Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2021

Νικήτας Σταματελόπουλος

 Γνωστότερος ως Νικηταράς ο Τουρκοφάγος, ήρωας της Ελληνικές Επανάστασης.

Νικήτας Σταματελόπουλος (1782 – 1849)

Ήρωας του '21, γνωστός τοις πάσι με το προσωνύμιο Νικηταράς ο Τουρκοφάγος.

Γεννήθηκε το 1782 στο χωριό Τουρκολέκα Μεγαλόπολης και ήταν γιος του κλέφτη Σταματέλου Τουρκολέκα και της Σοφίας Καρούτσου, αδελφής της γυναίκας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Κατά μία άλλη εκδοχή, γεννήθηκε το 1784 στο χωριό Νέδουσα Μεσσηνίας. Σε ηλικία 11 χρονών βγήκε στο κλαρί με την ομάδα του πατέρα του και στη συνέχεια εντάχθηκε στο σώμα του πρωτοκλέφτη Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη, του οποίου αργότερα παντρεύτηκε την κόρη Αγγελίνα.

Η ανδρεία και τα σωματικά του προσόντα τον οδήγησαν το 1805 στη ρωσοκρατούμενη τότε Ζάκυνθο. Εκεί εντάχθηκε στο ρωσικό τάγμα, που πολέμησε τον Ναπολέοντα στην Ιταλία. Αργότερα, επέστρεψε στη Ζάκυνθο για να υπηρετήσει αυτή τη φορά τους Γάλλους, που είχαν καταλάβει το νησί. Στις 18 Οκτωβρίου 1818, ενώ βρισκόταν στην Καλαμάτα, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Με τον θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Παπαφλέσσα συνέβαλε στην προετοιμασία του Εθνικού Ξεσηκωμού και στις 23 Μαρτίου 1821 μπήκε στην Καλαμάτα μαζί με τους άλλους στρατιωτικούς αρχηγούς.

Από την αρχή ενστερνίσθηκε το στρατηγικό σχέδιο του Κολοκοτρώνη για την κατάληψη της Τριπολιτσάς και πήρε μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις για την κατάληψη του διοικητικού κέντρο των Οθωμανών στην Πελοπόννησο. Διακρίθηκε στη Μάχη του Βαλτετσίου (12 Μαΐου 1821), ενώ αποφασιστική ήταν η συμβολή του στη Μάχη των Δολιανών (18 Μαΐου 1821), όπου ανέδειξε στο έπακρο τις στρατιωτικές του ικανότητες. Επικεφαλής μόλις 600 ανδρών κατανίκησε τον στρατό του Κεχαγιάμπεη που ανήρχετο σε 6.000 άνδρες και σχεδόν τον αποδεκάτισε. Γι' αυτόν τον πραγματικό του άθλο, οι συμπολεμιστές του τον ονόμασαν «Τουρκοφάγο».

Μέχρι το τέλος του Αγώνα ο Νικηταράς ήταν στην πρώτη γραμμή, πολεμώντας είτε στην Πελοπόννησο είτε στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, όπου συνεργάστηκε με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Γεώργιο Καραΐσκάκη. Πήρε μέρος στην Άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821) και ήταν από τους λίγους αρχηγούς που αρνήθηκε να συμμετάσχει στη διανομή των λαφύρων.

Διακρίθηκε στη Μάχη του Αγιονορίου (26-28 Ιουλίου 1822), που αποτελείωσε τη στρατιά του Δράμαλη δύο μέρες μετά τη Μάχη στα Δερβανάκια. Η ανιδιοτέλεια του ανδρός φάνηκε για μία ακόμη φορά, όταν από το πλήθος των λαφύρων της μάχης πείστηκε να δεχθεί ένα πανάκριβο σπαθί, το οποίο αργότερα προσέφερε στον έρανο για την ενίσχυση του Μεσολογγίου. Κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου Πολέμου τάχθηκε στο πλευρό του Κολοκοτρώνη, αλλά φρόντισε πάντα να επιδιώκει τον συμβιβασμό και τη συνεννόηση.

Μετά την Απελευθέρωση τάχθηκε στο πλευρό του Καποδίστρια κι έγινε ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Κυβερνήτη. Πήρε μέρος στην Δ' Εθνοσυνέλευση του Άργους (1829), ως πληρεξούσιος του Λεονταρίου. Επί Όθωνος περιέπεσε σε δυσμένεια, επειδή υποστήριζε το αντιπολιτευόμενο Ρωσικό Κόμμα. Προφυλακίστηκε το 1839 ως αρχηγός συνωμοτικής ομάδας, αλλά στη δίκη του (11 Σεπτεμβρίου 1840), αθωώθηκε ελλείψει στοιχείων. Εντούτοις, η κράτησή του παρατάθηκε με αποτέλεσμα να υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη η υγεία του και σχεδόν να τυφλωθεί. Αποφυλακίστηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1841 και αποτραβήχτηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά.

