επόμενο. Τέτοιοι ήρωες δε ζουν πολύ». Στο συλλυπητήριο τηλεγράφημα που συνέταξε και απέστειλε προς τη σύζυγό του Χαρίκλεια έγραφε τα εξής: «Χαιρετίζω τον Ήρωα των Ηρώων».
Γαλλορουμάνος θεατρικός συγγραφέας, ένας από τους σημαντικότερους και επιδραστικότερους δραματουργούς του 20ού αιώνα.
Ο γαλλορουμάνος θεατρικός συγγραφέας Ευγένιος Ιονέσκο (Eugène Ionesco) θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους και επιδραστικότερους δραματουργούς του 20ού αιώνα. Το μονόπρακτο «αντιθεατρικό» έργο του «Η Φαλακρή Τραγουδίστρια» (1950) υπήρξε η αρχή της επανάστασης στον τομέα της θεατρικής γραφής και θεμέλιος λίθος του θεάτρου του παραλόγου.
Ο Ευγένιος Ιονέσκο (Εουτζέν Ιονέσκου, το όνομά του στα ρουμανικά) γεννήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 1909 στην πόλη Σλάτινα της Ρουμανίας. Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος και η μητέρα του κόρη ενός γάλλου μηχανικού που εργαζόταν στους ρουμανικούς σιδηροδρόμους.
Τα πρώτα χρόνια
Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Γαλλία και το 1925 επέστρεψε στη Ρουμανία. Σπούδασε γαλλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου και μετέβη ξανά στη Γαλλία για να εκπονήσει τη διδακτορική του διατριβή. Από το 1945 έγινε μόνιμος κάτοικος του Παρισιού.
Ενώ εργαζόταν ως διορθωτής κειμένων, αποφάσισε να μάθει αγγλικά. Οι κοινοτοπίες των βιβλίων των Αγγλικών του ενέπνευσαν την ιδιοφυή απαρίθμηση τετριμμένων, χωρίς νόημα φράσεων που συναντά κανείς στο έργο του «Η Φαλακρή Τραγουδίστρια» («La Cantatrice chauve», 1950).
Στο μονόπρακτο αυτό έργο του, με το οποίο συστήθηκε στη θεατρική κοινότητα, δεν υπάρχει ούτε φαλακρή ούτε τραγουδίστρια με μαλλιά. Στην πιο διάσημη σκηνή του έργου, δύο άγνωστοι – που ανταλλάσσουν κοινοτοπίες για τον καιρό, για τη ζωή τους και το πόσα παιδιά έχουν – ανακαλύπτουν τελικά ότι είναι σύζυγοι. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των επαναλαμβανόμενων θεμάτων της αποξένωσης και τις δυσκολίες στην επικοινωνία στα έργα του Ιονέσκο.
Οι «παράλογες» ιδέες της «Φαλακρής Τραγουδίστριας»
Ο Ιονέσκο στην αρχή δεν έτρεφε μεγάλες ελπίδες να δει ανεβασμένα τα έργα του. Προτού καθιερωθεί και επιβληθεί στα μεγάλα εθνικά θέατρα της Γαλλίας, τα έργα του παίζονταν σε μικρά πρωτοποριακά θέατρα.
Ακολούθησαν μία σειρά από έργα, στα οποία ανέπτυξε τις «παράλογες» ιδέες της «Φαλακρής Τραγουδίστριας» και στα οποία άρχισαν να εμφανίζονται πολλά από τα μεταγενέστερα θέματά του, όπως ο φόβος και η φρίκη του θανάτου.. Μεταξύ αυτών είναι «Το Μάθημα» («La Leçon», 1951), «Οι Καρέκλες» («Les Chaises», 1952) και «Ο καινούργιος ενοικιαστής» («Le Nouveau Locataire», 1955), που σημείωσαν επιτυχία.
Το 1957 σημειώνεται μία στροφή στο έργο του. Οι ήρωές του εγκαταλείπουν τους κλειστούς χώρους κι έρχονται αντιμέτωποι με την κοινωνία και τους ανθρώπους. Έτσι, γεννιέται ο Μπερανζέ, δειλός, φοβητσιάρης, τρωτός, αλλά ανίκανος, ακόμη και μέσα στην απόγνωσή του, να υποταχθεί στη συνηθισμένη τάξη του κόσμου όπου ζει. Έτσι, αποκαλύπτει πόσο απαράδεκτες είναι ορισμένες καθιερωμένες αντιλήψεις.
