Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2023

Άγιος Φωκάς Ιερομάρτυρας ο Θαυματουργός


Φωκᾶ, τὸ λουτρὸν σμήγματος παντὸς δέχου.
Λουτρὸν γὰρ ἦν ἀγῶνος, οὐ καθαρσίου.
Εἰκάδι δευτερίῃ λουτρὸν πέφνεν ἔνδοθι Φωκᾶν.

Ιωάννης Ζ’ Παλαιολόγος

 Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, σε μια εποχή που η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπνεε τα λοίσθια...

Ιωάννης Ζ’ Παλαιολόγος (1370 – 1408)

Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, σε μια εποχή που η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπνεε τα λοίσθια και δοκιμαζόταν από τις εσωτερικές διαμάχες της δυναστείας των Παλαιολόγων, στην οποία ανήκε.

Ο Ιωάννης Ζ’ Παλαιολόγος γεννήθηκε το 1370 και υπήρξε πρωτότοκος γιος του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Δ’ Παλαιολόγου (1348-1385) και της συζύγου του Μαρίας Κυράτζας (1348-1390), κόρης του τσάρου της Βουλγαρίας Ιβάν Αλεξάντρ. Παππούς του ήταν ο επίσης αυτοκράτορας Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος (1332-1391).

Συμβασίλευσε με τον πατέρα του (1376-1379), ο οποίος με τη βοήθεια των Οθωμανών Τούρκων είχε ανατρέψει τον παππού του Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο. Μετά την παλινόρθωσή του το 1379, ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος τύφλωσε μερικώς, τόσο τον γιο του, όσο και τον εγγονό του. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 1385, ο Ιωάννης Ζ’ Παλαιολόγος θεώρησε εαυτόν νόμιμο διάδοχο του θρόνου και αντιτάχθηκε στις βλέψεις του θείου του Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου.

Στις 14 Απριλίου 1390 ανέτρεψε τον παππού του Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο, με τη βοήθεια των Γενουατών και του Οθωμανού Σουλτάνου. Ο Βαγιαζήτ Α’ (1354-1403) επιθυμούσε την ανατροπή του αυτοκράτορα, που έτρεφε αντιτουρκικά και φιλοβενετικά αισθήματα. Είχε προηγηθεί ταξίδι του Ιωάννη Ζ’ στη Γένουα το 1389 προς αναζήτηση πολιτικής υποστήριξης έναντι του θείου του, Μανουήλ. Ο Ιωάννης Ζ’ παρέμεινε στον θρόνο για λίγους μήνες έως τις 17 Σεπτεμβρίου 1390, οπότε ανατράπηκε με πρωτοβουλία του θείου το Μανουήλ Β’. Ο πατέρας του  Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος ανακηρύχθηκε για τρίτη φορά αυτοκράτορας.

Αμέσως μετά την αποκατάσταση του Ιωάννη Ε’ στον θρόνο του Βυζαντίου, ο Ιωάννης Ζ’ και ο Μανουήλ Β’ κλήθηκαν από τον Βαγιαζήτ, βάσει των όρων υποτέλειας που είχε συμφωνήσει ο Ιωάννης Ε’ να συμμετάσχουν στην επόμενη στρατιωτική εκστρατεία των Τούρκων, κατά της Φιλαδέλφειας, η οποία μέχρι εκείνη την ώρα ήταν σε Βυζαντινά χέρια. Ενώ βρίσκονταν στη Μικρά Ασία τους αναγγέλθηκε η είδηση για τον θάνατο του  Ιωάννη Ε’ (16 Φεβρουαρίου 1391). Οι δυο τους συμφώνησαν να στεφθεί αυτοκράτορας ο Μανουήλ Β’ και ο Ιωάννης Ζ’ να ανακηρυχθεί διάδοχός του, αφού ο Μανουήλ ήταν ακόμη ανύπαντρος.

Ο Βαγιαζήτ επιθυμούσε την αποκατάσταση του Ιωάννη Ζ’ στον θρόνο του Βυζαντίου και δεν δίστασε να αποκλείσει και να πολιορκήσει την Κωνσταντινούπολη. Ο κλοιός γύρω από την πόλη έγινε ασφυκτικότερος μετά την αποτυχημένη Σταυροφορία του 1396, που τερματίστηκε με τη συντριπτική νίκη του σουλτάνου στη μάχη της Νικόπολης το ίδιο έτος. Το 1399 εισήλθε πανηγυρικά ο Ιωάννης Ζ’ στην Πόλη, χωρίς όμως να επιτρέψει την παράδοσή της στους Οθωμανούς. Ο ίδιος τέθηκε επικεφαλής της άμυνας ως αντιβασιλιάς, ενώ ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ περιόδευσε στη Δύση, με σκοπό να συγκεντρώσει πολύτιμη βοήθεια. Όλοι περίμεναν το θαύμα, το οποίο ήρθε με τη μορφή του Ταμερλάνου. Το 1402 ο Βαγιαζήτ έλυσε την πολιορκία για να αντιμετωπίσει τη Χρυσή Ορδή του Μογγόλου ηγέτη. Υπέστη συντριβή στη μάχη της Άγκυρας (20 Ιουλίου 1402) και συνελήφθη αιχμάλωτος.

