Ο Άγιος Ιερόθεος ήταν πλατωνικός φιλόσοφος και ένας από τα εννέα μέλη του Συμβουλίου της Γερουσίας του Αρείου Πάγου. Αφού δέχθηκε και διδάχθηκε την πίστη του Χριστού από τον Απόστολο Παύλο, χειροτονήθηκε πρώτος επίσκοπος Αθηνών. Μαθητής του υπήρξε ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης (βλέπε 3 Οκτωβρίου), ο οποίος στα συγγράμματά του πλέκει εγκώμια για τον δάσκαλό του.
Εκοιμήθη εν ειρήνη σε βαθιά γεράματα, μετά από πολύχρονη ποιμαντική και συγγραφική δραστηριότητα. Η τίμια κάρα του φυλάσσεται στο ομώνυμο μοναστήρι στα Μέγαρα Αττικής. Επίσης λείψανά του σώζονται στο Άγιον Όρος (Ι. Μ. Αγ. Παύλου) καθώς και στο παρεκκλήσιο του Αγίου Ανδρέα (Αρχιεπισκοπή Αθηνών).
Ο Μ. Γαλανός στο Συναξαριστή του αναφέρει ότι, είναι αδύνατο να διδάχτηκε από τον Απόστολο Παύλο ο Ιερόθεος πρώτος τη χριστιανική πίστη, διότι οι Πράξεις βεβαιώνουν ρητά ότι πρώτος πίστεψε με τη διδασκαλία του Απόστόλου Παύλου ο Διονύσιος. Αλλά και αν ακόμη ήταν Αρεοπαγίτης ή ακόμα σπουδαιότερο, πρώτος επίσκοπος της εκκλησίας Αθηνών, ήταν δυνατόν να παραλειφθεί μια τέτοια μεγάλη φυσιογνωμία για να συμπεριληφθεί απλά στη γενική έκφραση «ότι επίστευσαν και έτεροι»; Γι' αυτό λοιπόν λογικότερο είναι - συνεχίζει ο Μ. Γαλανός - να δεχτούμε, ότι μάλλον ο Ιερόθεος πίστεψε κατόπιν του Διονυσίου και απ' αυτόν διδάχτηκε, αφού έφυγε από την Αθήνα ο Παύλος. Αλλά όπως και αν έχουν τα πράγματα, βέβαιο είναι ότι ο Ιερόθεος ήταν άνδρας μεγάλης κοινωνικής παιδείας, έκανε πρώτος επίσκοπος Αθηνών και εργάστηκε για το ποίμνιο του με πίστη και πολύ ζήλο. Σύμφωνα μάλιστα με κάποια παράδοση, ο Ιερόθεος ήταν παρών και κατά την κοίμηση της Παναγίας στην Ιερουσαλήμ (15 Αυγούστου).
Είναι ο πρώτος τεχνητός δορυφόρος που τέθηκε σε τροχιά γύρω από τη Γη και αποτέλεσε το πρώτο κεφάλαιο της Οδύσσειας του Διαστήματος. Εκτοξεύθηκε από τη Σοβιετική Ένωση στις 4 Οκτωβρίου 1957...
Είναι ο πρώτος τεχνητός δορυφόρος που τέθηκε σε τροχιά γύρω από τη Γη και αποτέλεσε το πρώτο κεφάλαιο της Οδύσσειας του Διαστήματος. Εκτοξεύθηκε από τη Σοβιετική Ένωση στις 4 Οκτωβρίου 1957, πιάνοντας στην κυριολεξία στον ύπνο τη μεγάλη της αντίπαλο ΗΠΑ, που σκόπευε αυτή να έχει τη μεγάλη τιμή.
