Άξιοι κατά πάντα και οι δύο ποιμενάρχες της Εκκλησίας!
Ο Γεννάδιος Α', διαδέχτηκε το έτος 458 μ.Χ. τον Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης Ανατόλιο. Προηγούμενα ήταν πρεσβύτερος στην ίδια Εκκλησία. Ο Πατριάρχης αυτός, εργάστηκε καρποφόρα για την επιστροφή πολλών αιρετικών στην Ορθοδοξία. Μεταξύ αυτών, επέστρεψε μέσω του Γενναδίου και ο ασπαζόμενος τις πλάνες των Ναβατιανών Μαρκιανός, τον όποιο και έκανε οικονόμο της Μεγάλης Εκκλησίας. Επίσης ο Γεννάδιος Α', έπεισε τον αυτοκράτορα Λέοντα τον Θράκα, να εξορίσει τον αιρετικό Πέτρο τον Κναφέα, όταν αυτός άρπαξε το θρόνο της Αντιόχειας από τον ορθόδοξο Πατριάρχη Μαρτύριο. Άλλα επί Γενναδίου ο αυτοκράτορας Λέων ο Μακέλλης, νομοθέτησε τον αγιασμό της Κυριακής. Ο Γεννάδιος κανένα δεν χειροτονούσε Ιερέα, αν αυτός δεν γνώριζε καλά την ερμηνεία των Ψαλμών. Επίσης συγκάλεσε Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, όπου εκδόθηκε εγκύκλιος «κατὰ τῆς χρηματολογίας πρὸς χειροτονίαν». Μετά από αυτή την ευσυνείδητη και ιεροπρεπή πολιτεία, ο Γεννάδιος Α' πέθανε το 471 μ.Χ.
Τώρα ως προς τον Πατριάρχη Μάξιμο, δεν είναι επαρκώς καθορισμένο ποιος από τους Πατριάρχες Κωνσταντινούπολης, που φέρουν το όνομα αυτό είναι ο Άγιος. Κατά πάσα πιθανότητα όμως, πρόκειται για τον Μάξιμο Γ' (1476 - 1482 μ.Χ.). Αυτός καταγόταν από την Πελοπόννησο και εργάστηκε με πολλούς τρόπους για τη βελτίωση των ηθών. Ο ίδιος μάλιστα, ακούραστα κάθε Κυριακή δίδασκε στο λαό τον θείο λόγο.
Ο Άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε περίπου το 210 με 215 μ.Χ. Αρχικά ονομαζόταν Θεόδωρος και οι γονείς του ήταν Έλληνες ειδωλολάτρες και είχαν μεγάλη κοινωνική θέση στη Νεοκαισάρεια του Πόντου (γνωστή στην αρχαιότητα και ως Καβηρία, Διάσπολις και Σεβαστή, το σημερινό Νικσάρ) .
Μετά τη στοιχειώδη εκπαίδευση του, ο Άγιος Γρηγόριος μαζί με τον αδελφό του Γρηγόριο ή (σύμφωνα με μερικές αγιολογικές πηγές) Αθηνόδωρο, (βλέπε και για τους δύο στις 7 Νοεμβρίου) πήγαν στη Βηρυτό για να σπουδάσουν νομικά. Ο Θεός όμως είχε άλλα σχέδια για το Γρηγόριο. Όταν περνούσε από την Καισαρεία, άκουσε το δεινό ερμηνευτή των Γραφών, Ωριγένη. Ο Γρηγόριος τόσο πολύ ενθουσιάστηκε μαζί του, ώστε άφησε τα νομικά και διετέλεσε επί χρόνια μαθητής του. Ονομαστός είναι ο αποχαιρετιστήριος λόγος του μετά το πέρας των σπουδών του. Εκεί φαίνεται η μεγάλη αξία του Ωριγένη, σαν διδασκάλου και η βαθειά ευγνωμοσύνη του Γρηγορίου, σαν μαθητού. «Άπασαν προσήγε την παρ' αυτού τέχνην και επιμέλειαν και κατειργάσατο ημάς», γράφει για το διδάσκαλό του.