Ο «Ρινόκερος»
Εμφανίζεται για πρώτη φορά στο έργο «Ο άμισθος δολοφόνος» («Tueur sans gages», 1959), μέσα σε μία ευτυχισμένη πόλη, στην οποία περιφέρεται ένας δολοφόνος. Όλος ο κόσμος αποδέχεται μοιρολατρικά την αόρατη παρουσία του και τα εγκλήματά του, όχι όμως και ο Μπερανζέ.
Με τον έργο του «Ρινόκερος» («Rhinocéros», 1959), ο Μπερανζέ γνωρίζει τη μεγαλύτερη απήχηση και ο Ιονέσκο τη μεγαλύτερη επιτυχία του. Στόχος του έργου είναι η περιγραφή της ναζιστικοποίησης μιας χώρας (ο συγγραφέας είχε ζήσει προπολεμικά την εμπειρία αυτή στη Ρουμανία) και γενικότερα η κυριαρχία οποιουδήποτε απολυταρχικού καθεστώτος, είτε της Δεξιάς είτε της Αριστερός.
Η «ρινοκερίτιδα» σαν μια πανούκλα προσβάλλει σιγά σιγά όλους τους κατοίκους μιας πόλης. Ο Μπερανζέ, αντιμέτωπος με το κοπάδι των συμπολιτών του που έχουν μεταβληθεί σε άγριους κι ευτυχισμένους ρινόκερους, διακηρύσσει με απόγνωση την πίστη του στο «ανθρώπινο», όσο κι αν μπαίνει στον πειρασμό, από δειλία και φόβο της μοναξιάς, να μεταμορφωθεί σε ρινόκερο και ο ίδιος.
Ο ήρωάς του Μπερανζέ επανεμφανίζεται στο θεατρικό «Ο βασιλιάς πεθαίνει» («Le roi se meurt», 1962), ένα έργο για τα γηρατειά και τον θάνατο.
Το επίτευγμα του Ιονέσκο έγκειται στη διάδοση μιας μεγάλης ποικιλίας μη αναπαραστατικών και σουρεαλιστικών τεχνικών, που έγιναν αποδεκτές από ένα θεατρικό κοινό, συνηθισμένο σε μία νατουραλιστική θεατρική σύμβαση. Οι κωμικοτραγικές φάρσες του δραματοποιούν τον παραλογισμό της αστικής ζωής, το ανούσιο των κοινωνικών συμβάσεων και τη μάταιη και μηχανική φύση του σύγχρονου πολιτισμού.
Ο Ευγένιος Ιονέσκο πέθανε στις 29 Μαρτίου 1994 στο Παρίσι, σε ηλικία 84 ετών.
Το σχέδιο είχε οργανωθεί άψογα μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας και τέθηκε σε εφαρμογή στις 26 Νοεμβρίου του 1983. Στόχος, η αποθήκη Brinks Mat του αεροδρομίου του Χίθροου...
Το σχέδιο είχε οργανωθεί άψογα μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας και τέθηκε σε εφαρμογή στις 26 Νοεμβρίου του 1983. Στόχος, η αποθήκη Brinks Mat του αεροδρομίου του Χίθροου, όπου κατά τις πληροφορίες φυλάσσονταν 3 εκατομμύρια λίρες Αγγλίας σε μετρητά.
Με τη βοήθεια ενός εκ των ανδρών της ασφάλειας, οι έξι μασκοφόροι διείσδυσαν στην απαγορευμένη περιοχή, ακινητοποίησαν τους φύλακες και άνοιξαν την κεντρική είσοδο της αποθήκης. Το θέαμα τους αιφνιδίασε... Αντί για τα χαρτονομίσματα που περίμεναν, αντίκρισαν 10 τόνους χρυσού σε ράβδους, αξίας 26 εκατομμυρίων λιρών, που προορίζοντας για την Άπω Ανατολή.
Τα νέα δεδομένα ανέτρεψαν όλο τον αρχικό σχεδιασμό. Κάποιοι χρειάστηκε να φύγουν για να αναζητήσουν μεγαλύτερο μεταφορικό μέσο και η όλη επιχείρηση διήρκεσε, αντί για πέντε λεπτά, δύο ολόκληρες ώρες!
Ο εντοπισμός των δραστών αποδείχθηκε πολύ πιο εύκολη υπόθεση απ' ό,τι περίμεναν οι αξιωματικοί της Σκότλαντ Γιαρντ. Αναζητώντας ανάμεσα στους συνήθεις υπόπτους, διαπίστωσαν τους συγγενικούς δεσμούς του εγκεφάλου της ληστείας, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, με τον φύλακα - συνεργό, η συμπεριφορά του οποίου είχε κινήσει ήδη τις υποψίες των αρχών. Η εξάρθρωση της σπείρας ήταν θέμα χρόνου...