Η ιστορία του Σπούτνικ (Sputnik, συνοδός ή συνταξιδιώτης στα ρωσικά) και κατ' επέκταση του διαστημικού προγράμματος της ΕΣΣΔ ξεκίνησε στις 27 Μαΐου 1954, όταν ο σχεδιαστής και μηχανικός πυραύλων Σεργκέι Καραλιόφ πρότεινε το σχέδιο στον Υπουργό Αμυντικών Βιομηχανιών Ντμίτρι Ουστίνοφ, με την υπενθύμιση ότι οι σοβιετικοί επιστήμονες είχαν τη σχετική τεχνογνωσία. Άλλωστε, είχαν κληρονομήσει, όπως και οι Αμερικανοί, τα τελευταία επιτεύγματα της πυραυλικής από τους συναδέλφους τους της Ναζιστικής Γερμανίας, που προσπαθούσε να αναπτύξει τηλεκατευθυνόμενα βλήματα.
Το σχέδιο του Καραλιόφ θα έμενε στο συρτάρι κάποιου γραφειοκράτη, αν στις 29 Ιουλίου 1955 ο αμερικανός πρόεδρος Ντουάιτ Αϊζενχάουερ δεν ανακοίνωνε ότι η χώρα του προτίθεται να εκτοξεύσει ένα τεχνητό δορυφόρο το 1957, με αφορμή το Διεθνές Γεωφυσικό Έτος. Η πρόθεση των Αμερικανών αφύπνισε τους σοβιετικούς ιθύνοντες, που αποφάσισαν να υλοποιήσουν το σχέδιο Καραλιόφ με ντιρεκτίβα του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΣΕ. Πολιτικοί και επιστήμονες στις ΗΠΑ δεν πήραν στα σοβαρά την ανακοίνωση των Σοβιετικών. Τη θεώρησαν απλή προπαγάνδα, καθώς πίστευαν ότι δεν ήταν ακόμη έτοιμοι για ένα τόσο μεγάλο κατόρθωμα.
Διαψεύστηκαν, όμως, καθώς στις 21:28:34 της 4ης Οκτωβρίου 1957 ένας πύραυλος - φορέας R-7 εκτοξεύθηκε από την περιοχή Τιουρατάμ του Καζακστάν, εκεί που σήμερα βρίσκεται το κοσμοδρόμιο του Μπαϊκονούρ. Μετέφερε τον Σπούτνικ 1, μια αλουμινένια σφαίρα με τέσσερις κεραίες, διάμετρο 1,17 μ. και βάρος 84 κιλά. Τέθηκε σε τροχιά γύρω από τη Γη με απόγειο 942 χιλιόμετρα και περίγειο 231 χιλιόμετρα.
Εκτελούσε μια πλήρη περιστροφή της Γης κάθε 96 λεπτά και παρέμεινε σε τροχιά μέχρι τις 4 Ιανουαρίου 1958, οπότε εισήλθε στην ατμόσφαιρα και καταστράφηκε. Ο Σπούτνικ 1, όπως και άλλοι που ακολούθησαν, εφοδίασαν τους επιστήμονες με πολύτιμα στοιχεία για τις θερμοκρασίες που επικρατούν στο διάστημα, τις πιέσεις, τα σωματίδια, τις ακτινοβολίες και τα μαγνητικά πεδία.
Η επιτυχία των Σοβιετικών εντυπωσίασε όλο τον κόσμο κι έγινε πρωτοσέλιδο σχεδόν παντού. Οι Αμερικανοί, όχι μόνο θορυβήθηκαν για την αποτυχία τους, αλλά ανησύχησαν με την εξέλιξη του πυραύλου R-7, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για στρατιωτικούς σκοπούς. Έβαλαν τα δυνατά τους τους επόμενους μήνες κι έδωσαν τη δική τους απάντηση στον Σπούτνικ, με την εκτόξευση του Εξπλόρερ 1 στις 31 Ιανουαρίου 1958. Παράλληλα, ξεκίνησαν μια κούρσα εξοπλισμών με τη μεγάλη τους αντίπαλο. Άλλωστε, ήταν η εποχή του Ψυχρού Πολέμου.
Στρατιωτικός και πολιτικός. Διετέλεσε Αρχιστράτηγος κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και στο τελευταίο στάδιο του Εμφυλίου Πολέμου, και Πρωθυπουργός από το 1952 έως το θάνατό του.