Κατόπιν πήγε στην Αλεξάνδρεια, και από εκεί επέστρεψε στη Νεοκαισάρεια με πλήρη θεολογική μόρφωση και άγιο ζήλο. Τότε ο Μητροπολίτης Αμασείας Φαίδημος διέκρινε τα χαρίσματα του και τον έκανε επίσκοπο Νεοκαισαρείας η οποία είχε μόνο 17 χριστιανούς! Ο Γρηγόριος, όμως, δεν το θεώρησε υποτιμητικό. Βασιζόταν πολύ στη δύναμη της θείας χάριτος και πάντα είχε στο μυαλό του τα ενθαρρυντικά λόγια του θείου Παύλου: «Ἐνδυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Β' πρός Τιμόθεον, β' 1), δηλαδή να ενδυναμώνεσαι με τη χάρη που μας δίνεται από τη σχέση και την ένωση μας με τον Ιησού Χριστό. Πράγματι, με τη χάρη του Θεού, ο Γρηγόριος έκανε καταπληκτικό αγώνα και εκχριστιάνισε σχεδόν όλη την πόλη. Και ενώ είχε παραλάβει 17 χριστιανούς, όταν πέθανε ειρηνικά στα τέλη του 270 μ.Χ. είχαν απομείνει στην επισκοπική του περιφέρεια μόνο 17 ειδωλολάτρες! Υπήρξε δε τόσο εγκρατής στη γλώσσα του, ώστε δεν βγήκε απ' αυτή κανένας κακός, περιττός ή αργός λόγος. Γι' αυτό και ο Θεός τον κόσμησε και με το χάρισμα της θαυματουργίας.
Στον Γρηγόριο αποδίδεται η καθιέρωση εορτασμών προς τιμήν των μαρτύρων, των διδασκαλιών σχετικά με τους αγίους και η τήρηση εορτών για τους αγίους, που αποτέλεσε επίσης μέσο για να προσελκύσει ειδωλολάτρες στην εκκλησία.
Τον βίο του Αγίου Γρηγορίου του θαυματουργού συνέγραψε ο Άγιος Γρηγόριος ο Επίσκοπος Νύσσης, αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος αποτελεί την πιο αξιόπιστη βιογραφική πηγή εν μέσω ασαφειών και θρύλων. Στον εγκωμιαστικό του λόγο προς τον Άγιο, τον ονομάζει Μέγα και θεωρείται ότι ήταν το πρώτο άτομο που είναι γνωστό ότι έλαβε όραμα της Παναγίας (μαζί με τον Ιωάννη τον Βαπτιστή), βάσει του οποίου κατέγραψε μια ομολογία σχετικά με το δόγμα της Αγίας Τριάδας. Επίσης, ο Άγιος Γρηγόριος Επίσκοπος Νύσσης αναφέρει ότι ο ίδιος μεγάλωσε ακούοντας διηγήσεις και περιγραφές περιστατικών της ζωής του Αγίου Γρηγορίου του Θαυματουργού, καθώς και τους θεοπνεύστους λόγους του, από την γιαγιά του Μακρίνα η οποία ήταν μαθήτρια και πνευματικό παιδί του Αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας.
Αλλά και ο Μέγας Βασίλειος σ' ένα του λόγο λέει για τον Γρηγόριο τον θαυματουργό, ότι για τα πνευματικά του χαρίσματα και την χάρη των θαυμάτων «δεύτερος Μωϋσῆς παρ΄ αὐτῶν τῶν ἐχθρῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀνηγορεύετο».
Τα έργα του Γρηγόριου έχουν διασωθεί σε ιδιαίτερα αποσπασματική κατάσταση. Ονομαστός παραμένει ο αποχαιρετιστήριος λόγος του Εις Ωριγένην Προσφωνητικός μετά το πέρας των σπουδών του, όπου εξυμνείται η διδακτική δεινότητα του Ωριγένη. Άλλα έργα του που σώζονται είναι η Επιστολή Κανονική Περί των εν τη Καταδρομή των Βαρβάρων Ειδωλόθυτα Φαγόντων ή και Έτερα τινά Πλημμελησάντων, Προς Τατιανόν Περί Ψυχής Λόγος Κεφαλαιώδης, Λόγοι Εις τον Ευαγγελισμόν της Παναγίας Θεοτόκου και Αεί Παρθένου της Μαρίας, Λόγος εις τους Αγίους Πάντας, Ομιλία Εις τον Εκκλησιαστήν, αποσπάσματα από σχολιολόγια στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου, στον Ιερεμία και στον Ιώβ.
