Πέμπτη 26 Αυγούστου 2021

ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: ΑΦΥΛΑΧΤΗ ΔΙΑΒΑΣΗ – Η εισβολή των ναζί στην Πολωνία | Παρασκευή 27.08.2021

ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ 
ΑΦΥΛΑΧΤΗ ΔΙΑΒΑΣΗ
Η εισβολή των ναζί στην Πολωνία 

Ημερομηνία μετάδοσης: Παρασκευή 27 Αυγούστου 2021, ώρα 15:00-16:00

Το Πρώτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας ετοίμασε και παρουσιάζει ένα ωριαίο ραδιοφωνικό ντοκιμαντέρ για την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την εισβολή των ναζί στην Πολωνία, την 1η Σεπτεμβρίου 1939.

Το ντοκιμαντέρ θα μεταδοθεί την Παρασκευή 27 Αυγούστου 2021, στις 15:00 και περιλαμβάνει συγκλονιστικές μαρτυρίες Πολωνοεβραίων που έζησαν την κατάληψη της Βαρσοβίας από τα στρατεύματα του Χίτλερ. Οι ίδιοι εξιστορούν τον βίαιο εκτοπισμό τους και τη ζωή τους στα γκέτο που έγιναν γύρω από την πρωτεύουσα, από το 1939.

Οι περισσότεροι από αυτούς που μιλούν στο ραδιοφωνικό ντοκιμαντέρ, μεταφέρθηκαν στη συνέχεια στα στρατόπεδα εξόντωσης αλλά ήταν από τους ελάχιστους που κατάφεραν να επιζήσουν.

Ακούγονται αποσπάσματα από τεκμήρια των δημόσιων πολωνικών αρχείων, ένα απόσπασμα από την ομιλία του Βρετανού πρωθυπουργού Ρίτσαρντ Τσάμπερλεν μετά την υπογραφή της Συμφωνίας του Μονάχου, καθώς και σπάνιες ηχογραφήσεις πολωνικών τραγουδιών από τη δεκαετία του 1930.

Έρευνα-παρουσίαση: Θωμάς Σίδερης 

Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8

Info

Παρασκευή 27 Αυγούστου 2021, ώρα 15:00-16:00

Εκπομπή: «Αφύλαχτη διάβαση»

Η εισβολή των ναζί στην Πολωνία

Live Streaming: webradio.ert.gr/proto

Facebook: www.facebook.com/protoprogramma.ert

Τις εκπομπές της «Αφύλαχτης διάβασης» μπορείτε να τις ακούτε -μετά την πρώτη ραδιοφωνική τους μετάδοση- και στο web radio της ΕΡΤ: http://webradio.ert.gr/category/proto-programma/afylachti-diavasi



Πηγή

Γεώργιος Σουρής

Έλληνας σατιρικός ποιητής, δημοσιογράφος και εκδότης, πολύ δημοφιλής στο κοινό της εποχής του, κυρίως χάρη στην εβδομαδιαία εφημερίδα «Ο Ρωμηός»...


Γεώργιος Σουρής (1853 – 1919)

Έλληνας σατιρικός ποιητής, δημοσιογράφος και εκδότης, πολύ δημοφιλής στο κοινό της εποχής του, κυρίως χάρη στην εβδομαδιαία εφημερίδα Ο Ρωμηός, την οποία εξέδιδε από το 1883 έως το 1918.

Ο Γεώργιος Σουρής γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου στις 2 Φεβρουαρίου 1853. Ο πατέρας του με καταγωγή από τα Κύθηρα ήταν έμπορος (η μητέρα του καταγόταν από τη Χίο) και τον προόριζε για κληρικό, αλλά για οικονομικούς λόγους αναγκάστηκε να τον στείλει υπάλληλο στο κατάστημα ενός Έλληνα σιτεμπόρου στο Ταϊγάνιο (Ταγκανρόγκ) της Ρωσίας. Ήταν πάντα αφηρημένος γιατί δεν του άρεσε το εμπόριο και γέμιζε τα κατάστιχα με στίχους που έγραφε κρυφά.