Στρατιωτικός και πολιτικός. Διετέλεσε Αρχιστράτηγος κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και στο τελευταίο στάδιο του Εμφυλίου Πολέμου, και Πρωθυπουργός από το 1952 έως το θάνατό του.
Ο Αλέξανδρος Παπάγος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 1883. Πατέρας του ήταν ο αντιστράτηγος Λεωνίδας Παπάγος με καταγωγή από τις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας και μητέρα του η Μαρία Καλίνσκυ, ανιψιά του εθνικού ευεργέτηΓεωργίου Αβέρωφ.
Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές, το 1901 εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά την εγκατέλειψε ένα χρόνο αργότερα, προκειμένου ν' ακολουθήσει στρατιωτική εκπαίδευση στο εξωτερικό, καθότι είχε παρέλθει το όριο ηλικίας για την εισαγωγή του στη Σχολή Ευελπίδων. Φοίτησε για μία διετία (1902 - 1904) στη στρατιωτική σχολή των Βρυξελλών και την επόμενη διετία στη σχολή Ιππικού του Ιπρ.
Το 1906 επέστρεψε στην Ελλάδα και κατετάγη στο στρατό ως Ανθυπίλαρχος στο Όπλο του Ιππικού. Το 1911 παντρεύτηκε τη Μαρία Καλίνσκυ, εγγονή του στρατηγού Τιμολέοντα Βάσσου, με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά, την Ειρήνη (1914), σύζυγο του γλύπτη Γιάννη Παππά και τον Λεωνίδα (1912), διπλωμάτη και αυλάρχη των ανακτόρων.
Ο Παπάγος συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους ως Υπίλαρχος κι έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις για την κατάληψη των Ιωαννίνων. Δεδηλωμένος φιλοβασιλικός ο Παπάγος, μετά την επικράτηση του Ελευθέριου Βενιζέλου το 1917, αποστρατεύτηκε κι εξορίστηκε διαδοχικά στα νησιά Ίο, Θήρα, Μήλο και Κρήτη.
Η νίκη των «Κωνσταντινικών» και η επάνοδος του Βασιλιά Κωνσταντίνου το Νοέμβριο του 1920 είχε ως επακόλουθο την ανάκληση του Παπάγου στο στράτευμα και την αναδρομική απόδοση του βαθμού του Αντισυνταγματάρχη. Συμμετείχε στη Μικρασιατική Εκστρατεία ως Επιτελάρχης σε μονάδες του Ιππικού, όπου και παρέμεινε μέχρι την κατάρρευση του Μετώπου τον Αύγουστο του 1922.
Μετά την Επανάσταση Πλαστήρα, το 1922, αποστρατεύτηκε εκ νέου. Επανήλθε για δεύτερη φορά στις τάξεις του στρατού το 1926 επί οικουμενικής κυβέρνησης με το βαθμό του Συνταγματάρχη και μέχρι το 1935 είχε φθάσει στο βαθμό του Αντιστρατήγου, διοικώντας σημαντικές μονάδες του Ελληνικού Στρατού.
Στις 10 Οκτωβρίου 1935, ως αρχηγός του Στρατού οργάνωσε κίνημα μαζί με τους ομολόγους του υποναύαρχο Οικονόμου και αντιπτέραρχο Ρέππα, προκαλώντας την παραίτηση της κυβέρνησης Παναγή Τσαλδάρη κι επιταχύνοντας τις εξελίξεις για την επαναφορά της βασιλείας στη χώρα μας. Ο Γεώργιος Κονδύλης, που βρισκόταν σε συνεννόηση με τους πραξικοπηματίες, σχηματίζει αμέσως κυβέρνηση, ορίζοντας τον Παπάγο υπουργό Στρατιωτικών. Η νέα κυβέρνηση προκήρυξε δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος, το οποίο απέβη υπέρ της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας και ο Παπάγος ορίστηκε να μεταφέρει το αποτέλεσμα στο Βασιλιά Γεώργιο Β' στην Αγγλία, όπου διέμενε.
