Πέμπτη 19 Αυγούστου 2021

Ελλάδα και ΝΑΤΟ

 Η Ελλάδα εισήλθε στη Βορειοατλαντική Συμμαχία με το δεύτερο κύμα διεύρυνσης το 1952, επί κυβερνήσεως Νικόλαου Πλαστήρα. Η χώρα μας διένυε το τρίτο μετεμφυλιακό έτος...

Η Ελλάδα εισήλθε στη Βορειοατλαντική Συμμαχία με το δεύτερο κύμα διεύρυνσης το 1952, επί κυβερνήσεως Νικόλαου Πλαστήρα. Η χώρα μας διένυε το τρίτο μετεμφυλιακό έτος, ενώ ο κόσμος βίωνε τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου.

 

Η Ελληνική Βουλή επικυρώνει τη συμφωνία ένταξης της χώρας μας στο ΝΑΤΟ στις 18 Φεβρουαρίου 1952, με μόνες αρνητικές ψήφους τις οκτώ της ΕΔΑ και τη μία του ανεξάρτητου βουλευτή της Αριστεράς Μιχάλη Κύρκου. Στην αγόρευσή του, ο πρωθυπουργός Πλαστήρας δήλωσε: «Δεν μπορεί κανείς να μην παραδεχθεί ότι όταν η Ελλάς συμμετέχει εις το Ατλαντικόν Σύμφωνον μετά των μεγάλων δυνάμεων, αι οποίαι κατοικούνται από ελευθέρους δημοκρατικούς λαούς, αισθάνεται αυτή ασφαλεστέραν… Αι άλλαι θεωρίαι περί ειρηνεύσεων και ουδετερότητος… δεν έχουν καμμίαν σχέσιν με το γεγονός αυτό».

Μάταια ο Μιχάλης Κύρκος αντέτεινε ότι η Ελλάδα έχει συμφέρον να παραμείνει έξω από τη διαμάχη των δύο Συνασπισμών, με τους οποίους και πρέπει να επιδιώξει, ως σύμμαχος αμφοτέρων στον πόλεμο, σχέσεις φιλίας και συνεργασίας.

Στις 14 Αυγούστου του 1974 η οικουμενική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή αποσύρει την Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ μετά τον Αττίλα 2. Σε κυβερνητική ανακοίνωση αναφέρεται ότι «…το ΝΑΤΟ αποδείχθηκε ανίκανο να παρεμποδίσει την Τουρκία από την εξαπόλυση νέας βάρβαρης και απρόκλητης επίθεσης κατά της Κύπρου… Το ΝΑΤΟ δεν έχει επομένως λόγο ύπαρξης και δεν μπορεί να εκπληρώσει το σκοπό για τον οποίο συνεστήθη, αφού δεν μπορεί να αποτρέψει τον πόλεμο μεταξύ δύο μελών του….»

Έξι χρόνια αργότερα και 70 μέρες πριν από την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ, η κυβέρνηση Ράλλη αποφασίζει την επάνοδο της χώρας στο ΝΑΤΟ στις 19 Οκτωβρίου 1980. Η απόφαση γίνεται ευμενώς δεκτή από τις δυτικές κυβερνήσεις. Το σοβιετικό πρακτορείο ειδήσεων «Τας» μεταδίδει: «Η Ελλάδα ενέδωσε στις πιέσεις των Αμερικανών».

Στο εσωτερικό μέτωπο, ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ εκφράζουν την πλήρη και έντονη αντίθεσή τους στην επανένταξη της χώρας μας στις δομές της Ατλαντικής Συμμαχίας και διοργανώνουν μαχητικά συλλαλητήρια. Ήταν η εποχή του «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο».




Πηγή

Κοκό Σανέλ

 Γαλλίδα μοδίστρα και επιχειρηματίας, που κυριάρχησε για σχεδόν έξι δεκαετίες στον κόσμο της γυναικείας υψηλής ραπτικής, εισάγοντας επαναστατικές καινοτομίες, με δημιουργίες που θεωρούνται κλασικές.

Κοκό Σανέλ (1883 – 1971)

Γαλλίδα μοδίστρα και επιχειρηματίας, που κυριάρχησε για σχεδόν έξι δεκαετίες στον κόσμο της γυναικείας υψηλής ραπτικής, εισάγοντας επαναστατικές καινοτομίες, με δημιουργίες που θεωρούνται κλασικές. Καθιέρωσε το ύφασμα ζέρσεϊ, το ταγιέρ, το άνετο παντελόνι, τα κοντά σε γραμμή «καρέ» μαλλιά, τα αδιάβροχα, τα πουλόβερ με γυριστό λαιμό, τα φαντεζί ψεύτικα κοσμήματα και το απλό μαύρο φόρεμα.

Η Γκαμπριέλ Μπονέρ Σανέλ (Gabrielle Bonheur Chanel) γεννήθηκε στις 19 Αυγούστου 1883 στο Σομίρ της Δυτικής Γαλλίας. Ο πατέρας της, Αλμπέρ Σανέλ, ήταν περιοδεύων πωλητής ρούχων και εσωρούχων και η μητέρα της, Εζενί Ντεβόλ, πλύστρα σ’ ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα για απόρους. Μετά το θάνατο της μητέρας της μπήκε εσωτερική σ’ ένα εκκλησιαστικό ίδρυμα, όπου έμαθε την τέχνη της μοδιστρικής.

