Οι Θερμοπύλες είναι ένα πέρασμα ανάμεσα σε βουνά και θάλασσα, στην σημερινή κεντρική Ελλάδα, που αποτέλεσε πεδίο πολλών μαχών της αρχαιότητας, με σπουδαιότερη εκείνη ανάμεσα στους Έλληνες και τους Πέρσες, τον Αύγουστο του 480 π.Χ. Παρότι ήταν σημαντικά λιγότεροι σε αριθμό, οι Έλληνες κράτησαν το στενό πέρασμα για τρεις μέρες, με τον Σπαρτιάτη βασιλιά, Λεωνίδα, να δίνει την ύστατη μάχη, μαζί με μια μικρή δύναμη Σπαρτιατών και άλλων Ελλήνων οπλιτών. Τελικά, οι Πέρσες πήραν τον έλεγχο του Στενού, αλλά η ηρωική ήττα του Λεωνίδα θα αποκτούσε μυθικές διαστάσεις για τις επόμενες γενιές των Ελλήνων και μέσα σε ένα έτος, η περσική εισβολή θα είχε αποκρουστεί στις μάχες της Σαλαμίνας και των Πλαταιών.
Πλαίσιο: Οι Περσικοί Πόλεμοι
Τα πρώτα χρόνια του 5ου αι. π.Χ., η Περσική Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών, υπό τον Δαρείο Α’ (βασ. 522-486 π.Χ.), εξαπλωνόταν ήδη στην ηπειρωτική Ευρώπη και είχε υποτάξει τη Θράκη και τη Μακεδονία. Οι επόμενοι στόχοι του βασιλιά Δαρείου ήταν η Αθήνα και η υπόλοιπη Ελλάδα. Το γιατί η Περσία εποφθαλμιούσε την Ελλάδα, δεν είναι ξεκάθαρο. Ο πλούτος και οι πόροι μοιάζουν μάλλον απίθανοι ως κίνητρα. Άλλα, πιο εύλογα ενδεχόμενα περιλαμβάνουν την ανάγκη να αυξηθεί το κύρος του βασιλιά στο εσωτερικό ή να υποταχθεί μια για πάντα ένα σύνολο από δυνητικά ενοχλητικά κράτη που θα μπορούσαν να προκαλέσουν επαναστάσεις στα δυτικά σύνορα της αυτοκρατορίας.
Όποια κι αν ήταν τα ακριβή κίνητρα, το 491 π.Χ., ο Δαρείος έστειλε κήρυκες για να ζητήσουν από τους Έλληνες υποταγή στην περσική κυριαρχία. Οι Έλληνες έστειλαν μια γλαφυρή απάντηση, εκτελώντας τους απεσταλμένους και Αθήνα και Σπάρτη ορκίστηκαν συμμαχία για την υπεράσπιση της Ελλάδας. Η αντίδραση του Δαρείου σε αυτή την διπλωματική εκτροπή, ήταν να εξαπολύσει έναν στόλο 600 πλοίων και 25.000 ανδρών εναντίον των Κυκλάδων και της Εύβοιας, φέρνοντας τους Πέρσες μόλις ένα βήμα μακριά από την υπόλοιπη χώρα. Το 490 π.Χ., οι ελληνικές δυνάμεις υπό την ηγεσία των Αθηναίων, συνάντησαν τους Πέρσες στη μάχη του Μαραθώνα και νίκησαν τους εισβολείς. Η μάχη θα αποκτούσε μυθικό κύρος μεταξύ των Ελλήνων, αλλά στην πραγματικότητα ήταν μόνο το προοίμιο ενός μακροχρόνιου πολέμου, του οποίου τις κύριες πράξεις θα αποτελούσαν πολλές ακόμα μάχες. Οι Πέρσες, η μεγαλύτερη αυτοκρατορία του κόσμου, ήταν πολύ ανώτεροι σε στρατό και πόρους, τους οποίους θα χρησιμοποιούσαν τώρα σε μια ολοκληρωτική επίθεση.
