Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2023

Άγιος Ιωάννης ο Βατατζής ο ελεήμονας βασιλιάς



Kάτω βασιλεύς ων το πριν στεφηφόρε,
Άνω Bασιλεύς νυν εδείχθης, ω κλέους!

Ἔχει, Ἰωάννη, σὲ οὐρανοῦ δόμος,
μολόντα Κωνσταντῖνον ὡς πάλαι μέγαν.

Λῆξιν Ἰωάννην πρὸς ἀκήρατον ἦλθε τετάρτη.


Λειτουργικά κείμενα

Η Ερμηνεία των Ονείρων

 Σύγγραμμα του αυστριακού νευρολόγου και ψυχίατρου Ζίγκμουντ Φρόιντ, που αποτέλεσε την πρώτη συστηματική προσπάθεια να εξηγηθούν με επιστημονικό τρόπο τα όνειρα...


Σύγγραμμα του αυστριακού νευρολόγου και ψυχίατρου Ζίγκμουντ Φρόιντ (1856-1939), που αποτέλεσε την πρώτη συστηματική προσπάθεια να εξηγηθούν με επιστημονικό τρόπο τα όνειρα («Die Traumdeutung», ο πρωτότυπος τίτλος στα Γερμανικά).

«Στις σελίδες που ακολουθούν θα αποδείξω ότι υπάρχει μια ψυχολογική τεχνική, που κάνει δυνατή την ερμηνεία των ονείρων και μέσω αυτής της τεχνικής κάθε όνειρο αποκαλύπτεται ως ψυχολογική δομή» γράφει στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου ο πατέρας της ψυχανάλυσης. Κυκλοφόρησε στις 4 Νοεμβρίου 1899 στη Λειψία από τον εκδοτικό οίκο «Άλφρεντ Ντόιτκε», με έτος έκδοσης το 1900, για να υποδηλωθεί ο κοσμοϊστορικός του χαρακτήρας.

Όλα ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 1896, όταν πέθανε ο πατέρας του Γιάκοπ σε ηλικία 81 ετών. Στον σαραντάχρονο Ζίγκμουντ απελευθερώθηκαν συναισθήματα, που θεώρησε ότι ήταν απωθημένα και αφορούσαν πρώιμες εμπειρίες του. Από τον Ιούλιο του 1897 ξεκίνησε μια σοβαρή προσπάθεια για να αποκαλύψει το νόημά τους, αντλώντας από μια τεχνική γνωστή ανά τους αιώνες, την αποκρυπτογράφηση των ονείρων. Ασχολήθηκε επίμονα με τα όνειρα, γιατί τα θεωρούσε ως «τη βασιλική οδό προς τη γνώση του ασυνείδητου» και πίστευε ότι έχουν κρυφά νοήματα. Προσπάθησε να τα καταλάβει, ώστε μέσα από αυτά να καταλάβει τους ίδιους τους ανθρώπους και το πώς αυτοί σκέπτονταν ή ενεργούσαν.

Στο βιβλίο του μας δίνει μια εξαιρετικά λεπτομερή εξήγηση για το πώς δημιουργούνται τα όνειρα και το πώς λειτουργούν. Διανθισμένο με μαρτυρίες από δικά του όνειρα και ασθενών του, υποστηρίζει τη βασική θέση ότι τα όνειρα είναι η μεταμφιεσμένη εκπλήρωση μιας καταπιεσμένης ή απωθημένης ασυνείδητης επιθυμίας, που συνδέεται ιδιαίτερα με σεξουαλικά και επιθετικά ένστικτα και η έκφρασή της λογοκρίνεται προτού γίνει συνειδητή. Ακόμη και οι εφιάλτες που εκδηλώνουν προφανή άγχη είναι η εκπλήρωση τέτοιων επιθυμιών. Για παράδειγμα, όσοι ονειρεύονται πως πετούν ή αιωρούνται, θέλουν να ελευθερωθούν από την παιδική τους ηλικία. Εάν κάποιος ονειρεύεται πως κάποιος στενός του συγγενής πεθαίνει, πιθανότατα κρύβει εχθρότητα για το πρόσωπο αυτό ή επιθυμία να αποκτήσει αυτά που έχει το άλλο πρόσωπο.

Την αποκωδικοποίηση των ονείρων αναλαμβάνει ο ψυχαναλυτής, που ακολουθεί τέσσερις βασικούς δρόμους: Συμπύκνωση, Μετάθεση, Αναπαράσταση και Δευτερογενής Αναθεώρηση. Στο βιβλίο του, ο Φρόιντ εισάγει την έννοια του Εγώ, ενώ υπάρχουν οι πρώτες νύξεις γι' αυτό που στα κατοπινά του έργα θα ονομάσει Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα.