Όταν δεν έπιανε τη βελόνα για να ράψει, τραγουδούσε σ’ ένα κλαμπ στο Μουλέν, όπου σύχναζαν αξιωματικοί του ιππικού. Εκεί ήταν που της κόλλησαν το χαϊδευτικό Κοκό (Coco), με το οποίο έγινε γνωστή τα επόμενα χρόνια. Το Κοκό, σύμφωνα με τους βιογράφους της, μπορεί να προέρχεται από τα δημοφιλή τραγούδια εκείνης της εποχής «Ko Ko Ri Ko» και «Qui qu'a vu Coco» ή ακόμα και από τη λέξη cocotte (κοκότα). Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, που κυκλοφορούσε την εποχή της μεγάλης της δόξας στα παρισινά σαλόνια, η Σανέλ αποκλήθηκε Κοκό, επειδή διοργάνωσε τα καλύτερα πάρτι στο Παρίσι, όπου προσφερόταν άφθονη κοκαΐνη. Ή ίδια ήταν γνωστό ότι ήταν εθισμένη στις ναρκωτικές ουσίες και παρέμεινε ως το τέλος της ζωής της χρήστρια μορφίνης.

Το 1906 σ’ ένα κλαμπ, όπου εμφανιζόταν, γνώρισε τον Ετιέν Μπαλσάν, πρώην αξιωματικό του ιππικού και γόνο πλούσιας οικογένειας υφαντουργών, με τον οποίο πέρασε τρία χρόνια πλούσιας και τρυφηλής ζωής. Το 1909 δημιούργησε σχέση με τον φίλο του Μπαλσάν, τον άγγλο λογαχό Μπόι Κέιπελ, επίλεκτο μέλος της αγγλικής υψηλής κοινωνίας, ο οποίος χρηματοδότησε και τα πρώτα της σχέδια στον κόσμο της μόδας.

Η σταδιοδρομία της Σανέλ στον κόσμο της μόδας ξεκίνησε το 1913, όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει το τραγούδι, στο οποίο, όπως διαπίστωσε κι η ίδια, δεν είχε καμία τύχη. Άνοιξε ένα μικρό κατάστημα στη Ντοβίλ, στο οποίο πουλούσε καπέλα που έφτιαχνε η ίδια. Σύντομα άρχισε να σχεδιάζει πουλόβερ, φούστες και διάφορα αξεσουάρ και να χρησιμοποιεί το ζέρσεϊ. Το 1914 άνοιξε το πρώτο της κατάστημα στο Παρίσι και το 1916 ίδρυσε τον οίκο υψηλής ραπτικής «Chanel». Μέσα σε πέντε χρόνια είχε επιβληθεί, προκαλώντας επανάσταση στο γυναικείο ντύσιμο, με ένα απλό και άνετο στυλ, που ο συνεταίρος της Πολ Πουαρέ αποκαλούσε «φτωχοπροδρομισμό πολυτελείας» («le misérabilisme de luxe»).

Η απλότητα και η άνεση των ρούχων της τονίζονταν από τα ασυνήθιστα τότε φαντεζί ψεύτικα κοσμήματα. Επέβαλε τα μάλλινα ρούχα, το φόρεμα - σεμιζιέ, το απλό μαύρο φόρεμα, την κοντή πλισέ φούστα, το πανταλόνι για πρωινή και βραδινή εμφάνιση. Το 1926 σχεδίασε το πρώτο της ταγιέρ, ενώ από το 1922 είχε συνδυάσει τις δημιουργίες της με το άρωμα «5».

Το 1935 άρχισε να παράγει υφάσματα ζέρσεϊ σε δικό της εργοστάσιο. Την περίοδο του Μεσοπολέμου, ο Οίκος της ήταν από τους μεγαλύτερους στο Παρίσι, με κύκλο εργασιών 120 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων της εποχής και οι επιχειρήσεις της (οίκος μόδας, εργοστάσιο υφασμάτων, εργαστήρια παραγωγής αρωμάτων και κοσμημάτων) απασχολούσαν 3.500 άτομα.

Το 1938 αποσύρθηκε και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στη Γαλλία έκλεισε τις επιχειρήσεις και άφησε στο δρόμο χιλιάδες εργαζομένους. Κατηγορήθηκε για σχέσεις με τους Ναζί, αλλά η εις βάρος της δικαστική έρευνα δεν προχώρησε μετά το τέλος του πολέμου. Πάντως, ήταν γνωστή η ερωτική της σχέση με τον στρατηγό των Ες-Ες Βάλτερ Σέλενμπεργκ.

Το 1954 επανήλθε στο προσκήνιο της υψηλής ραπτικής, όταν παρουσίασε ολοκληρωμένο το κλασικό «ταγιέρ Σανέλ», με την κομψή, άνετη φούστα και τη χαρακτηριστική ζακέτα χωρίς πέτα, φινιρισμένη με σειρήτια.

