Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2021

Μελίνα Μερκούρη

 Χαρισματική προσωπικότητα η Μελίνα Μερκούρη διακρίθηκε όχι μόνο ως ηθοποιός αλλά και ως πολιτικός με τον αγώνα της κατά της δικτατορίας, αλλά και με τις παρεμβάσεις της σε διεθνές επίπεδο ως υπουργός Πολιτισμού.

Μελίνα Μερκούρη
Μελίνα Μερκούρη

Η Μελίνα Μερκούρη υπήρξε η απόλυτη ελληνίδα σταρ του κινηματογράφου με διεθνή ακτινοβολία. Χαρισματική καλλιτέχνιδα με ισχυρή προσωπικότητα απέκτησε μεγάλη φήμη όχι μόνο ως ηθοποιός αλλά και ως πολιτικός με τον αγώνα της κατά της δικτατορίας των συνταγματαρχών, αλλά και με τις παρεμβάσεις της σε παγκόσμιο επίπεδο ως υπουργός Πολιτισμού. Για να τιμήσει την «τελευταία ελληνίδα θεά», όπως την χαρακτήρισε ο διεθνής Τύπος, το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού κήρυξε το 2020 ως Έτος Μελίνας Μερκούρη με αφορμή την συμπλήρωση ενός αιώνα από την γέννησή της.

Η Μαρία-Αμαλία (Μελίνα) Μερκούρη γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1920 στην Αθήνα, από πολιτική οικογένεια. Ήταν κόρη του στρατιωτικού και πολιτικού Σταμάτη Μερκούρη (1895-1967), που διετέλεσε βουλευτής και υπουργός Δεξιών κομμάτων (Λαϊκό Κόμμα, Ελληνικός Συναγερμός), αλλά και βουλευτής της κομμουνιστογενούς ΕΔΑ. Παππούς της ήταν ο γιατρός και πολιτικός Σπύρος Μερκούρης (1856-1939), ο μακροβιότερος δήμαρχος Αθηναίων. Θείος της ήταν ο Γεώργιος Μερκούρης (1886-1943), επιφανής εκπρόσωπος του εθνικοσοσιαλισμού (ναζισμού) στην Ελλάδα, ο οποίος διετέλεσε διοικητής της Εθνικής Τράπεζας κατά την διάρκεια της Κατοχής.

Ατίθασο πλάσμα η νεαρή Μελίνα, παντρεύτηκε σε νεαρή ηλικία το κατά πολύ μεγαλύτερό της πλούσιο κτηματία Παναγή Χαροκόπο με τον οποίο χώρισε το 1962. Στην Κατοχή, συνδέθηκε ερωτικά με τον μαυραγορίτη και δωσίλογο Φειδία Γιαδικιάρογλου, μια σχέση για την οποία απολογήθηκε αρκετές φορές. Κατηγορήθηκε ότι ζούσε πλουσιοπάροχα, ενώ ο λαός λιμοκτονούσε. Η ίδια, θα παραδεχθεί ότι αντλούσε χρήματα από τους δύο πάμπλουτους άντρες της και τα διοχέτευε στην Αντίσταση, ενώ με τις γνωριμίες της βοηθούσε στην διάσωση αντιστασιακών. Τους ισχυρισμούς αυτούς επιβεβαίωσαν αρκετοί συνάδελφοί της από τον καλλιτεχνικό χώρο.

Το 1943 αποφάσισε να ακολουθήσει καριέρα ηθοποιού και έγινε δεκτή στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου από την οποία αποφοίτησε το 1946. Το 1944 έκανε το ντεμπούτο της στη σκηνή με το έργο του Αλέξη Σολομού «Το μονοπάτι της λευτεριάς», που κατέβηκε γρήγορα λόγω των «Δεκεμβριανών». Τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο και τους θιάσους Κατερίνας και της Μαρίκας Κοτοπούλη.

Ως πρωταγωνίστρια καθιερώθηκε το 1949 με το έργο του Τένεσι Ουίλιαμς «Λεωφορείον ο Πόθος», που ανέβηκε στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν και είχε το προνόμιο να γίνει η πρώτη ελληνίδα ηθοποιός που ερμήνευσε τον απαιτητικό ρόλο της Μπλανς Ντιμπουά. Στο Θέατρο Τέχνης παρέμεινε μέχρι το 1950 και τον επόμενο χρόνο εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου διακρίθηκε ως ηθοποιός του βουλεβάρτου εγκαινιάζοντας συγχρόνως τη διεθνή σταδιοδρομία της. Το 1955 επανήλθε στην Ελλάδα και πρωταγωνίστησε σε έργα ρεπερτορίου, όπως «Μάκβεθ» του Σέξπιρ, «Κορυδαλλός του Ζαν Ανούιγ και «Λυσσασμένη Γάτα» του Τένεσι Ουίλιαμς.

Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε το 1955 με την θρυλική ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Στέλλα». Η παρουσία της στις Κάννες γοήτευσε τον αμερικανό σκηνοθέτη Ζιλ Ντασέν και από τις ακτές της γαλλικής Ριβιέρας ξεκίνησε η καλλιτεχνική και προσωπική τους σχέση, η οποία ολοκληρώθηκε με γάμο το 1966. Με τον Ντασέν γύρισε τις ταινίες «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1957), από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη, «Ο νόμος» (1958), «Ποτέ την Κυριακή» (1960), «Φαίδρα» (1962) και «Τοπκαπί» (1964).

Η ταινία που εκτόξευσε την φήμη της ήταν φυσικά το «Ποτέ την Κυριακή», που της χάρισε ένα βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ των Καννών και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ τον επόμενο χρόνο. Η γεμάτη μπρίο ερμηνεία της στο τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι «Τα Παιδιά του Πειραιά», φανέρωσε μια άλλη πτυχή του ταλέντου της. Ο ίδιος ρόλος, της πόρνης 'Ιλια με την καλή καρδιά, της χάρισε το 1967 και μια υποψηφιότητα για το βραβείο Τόνι, στην θεατρική μεταφορά της ταινίας στο Μπρόντγουεϊ, με τίτλο «Ίλια Ντάρλινγκ».

Μετά την επιβολή της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών η Μελίνα Μερκούρη αυτοεξορίστηκε και με το ταλέντο και τη φήμη της πολέμησε σε ολόκληρο τον κόσμο το καθεστώς ενημερώνοντας τη διεθνή κοινή γνώμη για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Ιστορική έμεινε η δήλωση της: «Εγώ γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα, ο κ. Παττακός γεννήθηκε φασίστας και θα πεθάνει φασίστας».

Μετά την Μεταπολίτευση (1974) εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα και ασχολήθηκε κατά βάση με την πολιτική μέσα από τις τάξεις του ΠΑΣΟΚ. Εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής από 1977 έως τον θάνατό της το 1994, από το 1977 έως το 1985 στην Β’ Πειραιώς και τα επόμενα χρόνια με το ψηφοδέλτιο Επικρατείας.

Από το 1981 έως το 1989 και από το 1993 έως το 1994 διετέλεσε υπουργός Πολιτισμού και λάμπρυνε με την παρουσία της και τις πολιτικές της το συγκεκριμένο υπουργείο. Όραμά της ήταν η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο. Δημιούργησε τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα για να έρθει ο κάτοικος της επαρχίας σε επαφή με το θέατρο, ενώ δική της έμπνευση ήταν και η δημιουργία του θεσμού της «Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης».

Οι εμφανίσεις της στο θέατρο μετά το 1974 ήταν μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού: «Όπερα της Πεντάρας» του Μπέρτολτ Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Ζιλ Ντασέν, «Μήδεια» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Μίνωα Βολανάκη, «Συντροφιά με τον Μπρεχτ» (1978), «Γλυκό πουλί της νιότης» σε σκηνοθεσία Ζιλ Ντασέν (1980) και «Ορέστεια» του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν (1980). Το 1992 έκανε μια τελευταία, έκτακτη, εμφάνιση, όχι ζωντανή όμως αλλά βιντεοσκοπημένη, ως Κλυταιμνήστρα στην όπερα δωματίου «Πυλάδης» σε μουσική Γιώργου Κουρουπού και λιμπρέτο Γιώργου Χειμωνά, που παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

Η Μελίνα Μερκούρη άφησε την τελευταία της πνοή στις 6 Μαρτίου 1994, σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης, όπου νοσηλευόταν με καρκίνο των πνευμόνων.



Πηγή

Ο τορπιλισμός του «Φετίχ Μπουλέντ»

 Το βράδυ της 18ης Οκτωβρίου 1912 το τορπιλλοβόλλο «Τ-11», με κυβερνήτη τον υποπλοίαρχο Νικόλαο Βότση, εισήλθε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και βύθισε το τουρκικό θωρηκτό «Φετίχ Μπουλέντ»...


Με την έναρξη του Α' Βαλκανικού Πολέμου, ο υποπλοίαρχος Νικόλαος Βότσης διατάχθηκε να επιτηρεί την παραλιακή ζώνη της Κατερίνης με το τορπιλλοβόλλο «Τ- 11», προκειμένου να μην επιχειρηθεί εκφόρτωση πολεμικών εφοδίων από τουρκικά πλοία στα μαχόμενα Οθωμανικά στρατεύματά τους στη Μακεδονία. Όμως, ο 35χρονος υδραίος αξιωματικός, γόνος ναυμάχων του '21, διψούσε για πολεμική δράση και έβαλε ως στόχο ένα παλαιό θωρηκτό του οθωμανικού στόλου, το «Φετίχ Μπουλέντ», που ναυλοχούσε στο λιμάνι της τουρκοκρατούμενης τότε Θεσσαλονίκης. Έμαθε ότι από το πλοίο είχαν αφαιρεθεί τα μεγάλα κανόνια του, τα οποία είχαν τοποθετηθεί στην ξηρά για την καλύτερη υπεράσπιση της περιοχής. Ζήτησε από το επιτελείο να δράσει και έλαβε θετική απάντηση.