Τον επόμενο χρόνο ο Ιωάννης Ζ’, εκμεταλλευόμενος τις εσωτερικές διαμάχες των Οθωμανών, υπογράφει συνθήκη μαζί τους και η Θεσσαλονίκη περιέρχεται και πάλι στο Βυζάντιο (3 Ιουνίου 1403). Έχοντας αποκαταστήσει πλήρως τις σχέσεις του με τον αυτοκράτορα και θείο του Μανουήλ Κομνηνό εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη και αναλαμβάνει τη διοίκηση της περιοχής ως «Δεσπότης της Θεσσαλονίκης» και «Βασιλεύς πάσης Θεσσαλίας».

Το 1399 νυμφεύτηκε τη γενουατικής καταγωγής Ευγενία Γκατιλούζιο, πρωτότοκο κόρη του Λόρδου της Λέσβου Φραντσέσκο Β’ Γκατιλούζιο, η οποία μετονομάστηκε σε Ειρήνη. Μαζί απέκτησαν τον Ανδρόνικο Ε’ Παλαιολόγο, ο οποίος συμβασίλευσε με τον πατέρα του από το 1403 έως το 1407, οπότε πέθανε σε ηλικία επτά ετών.

Ο Ιωάννης Ζ’ Παλαιολόγος πέθανε στις 22 Σεπτεμβρίου 1408, σε ηλικία 38 ετών.


         
Πηγή

Υποβρύχιο Δελφίν

 Το πρώτο μάχιμο υποβρύχιο του ελληνικού στόλου και το πρώτο στην παγκόσμια ναυτική ιστορία που εκτόξευσε τορπίλη κατά εχθρικού πολεμικού πλοίου...


Το πρώτο μάχιμο υποβρύχιο του ελληνικού στόλου, που διεκδίκησε μια παγκόσμια πρωτιά. Στις 9 Δεκεμβρίου 1912 έγινε το πρώτο υποβρύχιο στην παγκόσμια ναυτική ιστορία που εκτόξευσε τορπίλη κατά εχθρικού πολεμικού πλοίου και συγκεκριμένα του τουρκικού καταδρομικού «Μετζηδιέ» (Medjidieh), στο πλαίσιο του Α' Βαλκανικού Πολέμου. Αν και η βολή ήταν αποτυχημένη, το «Δελφίν» έγραψε ιστορία.

H ναυπήγηση του Δελφίν ήταν αποτέλεσμα της αναδιοργάνωσης του ελληνικού στρατεύματος, που ακολούθησε το στρατιωτικό κίνημα στου Γουδή (15 Αυγούστου 1909) και ήταν ένα από τα κύρια αιτήματα του Στρατιωτικού Συνδέσμου υπό τον Συνταγματάρχη Νικόλαου Ζορμπά. Η παραγγελία για τη ναυπήγηση του πρώτου ελληνικού καταδυομένου (λέξη της εποχής για το υποβρύχιο) δόθηκε από την κυβέρνηση Δραγούμη στα γαλλικά ναυπηγεία Schneider τον Σεπτέμβριο του 1910. Η ναυπήγησή του άρχισε το 1911 και ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 1912. Η παραλαβή του «Δελφίν» έγινε στις 21 Αυγούστου 1912 στον ναύσταθμο της Τουλόν από τον πλωτάρχη Στέφανο Παπαρηγόπουλο, που ήταν και ο πρώτος κυβερνήτης του. Το «Δελφίν», υποβρύχιο τύπου «Λομπέφ», είχε εκτόπισμα 310/450 τόνων, ανέπτυσσε ταχύτητα 8.5/13 κόμβων και ο οπλισμός του αποτελείτο από 4 εκτοξευτήρες τορπιλών των 45 εκ. εξωτερικά του σκάφους κάτω από το ξύλινο κατάστρωμα. Είχε πλήρωμα 18 ανδρών.