Όταν ο Ιωάννης Μεταξάς έγινε πρωθυπουργός, επανήλθε στην αρχηγία του στρατεύματος την 1η Αυγούστου 1936, παρέχοντάς του σημαντική βοήθεια στο πραξικόπημα της 4ης Αυγούστου. Παρέμεινε στη θέση αυτή και κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας Μεταξά, συμβάλλοντας στην αναδιοργάνωση και τον επανεξοπλισμό του ελληνικού στρατού στον διαφαινόμενο πόλεμο.
Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου ανέλαβε Αρχιστράτηγος του στρατού ξηράς, καταφέρνοντας, παρά τις υλικές αδυναμίες και τον αρχικό αιφνιδιασμό, να οργανώσει την αποτελεσματική άμυνα της χώρας και να απωθήσει τα ιταλικά στρατεύματα στην αλβανική ενδοχώρα. Παρέμεινε στην ηγεσία του στρατεύματος έως τις 23 Απριλίου 1941, οπότε παραιτήθηκε, προκειμένου να μη συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις της συνθηκολόγησης μετά τη ναζιστική εισβολή και προέλαση, επικρίνοντας το στρατηγό Τσολάκογλου για το σχηματισμό δοσιλογικής κυβέρνησης.
Στη διάρκεια της Κατοχής, δημιούργησε μία πατριωτική οργάνωση, τη Στρατιωτική Ιεραρχία, στην οποία συμμετείχαν ως επί το πλείστον αξιωματικοί. Η αποκάλυψη της δράσης τους τον Ιούλιο του 1943 συνοδεύτηκε από την αποστολή του, μαζί με άλλους τέσσερεις αντιστράτηγους, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης (στο Νταχάου, μεταξύ άλλων), στα οποία παρέμεινε μέχρι τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας.
Επέστρεψε στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1945 και τον Ιούλιο του 1947 του απονεμήθηκε ο βαθμός του στρατηγού εν αποστρατεία. Στις 19 Ιανουαρίου 1949 η κεντρώα κυβέρνηση Σοφούλη ανακάλεσε στην ενέργεια τον στρατηγό Αλέξανδρο Παπάγο και του ανέθεσε εν λευκώ τη Γενική Αρχιστρατηγία των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, με στόχο τη συντριβή της κομμουνιστικής ανταρσίας.
Η έκβαση του Εμφυλίου Πολέμου ήταν επιτυχής για τις αστικές δυνάμεις, με την καθοριστική συμβολή των Αμερικανών. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε το Βασιλιά Παύλο να απονείμει στον Παπάγο, για πρώτη φορά σε έλληνα στρατιωτικό, τον τίτλο του Στρατάρχη (17 Οκτωβρίου 1949). Ο Στρατάρχης Παπάγος παρέμεινε επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων, συμβάλλοντας στην ίδρυση στις 11 Απριλίου 1950 του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, σε αντικατάσταση των μέχρι τότε υφιστάμενων Υπουργείων Στρατιωτικών, Ναυτικών και Αεροπορίας, και την οργάνωση του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας (ΓΕΕΘΑ), του οποίου υπήρξε και ο πρώτος αρχηγός.
Σημαντική υπήρξε η συμβολή του σε θέματα που αφορούσαν τη βελτίωση των όρων διαβίωσης των αξιωματικών, με τη σύσταση του Αυτόνομου Οικοδομικού Οργανισμού Αξιωματικών (ΑΟΟΑ) και τη δημιουργία ενός οικισμού στις ανατολικές πλαγιές του Υμηττού, που φέρει το όνομά του (Δήμος Παπάγου).
Οι αποτυχημένες προσπάθειες των βενιζελογενών δυνάμεων για τη δημιουργία ενός ισχυρού κεντρώου συνασπισμού οδήγησαν τον αμερικανικό παράγοντα να βλέπει θετικά τη λύση της ανάληψης της πρωθυπουργίας από τον δεξιό Παπάγο, που πλέον διέθετε ιδιαίτερα ισχυρό γόητρο στην ελληνική κοινωνία. Το εγχείρημα στηρίχθηκε και από τα μεγαλύτερα εκδοτικά συγκροτήματα της εποχής (Καθημερινή, Εστία, Βήμα), αλλά αντιμετώπισε τη σθεναρή αντίδραση των Ανακτόρων, που φοβούνταν απώλεια του ελέγχου του στρατεύματος.