Στον απόηχο των «Ευαγγελικών» και με ανοιχτά τα μέτωπα του Μακεδονικού και του Κρητικού Ζητήματος έγιναν οι πρώτες εκλογές του 20ου αιώνα στην Ελλάδα. Βασικοί αντίπαλοι: Θ. Δηλιγιάννης - Γ. Θεοτόκης...
Στον απόηχο των «Ευαγγελικών» και με ανοιχτά τα μέτωπα του Μακεδονικού και του Κρητικού Ζητήματος έγιναν οι πρώτες εκλογές του 20ου αιώνα στην Ελλάδα.
Το μεγαλύτερο διάστημα του 1902 τη χώρα κυβερνούσε πρωθυπουργός των ειδικών αποστολών Αλέξανδρος Ζαΐμης, στηριζόμενος στις ευκαιριακές ψήφους είτε των «δηλιγιαννικών», είτε των «θεοτοκικών». Οι μεν «δηλιγιανικοί» τον υπονόμευαν διαρκώς, επιδιώκοντας τη διαδοχή του από τον αρχηγό τους Θεόδωρο Δηλιγιάννη, οι δε «θεοτοκικοί» εξαρτούσαν την υποστήριξή τους από τα ρουσφέτια και τις διευκολύνσεις που τους παρείχε.
Ήταν προφανές ότι ο Ζαΐμης δεν μπορούσε να κυβερνήσει και φρονίμως ποιών ζήτησε από τον βασιλιά Γεώργιο Α' τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εκλογών. Ο ανώτατος άρχοντας συναίνεσε και υπέγραψε το διάταγμα διάλυσης της Βουλής στις 12 Σεπτεμβρίου 1902 από την Κοπεγχάγη, όπου βρισκόταν για διακοπές. Ως ημερομηνία διεξαγωγής των εκλογών ορίστηκε η 17η Νοεμβρίου.
Την ψήφο ή μάλλον το λευκό σφαιρίδιο των πολιτών ζήτησαν οι δύο μεγάλοι πολιτικοί σχηματισμοί της εποχής: Το «Εθνικόν Κόμμα» ή Κόμμα Δηλιγιάννη με αρχηγό τον μέγα δημαγωγό Θεόδωρο Δηλιγιάννη και το «Νεωτερικόν Κόμμα» ή Κόμμα Θεοτόκη με αρχηγό τον μετριοπαθή Γεώργιο Θεοτόκη, κληρονόμο της παράταξης και της πολιτικής του Χαρίλαου Τρικούπη.
Στις εκλογές αυτές παρουσιάστηκε η εξής ιδιομορφία: παρά τον οξύτατο ανταγωνισμό μεταξύ των κομμάτων, οι υποψήφιοι βουλευτές, επιδιώκοντας ο καθένας το προσωπικό του συμφέρον, κατέφυγαν σε συναλλαγές με τους υποψηφίους αντιπάλων κομμάτων, σχηματίζοντας έτσι μεικτούς τοπικούς συνδυασμούς. Δικαίως χαρακτηρίστηκαν από τον Τύπο, «εκλογές των παρανόμων συνοικισμών», «εκλογές χωρίς νόημα και χωρίς αρχές».
Η προεκλογική αντιπαράθεση περιστράφηκε κυρίως γύρω από τον ρόλο του Στέμματος, την εκτροπή από τον κοινοβουλευτισμό και τη σωστή λειτουργία των θεσμών. Η παραβίαση της αρχής της δεδηλωμένης από τον βασιλιά με την πρωθυπουργοποίηση Ζαΐμη είχε δημιουργήσει κλίμα δυσπιστίας προς τον Γεώργιο, αλλά και προς τους «τσανακογλύφτες των ανακτόρων» Θεοτόκη και Ζαΐμη, που από τη ζωηρή τους επιθυμία να ονομασθούν πρωθυπουργοί επέτρεπαν στη «χεράρα του Βασιλέως να σταματά τη συνταγματική μηχανή», όπως έγραφε χαρακτηριστικά ο Τύπος της εποχής.