Το βιβλίο είχε μικρή απήχηση στην αρχή και έπρεπε να περάσουν σχεδόν δέκα χρόνια για να διατεθούν τα πρώτα 600 αντίτυπα. Άρχισε να συζητείται στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα, όταν δημοσιεύθηκαν οι πρώτες κριτικές, στη συντριπτική τους πλειονότητα αρνητικές. Σήμερα, η «Ερμηνεία των Ονείρων» θεωρείται ότι άνοιξε πρωτόγνωρους δρόμους στην Ψυχολογία. Σε προχωρημένη ηλικία, το 1931, προλογίζοντας την τρίτη αγγλική έκδοση του μεγάλου έργου του, ο Φρόιντ έγραψε ότι τέτοιες γνωστικές ιδέες έρχονται σε έναν άνθρωπο μόνο μία φορά στη ζωή του.

Το σημαντικό αυτό έργο έχει εκδοθεί και στα ελληνικά: στην πλήρη του μορφή από τις εκδόσεις «Επίκουρος» και σε εκλαϊκευμένη εκδοχή του ίδιου του Φρόιντ από τις εκδόσεις «Νήσος» με τίτλο «Το όνειρο».


Πηγή

Νικόλαος Πλαστήρας

 Στρατιωτικός και πολιτικός, με έντονη δράση σε κρίσιμες περιόδους της νεοελληνικής ιστορίας του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, γνωστός με το προσωνύμιο «Μαύρος Καβαλάρης».

Νικόλαος Πλαστήρας (1883 – 1953)

Στρατιωτικός και πολιτικός, με έντονη δράση σε κρίσιμες περιόδους της νεοελληνικής ιστορίας του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, γνωστός με το προσωνύμιο «Μαύρος Καβαλάρης». Γεννήθηκε στο Βούνεσι (σημερινό Μορφοβούνι) Καρδίτσας στις 4 Νοεμβρίου 1883.

Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο κατατάχθηκε ως εθελοντής στο στρατό με το βαθμό του δεκανέα το 1903 και πήρε μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα. Συμμετείχε ενεργά στον «Στρατιωτικό Σύνδεσμο», που έκανε το Κίνημα στο Γουδί (1909) και έφερε στην εξουσία τον Ελευθέριο Βενιζέλο.

Το 1912, μετά την αποφοίτησή του από τη Σχολή Υπαξιωματικών της Κέρκυρας, ονομάσθηκε Ανθυπολοχαγός και με το βαθμό αυτό πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913). Ο Πλαστήρας διακρίθηκε σε πολλές μάχες, ιδιαίτερα στη Μάχη του Λαχανά, όπου οι συμπολεμιστές του έδωσαν το προσωνύμιο «Μαύρος Καβαλάρης». Κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού (1916) συντάχθηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και προσχώρησε στο Κίνημα της Εθνικής Αμύνης. Στις επιχειρήσεις του Μακεδονικού Μετώπου κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο έδειξε ξεχωριστά χαρίσματα, ιδιαίτερα στη Μάχη του Σκρα και προήχθη σε αντισυνταγματάρχη.

Το 1919 ανέλαβε τη διοίκηση του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων στην Ουκρανία, συμμετέχοντας στη συμμαχική εκστρατεία υποστήριξης του ρωσικού «Λευκού Στρατού», ο οποίος εμάχετο τους μπολσεβίκους του Λένιν. Μετά την αποτυχία του εγχειρήματος, ο Πλαστήρας επικεφαλής της ίδιας μονάδας και με το βαθμό του συνταγματάρχη εστάλη στο Μικρασιατικό Μέτωπο.

Η δράση του κατά τη μικρασιατική εκστρατεία ενίσχυσε τη φήμη του. Οι Τούρκοι τον ονομάζουν Καρά-Πιπέρ (Μαυρόπιπερο), εξαιτίας του μελαψού του χρώματος και τη μονάδα του «Σεϊτάν Ασκέρ» (Στρατό του Διαβόλου). Ο Πλαστήρας διακρίθηκε κατά την τουρκική αντεπίθεση στο Σαγγάριο, που προκάλεσε την κατάρρευση του Μετώπου. Οδήγησε τη μονάδα του συντεταγμένα στον Τσεσμέ και από εκεί στη Χίο, σώζοντας παράλληλα χιλιάδες πρόσφυγες που τον ακολουθούσαν.

Η Μικρασιατική Καταστροφή έφερε την εξέγερση του στρατού στη Χίο και στη Μυτιλήνη τον Σεπτέμβριο του 1922 και τη δημιουργία της «Επαναστατικής Επιτροπής» υπό τους Νικόλαο Πλαστήρα, Στυλιανό Γονατά και τον αντιπλοίαρχο Φωκά. Η Επιτροπή με τελεσίγραφό της αξίωσε την παράδοση της εξουσίας, την έξωση του βασιλιά Κωνσταντίνου και την παραίτηση της κυβέρνησης Γούναρη. Με τη βοήθεια του λαού και του στρατού, ιδίως του Ναυτικού, οι εξεγερθέντες γρήγορα έγιναν κύριοι της κατάστασης, με τον Νικόλαο Πλαστήρα να έχει αρχηγικό ρόλο. Ο Κωνσταντίνος παραιτήθηκε υπέρ του υιού του Γεωργίου Β', ενώ πρωθυπουργός ανέλαβε ο Σωτήριος Κροκιδάς.