Γύρισε στην Ελλάδα το 1879 και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για τα προς το ζην εργαζόταν ως γραφέας σ’ ένα συμβολαιογραφείο και παράλληλα έγραφε ποιήματα και συνεργαζόταν με σατιρικές εφημερίδες της εποχής: Ασμοδαίος του Εμμανουήλ Ροΐδη, Μη χάνεσαι! του Βλάσση Γαβριηλίδη και Ραμπαγάς του Κλεάνθη Τριανταφύλλου. Το 1881 νυμφεύτηκε τη χιώτισσα Μαρή Κωνσταντινίδου, με την οποία απέκτησε τέσσερεις κόρες κι ένα γιο, τον Κρίτωνα Σουρή, ανώτερο τραπεζικό υπάλληλο και ποιητή.

Στις 2 Απριλίου 1883 εξέδωσε τον Ρωμηό, μια εβδομαδιαία έμμετρη τετρασέλιδη σατιρική εφημερίδα, την οποία έγραφε εξ’ ολοκλήρου. «Νονός» του τίτλου ήταν ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης. Ο Σουρής διέκοψε την έκδοση της εφημερίδας τον Αύγουστο, για να δώσει τις εξετάσεις του στο πανεπιστήμιο. Απορρίφθηκε, όμως, στη μετρική «μετά πολλών επαίνων», όπως έλεγε ο ίδιος, από τον καθηγητή Σεμιτέλο, τον οποίο έκανε αργότερα πασίγνωστο στο Πανελλήνιο με τους σατιρικούς του στίχους.

Τον Ιούνιο του 1884 ξανάβγαλε τον Ρωμηό και τον συνέχισε χωρίς διακοπή έως το 1918. Ο ίδιος ανήγγειλε την αποτυχία του και την επανέκδοση του Ρωμηού ως εξής:

Μετά μεγάλης μου χαράς, στους φίλους αναγγέλλω,
πως εξετάσθην, των θυρών ερμητικώς κλεισμένων,
στον πολυγένη Φιντικλή και τον σπανό Σεμτέλο
και απερρίφθην μυστικά, μετά πολλών επαίνων!
Λοιπόν και πάλιν, Έλληνες, αρχίζομε σαν πρώτα,
πάλι «Ρωμηός» και ξάπλωμα, πάλι ζωή και κόττα!..

Ο Ρωμηός αγαπήθηκε πολύ από τον λαό και διαβαζόταν άπληστα από τον ελεύθερο και υπόδουλο ελληνισμό. Για 36 χρόνια και οκτώ μήνες κυκλοφορούσε τακτικά κάθε Σάββατο και έκανε δημοφιλή τον Σουρή. Ο Φασουλής και ο Περικλέτος («ο καθένας νέτος σκέτος»), οι δύο λαϊκοί τύποι που δημιούργησε, σχολίαζαν με εύθυμη διάθεση και πνευματώδη δηκτικότητα τα σπουδαιότερα γεγονότα της εβδομάδας. Οι δυο ήρωές του εκπροσωπούσαν την κοινή γνώμη και το αναγνωστικό κοινό του Ρωμηού χαιρόταν το κέφι, την εξυπνάδα και τον πατριωτισμό τους. Τα θέματα της σάτιρας του Σουρή ήταν κοινωνικά και πολιτικά.

Εκτός από το Ρωμηό, ο Σουρής έγραψε κι άλλα ποιήματα, έμμετρες κωμωδίες και ημερολόγια. Μετέφρασε τις Νεφέλες του Αριστοφάνη, που παίχτηκαν με μεγάλη επιτυχία στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών το 1900. Έγραψε τόσους στίχους, που απορούσε και ο ίδιος για την ποιητική του γονιμότητα:

Τους στίχους που τους έγραψα, φτου να μην τους βασκάνω
και τώρα τους ξαναμετρώ μέσα στην τόση ζέστη,
αν ημπορούσα δίλεπτα μονάχα να τους κάνω
θάχα κι αμπέλια στην Βλαχιά, σπίτια στο Βουκουρέστι.