Το 486 π.Χ., ο Ξέρξης Α’ (βασ. 486-465 π.Χ.) έγινε βασιλιάς μετά τον θάνατο του Δαρείου και άρχισε μαζικές προετοιμασίες για την εισβολή. Κατασκευάστηκαν αποθήκες εξοπλισμού και προμηθειών, ανοίχτηκε διώρυγα στη Χαλκιδική και χτίστηκε πλωτή γέφυρα στον Ελλήσποντο, για να διευκολυνθεί η μετακίνηση των στρατευμάτων. Η Ελλάδα ετοιμαζόταν να αντιμετωπίσει τη μεγαλύτερη απειλή που δέχθηκε ποτέ και ακόμα και το μαντείο των Δελφών συμβούλευσε τους Αθηναίους «να τρέξουν στην άκρη του κόσμου».
Το στενό των Θερμοπυλών
Όταν έφτασαν τα νέα της εισβολής στην Ελλάδα, η αρχική αντίδραση των Ελλήνων ήταν να στείλουν μια δύναμη 10.000 οπλιτών να περιμένουν στην κοιλάδα των Τεμπών, κοντά στον Όλυμπο, αλλά αυτοί υποχώρησαν μόλις διαφάνηκε ο τεράστιος όγκος του στρατού εισβολής. Τότε, μετά από πολλή συζήτηση και συμβιβασμούς μεταξύ των καχύποπτων ελληνικών πόλεων – κρατών, μια κοινή στρατιωτική δύναμη 6.000 – 7.000 ανδρών εστάλη για να υπερασπιστεί το στενό των Θερμοπυλών, από το οποίο έπρεπε να περάσουν οι Πέρσες για να μπουν στην Ελλάδα. Οι ελληνικές δυνάμεις περιλάμβαναν 300 Σπαρτιάτες με τους είλωτές τους, 2.120 Αρκάδες, 1.000 Λοκρούς, 1.000 Φωκείς, 700 Θεσπιείς, 400 Κορίνθιους, 400 Θηβαίους, 200 άνδρες από τον Φλειούντα και 80 Μυκηναίους.
Το συγκριτικά μικρό μέγεθος της αμυντικής δύναμης έχει ερμηνευτεί ως δισταγμός κάποιων ελληνικών πόλεων – κρατών να δεσμεύσουν στρατεύματα τόσο βόρεια και/ή ως θρησκευτική ανησυχία, καθώς ήταν η περίοδος των ιερών αγώνων της Ολυμπίας και της σημαντικότερης θρησκευτικής γιορτής της Σπάρτης, των Καρνείων, και απαγορεύονταν οι μάχες στη διάρκεια αυτών των εκδηλώσεων. Πράγματι, για τον λόγο αυτό, οι Σπαρτιάτες είχαν φτάσει πολύ αργοπορημένοι στην προηγηθείσα Μάχη του Μαραθώνα. Έτσι, οι Σπαρτιάτες, που θεωρούνταν ευρέως ως οι καλύτεροι πολεμιστές της Ελλάδας και ήταν η μοναδική πόλη με επαγγελματικό στρατό, συνέβαλαν μόνο με μια μικρή δύναμη 300 οπλιτών (από τους περίπου 8.000 διαθέσιμους) στην ελληνική αμυντική δύναμη. Οι άνδρες αυτοί επιλέχθηκαν μεταξύ όσων είχαν αρσενικούς απογόνους.
Εκτός από τις χερσαίες δυνάμεις, οι ελληνικές πόλεις έστειλαν και στόλο τριήρεων, ο οποίος στάθμευσε στα ανοιχτά του Αρτεμισίου, στις νότιες ακτές της Εύβοιας, 40 ναυτικά μίλια από τις Θερμοπύλες. Οι Έλληνες είχαν συγκεντρώσει πάνω από 300 τριήρεις και ο βασικός τους στόχος ήταν μάλλον να εμποδίσουν τον περσικό στόλο να φτάσει στις εσωτερικές ακτές της Λοκρίδας και της Βοιωτίας.