O Στ. Γονατάς και o Ν. Πλαστήρας
Η Επαναστατική Επιτροπή είχε δύσκολο έργο να επιτελέσει. Έπρεπε να αναδιοργανώσει τον στρατό για να επιτύχει καλύτερους όρους ως ηττημένη χώρα στην επικείμενη διάσκεψη της Λοζάννης, να φροντίσει και να στεγάσει τους εκατοντάδες χιλιάδες μικρασιάτες πρόσφυγες, αλλά και να επουλώσει το τραυματισμένο λαϊκό αίσθημα, που ζητούσε την τιμωρία των υπαιτίων της Εθνικής Συμφοράς. Με μια αμφιλεγόμενη απόφασή του, προσήγαγε σε δίκη του πολιτικούς και στρατιωτικούς υπεύθυνους της ήττας («Δίκη των Έξι»), οι οποίοι καταδικάσθηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν στο Γουδί.

Ο Πλαστήρας κάλεσε από την εξορία τον Ελευθέριο Βενιζέλο για να ηγηθεί της ελληνικής αντιπροσωπείας στις διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, που οδήγησαν στη Συνθήκη της Λωζάνης (1923). Η Επαναστατική Επιτροπή αντιμετώπισε επιτυχώς το φιλοβασιλικό πραξικόπημα των υποστρατήγων Γαργαλίδη και Λεοναρδόπουλου (Οκτώβριος 1923), ενώ δεν κλονίσθηκε με το περιστατικό της Κέρκυρας, που προκάλεσε την ολιγοήμερη κατάληψη του νησιού από τους Ιταλούς.

Ο Πλαστήρας πίστευε ότι η θέση των στρατιωτικών είναι στους στρατώνες και μόνο δεινά θα προκαλούσε η άσκηση εξουσίας από αυτούς. Έτσι, οδήγησε τη χώρα στις κάλπες στις 16 Δεκεμβρίου 1923. Από τις εκλογές απείχε η «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις», στην οποία είχαν συσπειρωθεί οι φιλοβασιλικοί και άλλοι αντιπολιτευόμενοι την Επαναστατική Επιτροπή. Η νέα Βουλή που προέκυψε ήταν Συντακτική και συνήλθε στις 2 Ιανουαρίου 1924, ανοίγοντας το δρόμο για τη Β' Ελληνική Δημοκρατία. Την ίδια μέρα, ο Πλαστήρας υπέβαλε την παραίτησή του από τις τάξεις του στρατεύματος, αφού πρώτα έκανε ένα απολογισμό των πεπραγμένων της Κυβερνητικής Επιτροπής. Για τις υπηρεσίες που προσέφερε στη χώρα, με απόφαση της Βουλής προήχθη στο βαθμό του αντιστρατήγου.

Από το 1924 έως το 1933 ο Νικόλαος Πλαστήρας δεν μετείχε στα κοινά, ζώντας μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας. Όταν στις εκλογές της 6ης Μαρτίου 1933 η αντιβενιζελική «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις» αναδείχθηκε νικήτρια, ο Πλαστήρας προσπάθησε να αποτρέψει την πολιτική μεταβολή μ' ένα πραξικόπημα που απέτυχε παταγωδώς, καθώς δεν είχε ούτε τη στήριξη του Ελευθερίου Βενιζέλου, καθώς η κυβέρνησή του παραιτήθηκε το ίδιο βράδυ.

Με το ενδεχόμενο να διωχθεί ποινικά για εσχάτη προδοσία, ο Πλαστήρας αναχώρησε κρυφά για τα Δωδεκάνησα και από εκεί για τη Βηρυτό και τη Γαλλία, όπου εγκαταστάθηκε στη Νίκαια. Τελικά, δεν διώχθηκε για το πραξικόπημα της 6ης Μαρτίου 1933, αλλά για το φιλοβενιζελικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935. Αν και βρισκόταν μακριά από την Ελλάδα, καταδικάσθηκε σε θάνατο, μαζί με τον Βενιζέλο.

Κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας, πρωτοστάτησε στη δημιουργία αντιδικτατορικής κίνησης, ενώ προσπάθησε μάταια να πείσει τη Γαλλία να αναλάβει ενεργό ρόλο στην κατάλυση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου έγραψε επιστολή προς την ελληνική κυβέρνηση, με την οποία την καλούσε να συνθηκολογήσει με την Ιταλία. Η επιστολή αυτή θα του κοστίσει πολιτικά τα επόμενα χρόνια.