Η ημέρα των εκλογών έλαβε χαρακτήρα λαϊκής γιορτής, με τους αποκλεισμένους της κάλπης -γυναίκες και παιδιά- να δίνουν τον τόνο της πανηγυρικής ατμόσφαιρας. Αγόρια και κορίτσια κρατούσαν με ενθουσιασμό χάρτινες εικόνες των δύο αρχηγών και τα σύμβολα των κομμάτων, «ελιά» για το Νεωτερικό Κόμμα και «κορδόνι» για το Εθνικό. Άνθρωποι και άμαξες, στολισμένοι με τα κομματικά σύμβολα περιδιάβαιναν τους δρόμους και τις εκκλησίες όπου γινόταν η ψηφοφορία, φωνάζοντας συνθήματα υπέρ του εκλεκτού τους. Στον αντίποδα, αντίπαλες ομάδες αντάλλασσαν υβριστικές χειρονομίες και φράσεις, ενώ δεν έλειπαν και οι μικροσυμπλοκές που κατέληγαν σε συλλήψεις των πρωταγωνιστών.
Η κάλπη δεν ανέδειξε νικητή, καθώς οι δύο μεγάλες παρατάξεις συγκέντρωσαν από 102 βουλευτές, προς μεγάλη ικανοποίηση του βασιλιά, που κατέστη ρυθμιστικός παράγων με τους 19 «ζαϊμικούς» βουλευτές. Άλλωστε, αυτός ήταν και ο στόχος του με την επιλογή Ζαΐμη: Να προκαλέσει ρήγμα στον δικομματισμό, που λειτουργούσε από το 1885 με την εναλλαγή στην εξουσία του Τρικούπη και του Δηλιγιάννη.
Τις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1902 ακολούθησε περίοδος πολιτικής αστάθειας. Συνοδεύτηκαν από αιματηρές ταραχές (18 - 23 Νοεμβρίου 1902), που έμειναν στην ιστορία ως «Σανιδικά».
Αρκάς νομικός και κοινωνιολόγος, από τις σημαντικότερες πολιτικές προσωπικότητες της νεώτερης Ελλάδας.
Αρκάς νομικός και κοινωνιολόγος, από τις σημαντικότερες πολιτικές προσωπικότητες της νεώτερης Ελλάδας. Διετέλεσε δύο φορές πρωθυπουργός (1924 και 1932) και θεωρείται από τους πρωτεργάτες της σοσιαλδημοκρατίας στη χώρα μας.
Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου γεννήθηκε στις 8 Ιουλίου 1876 στην Τρίπολη. Ήταν γιος του εκπαιδευτικού και πολιτικού Παναγιώτη Παπαναστασίου από το Λεβίδι Αρκαδίας και της Μαριγώς Ρογάρη - Αποστολοπούλου. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απ’ όπου ανακηρύχθηκε διδάκτωρ το 1899. Συνέχισε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια Χαϊδελβέργης, Βερολίνου, Λονδίνου και Παρισίων (1901-1907), στην κοινωνιολογία, στη φιλοσοφία και τα οικονομικά. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γερμανία επηρεάστηκε από τις σοσιαλιστικές και συνεργατικές ιδέες.