Η Κοκό Σανέλ πέθανε στο Παρίσι στις 10 Ιανουαρίου 1971, σε ηλικία 87 ετών. Ο Οίκος της εξακολούθησε να λειτουργεί και μετά το θάνατό της, παραμένοντας πιστός στην παράδοση του «στυλ Σανέλ». Το 1977 δημιουργήθηκε η πρώτη συλλογή σινιέ έτοιμων ενδυμάτων (πρετ -α- πορτέ), με προορισμό την αγορά των ΗΠΑ. Τον επόμενο χρόνο άνοιξε το πρώτο κατάστημα ετοίμων ενδυμάτων στο Παρίσι και τα επόμενα χρόνια σε πολλές χώρες του κόσμου.





Πηγή

Τζιμ Λόντος

 Σούπερ σταρ της επαγγελματικής πάλης (κατς), που πρόσφερε ώρες χαράς και ξεγνοιασιάς στους δοκιμαζόμενους από το οικονομικό κραχ Αμερικανούς.

Τζιμ Λόντος (1897 – 1975)

Σούπερ σταρ της επαγγελματικής πάλης (κατς), που πρόσφερε ώρες χαράς και ξεγνοιασιάς στους δοκιμαζόμενους από το οικονομικό κραχ Αμερικανούς. Ο Τζιμ Λόντος (Jim Londos) γεννήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 1897 στο Κουτσοπόδι του Άργους ως Χριστόφορος Θεοφίλου και ήταν το μικρότερο από τα 13 παιδιά της οικογένειάς του.

 

Η μητέρα του ήθελε να γίνει ιερέας, ενώ ο πατέρας του τον ονειρευόταν στρατιωτικό. Ο ίδιος προτίμησε να γίνει μετανάστης και σε ηλικία μόλις 13 ετών εγκατέλειψε το σπίτι του, ταξίδεψε στην Αμερική κι έπιασε δουλειά ως λαντζέρης σ' ένα εστιατόριο της Νέας Υόρκης.

Η ιδέα να ασχοληθεί με την πάλη τού δημιουργήθηκε όταν βρέθηκε τυχαία σ' έναν αγώνα, καθώς «εξερευνούσε» τους δρόμους του Μανχάταν, λίγες ημέρες μετά την άφιξή του. Με τα πρώτα χρήματα που κέρδισε από τη δουλειά του, γράφτηκε σ' ένα προπονητήριο και άρχισε να μαθαίνει τα μυστικά του αθλήματος.

Πολύ σύντομα, προσέλκυσε το ενδιαφέρον των οργανωτών αγώνων, καθώς διέφερε απ' όλους τους άλλους παλαιστές. Ήταν μικρόσωμος και χωρίς κανένα ψεγάδι τερατομορφίας, ενώ διέθετε δύναμη, ευκινησία, ευστροφία και πονηριά. Αυτή η διαφορετικότητά του ταύτιζε τους θεατές μαζί του, στο ρόλο του «καλού» που μάχεται και τελικά νικάει τον γιγαντόσωμο «κακό» αντίπαλό του. Δεκάδες χιλιάδες κόσμου συνέρεαν σε κάθε αγώνα του για να παρακολουθήσουν τα κατορθώματά του και να απολαύσουν τις θεαματικές λαβές και τα «αεροπλανικά» του.

Ο Τζιμ Λόντος -προσωνύμιο που του δόθηκε από τον αθλητικογράφο Ρόσκο Φόσετ, έπειτα από μία νίκη του στην ομιχλώδη αρένα «Λονδίνο» (London) του Πόρτλαντ- υπήρξε από τους πρωτεργάτες τους είδους της πάλης που αργότερα έγινε γνωστό διεθνώς ως «κατς». Στις 8 Ιουνίου του 1930 ανακηρύχθηκε από την Ομοσπονδία Πάλης της Πολιτείας της Νέας Υόρκης παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών, τίτλο που κράτησε έως το 1946, οπότε και αποσύρθηκε. Σε αυτά τα 16 χρόνια έδωσε περισσότερους από 2.500 αγώνες και ηττήθηκε σε λιγότερους από δέκα!

Οι Έλληνες τον απολάμβαναν κατά καιρούς στο Παναθηναϊκό Στάδιο, όταν ερχόταν για να κατατροπώσει τον Κβαριάνι, τον Μεμέτ Αλή, τον Βάντερβαλντ και το 1959 (στα 64 χρόνια του!) κάποιον άγγλο παλαιστή τριάντα χρόνια νεότερό του...

Η λαμπρή πορεία του στα ρινγκ υπήρξε ιδιαίτερα προσοδοφόρα για τον Λόντο. Αλλά και ο ίδιος υπήρξε γενναιόδωρος, προσφέροντας σημαντικά χρηματικά ποσά για τα ελληνόπουλα που έμειναν ορφανά κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Πέθανε στην Καλιφόρνια στις 19 Αυγούστου 1975, από ανακοπή καρδιάς.




Πηγή