Μετά την Απελευθέρωση και τα «Δεκεμβριανά» (1944), που προκάλεσαν την παραίτηση της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου, ο Πλαστήρας διορίζεται πρωθυπουργός στις 3 Ιανουαρίου 1945, ως πρόσωπο ευρείας αποδοχής. Στην κυβέρνησή του συμμετέχουν όλες οι πολιτικές δυνάμεις εκτός των κομμουνιστών. Επί της πρωθυπουργίας του υπογράφηκε η Συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρουαρίου 1945), βάσει της οποίας οι κομμουνιστές και το ΕΑΜ θα παρέδιδαν τον οπλισμό τους. Η δημοσίευση στον Τύπο τής προ πενταετίας επιστολής του που ζητούσε συνθηκολόγηση με την Ιταλία κατά τη διάρκεια του ελλληνοϊταλικού πολέμου, προκάλεσε την παραίτησή του στις 10 Απριλίου 1945.

Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου παρέμεινε εκτός πολιτικής σκηνής. Κατήγγειλε τόσο την Αριστερά, όσο και τη Δεξιά, για τις μεθοδεύσεις τους που οδήγησαν στον αδελφοκτόνο σπαραγμό. Πρώτος αυτός από τους αστούς πολιτικούς τόλμησε να χρησιμοποιήσει την έκφραση «Εμφύλιος Πόλεμος», αντί του καθιερωμένου τότε όρου «Συμμοριτοπόλεμος».

Μετά τη λήξη του Εμφυλίου εμφανίσθηκε ως σημαιοφόρος της λήθης και της συμφιλίωσης. Στις 14 Ιανουαρίου 1950 ιδρύει την ΕΠΕΚ (Εθνική Προοδευτική Ένωσις Κέντρου) μαζί με τον Εμμανουήλ Τσουδερό. Στις εκλογές τις 5ης Μαρτίου 1950 κέρδισε το 16,4% των ψήφων και 45 έδρες, ελθούσα τρίτο κόμμα, μετά το Λαϊκό Κόμμα και το Φιλελεύθερο. Στις 15 Απριλίου σχηματίζει κυβέρνηση συνασπισμού με αντιπρόεδρο τον Γεώργιο Παπανδρέου, η οποία θα έχει ζωή μόλις πέντε μηνών. Πρόλαβε, όμως, να πάρει μέτρα, που στόχευαν στην άμβλυνση των συνεπειών του Εμφυλίου, περιορίζοντας τις διώξεις των Αριστερών.

Στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951 η ΕΠΕΚ ήλθε δεύτερη, μετά τον Συναγερμό του Παπάγου, με το 23,5% των ψήφων και 74 έδρες. Σχηματίστηκε κυβέρνηση συνασπισμού μεταξύ ΕΠΕΚ και Φιλελευθέρων, με πρωθυπουργό τον Πλαστήρα, που κράτησε ένα χρόνο. Παρά την πολιτική συνδιαλλαγής που ακολουθεί και παρά την αντίθεσή του κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του, εκτελούνται οι Μπελογιάννης, Μπάτσης, Καλούμενος, Αργυριάδης, ενώ αρχίζει η Δίκη των Αεροπόρων. Το δεξιό παρακράτος ζει και βασιλεύει. Ο Πλαστήρας λαμβάνει μέτρα για την οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότηση της χώρας με έργα υποδομής, εθνικοποιήσεις, κοινωνικές παροχές, διανομή γης στους ακτήμονες και ψήφο στις γυναίκες.

Στις 16 Νοεμβρίου 1952 προκηρύσσονται νέες εκλογές, στις οποίες κυριαρχεί ο νικητής του Εμφυλίου, στρατάρχης Παπάγος και το κόμμα του «Ελληνικός Συναγερμός». Η έκκληση του Πλαστήρα προς την Αριστερά για συστράτευση πέφτει στο κενό. «Τι Παπάγος, τι Πλαστήρας, ούλοι οι σκύλοι μια γενιά» είναι η απάντηση των κομμουνιστών. Η ΕΠΕΚ ηττάται κατά κράτος και στις 3 Μαΐου 1953 διασπάται. Ο Νικόλαος Πλαστήρας, καταβεβλημένος από αλλεπάλληλα καρδιακά και εγκεφαλικά επεισόδια, δεν εξελέγη ούτε βουλευτής. Η πολιτική του καριέρα θα λάβει τέλος, όπως και η ζωή του λίγους μήνες αργότερα. Θα αφήσει τη τελευταία του πνοή στις 26 Ιουλίου 1953, εξαιτίας ενός νέου βαρύτατου καρδιακού εμφράγματος.


Πηγή

Η Ουγγρική Επανάσταση του 1956

 Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 την Ουγγαρία κυβερνούσε το Εργατικό (Κομμουνιστικό) Κόμμα με τις πλάτες του Κόκκινου Στρατού, που στάθμευε στη χώρα από το Σεπτέμβριο του 1944.