Το 1907 επέστρεψε στην Αθήνα και άρχισε να πολιτεύεται, αναπτύσσοντας πολύ προοδευτικές ιδέες για την εποχή του. Το 1908 ίδρυσε την Κοινωνιολογική Εταιρεία, μαζί τους ιδεολογικούς και πολιτικούς του φίλους από το Βερολίνο, Κωνσταντίνο Τριανταφυλλόπουλο, Θρασύβουλο Πετμεζά, Θαλή Κουτούπη, Αλέξανδρο Δελμούζο, Παναγιώτη Αραβαντινό και Αλέξανδρο Μυλωνά. Σκοπός του σωματείου ήταν, μεταξύ άλλων, η αναγνώριση της πολιτικής αρχής ότι θα πρέπει να εξασφαλιστούν σε όλους εξίσου ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους. «Προς επίτευξιν του σκοπού τούτου, ο οποίος δεν είναι δυνατόν να πληρωθή τελείως, αν μην καταστώσι κοινά τα μέσα παραγωγής και ρυθμισθή η διανομή του πλούτου αναλόγως των αναγκών εκάστου, πρέπει να μεταβάλλεται βαθμιαίως ο οικονομικός και πολιτειακός οργανισμός κατά το εκάστοτε δυνατόν μέτρον, αδιαφόρως προς την εκ τούτου βλάβην των ατομικών συμφερόντων ορισμένων προσώπων ή τάξεων» αναφέρεται στο καταστατικό της εταιρείας. Η εταιρεία εξέδιδε το επιστημονικό περιοδικό Επιθεώρησις των Κοινωνικών και Νομικών Επιστημών, που είχε σημαντική απήχηση στον πνευματικό και πολιτικό κόσμο της χώρας. Μεταξύ των συνδρομητών του περιοδικού ήταν και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από τα άρθρα του νέου τότε επιστήμονα και πολιτικού.
Το 1909 ο Παπαναστασίου υποστήριξε το κίνημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου στου Γουδή (15 Αυγούστου) και υπέβαλλε υπόμνημα προς τον αρχηγό του συνταγματάρχη Νικόλαο Ζορμπά με τίτλο «Τι πρέπει να γίνη». Την επόμενη χρονιά τα μέλη της Κοινωνιολογικής Εταιρείας ίδρυσαν πολιτικό φορέα με την επωνυμία Λαϊκόν Κόμμα, με μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα σοσιαλιστικής απόχρωσης. Ο Παπαναστασίου εξελέγη βουλευτής Αρκαδίας στις εκλογές του Αυγούστου και Νοεμβρίου 1910 και ανέπτυξε σημαντική δράση στη Βουλή, υποστηρίζοντας την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών της Θεσσαλίας και την απόδοσή τους στους ακτήμονες και τους μικροκαλλιεργητές. Ως προς το γλωσσικό ζήτημα υποστήριζε με ιδιαίτερη θέρμη την καθιέρωση της δημοτικής.
Με την έκρηξη του Α' Βαλκανικού Πολέμου στρατεύτηκε ως εθελοντής και τιμήθηκε με μετάλλια για την πολεμική του δράση. Στις εκλογές της 31ης Μαΐου 1915 το Λαϊκό Κόμμα εντάχθηκε στο Κόμμα των Φιλελευθέρων του Ελευθερίου Βενιζέλου, αποτελώντας την αριστερή του πτέρυγα. Ακολούθησε τον Ελευθέριο Βενιζέλο στο κίνημα της Εθνικής Αμύνης (Εθνικός Διχασμός) και τον Μάρτιο του 1917 με την ανάληψη της εξουσίας από τον κρητικό πολιτικό, διορίσθηκε κυβερνητικός αντιπρόσωπος στα Ιόνια Νησιά. Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου ανέλαβε το Υπουργείο Συγκοινωνίας έως τον Νοέμβριο του 1920, ενώ διατέλεσε ταυτόχρονα προσωρινός Υπουργός Περιθάλψεως και Εσωτερικών.
Κατά την παραμονή του στο Υπουργείο Συγκοινωνίας έβαλε τις βάσεις για την αναδιοργάνωση των μέσων μαζικής μεταφοράς, των ταχυδρομείων και των τηλεφώνων. Εκπόνησε θεμελιώδη νομοθετήματα για τον οικοδομικό κανονισμό των πόλεων και το εθνικό κτηματολόγιο, ενώ συγκρότησε επιτροπή μελέτης του ρυθμιστικού σχεδίου της Αθήνας, με επικεφαλής τους αρχιτέκτονες Εμπράρ και Καλλιγά. Την ίδια περίοδο σχεδιάστηκε η μεγάλη παραλιακή αρτηρία Αθηνών-Σουνίου, που υλοποιήθηκε μισό αιώνα αργότερα από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Μετά τη μεγάλη πυρκαϊά της Θεσσαλονίκης (5 Αυγούστου 1917) συνέστησε τη Διεθνή Επιτροπή Ανοικοδομήσεως Θεσσαλονίκης, η οποία συνέταξε το νέο πολεοδομικό κανονισμό της πόλης. Ακόμη, αναδιοργάνωσε το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το οποίο έγινε αυτοτελές πανεπιστημιακό ίδρυμα και ίδρυσε τρεις νέες σχολές, Αρχιτεκτόνων, Χημικών και Τοπογράφων Μηχανικών. «Παπανάσταση» ονόμασαν οι τότε καθηγητές του ΕΜΠ τις μεταρρυθμίσεις του.