Μετά την εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 του απονεμήθηκε ο βαθμός του υποστρατήγου και έλαβε μία τιμητική σύνταξη, η οποία ήταν ο μόνος πόρος της ζωής του. Το 1847 διορίσθηκε μέλος της Γερουσίας και δύο χρόνια αργότερα, στις 25 Σεπτεμβρίου 1849, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 67 ετών. Ο Νικηταράς απέκτησε δύο κόρες κι ένα γιο, τον Ιωάννη Σταματελόπουλο, που ακολούθησε καριέρα στρατιωτικού. Άφησε Απομνημονεύματα, τα οποία υπαγόρευσε στον εθνικό δικαστή Γεώργιο Τερτσέτη.



Πέδρο Αλμοδόβαρ

 Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ θεωρείται ο ανανεωτής του ισπανικού κινηματογράφου. Μέσα από το έργο του διηγήθηκε με χρώματα την κοινωνικο-πολιτιστική απελευθέρωση που ακολούθησε την πτώση του δικτάτορα Φράνκο.


Ο σκηνοθέτης Πέδρο Αλμοδόβαρ θεωρείται ο ανανεωτής του ισπανικού κινηματογράφου. Μέσα από το έργο του διηγήθηκε με χρώματα την κοινωνικο-πολιτιστική απελευθέρωση που ακολούθησε την πτώση της μαύρης δικτατορίας του στρατηγού Φράνκο το 1975 και ονομάστηκε Movida (Μετάβαση) «Το πάθος μου για τα χρώματα ήταν η απάντηση της μητέρας μου στα τόσα χρόνια πένθους και μαυρίλας-ήμουν η εκδίκησή της για την παραδοσιακή σκούρα μονοχρωμία που επικρατούσε για δεκαετίες στην Ισπανία», εξομολογήθηκε το 2004.

Το «τρομερό παιδί της Μόβιδα» είναι συνώνυμο της παραβατικότητας, του πικρού χιούμορ, των φλογερών μελοδραμάτων και των ηρωίδων έξω από νόρμες. Λίγα χρόνια αργότερα, ο ευτραφής Μαδριλένος διεκδικούσε το δικαίωμα να είναι ομοφυλόφιλος, να γίνει σημαιοφόρος μιας μοντέρνας και ανεκτικής Ισπανίας.

Ο Πέδρο Μερσέδες Αλμοδόβαρ Καμπαγιέρο γεννήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1949 στο χωριό Καλθάδα ντε Καλατράβα της επαρχίας Λα Μάντσα, μια από τις πιο άγονες περιοχές της Ισπανίας. Γιός ενός αγωγιάτη, ο οποίος εξαφανιζόταν ολόκληρες εβδομάδες λόγω δουλειάς και μιας μητέρας που υπεραγαπούσε και σφράγισε καθοριστικά την ζωή του. Άλλωστε η εξερεύνηση των μητρικών δεσμών αποτέλεσε ένα από τα αγαπημένα του θέματα.

Σε ηλικία 16 χρόνων αποκτά την ανεξαρτησία του και μετακομίζει στην Μαδρίτη για να σπουδάσει την έβδομη τέχνη. Η Σχολή Κινηματογράφου, όμως, ήταν ακόμα κλειστή από τον δικτάτορα Φράνκο και έτσι στην Ταινιοθήκη ο Αλμοδόβαρ άρχισε να ανακαλύπτει τους μέντορές που τον σημάδεψαν για πάντα: Άλφρεντ Χίτσκοκ, Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και Λουίς Μπουνιουέλ.

Για να κερδίσει για προς τα ζην εργάζεται ως υπάλληλος στον κρατικό οργανισμό τηλεπικοινωνιών. Παράλληλα με μια κάμερα Σούπερ 8 γυρίζει ταινίες μικρού μήκους και ιδρύει το σατιρικό πανκ-ροκ συγκρότημα «Almodovar y McNamara»,

Η πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους με τίτλο: «Η Πέπη, η Λούσι, η Μπομ και τα άλλα κορίτσια της γειτονιάς» (1980) μοιάζει σαν ένα εύθυμο ερωτικό φωτορομάντζο με μοιραίες ηρωίδες ή εν δυνάμει μοιραίες. Με την τέταρτη ταινία του, μια εξωφρενική ιλαροτραγωδία με τίτλο «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης» (1988) έγινε ευρύτερα γνωστός και κέρδισε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας.