Στα μέσα της δεκαετίας του '50 την Ουγγαρία κυβερνούσε το Εργατικό (Κομμουνιστικό) Κόμμα με τις πλάτες του Κόκκινου Στρατού, που στάθμευε στη χώρα από το Σεπτέμβριο του 1944. Δεν ήταν ιδιαίτερα καταπιεστικό, όπως άλλα αδελφά κόμματα, αλλά είχε κακές επιδόσεις στον οικονομικό τομέα. Το κομμουνιστικό στρατόπεδο ζούσε, άλλωστε, την εποχή της αποσταλινοποίησης.

Ο ξεσηκωμός των κατοίκων της Βουδαπέστης ξεκίνησε στις 23 Οκτωβρίου 1956. Δειλά - δειλά με οικονομικά αιτήματα, στη συνέχεια με εκκλήσεις για πολιτικές ελευθερίες. Μπροστάρηδες τέθηκαν οι φοιτητές του Πολυτεχνείου της Βουδαπέστης, που ζητούσαν την εφαρμογή του αληθινού σοσιαλισμού. Ακολούθησαν εργάτες και αγρότες.

Πολύ σύντομα, το κίνημα γιγαντώθηκε, σε σημείο που η κομμουνιστική κυβέρνηση του Ιμρε Νάγκυ να ταχθεί αλληλέγγυα με τους εξεγερμένους. Μάλιστα, την 1η Νοεμβρίου ο ίδιος ο Νάγκυ εξέφρασε την πρόθεσή του να αποσύρει τη χώρα από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας.

Στους κόλπους του κομμουνιστικού κόμματος εκδηλώθηκε πραξικόπημα υπό τον Γιάννος Καντάρ, ο οποίος στις 3 Νοεμβρίου ζήτησε τη βοήθεια των σοβιετικών για την καταστολή της εξέγερσης. Το αίτημά του έγινε αμέσως δεκτό από τον ηγέτη του ΚΚΣΕ, Νικήτα Κρούστσεφ, καθώς έλυσε τα χέρια του Κόκκινου Στρατού, που μέχρι εκείνη την στιγμή εμφανίζετο ιδιαίτερα διστακτικός να αναλάβει δράση. Πρεσβευτής της Σοβιετικής Ένωσης στην Ουγγαρία ήταν ο Γιούρι Αντρόπωφ, ο προτελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, πριν από την κατάρρευσή της το 1991.

Τα ξημερώματα της 4ης Νοεμβρίου, 2.000 σοβιετικά τανκς εισέβαλαν στη Βουδαπέστη και κατέπνιξαν με αιματηρό τρόπο την επανάσταση. 2.500 Ούγγροι σκοτώθηκαν στις άγριες οδομαχίες της Βουδαπέστης, από τους οποίους οι 450 εκτελέσθηκαν στις δίκες που ακολούθησαν. Ανάμεσά τους και ο πρωθυπουργός της εξέγερσης Ιμρε Νάγκυ για αντεπαναστική συμπεριφορά. Οι απώλειες του Κόκκινου Στρατού ανήλθαν σε 700 άνδρες. 12.000 Ούγγροι φυλακίστηκαν ως αντεπαναστάτες από το κομμουνιστικό καθεστώς, ενώ 200.000 πήραν το δρόμο της εξορίας.

Η επίσημη εκδοχή των γεγονότων έκανε λόγο για φασιστική και καπιταλιστική παλινόρθωση. Αναρχικοί, σοσιαλδημοκράτες, ακόμη και ακροδεξιοί διεκδίκησαν την επανάσταση για λογαριασμό τους.

Η αντίδραση της Δύσης στην ουγγρική εξέγερση υπήρξε χλιαρή. Ο ΟΗΕ κάλεσε τη Σοβιετική Ένωση να αποσύρει τις δυνάμεις της από την Ουγγαρία. Ο αμερικανός πρόεδρος Ντουάιτ Αϊζενχάουερ απέρριψε εισηγήσεις για δυναμική επέμβαση στο πρότυπο του Κορεατικού Πολέμου και αρκέστηκε σε φραστική καταδίκη και οικονομικές κυρώσεις.

Η σοβιετική εισβολή στην Ουγγαρία προκάλεσε δυσεπίλυτα προβλήματα στα δυτικά κομμουνιστικά κόμματα. Η κριτική κατά του σοβιετικού καθεστώτος εντάθηκε στους κόλπους τους, με αποτέλεσμα να κάνουν την εμφάνιση τους οι πρώτες ανανεωτικές φράξιες.