Στις 28 Μαΐου 1951 ο Παπάγος υπέβαλε την παραίτησή του στον Πρωθυπουργό Σοφοκλή Βενιζέλο, εκφράζοντας την πρόθεσή του να πολιτευτεί. Στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951 ο «Ελληνικός Συναγερμός», το κόμμα που είχε ιδρύσει στα πρότυπα του γαλλικού Συναγερμού του στρατηγού Ντε Γκολ, συγκέντρωσε το 36,53% των ψήφων, αλλά δεν εξασφάλισε αυτοδύναμη πλειονοψηφία στη Βουλή.
Ο Αλέξανδρος Παπάγος παραλαμβάνει από τον Νικόλαο Πλαστήρα.
Οι κεντρώες πολιτικές δυνάμεις σχημάτισαν βραχύβια κυβέρνηση με πρόεδρο το Νικόλαο Πλαστήρα, η οποία μετά την ασθένειά του και την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη κλονίστηκε σοβαρά. Στις 10 Οκτωβρίου 1952 προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 16 Νοεμβρίου, με νέο πλειοψηφικό σύστημα. Ο Ελληνικός Συναγερμός κατήγαγε θρίαμβο με ποσοστό 49,22% και 247 από τις 300 έδρες της Βουλής, με αποτέλεσμα να σχηματισθεί κυβέρνηση Παπάγου στις 19 Νοεμβρίου 1952.
Στο εσωτερικό μέτωπο, η κυβέρνηση Παπάγου ξεκίνησε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα για την ανοικοδόμηση της χώρας, μετά τον καταστροφικό εμφύλιο και την κατοχή. Στο οικονομικό πεδίο απόλυτος κυρίαρχος υπήρξε ο Υπουργός Συντονισμού Σπυρίδων Μαρκεζίνης, ο οποίος με τολμηρές κινήσεις κατάφερε τη μερική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Στις 9 Απριλίου 1953 η κυβέρνηση, με πρόταση του Μαρκεζίνη, προχώρησε στην υποτίμηση κατά 50% του εθνικού νομίσματος έναντι του δολαρίου, συνδέοντας με αυτό τον τρόπο την ισοτιμία της δραχμής με τα διεθνή νομίσματα, σύμφωνα με τις επιταγές του Μπρέτον Γουντς (1944). Η απόφαση αυτή θεωρείται από τις πλέον επιτυχημένες οικονομικές κινήσεις και συνέβαλε δραστικά στη σταθεροποίηση της εθνικής οικονομίας. Η αντιπολίτευση κατηγόρησε επανειλημμένα την κυβέρνηση Παπάγου ότι δεν έπραξε αρκετά για την κοινωνική συμφιλίωση και την επούλωση των τραυμάτων του Εμφυλίου.
Στην εξωτερική πολιτική, η νέα κυβέρνηση ευθυγραμμίστηκε με την πολιτική των Η.Π.Α., κατανοώντας την ηγετική τους παρουσία μεταξύ των χωρών του Ελευθέρου Κόσμου και τους παραχώρησε το δικαίωμα της δημιουργίας στρατιωτικών βάσεων στο ελληνικό έδαφος. Δύο είναι τα σοβαρότερα προβλήματα στην εξωτερική πολιτική που αντιμετώπισε ο Παπάγος: το Κυπριακό και τα Σεπτεμβριανά.