Ωστόσο, η υπόθεση παραμένει ανοιχτή, καθώς τρεις από τους δέκα τόνους χρυσού δεν βρέθηκαν ποτέ.
Την επιφύλαξε ο ιδιόρρυθμος δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος σε δύο ανώτερους αξιωματικούς, επειδή ζημίωσαν το δημόσιο ταμείο.
Την επιφύλαξε ο ιδιόρρυθμος δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος σε δύο ανώτερους αξιωματικούς (έναν του Στρατού κι έναν της Χωροφυλακής), επειδή ζημίωσαν το δημόσιο ταμείο. Ο αντισυνταγματάρχης του Στρατού Διονύσιος Δρακάτος και ο ομοιόβαθμός του της Χωροφυλακής Ιωάννης Ζαριφόπουλος καταδικάσθηκαν σε θάνατο από έκτακτο δικαστήριο στις 24 Νοεμβρίου 1925 και εκτελέστηκαν δύο ημέρες αργότερα στου Γουδή.
Στις 20 Ιουλίου 1925 ο Θεόδωρος Πάγκαλος, που κυβερνούσε δικτατορικά από τις 25 Ιουνίου, εξέδωσε ένα νομοθετικό διάταγμα, με το οποίο ορισμένα σοβαρά αδικήματα υπάγονταν στην αρμοδιότητα των στρατοδικείων και στα οποία προβλεπόταν η ποινή του θανάτου δια απαγχονισμού. Ανάμεσά τους και οι υποθέσεις κατάχρησης δημοσίου χρήματος.
Η Δίκη
Η πιο πολύκροτη δίκη στον ένα χρόνο που ίσχυσε το νομοθέτημα αυτό (όσο και η δικτατορία του Πάγκαλου) ξεκίνησε στις 16 Οκτωβρίου 1925 στην αίθουσα του Α’ Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών με 21 κατηγορούμενους (3 στρατιωτικοί, ένας αστυνομικός, ένας πρώην στρατιωτικός και 16 πολίτες). Κατηγορούνταν ότι «δια πλαστογραφιών και απατών και άλλων αθεμίτων μέσων αφήρεσαν κατά διαφόρους εποχάς χρήματα του δημοσίου». Το ποσό, σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα, ανερχόταν σε 25 εκατομμύρια δραχμές.
Η κομπίνα είχε στηθεί ως εξής: Μέλη της σπείρας παρουσιάζονταν στις αρμόδιες αρχές και διεκδικούσαν χρηματικά ποσά για δήθεν επιτάξεις περιουσιακών τους στοιχείων κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία (1919-1922). Με βάση τις δηλώσεις τους και με τη βοήθεια των αξιωματικών που ήταν στο κόλπο εκδίδονταν υπέρ τους εντάλματα πληρωμών, άλλοτε γνήσια και άλλοτε πλαστά.
Το δικαστήριο που δίκασε τους 21 ήταν έκτακτο και συγκροτήθηκε από πέντε στρατιωτικούς και δύο λαϊκούς δικαστές, με πρόεδρο τον στρατοδίκη Δάρα. Τους κατηγορουμένους υπερασπίστηκε η αφρόκρεμα των δικηγόρων της Αθήνας (Κωνσταντίνος Λυκουρέζος, Άγγελος Τσουκαλάς, Δημήτριος Μπαμπάκος και Χρήστος Σγουρίτσας, μεταξύ άλλων). Οι συνήγοροι υπεράσπισης υπέβαλαν ένσταση αναρμοδιότητας του δικαστηρίου, επειδή τα αδικήματα είχαν διαπραχθεί πριν από την έναρξη ισχύος του νομοθετήματος Πάγκαλου. Το δικαστήριο απέρριψε την ένσταση και με το επιχείρημα ότι «Υπέρτατος νόμος είναι η σωτηρία της πατρίδος», κατά παράφραση της γνωστής ρήσης του Κικέρωνα («Salus populi suprema lex esto»).
Η ακροαματική διαδικασία διάρκεσε μέχρι της 23 Νοεμβρίου και κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, που παρακολουθούσε τη δίκη στην ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα του στρατοδικείου, αλλά και μέσα από τα πολυσέλιδα αφιερώματα των εφημερίδων. Μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα της 24ης Νοεμβρίου, ο στρατοδίκης Δάρας ανέγνωσε την ετυμηγορία του δικαστηρίου. Τρεις από τους κατηγορουμένους καταδικάσθηκαν στην εσχάτη των ποινών, ο αντισυνταγματάρχης του Στρατού Διονύσιος Δρακάτος, ο αντισυνταγματάρχης της Χωροφυλακής Ιωάννης Ζαριφόπουλος και ο έμπορος Αριστείδης Αϊδινλής, δύο σε ισόβια δεσμά, επτά σε διάφορες ποινές φυλάκισης, ενώ οι υπόλοιποι εννέα κατηγορούμενοι αθωώθηκαν.