Καταδικαστικοί της σοβιετικής επέμβασης ήταν και πολλοί διανοούμενοι, γνωστοί για τους δεσμούς τους με την Αριστερά. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης επιβεβαιώθηκε όταν χαρακτήριζε τον υπαρκτό σοσιαλισμό, γραφειοκρατικό καπιταλισμό. Ο γάλλος συγγραφέας Αλμπέρ Καμύ έγραψε μια ανοικτή επιστολή καταδίκης με τίτλο «Το αίμα των Ούγγρων», καταδικάζοντας την έλλειψη δράσης της Δύσης. Ακόμη και ο γάλλος φιλόσοφος Ζαν Πολ Σαρτρ, δεδηλωμένος κομμουνιστής τότε, άσκησε δριμεία κριτική στους σοβιετικούς με το άρθρο του «Το φάντασμα του Στάλιν».

Σήμερα, η Ουγγρική Επανάσταση είναι μια μακρινή ανάμνηση. Η χώρα των Μαγυάρων έχει απαλλαγεί από τον κομμουνισμό και είναι μέλος του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


Πηγή

Ελένη Παπαδάκη

 Μεγάλη ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου. Υπήρξε το πλέον «επώνυμο» θύμα των «Δεκεμβριανών».

Ελένη Παπαδάκη (1908 – 1944)

Μεγάλη ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου. Υπήρξε το πλέον «επώνυμο» θύμα των Δεκεμβριανών.

Η Ελένη Παπαδάκη γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 1908 στην Αθήνα από ευκατάστατη οικογένεια. Ο πατέρας της, Νικόλαος Παπαδάκης, ήταν ανώτερος υπάλληλος της Ιονικής Τράπεζας και η μητέρα της Αικατερίνη Κωνσταντινίδη ήταν κόρη του πανεπιστημιακού καθηγητή Στυλιανού Κωνσταντινίδη, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Η οικογένεια Παπαδάκη είχε και ένα γιo, τον Μιχάλη, δύο χρόνια μικρότερο από την Ελένη.

Έτυχε εξαιρετικής μόρφωσης και από νεαρή ηλικία έτρεφε μεγάλο πάθος για το θέατρο. Αποφοίτησε από τη Γερμανική Σχολή Αθηνών και παρακολούθησε ως ακροάτρια μαθήματα φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλούσε απταίστως τέσσερις γλώσσες (γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά) και τελειοποίησε τα αρχαία ελληνικά της για να μπορεί να διαβάζει τους τραγικούς από το πρωτότυπο. Τη μόρφωσή της συμπλήρωσε με σπουδές φωνητικής μουσικής και πιάνου στο «Ελληνικό Ωδείο» Αθηνών.

Σε ηλικία 17 ετών εμφανίσθηκε επί σκηνής στο Θέατρο Τέχνης του Σπύρου Μελά (25 Ιουνίου 1925), ερμηνεύοντας το ρόλο της Προγονής στο έργο του Λουίτζι Πιραντέλο Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα. Η πρώτη αυτή εμφάνισή της χαιρετίστηκε με ενθουσιώδεις κριτικές. «Η σκηνή απέκτησε μίαν μεγάλην ηθοποιόν» έγραψε στην εφημερίδα Δημοκρατία ο Κωστής Μπαστιάς. Το ίδιο έτος διακρίθηκε και ως Ηρωδιάς στη Σαλώμη του Όσκαρ Γουάιλντ και Ρίλκε βαν Έιντεν στο έργο του Λενορμάν Ο χρόνος είναι όνειρο.

Με την Κατίνα Παξινού, στο ξεκίνημα της καριέρας τους
Το 1926 συμμετείχε στο θίασο Οι Νέοι ως πρωταγωνίστρια σε έργα των Ντ’ Ανούτσιο (Τζοκόντα), Γρηγορίου Ξενόπουλου (Η Αναδυομένη) και άλλων συγγραφέων. Τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με την Κυβέλη, τη Μαρίκα Κοτοπούλη, τον Αιμίλιο Βεάκη, τον Νίκο Δενδραμή, τον Γιώργο Παππά, τον Περικλή Γαβριηλίδη και διακρίθηκε ιδίως ως:

  • Μαργαρίτα («Κυρία με τις Καμέλιες» του Δουμά)
  • Άννα («Ωραία Νεράιδα» του Λοτάρ)
  • Κάτια Μάσλοβα («Ανάσταση» του Τολστόι)
  • Νόρα («Σπίτι με τις Κούκλες» του Ίψεν)
  • Δούκισσα («Εχθρά» του Νικοντέμι)
  • Ελένη Νικολάγεβνα («Ζήλεια» του Αρτσιμπάτσεφ)

Το 1931 έπαιξε με δικό της θίασο στην Κωνσταντινούπολη, όπου της έγιναν μεγάλες τιμές και γράφτηκαν ενθουσιώδεις κριτικές. Ο Τούρκος συγγραφέας και ποιητής Χαλίτ Φαχρί σε κριτική του ανέφερε μεταξύ άλλων: «Είδα τότε την Παπαδάκη εμπρός μου ζωντανό σύμβολο μιας ευγενούς τέχνης. Αν και δεν γνωρίζω λέξη ελληνική, ούτε και είχα διαβάσει το έργο στο πρωτότυπο, η φωνή της, οι κινήσεις, η μιμική και οι στάσεις της καλλιτέχνιδας αυτής με τη φλογερή ψυχή, μου μιλούσαν και έρχονταν σε εμένα ως λόγια. Είναι ιδιαιτέρως άξιο εκτίμησης και επαίνου το γεγονός ότι μια καλλιτέχνις τόσο νέα υποδύεται με τόση δύναμη το πρόσωπο μιας ώριμης γυναίκας, μιας μητέρας».