Τις επόμενες ταινίες του θα τις γυρίσει όλες στην Ισπανία με τις πρωταγωνίστριες-φετίχ του: Κάρμεν Μάουρα, Ρόσι ντε Πάλμα, Πενέλοπε Κρουθ, Μαρίσα Παρέδες και ηθοποιούς, όπως ο Αντόνιο Μπαντέρας και ο Χαβιέ Μπαρδέμ. Οι ηρωίδες του Αλμοδόβαρ είναι συνήθως γυναίκες απρόβλεπτες παθιασμένες, εμμονικές, που επανεφευρίσκουν τον εαυτό τους προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις κρίσεις τους.

Ο Αλμοδόβαρ είναι ο πρώτος σκηνοθέτης που παρουσίασε στις ταινίες του τον κόσμο των τρανσέξουαλ και των τραβεστί με ανθρώπινα ζεστό τρόπο, με κιτς όμως αισθητική, όπως στην ταινία «Κακή Εκπαίδευση» (2004) που ίσως είναι η πιο προσωπική του ταινία και αναφέρεται στη φιλία δύο αγοριών σε ένα εσωτερικό καθολικό σχολείο που διοικείται με σιδερένια πυγμή.

Τα τελευταία χρόνια ο Αλμοδόβαρ γύρισε διαφορετικές μεταξύ τους ταινίες. Από το θρίλερ « Το δέρμα που κατοικώ» (2011), την κωμωδία «Δεν κρατιέμαι» (2013), το μελόδραμα «Τζουλιέτα»(2016), ταινία-πορτρέτο μιας μητέρας που κρύβει ένα βαρύ μυστικό. Προκειμένου να εξηγήσει το νέο αυτό βάρος που περιέχουν οι ταινίες του, επικαλείται συχνά την προσωπική του ζωή, το γεγονός ότι γερνάει και είναι μόνος, ζώντας όπως λέει, με γάτες και «φαντάσματα».

Πέντε φορές συμμετείχε στο επίσημο τμήμα των Καννών, δεν τιμήθηκε ποτέ με τον Χρυσό Φοίνικα, αν και το 2006 η ταινία του «Γύρνα Πίσω», είχε αποσπάσει το βραβείο του καλύτερου σεναρίου και της καλύτερης ερμηνείας για το σύνολο των ηθοποιών που έπαιζαν σε αυτή. Έχουν τιμηθεί όμως με 'Οσκαρ δύο από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του: το μελόδραμα «Όλα για την μητέρα μου» το 2000 και το συναισθηματικά φορτισμένο «Μίλα της» το 2003.




Κρίστοφερ Ριβ

 Αμερικανός ηθοποιός, που ταυτίστηκε με το ρόλο του Σούπερμαν. Έμεινε παράλυτος και τέθηκε επικεφαλής εκστρατείας για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες.


Κρίστοφερ Ριβ (1952 – 2004)

Ο Αμερικανός Κρίστοφερ Ριβ (Christopher Reeve) ήταν ένας εξαιρετικά ταλαντούχος ηθοποιός, τόσο του κινηματογράφου, όσο και του θεάτρου, που ταυτίστηκε όμως με το ρόλο του Σούπερμαν. Ύστερα από ένα σοβαρό τραυματισμό που τον κατέστησε τετραπληγικό, ανέλαβε ένα νέο, ακόμη πιο ηρωικό ρόλο, αυτόν του ακτιβιστή για την ιατρική έρευνα σχετικά με τις παθήσεις της σπονδυλικής στήλης.

Ο Κρίστοφερ Ριβ γεννήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1952 στη Νέα Υόρκη, όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Γιος καθηγητή Αγγλικών και μιας δημοσιογράφου, ο Κρίστοφερ σπούδασε στη Σχολή Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης και πήρε πτυχίο από το πανεπιστήμιο Κορνέλ. Ξεκίνησε την καριέρα του ως ηθοποιός από την τηλεοπτική σειρά «Love of Life», ενόσω ήταν φοιτητής.

Πρώτη εμφάνιση στο θέατρο και ο ρόλος που τον έκανε διάσημο

Η πρώτη του εμφάνιση στο θέατρο ήταν το 1976 στο Μπρόντγουεϊ, όπου ερμήνευε το ρόλο του εγγονού της Κάθριν Χέπμπορν στο θεατρικό της Ένιντ Μπάγκνολντ «A Matter of Gravity». Συνέχισε την πετυχημένη θητεία του στο θέατρο με ένα δύσκολο πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο του Λάνφορντ Ουίλσον «Fifth of July», όπου ερμήνευε έναν πικραμένο ομοφυλόφιλο, ανάπηρο από τον πόλεμο του Βιετνάμ.