Είχε εξαιρετική ευκολία στη στιχουργία, ιδιοφυΐα στην εύρεση του κωμικού, αδιάπτωτο κέφι και καλοπροαίρετη σατιρική διάθεση. Χτυπώντας τη φαυλότητα όπου την έβρισκε και στο λαό και στους άρχοντες νουθετούσε και δίδασκε, χωρίς να υβρίζει και να δημιουργεί εχθρούς.
Να πώς σατιρίζει το ρωμηό σ' ένα ποίημά του:

Στον καφενέ απέξω σα μπέης, ξαπλωμένος
Του ήλιου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ
Και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος
Κανένα δεν κοιτάζω, κανένα δεν ψηφώ.

Σε μια καρέκλα τόνα ποδάρι μου τεντώνω,
Το άλλο σε μιάν άλλη, κι ολίγο παρεκεί,
Αφήνω το καπέλο και αρχινώ με πόνο
Τους υπουργούς να βρίζω και την πολιτική!

Ψυχή μου! Τι λιακάδα! Τι Ουρανός! Τι φύσις!
Αχνίζει εμπροστά μου ο καϊμακλής καφές
Κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις
Και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές.

Η καλόκαρδη σάτιρα του Σουρή στρέφεται συχνά και στον ίδιο τον εαυτό του. Να μερικά τετράστιχα από το ποίημα Η ζωγραφιά μου:

Mπόι δυο πήχες,
κόψη κακή,
γένια με τρίχες
εδώ κι εκεί.

Kούτελο θείο,
λίγο πλατύ,
τρανό σημείο
του ποιητή.

Δυο μάτια μαύρα
χωρίς κακία
γεμάτα λαύρα
μα και βλακεία.

Mακρύ ρουθούνι
πολύ σχιστό,
κι ένα πηγούνι
σαν το Xριστό.

Πηγάδι στόμα,
μαλλιά χυτά
γεμίζεις στρώμα
μόνο μ' αυτά.

Mούρη αγρία
και ζαρωμένη,
χλωμή και κρύα
σαν πεθαμένη.

Kανένα χρώμα
δεν της ταιριάζει
και τώρ' ακόμα
βαφές αλλάζει.

Δόντια φαφούτη
όλο σχισμάδες,
ύφος τσιφούτη
για μαστραπάδες.

Ο θαυμασμός των συγχρόνων του προς τον Σουρή υπήρξε πολύ μεγάλος. Ο Κωστής Παλαμάς τον αποκαλούσε «γόητα ποιητήν». Θεωρήθηκε ως ο «Νέος Αριστοφάνης», εθνικός ποιητής, προτάθηκε μάλιστα το 1906 για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ως άνθρωπος, ο ποιητής που έκανε επί δύο γενεές του Έλληνες να ευθυμούν, «ήταν ολιγόλογος, σοβαρός και μελαγχολικός την όψιν, άκακος ως αρνίον και πρότυπον καλού χριστιανού και οικογενειάρχου». Η γυναίκα του επέμενε πως είχε έξι παιδιά, συμπεριλαμβάνοντας και τον σύζυγό της, που καθώς «ήταν αδέξιος και ανέμελος» είχε πραγματική ανάγκη μητρικής στοργής και φροντίδας. Ονομαστό ήταν το φιλολογικό του σαλόνι, στο οποίο σύχναζαν όλοι οι ποιητές και συγγραφείς της εποχής του.

Ο Γεώργιος Σουρής πέθανε στο εξοχικό του στο Νέο Φάληρο στις 26 Αυγούστου 1919, σε ηλικία 66 ετών. Το πένθος για τον χαμό του ήταν πανελλήνιο και η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη με τιμές στρατηγού. Μεταθανάτια του απονεμήθηκε το παράσημο του Ανώτατου Ταξιάρχη του Σωτήρος για τις υπηρεσίες του προς την πατρίδα. Το 1932 στήθηκε η προτομή του στον κήπο του Ζαππείου.



Πηγή

Καίτη Λαμπροπούλου

 Η Καίτη Λαμπροπούλου ξεκίνησε με σοβαρούς ρόλους στο Θέατρο Τέχνης και γρήγορα μεταμορφώθηκε σε μια μπριόζα καρατερίστα που της εξασφάλισε ρόλους για πολλές δεκαετίες.