Το 1931 πραγματοποίησε και τη μοναδική της εμφάνιση στον κινηματογράφο. Πρωταγωνίστησε στη βωβή ταινία του Ιωάννη Λούμου Στέλλα Βιολάντη, η ψυχή του πόνου, που βασιζόταν στο διήγημα του Γρηγόριου Ξενόπουλου Στέλλα Βιολάντη. Το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα δεν την ικανοποίησε και αποφάσισε να αφιερωθεί στο θέατρο.

Το 1932 προσελήφθη στο επανασυσταθέν Εθνικό Θέατρο, στο οποίο μέχρι το τέλος της σύντομης ζωής της έπαιξε πρωταγωνιστικούς ρόλους, που άφησαν εποχή. Ξεχώρισε ως:

  • Έλα Ρεντχάιμ («Ιωάννης Γαβριήλ Μπόρκμαν» του Ίψεν, 1933)
  • Δυσδαιμόνα («Οθέλλος» του Σέξπιρ, 1933)
  • Ζελφά («Ιούδας» του Σπύρου Μελά, 1934)
  • Βασίλισσα («Δον Κάρλος» του Σίλερ, 1934)
  • Έρσίλια Ντρέι («Να ντύσουμε τους γυμνούς» του Πιραντέλο, 1935)
  • Μπετίνα Κλάουζεν («Πριν από το ηλιοβασίλεμα» του Χάουπτμαν, 1936)
  • Αγγέλα Παπαστάμου («Πειρασμός» του Ξενόπουλου, 1936)
  • Λαίδη Γουίντερμιρ («Βεντάλια» του Όσκαρ Γουάιλντ, 1937)
  • Μανταλένια («Ψευτοσπουδαίες» του Μολιέρου, 1938)
  • Ναταλία της Οράγγης («Πρίγκηπας του Χόμπουργκ» του Κλάιστ, 1938)
  • Ρεγάνη («Βασιλιάς Λιρ» του Σέξπηρ, 1938)
  • Λαίδη Τσίλτερν («Ιδανικός σύζυγος» του Όσκαρ Γουάιλντ, 1938)
  • Λαίδη Τιζλ («Σχολείο κακογλωσσιάς» του Σέρινταν, 1939)
  • Μαρία («Το Κοντσέρτο» του Χέρμαν Μπαρ, 1939)
  • Δωροθέα («Δωροθέα Άνγγερμαν» του Χάουπτμαν, 1940)
  • Δοούκισσα του Μάλμπορο («Ένα ποτήρι νερό» του Σκριμπ, 1940)
  • Πόρσια («Έμπορος της Βενετίας» του Σέξπιρ,1940)
  • Σελιμένη («Μισάνθρωπος» του Μολιέρου, 1943)

Στην κριτική του για την παράσταση του έργου του Πιραντέλο Να ντύσουμε τους φτωχούς ο Αχιλλέας Κύρου έγραψε: «Τα χειροκροτήματα ανήκον ιδίως εις την δεσποινίδα Παπαδάκη, η οποία απέδειξε προσόντα αληθώς ανωτέρου ηθοποιού». Για τον ίδιο ρόλο ο Θεμιστοκλής Αθανασιάδης-Νόβας σημείωνε: «Αλλά η δόξα της βραδυάς ήταν η δεσποινίς Παπαδάκη. Σ’ αυτή δεν λέω ότι ημπορεί να είναι υπερήφανη. Υπερήφανοι πρέπει να είμαστε ημείς γι’ αυτήν».

Η Ελένη Παπαδάκη ως Εκάβη
Υψηλού επιπέδου ήταν και οι ερμηνείες της σε παραστάσεις αρχαίου δράματος. Ξεχώρισε ως:

  • Κλυταιμνήστρα («Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, 1936)
  • Αντιγόνη («Αντιγόνη» του Σοφοκλή. 1940 και 1941)
  • Ιφιγένεια («Ιφιγένεια Εν Ταύροις» του Ευριπίδη, 1941)
  • Εκάβη («Εκάβη» του Ευριπίδη, 1943 και 1944).