Την περίοδο της διακυβέρνησής του κορυφώνεται ο απελευθερωτικός αγώνας των Κυπρίων από τη βρετανική αποικιοκρατία, που ζητούσαν την Ένωση με τη μητέρα - πατρίδα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την άμεση εμπλοκή της Ελλάδας, που αντιμετώπισε, όμως, και την αντίδραση της ισχυρής συμμάχου Μεγάλης Βρετανίας. Η έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ βρίσκει τον Παπάγο σοβαρά άρρωστο και ανίκανο να πάρει αποφάσεις. Οι συγκρούσεις στην Κύπρο οδηγούν σε χειροτέρευση τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που φθάνουν στο κατώτερο δυνατό σημείο με το τουρκικό πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης στις 6 Σεπτεμβρίου 1955.
Ο Στρατάρχης Παπάγος πέθανε, τελικά, στις 4 Οκτωβρίου 1955, έπειτα από σύντομη ασθένεια, ενώ ήταν ακόμη πρωθυπουργός. Ο Βασιλιάς Παύλος έκανε την έκπληξη κι έχρισε διάδοχό του τον δυναμικό υπουργό Δημοσίων Έργων Κωνσταντίνο Καραμανλή και όχι κάποιο πρωτοκλασάτο στέλεχος της κυβέρνησής του, όπως τους δελφίνους Στέφανο Στεφανόπουλο και Παναγιώτη Κανελλόπουλο.
Στις 4 Οκτωβρίου 1919, ο ελληνικός στρατός απελευθερώνει για δεύτερη φορά την Ξάνθη, η οποία ενσωματώνεται οριστικά πλέον στον εθνικό κορμό.
Στις 4 Οκτωβρίου 1919, ο ελληνικός στρατός απελευθερώνει για δεύτερη φορά την Ξάνθη, η οποία ενσωματώνεται οριστικά πλέον στον εθνικό κορμό, με ένα μικρό διάλειμμα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε περιήλθε και πάλι στην κατοχή των Βουλγάρων.
Το ιστορικό πλαίσιο
Η Ξάνθη, όπως και όλη η Δυτική Θράκη, βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Οθωμανών Τούρκων την παραμονή των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-1913. Στις 7 Νοεμβρίου 1912 καταλήφθηκε από τους Βουλγάρους, σύμμαχο της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του Α’ Bαλκανικού Πολέμου. Λίγους μήνες αργότερα, κατά τη διάρκεια του Β’ Βαλκανικού Πολέμου, όταν Ελλάδα και Βουλγαρία βρέθηκαν σε διαφορετικά στρατόπεδα, ο ελληνικός στρατός κατέλαβε την πόλη στις 13 Ιουλίου 1913.
Με τη Συνθήκη τού Βουκουρεστίου (10 Αυγούστου 1913), όμως, η Δυτική Θράκη
(η μεταξύ Νέστου και Έβρου περιοχή) παραχωρήθηκε εκ νέου στη Βουλγαρία, η οποία,
έχοντας πραγματώσει την επιδίωξή της για έξοδο στο Αιγαίο,
ξεκίνησε μια εντατική πολιτική εκβουλγαρισμού.
Ο κυρίαρχος μουσουλμανικός πληθυσμός, καθώς και άλλα στοιχεία της περιοχής
εξεγέρθηκαν και ανακήρυξαν αυτόνομη τη Δυτική Θράκη με έδρα την Κομοτηνή,
αλλά με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης (29 Σεπτεμβρίου 1913)
η Δυτική Θράκη κατοχυρώθηκε στη Βουλγαρία.
Ο γάλλος στρατηγός Φρανσέ Ντ’ Εσπρέ
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος βρήκε Ελλάδα και Βουλγαρία και πάλι σε διαφορετικά στρατόπεδα.
Η χώρα μας, ύστερα από μια περίοδο ουδετερότητας, τάχθηκε τελικά στο πλευρό της Αντάντ,
ενώ η Βουλγαρία εντάθηκε στις Κεντρικές Δυνάμεις. Το τέλος του Μεγάλου Πολέμου σηματοδοτήθηκε
από την επικράτηση των δυνάμεων της Αντάντ και στη Διάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι, που ξεκίνησε τις εργασίες της στις 18 Ιανουαρίου 1919, ο έλληνας πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος ζήτησε μεταξύ άλλων την ένωση της βουλγαροκρατούμενης (Δυτικής) και της τουρκοκρατούμενης (Ανατολικής) Θράκης με την Ελλάδα. Εν τω μεταξύ, η Θράκη είχε τεθεί υπό διασυμμαχικό έλεγχο.