Η Καίτη Λαμπροπούλου πρωτοπάτησε το θεατρικό σανίδι σε ηλικία 16 ετών και έλαβε την άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος ως εξαιρετικό ταλέντο. Το θέατρο το έμαθε δίπλα στον Κάρολο Κουν και τον Δημήτρη Ροντήρη, στο Θέατρο Τέχνης και στο Εθνικό Θέατρο, δίπλα στην Κατερίνα και στον Βασίλη Λογοθετίδη. Το δροσερό κορίτσι γρήγορα μεταμορφώθηκε σε μια μπριόζα καρατερίστα και αυτό της εξασφάλισε ρόλους για πολλές δεκαετίες. Ως το τέλος της ζωής της σχεδόν δεν σταμάτησε να εμφανίζεται στο θέατρο, στο σινεμά και στην τηλεόραση, ενώ ήταν μια από τις γλυκές και αγαπημένες παρουσίες για το ελληνικό κοινό και τους συναδέλφους της.

 

Η Καίτη (Αικατερίνη) Λαμπροπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα στις 26 Αυγούστου 1926, αλλά μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε μετακομίσει η οικογένειά της λόγω των εμπορικών δραστηριοτήτων του πατέρα της.Ήταν το δεύτερο παιδί της οικογένειας Λαμπροπούλου με πρώτο τον αδερφό της Ηρακλή και τρίτη την αδερφή της Τοτό.

Το 1942, ενώ ήταν ακόμη μαθήτρια, ξεκίνησε μαθήματα υποκριτικής στο θέατρο Τέχνης, κρυφά από την οικογένειά της. Συμμετείχε στην πρώτη παράσταση του Θεάτρου Τέχνης μαζί με τον Κάρολο Κουν, την σεζόν 1942-1943, στην «Αγριόπαπια» του Ίψεν. Ήταν ένα ζουμερό κορίτσι και παρέμεινε μια ευτραφής κυρία. Την εποχή εκείνη της είχαν κολλήσει το παρατσούκλι «ζαχαρομπακλαβάς».

Με το Θέατρο Τέχνης συνεργάστηκε στα έργα «Σουάνεβιτ» του Στρίντμπεργκ, «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε» του Πιραντέλο, «Κωνσταντίνου και Ελένης» του Σεβαστίκογλου, «Βυσσινόκηπος» του Τσέχοφ, «Στέλλα Βιολάντη» του Ξενόπουλου, «Το πρώτο έργο της Φάννυ» του Σω, «Δεν μπορείς να ξέρεις» του Σω, «Χαρούμενα νιάτα» του Πιζέ, «Βρικόλακες» του Ίψεν.

Στη συνέχεια, συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο υπό τη διεύθυνση του Δημήτρη Ροντήρη και πήρε μέρος στις παραστάσεις: «Φοιτηταί» του Ξενόπουλου, «Ζητείται υπηρέτης» του Μπάμπη Άννινου, «Συρανό ντε Μπερζεράκ» του Ροστάν «Το φιντανάκι» του Παντελή Χορν, «Λοκαντιέρα» του Γκολντόνι, «Ο Κατά Φαντασίαν Ασθενής» Μολιέρου, «Οι Εύθυμες Κυράδες του Ουίνδσορ» του Σέξπιρ κ.ά. Ακολούθησε τον Ροντήρη στην Ελληνική Σκηνή, αλλά συνεργάστηκε και με άλλους θιάσους σε πολλές παραστάσεις.

Στον κινηματογράφο έκανε την πρώτη της εμφάνιση το 1951 στην δραματική ταινία του Νίκου Τσιφόρου «Το παιδί μου πρέπει να ζήσει». Το 1956, πρωταγωνίστησε στον ρόλο της Κρουστάλλως δίπλα στον Δημήτρη Παπαμιχαήλ στο βουκολικό δράμα του Ηλία Παρασκευά «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», που ήταν η πρώτη έγχρωμη ταινία του ελληνικού κινηματογράφου.