Στις 30 Δεκεμβρίου του 1943 ο Άγγελος Σικελιανός έγραψε στο Ελεύθερο Βήμα για την Εκάβη της Παπαδάκη, που αποτέλεσε και το κύκνειο άσμα της καριέρας της: «Η καταπληκτική ερμηνεία της Εκάβης μας σταμάτησε μπρος σε ένα γεγονός, που πολύ ολίγα όμοιά του μπορούμε να απαντήσουμε, όχι μόνο ανάμεσά μας, μα και γενικά στην ιστορία ολόκληρη της ηθοποιίας. Εννοώ το γεγονός αυτό: Να ιδούμε μια μεγάλη καλλιτέχνιδα σαν την Ελένη Παπαδάκη, να υποταχθή, να πειθαρχήση απόλυτα και ολόκληρη στο Λόγο και το Πνεύμα του έργου, με μια τέτοια καθαυτό θρησκευτική ταπείνωση μπροστά στον ποιητή, ώστε μονομιάς -όσο μεγάλη καλλιτέχνιδα κι’ αν ήταν σε πρωτήτερες της επιδόσεις- να μας αποκαλυφθή αναπλασμένη σ’ ένα άλλο ανώτατο επίπεδο δημιουργικής της Αρετής». Η ηθοποιός Έλσα Βεργή έλεγε αργότερα ότι «Η Εκάβη της Παπαδάκη ήταν το σύμβολο μιας ολόκληρης φυλής στο πρόσωπο μιας μάνας».

Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, η Ελένη Παπαδάκη συνελήφθη στο σπίτι του φίλου και συναδέλφου της Δημήτρη Μυράτ στα Πατήσια (21 Δεκεμβρίου 1944) από άνδρες του ΕΛΑΣ, κατόπιν διαταγής του Καπετάν Ορέστη, του 23χρονου αρχηγού της ΟΠΛΑ της περιοχής. Κατηγορήθηκε για φιλογερμανική στάση και ως «φιλενάδα του Ράλλη», δηλαδή του κατοχικού πρωθυπουργού Ιωάννη Ράλλη. Φήμες που κυκλοφορούσαν στην Αθήνα την ήθελαν να παντρεύεται τον Ράλλη.

Η πραγματικότητα ήταν ότι οι οικογένειες Ράλλη και Παπαδάκη συνδέονταν με φιλία από τα προπολεμικά χρόνια και η Ελένη Παπαδάκη είχε μεσολαβήσει στον Ράλλη για την απελευθέρωση αντιστασιακών ή Εβραίων καταζητούμενων. Νωρίτερα και συγκεκριμένα τον Νοέμβριο του 1944, η Παπαδάκη είχε διαγραφεί από το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ), που ελεγχόταν από το ΚΚΕ, για φιλογερμανική στάση.

Τα μεσάνυχτα άρχισε η ανάκριση της Παπαδάκη από τον καπετάν Ορέστη και τις πρώτες πρωινές ώρες της 22ας Δεκεμβρίου του 1944 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο του ΕΛΑΣ. Αμέσως μετά μεταφέρθηκε μαζί με άλλους μελλοθανάτους στα διυλιστήρια της ΟΥΛΕΝ στο Γαλάτσι, όπου δολοφονήθηκε με δύο σφαίρες στον αυχένα από τον εκτελεστή της ΟΠΛΑ Βλάσση Μακαρώνα. Η διαταγή του Ορέστη ήταν να εκτελεστεί με τσεκούρι, αλλά ο Μακαρώνας μάλλον τη λυπήθηκε και προτίμησε ένα πιο «ανώδυνο» τρόπο.

Η Παπαδάκη παρέμεινε αγνοούμενη για ένα μήνα. Το πτώμα της βρέθηκε στις 26 Ιανουαρίου του 1945, προκαλώντας σοκ στην αθηναϊκή κοινωνία. Η κηδεία ήταν «μεγαλοπρεπεστάτη», σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, κι έγινε στις 28 Ιανουαρίου στο Άγιο Γεώργιο Καρύτση, παρουσία πλήθους κόσμου. Ο τραγικός θάνατος της Παπαδάκη έθεσε πρόωρα τέρμα σε μια λαμπρή καριέρα και θρηνήθηκε ως εθνική απώλεια. Ο Άγγελος Σικελιανός της αφιέρωσε τους στίχους, εν είδει επιγράμματος:

Μνήσθητι Κύριε: Για την ώρα που η λεπίδα του φονιά άστραψε
κι όλος ο θεός της Τραγωδίας εφάνη.
Μνήσθητι Κύριε: για την ώρα που άξαφνα, κ’ οι εννιά αδελφές εσκύψαν
να της βάλουνε των αιώνων το στεφάνι.

Ο επίλογος της δολοφονίας της Ελένης Παπαδάκη γράφτηκε με τη συγγνώμη του γ.γ. του ΚΚΕ, Νίκου Ζαχαριάδη, και την εκτέλεση του Ορέστη ως «πράκτορα της Ιντέλιτζενς Σέρβις». Ο Μακαρώνας και η ομάδα του συνελήφθησαν από τις αρχές, καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν.


Πηγή