Στις 6 Σεπτεμβρίου 1919, το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο αποφάσισε
την παραχώρηση ολόκληρης της Θράκης στην Ελλάδα, ενώ στη Βουλγαρία
παραχωρήθηκε έξοδος στο Αιγαίο.
Τη συμμαχική απόφαση ανέλαβε να υλοποιήσει ο γάλλος στρατηγός Φρανσέ Ντ’ Εσπρέ (γνωστός και ως Δεσπεραί),
αρχηγός των συμμαχικών δυνάμεων στο Μακεδονικό Μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Ντ’ Εσπρέ διέταξε τότε τον στρατηγό Σαρλ Σαρπί να εποπτεύσει με τις δυνάμεις
του την είσοδο των ελληνικών δυνάμεων στη Θράκη,
με πρώτο σταθμό την Ξάνθη.
Σε προκήρυξή του, συντεταγμένη ελληνικά και τουρκικά,
ο Σαρπί γνωστοποίησε στους κατοίκους την απόφαση των συμμάχων για κατάληψη της Θράκης
και τους συνέστησε τάξη και ησυχία υποσχόμενος την προστασία τους.
Ήδη οι βουλγαρικές αρχές είχαν αρχίσει να αποχωρούν από την περιοχή,
όπως και το μεγαλύτερο μέρος του βουλγαρικού πληθυσμού της Δυτικής Θράκης,
προβαίνοντας σ’ ένα εκτεταμένο πλιάτσικο, όπως έγραψε ο Τύπος της εποχής.
Η είσοδος του ελληνικού στρατού στην Ξάνθη
O υποστράτηγος Γεώργιος Λεοναρδόπουλος
Το βράδυ της 3ης Οκτωβρίου 1919 ένα τάγμα πεζικού και μια ημιλαρχία ιππικού
της 9ης Μεραρχίας Πεζικού με επικεφαλής τον ταγματάρχη Μπενούκα
είχε στρατοπεδεύσει στα περίχωρα της Ξάνθης,
αναμένοντας την επίσημη παράδοση της πόλης την επομένη.
Στις 11 πρωί της 4ης Οκτωβρίου αφίχθη στην πόλη η ειδική αμαξοστοιχία, στην οποία επέβαινε ο μέραρχος
υποστράτηγος Γεώργιος Λεοναρδόπουλος και το επιτελείο του.
Καθόλη τη διάρκεια της διαδρομής, από τα Μπούκια (σημερινό Παρανέστι Δράμας)
μέχρι την Ξάνθη, οι επιβαίνοντες γίνονταν δεκτοί με ενθουσιώδεις
εκδηλώσεις από τον μουσουλμανικό και χριστιανικό πληθυσμό.
Με την άφιξη του υποστράτηγου Λεοναρδόπουλου άρχισε ταυτόχρονα
και η είσοδος του ελληνικού στρατού στην Ξάνθη.
Στην παρέλαση που ακολούθησε προπορευόταν η μπάντα της 9ης Μεραρχίας
και έπονταν οι άνδρες του τάγματος και της ημιλαρχίας.
Μπροστά από την έδρα του Συμμαχικού Στρατηγείου
τμήμα σενεγαλέζων στρατιωτών της γαλλικής δύναμης
απέδιδε τιμές στον ελληνικό στρατό, υπό τις ζητωκραυγές του ενθουσιώδους
πλήθους. «Έλληνες Ξανθιώται μετά των γραιών και των μητέρων έκλεον γονυπετείς προ των ευσταλών και υπερηφάνων ελληνικών φαλάγγων,
ενθυμούμενοι τας ημέρας δόξης του 1912 και 1913» έγραφε χαρακτηριστικά μια εφημερίδα της εποχής.
Στην παρέλαση συμμετείχε και μια ίλη ιππικού του γαλλικού στρατού.