Ξεχώρισε για τις ερμηνείες της σε ταινίες όπως «Ένα βότσαλο στη λίμνη» (1952), «Ο ζηλιαρόγατος» (1956), «Μανταλένα» (1960), «Τρίτη και 13» (1963), «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση» (1971), «Η Αλίκη δικτάτωρ» (1972) και «Η Μαρία της σιωπής» (1973). Εμφανίστηκε σε πολλές τηλεοπτικές σειρές καθώς και στο περίφημο «Θέατρο της Δευτέρας».

Στις 20 Δεκεμβρίου 2004, απονεμήθηκε στην ίδια και τη Σμαρούλα Γιούλη το έπαθλο «Κυβέλη» για τη συνολική τους θεατρική προσφορά.

Η Καίτη Λαμπροπούλου πέθανε στις 31 Ιανουαρίου 2011, σε ηλικία 84 ετών. Μέχρι τον θάνατό του ήταν παντρεμένη με τον δημοσιογράφο και ιστορικό Γεώργιο Ρούσσο (1910-1984).



Πηγή

Η Μάχη του Μαντζικέρτ

 Στις 26 Αυγούστου 1071 οι Βυζαντινοί υφίστανται δεινή ήττα από τους Σελτζούκους Τούρκους στο Μαντζικέρτ, πλησίον της λίμνης Βαν, με αποτέλεσμα να κλονισθεί ο έλεγχός τους στη Μικρά Ασία...

Στις 26 Αυγούστου 1071 οι Βυζαντινοί υφίστανται δεινή ήττα από τους Σελτζούκους Τούρκους στο Μαντζικέρτ, πλησίον της λίμνης Βαν, με αποτέλεσμα να κλονισθεί ο έλεγχός τους στη Μικρά Ασία. Πολλοί διακεκριμένοι ιστορικοί (Άννα Κομνηνή, Στίβεν Ράνσιμαν, Τζούλιους Νόργουιτς) υποστηρίζουν ότι με την ήττα αυτή σημειώνεται η αρχή του τέλους της βυζαντινής κυριαρχίας στην Ανατολή και η βαθμιαία Τουρκοποίηση της Μικράς Ασίας.

Η πόλη του Ματζικέρτ (σημερινό Μαλαζγκίρτ Τουρκίας) υπήρξε σταθερός στόχος των κατακτητικών βλέψεων των ποικίλων εχθρών της αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα των Σελτζούκων Τούρκων κατά τον 11ο αιώνα. Η στρατηγική θέση της για την άμυνα τής αυτοκρατορίας ενισχύθηκε με την εξαίρετη οχύρωση και την αξιόμαχη φρουρά της.


Οι Σελτζούκοι Τούρκοι, που πήραν το όνομά τους από τον φύλαρχό τους Σελτζούκ, είχαν έρθει από τις στέπες του σημερινού Τουρκεστάν και εκμεταλλευόμενοι την παρακμή των Αράβων, πήραν τη θέση τους στην ιστορία και μαζί τη σκυτάλη του Ισλαμισμού. Σε φάση παρακμής βρισκόταν και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που μαστιζόταν από εσωτερικές έριδες, κακοδιοίκηση και μεγάλα οικονομικά προβλήματα.

Η προσπάθειά τους να καταλάβουν την πόλη κατά την περίοδο της βασιλείας τού Κωνσταντίνου Γ’ του Μονομάχου (1042-1054) αποκρούστηκε από τη σθεναρή αντίσταση της φρουράς. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία με μεγάλες απώλειες, αλλά δεν παραιτήθηκαν από το στόχο. Ο σουλτάνος τους Αλπ-Αρσλάν, μετά από αλλεπάλληλες στρατιωτικές επιτυχίες, πέτυχε να καταλάβει τα ισχυρά φρούρια του Ανίου κι έπειτα από συνεχείς προσπάθειες το φρούριο του Μαντζικέρτ (1070), αποκτώντας έτσι τον έλεγχο στην ευρύτερη περιοχή.