Μετά την εκλογική αποτυχία του Βενιζέλου την 1η Νοεμβρίου 1922, μεσούσης της Μικρασιατικής Εκστρατείας, έγινε δεινός επικριτής της βασιλείας. Τον Φεβρουάριο του 1922, μαζί με άλλους ομοϊδεάτες του, υπέγραψε το Δημοκρατικό Μανιφέστο, με το οποίο καλούσε τον βασιλιά Κωνσταντίνο να παραιτηθεί προς χάρη των συμφερόντων του έθνους. Συνελήφθη και καταδικάστηκε σε τριετή φυλάκιση για εξύβριση του βασιλιά και εσχάτη προδοσία. Κλείστηκε στις φυλακές της Αίγινας και απελευθερώθηκε μετά τρίμηνο από την Επαναστατική Επιτροπή του Νικόλαου Πλαστήρα, που ανέλαβε τις τύχες της Ελλάδας στις 11 Σεπτεμβρίου 1922, αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Είχαν ωριμάσει οι συνθήκες για να θέσει ο Παπαναστασίου θέμα κατάργησης της βασιλείας και άμεσης κήρυξης της αβασίλευτης δημοκρατίας. Στις εκλογές της 16ης Δεκεμβρίου 1923 κατήλθε ως επικεφαλής της Δημοκρατικής Ένωσης (μετεξέλιξη του Λαϊκού Κόμματος), με σημαία την αβασίλευτη δημοκρατία και προοδευτικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Το κόμμα του εξέλεξε 70 βουλευτές, σε μια εκλογική αναμέτρηση που απείχε η αντιβενιζελική παράταξη.
Μετά τις βραχύβιες κυβερνήσεις Βενιζέλου και Καφαντάρη, ο Παπαναστασίου ανέλαβε την πρωθυπουργία της χώρας στις 12 Μαρτίου 1924 και ανήμερα της εθνικής επετείου (25 Μαρτίου 1924) κήρυξε με ψήφισμα της Βουλής έκπτωτη τη δυναστεία των Γκλίξμπουργκ και την εγκαθίδρυση δημοκρατίας, που επικυρώθηκε με το δημοψήφισμα της 13ης Απριλίου 1924. Έπειτα από σύντομη παραμονή στην πρωθυπουργία, ο Παπαναστασίου παραιτήθηκε στις 25 Ιουλίου 1924, όταν η κυβέρνησή του καταψηφίστηκε στη Βουλή. Κατά τη διάρκεια της σύντομης πρωθυπουργίας του ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του στρατηγού Πάγκαλου φυλακίστηκε στη Σαντορίνη (Φεβρουάριος - Απρίλιος 1926) και στις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου του ίδιου έτους εξελέγη βουλευτής Μαντινείας, ενώ το κόμμα του έλαβε το 6,47% των ψήφων, εκλέγοντας συνολικά 17 βουλευτές. Στις κυβερνήσεις του Θρασύβουλου Ζαΐμη ανέλαβε το Υπουργείο Γεωργίας, το οποίο διατήρησε μέχρι την παραίτησή του τον Φεβρουάριο του 1928. Κατά τη διάρκεια της θητείας του έλαβε μέτρα για την αποκατάσταση των ακτημόνων και των προσφύγων και την οργάνωση των αγροτών σε συνεταιρισμούς. Το πιο σημαντικό έργο του υπήρξε η ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, παρά την αντίδραση του πολιτικού κόσμου και της Εθνικής Τράπεζας. Ο ίδιος πίστευε ότι μια αγροτική τράπεζα θα εξυπηρετούσε αποτελεσματικότερα τα συμφέροντα των αγροτών.