Αμέσως μετά την παραλαβή του άρχισε η εντατική εκπαίδευση του πληρώματος υπό την επίβλεψη Γάλλων αξιωματικών. Είχαν γίνει έντεκα καταδύσεις, όταν ο κυβερνήτης του πήρε διαταγή να αποπλεύσει από την Τουλόν για τον Πειραιά, καθώς ο Α' Βαλκανικός Πόλεμος βρισκόταν επί θύραις. Το υποβρύχιο άφησε τη Γαλλία στις 16 Σεπτεμβρίου με κατεύθυνση την Κέρκυρα, όπου έφθασε στις 21 Σεπτεμβρίου. Δεν έμεινε παρά λίγες ώρες στο νησί των Φαιάκων, όσο χρειάστηκε για να ανεφοδιαστεί. Την επομένη, 22 Σεπτεμβρίου 1912, κατέπλευσε στο Ναύσταθμο της Σαλαμίνας, όπου έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής.

Την επομένη η εφημερίδα Εμπρός έγραψε για το νέο απόκτημα του Πολεμικού Ναυτικού: «Το σχήμα του Δελφίνος είναι ακριβώς σχήμα μεταλλίνου τεραστίου πούρου, χρώματος βαθυκυάνου, μήκους ολίγον μικρότερον των τορπιλλοβόλων μας. Επί του καταστρώματός του, επίσης καμπυλοειδούς, έχει μόνο δύο κοντούς ιστούς, μίαν μικράν γέφυραν δια τον κυβερνήτην του και στερείται τελείως καπνοδόχου. Κατά την κατάδυσίν του, γέφυρα και ιστοί εξαφανίζονται τελείως υπό το ύδωρ».









Στις 4 Οκτωβρίου 1912 ξέσπασε ο Α' Βαλκανικός Πόλεμος και στις 19 Οκτωβρίου το Δελφίν απέπλευσε από τον Ναύσταθμο για να ενωθεί με τον υπόλοιπο στόλο που ναυλοχούσε στο Μούδρο της Λήμνου. Τον επόμενο μήνα, η μόνη του δραστηριότητα ήταν κάποιες καταδυτικές ασκήσεις στον κόλπο του Μούδρου και οι συνεχείς επιθεωρήσεις των μηχανών και των συστημάτων του, που παρουσίαζαν προβλήματα. Από τις 20 Νοεμβρίου άρχισε τις περιπολίες, πλέοντας στην επιφάνεια, αλλά και σε κατάδυση, έξω από τα Δαρδανέλια, ενώ τις νύκτες προσορμιζόταν στην Τένεδο.

Τις πρωινές ώρες της 9ης Δεκεμβρίου 1912 έξι τουρκικά πολεμικά εμφανίστηκαν στο στόμιο των Δαρδανελλίων στην πρώτη έξοδο του τουρκικού στόλου στο Αιγαίο μετά την ήττα του στη Ναυμαχία της Έλλης στις 3 Δεκεμβρίου. Αμέσως έσπευσαν ισάριθμα ελληνικά πλοία, τα οποία είχαν διαταγή να τα παρενοχλούν από απόσταση μέχρι την άφιξη των θωρηκτών του ελληνικού στόλου με επικεφαλής το Αβέρωφ. Μετά από ένα τέταρτο, τα εχθρικά πλοία στράφηκαν προς νότο με κατεύθυνση προς τα Μαυρονήσια. Όταν φάνηκαν στον ορίζοντα το Δελφίν, που περιπολούσε στην περιοχή, καταδύθηκε και επιχείρησε να τορπιλίσει το Μετζηδιέ από απόσταση 500 μέτρων. Ο τορπιλλοβλητικός σωλήνας, όμως, έπαθε αφλογιστία και η τορπίλλη έπεσε στο βυθό, δίπλα στο υποβρύχιο, χωρίς να εκραγεί. Τα τουρκικά πλοία πέρασαν πάνω από το Δελφίν χωρίς να το αντιληφθούν.

Στην προσπάθειά του να επιστρέψει στη βάση του, το ελληνικό υποβρύχιο προσάραξε στα αβαθή των ακτών της Τενέδου. Για να αποκολληθεί αναγκάστηκε να αφήσει τα μολυβένια βάρη ασφαλείας που είχε, πράγμα που έκανε αδύνατη την κατάδυσή του. Πλέοντας στην επιφάνεια επέστρεψε στο Μούδρο στις 10 Δεκεμβρίου και δύο ημέρες αργότερα στάλθηκε στο Ναύσταθμο της Σαλαμίνας για επισκευές και εκεί έμεινε ως το τέλος του πολέμου.

Τον Σεπτέμβριο του 1916 το Δελφίν κατασχέθηκε από τους Γάλλους, κατά τη διάρκεια του «Εθνικού Διχασμού». Στο Ναυτικό αποδόθηκε τον Οκτώβριο του 1917, όταν πια είχε επικρατήσει το βενιζελικό «Κίνημα της Εθνικής Άμυνας» και στη νότια Ελλάδα. Όμως, ήταν πια άχρηστο και οποιαδήποτε προσπάθεια αποκατάστασής του ανέφικτη. Έτσι, το Δελφίν, παροπλίστηκε το 1920.


               
Πηγή