Ο αυτοκράτορας Ρωμανός Δ’ Διογένης (1068-1071) ανέλαβε οργανωμένη εκστρατεία εναντίον των Σελτζούκων Τούρκων, την τρίτη κατά σειρά, το 1071. Επικεφαλής ενός πολυεθνικού μισθοφορικού στρατού, που αποτελείτο από Βυζαντινούς, Φράγκους, Ίβηρες, Βάραγγους, Ρώσους, Βούλγαρους, Τούρκους, Αρμενίους κ.ά, επανακατέλαβε το Μαντζικέρτ, κατά τη διάρκεια της απουσίας του Αλπ-Αρσλάν, που πολιορκούσε την Έδεσσα της Μεσοποταμίας (σημερινή Ούρφα Τουρκίας). Όταν έμαθε ότι οι Βυζαντινοί είχαν ξαναπάρει το Μαντζικέρτ, απέρριψε τις προτάσεις ειρήνης του αυτοκράτορα και βάδισε εναντίον του. Πλησιάζοντας τη βυζαντινή στρατιά παρουσίασε τις δικές του προτάσεις ειρήνης, οι οποίες απορρίφθηκαν από τον Ρωμανό.


Η αποφασιστική μάχη ανάμεσα στους δύο στρατούς δόθηκε στις 26 Αυγούστου 1071 κοντά στο Μαντζικέρτ. Ο Ρωμανός παρέταξε από 40.000 έως 70.000 άνδρες, με στρατηγούς τους Νικηφόρο Βρυέννιο, Θεόδωρο Αλυάτη και Ανδρόνικο Δούκα και ο Αλπ-Αρσλάν από 20.000 έως 30.000 άνδρες. Οι Βυζαντινοί, παρά την υπεροχή τους σε έμψυχο υλικό, υπέστησαν δεινή ήττα στο πεδίο της μάχης, εξαιτίας κυρίως των εσωτερικών αντιθέσεων των στρατηγών τους και της απειθαρχίας του στρατεύματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι σχεδόν ο μισός στρατός τους, που ήταν μισθοφορικός, είτε δεν πήρε μέρος στη μάχη, είτε αυτομόλησε στο αντίπαλο στρατόπεδο. Από την πλευρά των Βυζαντινών διακρίθηκαν στη μάχη οι τούρκοι μισθοφόροι και οι σκανδιναβοί Βάραγγοι, που αποτελούσαν τη σωματοφυλακή του αυτοκράτορα Ρωμανού, που όμως δεν απέτρεψαν την αιχμαλωσία του, καθώς έπεσαν μέχρις ενός.

 

Ο Ρωμανός οδηγήθηκε τραυματισμένος ενώπιον του Αλπ - Αρσλάν, ο οποίος του συμπεριφέρθηκε καλά, και αναγκάσθηκε να δεχτεί τους όρους της συνθήκης που του υπαγόρευσε: παροχή ετήσιων φόρων και στρατιωτικής βοήθειας, απελευθέρωση όλων των μουσουλμάνων αιχμαλώτων και συνοριακοί διακανονισμοί.

Οι συνέπειες της μάχης του Μαντζικέρτ ήταν τεράστιες, όπως προαναφέρθηκε. Δεν οφείλονται, όμως, αποκλειστικά στην ήττα των Βυζαντινών στο πεδίο της μάχης, αλλά και στην εμφύλια διαμάχη που ξέσπασε στην αυτοκρατορία. Ο Αλπ-Αρσλάν ενδιαφερόταν κυρίως για την ενοποίηση των μουσουλμάνων και ετοιμαζόταν να πολεμήσει εναντίον της Αιγύπτου. Δεν επιδίωξε σοβαρά εδαφικά κέρδη εις βάρος της νικημένης αυτοκρατορίας, για την όποια έτρεφε, όπως όλοι οι σύγχρονοί του, σεβασμό και κάποιο δέος.

Ο εμφύλιος πόλεμος που ξέσπασε στη Μικρά Ασία, όταν ο Ρωμανός απελευθερώθηκε και προσπάθησε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, έδωσε το τελικό χτύπημα σε ό,τι είχε περισωθεί από την οργανωμένη βυζαντινή άμυνα. Η σύλληψη και η τύφλωση του Ρωμανού από τους αντιπάλους του, έδωσε στους Τούρκους την αφορμή να θεωρήσουν άκυρη τη συνθήκη του 1071 και να αρχίσουν πάλι με μεγαλύτερη ένταση τις επιδρομές στα βυζαντινά εδάφη.



Πηγή