Η επιχείρηση ορίστηκε για το βράδυ της 18ης Οκτωβρίου. Με τη βοήθεια δύο ελλήνων ψαράδων από την Κατερίνη, που γνώριζαν πολύ καλά τα κατατόπια του Θερμαϊκού, το ελληνικό τορπιλλοβόλο εισέδυσε με πάσα μυστικότητα και περισσή ικανότητα στο ναρκοθετημένο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και χωρίς να γίνει αντιληπτό έβαλε από απόσταση 150 μέτρων με δύο τορπίλες κατά του τουρκικού θωρηκτού στις 23:35, σύμφωνα με την αναφορά του κυβερνήτη. Οι βολές ήταν επιτυχημένες και το «Φετίχ Μπουλέντ» έγειρε προς τα δεξιά και άρχισε να βυθίζεται, παρασύροντας στον υγρό τάφο του τον ιμάμη του πλοίου και έξι ναύτες. Μία τρίτη τορπίλη, που εκτοξεύτηκε από το «Τ-11», προσέκρουσε στον κυματοθραύστη. Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, ο Βότσης ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός, καθώς στο λιμάνι ήταν αραγμένα δύο ακόμη πλοία, ένα αγγλικό και ένα ρωσικό, και θα μπορούσε να προκληθεί διπλωματικό επεισόδιο αν τους συνέβαινε το παραμικρό.

Αμέσως σήμανε συναγερμός στο τουρκικό στρατόπεδο. Ο εκκωφαντικός κρότος, που δόνησε την πόλη, αρχικά νομίστηκε ότι προερχόταν από έκρηξη σε πυριτιδοποθήκη, αλλά το αρχικό ξάφνιασμα διαδέχθηκε η κατάπληξη, όταν οι Οθωμανοί αξιωματικοί πληροφορήθηκαν την ανατίναξη του πλοίου. Αμέσως, ο τεράστιος προβολέας από το Καραμπουρνάκι άρχισε να χτενίζει το λιμάνι για την επισήμανση του εισβολέα, αλλά το ελληνικό τορπιλλοβόλο διέφυγε, όπως ήλθε, απαρατήρητο, και στις 4 το πρωί της 19ης Οκτωβρίου 1912 επέστρεψε στη βάση του, στα παράλια της Κατερίνης. Την ίδια μέρα, ο Νικόλαος Βότσης απέστειλε την αναφορά του προς το επιτελείο και δέχθηκε τα συγχαρητήρια του υπουργού Ναυτικών, Νικολάου Στράτου.

Το γεγονός του τορπιλλισμού και της βύθισης του «Φετίχ Μπουλέντ» προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό στο λαό και το μαχόμενο στρατό. Ήταν η πρώτη μεγάλη ναυτική επιτυχία των Βαλκανικών Πολέμων και γιορτάστηκε με πανηγυρισμούς σε όλη την Ελλάδα. Αναφορά στο κατόρθωμα του Βότση περιλαμβάνεται στον ύμνο του Πολεμικού Ναυτικού «Ο Ναύτης του Αιγαίου», που συνέθεσε το 1912 ο Κωνσταντίνος Λυκόρτας.



Πηγή

Ο Ελληνοβουλγαρικός Πόλεμος του 1925

 Προκλήθηκε με αφορμή ένα μικρό συνοριακό επεισόδιο. Είχε διάρκεια μιας εβδομάδας και μικρές απώλειες (50 άνδρες).

Ο στρατηγός Νίδερ και αριστερά του ο συνταγματάρχης Πάγκαλος, σε παρατηρητήριο κοντά στο Στρυμόνα.
Ο στρατηγός Νίδερ και αριστερά του ο συνταγματάρχης Πάγκαλος, σε παρατηρητήριο κοντά στο Στρυμόνα.

Προκλήθηκε με αφορμή ένα μικρό συνοριακό επεισόδιο. Είχε διάρκεια μιας εβδομάδας και μικρές απώλειες (50 άνδρες).

Οι ελληνοβουλγαρικές σχέσεις, οι οποίες μετά τον Β' Βαλκανικό Πόλεμο γνώρισαν ελάχιστα διαλείμματα βελτίωσης, είχαν ενταθεί λόγω της δράσης των κομιτατζήδων σε ελληνικά εδάφη, με την ενθάρρυνση της βουλγαρικής κυβέρνησης και απώτερο σκοπό την αυτονόμηση της ελληνικής Μακεδονίας.