Αμέσως μετά, ο πρόεδρος του δικαστηρίου εξέφρασε την ευχή να μην εκτελεστεί η θανατική ποινή, επειδή «εις άπαντα τα πεπολιτισμένα κράτη δεν εφαρμόζεται η εσχάτη των ποινών». Ο Θεόδωρος Πάγκαλος, όμως, είχε διαφορετική γνώμη και διέταξε την εκτέλεση της θανατικής ποινής για παραδειγματισμό, παρά τις εκκλήσεις του προέδρου του δικαστηρίου, που τον επισκέφθηκε προσωπικά, αλλά και του Προέδρου της Δημοκρατίας, Παύλου Κουντουριώτη.
Η Εκτέλεση
Την όλη διαδικασία της εκτέλεσης της εσχάτης των ποινών ανέλαβε το Α’ Σώμα Στρατού, που τότε έδρευε στην Αθήνα. Τόπος, ο συνήθης για τέτοιες περιστάσεις, στου Γουδή, δίπλα στο νοσοκομείο «Σωτηρία». Χρόνος, η 9η πρωινή της 26ης Νοεμβρίου.
Την ημέρα της εκτέλεσης, οι φύλακες ξύπνησαν τους τρεις μελλοθανάτους στις 5 το πρωί. Δύο ώρες αργότερα έλαβαν το τελευταίο τους γεύμα, το οποίο, σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, περιλάμβανε κοκορέτσι, μαρίδες, σταφύλια και ρετσίνα. Λίγο αργότερα, ο τρίτος της παρέας των μελλοθανάτων, ο έμπορος Αριστείδης Αϊδινλής, πληροφορήθηκε το ευχάριστο γεγονός ότι δεν θα εκτελεστεί, καθώς έλαβε αναστολή.
Η πομπή με τους δύο, τελικά, μελλοθανάτους έφθασε στον προγραμματισμένο χώρο της εκτέλεσης λίγο πριν από τις 9 το πρωί, ενώ πλήθος κόσμου είχε λάβει θέσεις για να παρακολουθήσει το μοναδικό θέαμα, καθώς πρώτη φορά γινόταν εκτέλεση δια απαγχονισμού στην Ελλάδα. Ο Τύπος υπολόγισε το συγκεντρωμένο πλήθος σε 20.000, πολλοί από τους οποίους βρίσκονταν εκεί από το βράδυ για να εξασφαλίσουν μία καλή θέση με θέα το ικρίωμα. Ανάμεσα στο πλήθος βρισκόταν και ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης, που αργότερα θα γράψει το ποίημα «Η πεδιάς και νεκροταφείον».
Στο μέσο ενός γυμνού χώρου περικυκλωμένου από δένδρα είχε στηθεί το ικρίωμα σε σχήμα Π. Από τον οριζόντιο στύλο κρέμονταν τρία σχοινιά που κατέληγαν σε βρόχο. Γύρω από το ικρίωμα ήταν παρατεταγμένα στρατιωτικά τμήματα (τάγματα πεζικού και μία ίλη ιππικού) και το γενικό πρόσταγμα είχε ο αντισυνταγματάρχης Βασίλειος Ντερτιλής. Στις 9:15 π.μ. οι δύο μελλοθάνατοι παραδίδονται στον εθελοντή δήμιο Κοτρωνάρο, ο οποίος αφού πρώτα τους δένει τα χέρια, στη συνέχεια τους καλύπτει το πρόσωπο με λευκές κουκούλες και τους σφίγγει τον βρόχο στο λαιμό.
Η μεγάλη στιγμή έχει φθάσει. Στις 9:21 π.μ, ο επικεφαλής αξιωματικός του εκτελεστικού αποσπάσματος ανθυπασπιστής Κυριακού δίνει το πρόσταγμα «Σύρατε!». Τα ανάβαθρα σύρονται απότομα και τα δύο σώματα αιωρούναι άψυχα στο κενό. Στη συνέχεια, τα στρατιωτικά τμήματα παρελαύνουν μπροστά από το ικρίωμα και η σεμνή τελετή λαμβάνει τέλος.
Για την ιστορία σημειώνουμε ότι ο Θεόδωρος Πάγκαλος, που εμφανιζόταν ως αμείλικτος τιμωρός των καταχραστών του δημόσιου χρήματος, θα κατηγορηθεί μετά την πτώση του για πλήθος οικονομικών σκανδάλων.