Στις εκλογές της 19ης Αυγούστου 1928 το κόμμα του συνέπραξε με τους Φιλελευθέρους του Βενιζέλου και εξέλεξε 20 βουλευτές. Στις 26 Μαΐου 1932 ανέλαβε για δεύτερη φορά την πρωθυπουργία, με την υποστήριξη των Φιλελευθέρων, αλλά ανετράπη λίγες μέρες αργότερα (5 Ιουνίου 1932), όταν ο Βενιζέλος αντιτάχθηκε στην ψήφιση του νομοσχεδίου για τις κοινωνικές ασφαλίσεις.
Τον Ιανουάριο του 1933 συνεργάστηκε εκ νέου με τον Ελευθέριο Βενιζέλο ως Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Γεωργίας, ενώ τον Μάιο του ίδιου χρόνου εξελέγη αριστίνδην γερουσιαστής. Στις μαζικές διώξεις που ακολούθησαν την αιματηρή καταστολή του βενιζελικού κινήματος της 6ης Μαρτίου 1933, ο Παπαναστασίου συνελήφθη αν και ήταν αντίθετος, επιμένοντας στη συνδιαλλαγή μεταξύ των δύο παρατάξεων. Παραπέμφθηκε σε έκτακτο στρατοδικείο αλλά αθωώθηκε. Τον Οκτώβριο του 1935 εκτοπίσθηκε στη Μύκονο, απ’ όπου αφέθηκε ελεύθερος μετά το δημοψήφισμα για την επάνοδο της βασιλείας στην Ελλάδα (3 Νοεμβρίου 1935).
Στις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936 εξελέγη βουλευτής Μαντινείας και στις 25 Απριλίου αρνήθηκε την ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά, που σχηματίστηκε με την ανοχή των δύο μεγάλων κομμάτων. Μετά την επιβολή της μεταξικής δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου τέθηκε σε κατ' οίκον περιορισμό. Πέθανε στις 17 Νοεμβρίου 1936 από ανακοπή καρδίας στο σπίτι του στην Εκάλη.
Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου υπήρξε ένας καινοτόμος πολιτικός, με πρωτοποριακές ιδέες για την εποχή του. Ήταν υπέρμαχος του πολιτικού γάμου, της γυναικείας ψήφου, της προστασίας της μητρότητας και των εξώγαμων τέκνων, της δημιουργίας των κοινωνικών ασφαλίσεων, της κατάργησης της θανατικής ποινής, του διαχωρισμού της εκκλησίας από το κράτος, της συνταγματικής κατοχύρωσης του θεσμού της τοπικής αυτοδιοίκησης, της συνδικαλιστικής οργάνωσης και της απλής αναλογικής ως πάγιου εκλογικού συστήματος. Στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής ήταν βαθύτατα ειρηνιστής και ευρωπαϊστής. Πίστευε στην ένωση των ευρωπαϊκών χωρών σε μια «Πανευρώπη» και υποστήριξε τη συναδέλφωση των βαλκανικών λαών, μέσα από τη δημιουργία μιας βαλκανικής συνομοσπονδίας.
Στο ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο, ο Παπαναστασίου ήταν λάτρης της δημοκρατικής αρχής σε όλες τις βαθμίδες της πολιτειακής και κοινωνικής οργάνωσης και του δημοκρατικού σοσιαλισμού, ο οποίος με το μεταρρυθμιστικό έργο του θα μπορούσε να αποτρέψει τα εκφυλιστικά φαινόμενα της δικτατορίας, είτε της αστικής τάξης, είτε του προλεταριάτου, διαφοροποιούμενος έτσι απόλυτα από τις μεθόδους και τη στρατηγική των τότε κομμουνιστικών κομμάτων.
Τον χαρακτήρα και την προσφορά του Αλέξανδρου Παπαναστασίου συνόψισε ο Γεώργιος Παπανδρέου: «Ο Ελευθέριος Βενιζέλος επραγματοποίησεν εις την Ελλάδα το έθνος και το κράτος. Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου εισήγαγεν εις αυτήν τον πνευματικόν και τον κοινωνικόν χαρακτήρα. Αποτέλεσε εγκαλλώπισμα του πολιτικού κόσμου της Ελλάδος. Ενάρετος όσον ουδείς. Με ευψυχίαν όσον ουδείς».