Στις 18 Οκτωβρίου 1925 ένας έλληνας στρατιώτης που υπηρετούσε σε συνοριακό φυλάκιο στη θέση Δεμίρ Καπού, κοντά στο Μπέλες, κυνηγώντας τον σκύλο του πέρασε τη συνοριακή γραμμή και σκοτώθηκε από τα πυρά ενός βούλγαρου σκοπού. Στη συνέχεια, από την ανταλλαγή πυρών μεταξύ των ανδρών των δύο φυλακίων, έχασαν τη ζωή τους δύο έλληνες στρατιώτες και ο λοχαγός - διοικητής τους.

Μέσα στο ασταθές πολιτικό κλίμα της εποχής, ο δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος διέταξε την εισβολή ελληνικών δυνάμεων στη Βουλγαρία, παρά τις περί του αντιθέτου εισηγήσεις ελλήνων και ξένων διπλωματών. Ο δικτάτορας πίστεψε ότι το συνοριακό επεισόδιο αποτελούσε μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου εισβολής. Έδωσε εντολή στο Γ' Σώμα Στρατού να εισβάλει στο βουλγαρικό έδαφος και να καταλάβει το Πετρίτσι, κέντρο δράσεως των κομιτατζήδων. Όντως, οι Ελληνικές δυνάμεις εισέβαλαν και έκαψαν μερικά βουλγαρικά χωριά. Παράλληλα, επιδόθηκε στη βουλγαρική κυβέρνηση ελληνική διαμαρτυρία με την απαίτηση: α) να ζητήσει η Βουλγαρία από την Ελλάδα συγγνώμη, β) να τιμωρηθούν οι ένοχοι, γ) να καταβληθεί στην Ελλάδα αποζημίωση 2 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων.

Η Βουλγαρία, από την πλευρά της, προσέφυγε στην Κοινωνία των Εθνών, τον ΟΗΕ της εποχής, και κατάφερε ώστε το Συμβούλιο να ζητήσει άμεση διακοπή των εχθροπραξιών και την αποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων από τα βουλγαρικά εδάφη.

 

Ενόψει ενός γενικευμένου πολέμου, το Γενικό Επιτελείο συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχαν πυρομαχικά και εξοπλισμός, καθώς σχεδόν το σύνολο του βαρέως εξοπλισμού και των πυρομαχικών του ελληνικού Στρατού είχε εγκαταλειφθεί στη Μικρά Ασία. Ζητήθηκε εσπευσμένα η βοήθεια της Σερβίας, η οποία σε αντάλλαγμα πήρε την Ελεύθερη Ζώνη στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης κι ένα «διάδρομο» με τη σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης - Γευγελής. Λίγο αργότερα, ο Πάγκαλος ανετράπη και η νέα κυβέρνηση επαναδιαπραγματεύθηκε τη συμφωνία, με αποτέλεσμα οι Σέρβοι να πάρουν τελικά μόνο την Ελεύθερη Ζώνη στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.

Η Κοινωνία των Εθνών συγκρότησε διεθνή ανακριτική επιτροπή υπό τον άγγλο διπλωμάτη σερ Χόρας Ράμπολντ για να εξετάσει τις ευθύνες των δύο κρατών και να αποφασίσει σχετικά. Στις 28 Νοεμβρίου η επιτροπή Ράμπολντ υπέβαλε το πόρισμά της, το οποίο υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο. Σύμφωνα με αυτό, η ευθύνη βάρυνε τελικά την Ελλάδα, η οποία όφειλε να καταβάλει στη Βουλγαρία αποζημίωση 45.000 αγγλικών λιρών, ενώ η Βουλγαρία υποχρεώθηκε να αποζημιώσει την οικογένεια του έλληνα λοχαγού Χαράλαμπου Βασιλειάδη, που σκοτώθηκε από τα πυρά των βούλγαρων συνοριακών φρουρών. Μάλιστα, η Αγγλία απείλησε ότι εάν η Ελλάδα δεν αποδεχόταν την απόφαση δεν θα δίσταζε να χρησιμοποιήσει το στόλο εναντίον της.

Η Ελλάδα διαμαρτυρήθηκε για την ανισότητα της μεταχείρισης, σε σχέση με εκείνη της Ιταλίας, όταν δυνάμεις της κατέλαβαν για λίγο την Κέρκυρα, το 1923, ως αντίποινα για το φόνο του ιταλού στρατηγού Ενρίκο Τελλίνι, ο οποίος επιθεωρούσε τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Όμως, μεγάλη ήταν η ευθύνη του δικτάτορα Πάγκαλου, ο οποίος δεν κατανόησε τις διεθνείς εξελίξεις και τις μεθόδους της διπλωματίας.




Πηγή