Ο Κρίστοφερ Ριβ ως Σούπερμαν

Ουσιαστικά άγνωστος στο ευρύ κοινό, το 1978 επελέγη μεταξύ 200 υποψηφίων από τον σκηνοθέτη Ρίτσαρντ Ντόνερ για το ρόλο του Σούπερμαν στην ομότιτλη ταινία, η οποία των καθιέρωσε στη μεγάλη οθόνη. Η ταινία είχε τρεις συνέχειες (1981, 1983, 1987) και απέφερε στον πρωταγωνιστή της 300 εκατομμύρια δολάρια.

Το 1993 είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία εποχής του Τζέιμς Αϊβορι «Τ’ Απομεινάρια μιας Ημέρας» («The Remains of the Day»), που γυρίστηκε στην αγγλική ύπαιθρο. Αλλά ακόμα και μετά από αυτή τη συμμετοχή ήταν εξαιρετικά δύσκολο να ξεπεράσει το ρόλο του υπερήρωα «Σούπερμαν», με τον όποιο τον είχε ταυτίσει το κοινό σε κάθε γωνιά της Γης. Ο ίδιος είχε δηλώσει σχετικά σε συνέντευξή του στο CNN και στον Λάρι Κινγκ: «Είναι εξαιρετικά παράξενο να μπαίνεις σε μια παραδοσιακή παμπ του 15ου αιώνα στο μέσο του Ουίλσαϊρ και να ακούς δίπλα σου "Α! ήλθε ο Σούπερμαν"».

Οι υπόλοιπες ταινίες και το ατύχημα

Είχε παίξει επίσης στις ταινίες «Ο Ταξιδιώτης που Γύρισε από το Αύριο» («Somewhere in Time», 1980), «Οι Βοστωνέζοι» («The Bostonians», 1984) του Τζέιμς Άιβορι, «Θανάσιμη Παγίδα» («Deathtrap», 1982) του Σίντνεϊ Λούμετ, «Το Δόκανο» («Street Smart», 1987) του Τζέρι Σάτζμπεργκ, «Ερωτικά Κυκλώματα» («Switching Channels», 1988) του Τεντ Κότσεφ, «Πίσω από τα Παρασκήνια» («Noises Off», 1992) του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς, «Η Πόλη των Καταραμένων» («Village of the Damned») του Τζον Κάρπεντερ κ.ά.


Ο Κρίστοφερ Ριβ σε συνέδριο στο ΜΙΤ το 2003

Δεινός ιππέας ο ίδιος και ιδιοκτήτης πολλών αλόγων, υπέστη πολλαπλές κακώσεις στη σπονδυλική στήλη και συντριπτικό κάταγμα δύο αυχενικών σπονδύλων, όταν έπεσε από το άλογό του στη διάρκεια ιππικών αγώνων στις 27 Μαΐου 1995 στο Πάρκο της Κοινοπολιτείας στη Βιρτζίνια.

Καθηλωμένος σε αναπηρική πολυθρόνα μετά το ατύχημα, ο Ριβ τέθηκε επικεφαλής εκστρατείας για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες και για την προώθηση των επιστημονικών ερευνών για τη θεραπεία των κακώσεων της σπονδυλικής στήλης. Το 1999 δημιούργησε το «Ίδρυμα Κρίστοφερ Ριβ» με σκοπό να ενισχύσει τη συνεργασία μεταξύ ειδικών επιστημόνων που εργάζονται στην έρευνα για τη θεραπεία των κακώσεων της σπονδυλικής στήλης.

Ο Κρίστοφερ Ριβ πέθανε στις 10 Οκτωβρίου 2004 στη Νέα Υόρκη, από καρδιακή ανεπάρκεια. Νωρίτερα είχε πέσει σε κώμα, όταν υπέστη καρδιακή προσβολή κατά τη διάρκεια θεραπευτικής αγωγής για την επούλωση τραύματος κατάκλισης, το οποίο είχε επιμολυνθεί.

Ήταν παντρεμένος με την ηθοποιό Ντάνα Μοροζίνι, η οποία συνέχισε το έργο του μέχρι το θάνατό της το 2006. Στο ίδρυμα Ριβ εμπλέκονται και τα τρία παιδιά του, ένα από τον γάμο του με τη Μοροζίνι και δύο από μία προηγούμενη σχέση του με την Γκέι Ίξτον.