Το στενό των Θερμοπυλών, 150 χλμ βόρεια της Αθήνας, ήταν μια εξαιρετική επιλογή για την άμυνα της χώρας, καθώς τα απότομα βουνά κατέληγαν στη θάλασσα αφήνοντας ελεύθερη μόνο μια στενή ελώδη περιοχή κατά μήκος της ακτής. Επίσης, τα στενά ήταν οχυρωμένα από τους ντόπιους Φωκείς, οι οποίοι είχαν χτίσει ένα αμυντικό τείχος από τη λεγόμενη Μεσαία Πύλη μέχρι τη θάλασσα. Το τείχος ήταν ερειπωμένο, αλλά οι Σπαρτιάτες έκαναν τις καλύτερες δυνατές επιδιορθώσεις, δεδομένων των συνθηκών. Ήταν εκεί, σε μια λωρίδα φάρδους 15 μέτρων, με τα απότομα βράχια να προστατεύουν την αριστερή τους πλευρά και τη θάλασσα στα δεξιά τους, που οι Έλληνες διάλεξαν να αντισταθούν στον στρατό εισβολής. Έχοντας περίπου 80.000 στρατιώτες διαθέσιμους στην περιοχή, ο Πέρσης βασιλιάς, ο οποίος διηύθυνε προσωπικά την εισβολή, περίμενε τέσσερις μέρες με την προσδοκία ότι οι Έλληνες θα αποχωρήσουν πανικόβλητοι. Όταν είδε ότι οι Έλληνες παρέμεναν στη θέση τους, ο Ξέρξης έστειλε και πάλι κήρυκες, προσφέροντας στους αμυνόμενους μια τελευταία ευκαιρία να υποχωρήσουν χωρίς αιματοχυσία, παραδίδοντας τα όπλα τους. Η σθεναρή απάντηση του Λεωνίδα στο αίτημα του Ξέρξη ήταν «μολών λαβέ», δηλαδή, «έλα να τα πάρεις» και έτσι, η μάχη ξεκίνησε.
Οπλίτες εναντίον τοξοτών
Οι δύο αντίπαλοι στρατοί ήταν ουσιαστικά αντιπροσωπευτικοί των δύο διαφορετικών προσεγγίσεων του κλασσικού πολέμου – ο περσικός τρόπος πολέμου ευνοούσε την εξ αποστάσεως επίθεση, με τοξότες που ακολουθούνταν από ιππικό, ενώ οι Έλληνες προτιμούσαν τους βαριά θωρακισμένους οπλίτες, διατεταγμένους σε έναν πυκνό σχηματισμό που ονομάζεται φάλαγγα, με κάθε άνδρα να φέρει βαριά, στρογγυλή, μπρούτζινη ασπίδα και να μάχεται σώμα με σώμα, με δόρυ και σπαθί. Το περσικό πεζικό έφερε ελαφριά ασπίδα από λυγαριά (συχνά σε σχήμα ημισελήνου) και ήταν οπλισμένο με ξιφίδιο, πέλεκυ, κοντό δόρυ και σύνθετο τόξο. Οι περσικές δυνάμεις περιλάμβαναν, επίσης, τους Αθανάτους, μια επίλεκτη δύναμη 10.000 ανδρών, οι οποίοι ήταν καλύτερα προστατευμένοι με πανοπλία και οπλισμένοι με δόρατα. Το περσικό ιππικό έφερε τον ίδιο οπλισμό με το πεζικό, με τόξο και δύο πρόσθετα ακόντια για ρίψη και τρώση. Το ιππικό, που αναπτυσσόταν συνήθως στις πλευρικές πτέρυγες της μάχης, χρησιμοποιούνταν για την εκκαθάριση του αντίπαλου πεζικού, που είχε αποδιοργανωθεί από τις επαναλαμβανόμενες ομοβροντίες των τοξοτών. Αν και οι Πέρσες είχαν απολαύσει νίκες σε προηγούμενες αναμετρήσεις, κατά την Ιωνική Επανάσταση λίγο νωρίτερα, το έδαφος των Θερμοπυλών ταίριαζε καλύτερα στον ελληνικό τρόπο πολέμου.