Μετά την παρέλαση, ο ιατρός Καναμπίτσος εκ μέρους της επιτροπής υποδοχής,
προσφώνησε τους δύο στρατηγούς (ο Σαρπί είχε αφιχθεί από την Γκιουμουλτζίνα, σημερινή Κομοτηνή)
και μιλώντας στα γαλλικά ευχαρίστησε τον Σαρπί, γιατί, όπως ανέφερε,
χάρη στις προσπάθειές των γαλλικών δυνάμεων ελευθερώθηκε η πατρίδα του.
Στη συνέχεια, δύο νεαρές κοπέλες,
«οι δεσποινίδες Αντωνιάδου και Δημητρακοπούλου», προσέφεραν ανθοδέσμες στους δύο στρατηγούς.
Στην προσφώνησή του ο υποστράτηγος Λεοναρδόπουλος τόνισε ότι ο
ελληνικός στρατός ήλθε στη Θράκη ως ελευθερωτής
και επιδίωξή του είναι να εξασφαλίσει την τάξη, τη ζωή και την περιουσία όλων των κατοίκων της περιοχής,
ανεξαρτήτως φυλής, εθνικότητας και θρησκεύματος.
Δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει τη Γαλλία, η οποία ως «φιλόστοργος μήτηρ»
έκανε ευκολότερο των έργο του ελληνικού στρατού και να αναπέμψει ύμνους
στον Ελευθέριο Βενιζέλο, εξαίροντας τις προσπάθειες του «Μεγάλου Κυβερνήτου»
για την απελευθέρωση της Θράκης.
Στη συνέχεια, ο υποστράτηγος Λεοναρδόπουλος μετέβη στο δημαρχείο της Ξάνθης,
όπου τον υπεδέχθηκε ο πρώην δήμαρχος Ταρίφ Εφένδης,
καθώς ο βούλγαρος δήμαρχος είχε αποχωρήσει «συναποκομίζων τα έπιπλα ουκ ολίγων Ξανθιωτών».
Αργότερα την ίδια ημέρα, ο στρατηγός Σαρπί δεξιώθηκε τους έλληνες στρατιωτικούς και τους
προύχοντες της Ξάνθης στο συμμαχικό στρατηγείο.
Κατά τη διάρκεια της δεξίωσης, προσφέρθηκε σαμπάνια από τους Γάλλους,
ενώ αντηλλάγησαν θερμές προπόσεις.
Τα επακόλουθα της Απελευθέρωσης της Ξάνθης
Την επομένη, 5 Οκτωβρίου 1919, οι γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις αναχώρησαν
με προορισμό την Γκιουμουλτζίνα (Κομοτηνή) και αντικαταστάθηκαν εξ ολοκλήρου
από τον ελληνικό στρατό.
Λίγες ημέρες αργότερα, στις 27 Νοεμβρίου, υπογράφηκε η συνθήκη του Νεϊγί,
με την οποία επισημοποιήθηκε η παραίτηση της Βουλγαρίας από τη Θράκη
και οριστικοποιήθηκαν τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα.
Με ορμητήριο την Αλεξανδρούπολη, ο ελληνικός στρατός προήλασε στην
Ανατολική Θράκη, κατέλαβε την Αδριανούπολη και έφθασε ως την Τσατάλτζα
στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης, ενώ την ίδια ώρα ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις
πολεμούσαν στο μέτωπο της Μικράς Ασίας. Η Συνθήκη τών Σεβρών (10 Αυγούστου 1920)
επικύρωσε την ελληνική κατοχή σχεδόν ολόκληρης της Θράκης,
η οποία ονομάστηκε Γενική Διοίκηση με έξι νομούς:
Αδριανούπολης, Καλλίπολης, Ραιδεστού, Σαράντα Εκκλησιών, Έβρου και Ροδόπης.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, όμως,
και με την Ανακωχή των Μουδανιών (11 Οκτωβρίου 1922), ο ελληνικός στρατός
θα αναγκαστεί να αποχωρήσει από την Ανατολική Θράκη,