Παρότι η περσική τακτική της ταχείας εκτόξευσης μεγάλου αριθμού βελών κατά του εχθρού πρέπει να ήταν ένα μοναδικό θέαμα, το μικρό βάρος των βελών συνεπαγόταν ότι ήταν αναποτελεσματικά ενάντια στους θωρακισμένους με μπρούντζο οπλίτες. Πράγματι, τη σπαρτιατική αδιαφορία ενσάρκωσε ο Διηνέκης, ο οποίος, όταν κάποιος του είπε ότι τα τα βέλη των Περσών ήταν τόσα πολλά που θα σκέπαζαν τον ήλιο, απάντησε «καλύτερα, θα πολεμήσουμε υπό σκιά». Σε κοντινές αποστάσεις, τα πιο μακρυά δόρατα, τα βαρύτερα σπαθιά, η καλύτερη θωράκιση και η άκαμπτη πειθαρχία της φάλαγγας, έδινε στους Έλληνες οπλίτες όλα τα πλεονεκτήματα και στα στενά εδαφικά όρια των Θερμοπυλών, οι Πέρσες θα δυσκολεύονταν να αξιοποιήσουν την αριθμητική τους υπεροχή.
Η μάχη
Την πρώτη μέρα, ο Ξέρξης ανέπτυξε τους Μήδους και τους Κισσίους και μετά την αποτυχία τους να ανοίξουν το πέρασμα, στη μάχη μπήκε η ελίτ των Αθανάτων, αλλά στην σφοδρή σώμα με σώμα συμπλοκή, οι Έλληνες κράτησαν γερά. Η ελληνική τακτική της προσποίησης άτακτης υποχώρησης και στη συνέχεια της στροφής προς τον εχθρό σε σχηματισμό φάλαγγας, λειτούργησε επίσης καλά, περιορίζοντας την απειλή των περσικών βελών. Οι οπλίτες μάλλον αιφνιδίασαν τους Πέρσες με την πειθαρχημένη κινητικότητά τους, ένα πλεονέκτημα που είχε ο εκπαιδευμένος επαγγελματικός στρατός.
Η δεύτερη μέρα ακολούθησε το μοτίβο της πρώτης και οι ελληνικές δυνάμεις εξακολουθούσαν να κρατούν το πέρασμα. Ωστόσο, ένας αδίστακτος προδότης θα ανέτρεπε την ισορροπία προς όφελος των εισβολέων. Ο Εφιάλτης, γιος του Ευρυδήμου, ένας ντόπιος βοσκός από την Τραχίνα, ζητώντας ανταμοιβή από τον Ξέρξη, πληροφόρησε τους Πέρσες για μια εναλλακτική οδό – την Ανοπαία Ατραπό – η οποία θα τους επέτρεπε να παρακάμψουν τον κύριο όγκο των εχθρικών δυνάμεων και να επιτεθούν στα νώτα τους. Ο Λεωνίδας είχε τοποθετήσει τον στρατό των Φωκέων ως φρουρά σε αυτό το κρίσιμο σημείο, αλλά εκείνοι, πιστεύοντας ότι αποτελούν τον πρωταρχικό στόχο, υποχώρησαν σε υψηλότερη αμυντική θέση και τότε επιτέθηκαν οι Αθάνατοι. Αυτό βοήθησε τους Πέρσες, καθώς μπορούσαν πλέον να ακολουθήσουν ανεμπόδιστοι το ορεινό μονοπάτι και να περικυκλώσουν το κύριο σώμα της ελληνικής δύναμης. Βρισκόμενοι πλέον σε απελπιστική θέση και πριν η υποχώρησή τους καταστεί αδύνατη, το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών δυνάμεων διατάχθηκε από τον Λεωνίδα να αποσυρθεί.
Η έσχατη αντίσταση
Την τρίτη μέρα της μάχης, ο Σπαρτιάτης βασιλιάς συγκέντρωσε τη μικρή του δύναμη – τους επιζώντες από τους αρχικούς 300 Σπαρτιάτες, 700 Θεσπιείς και 400 Θηβαίους – και πήρε θέση οπισθοφυλακής για να υπερασπιστεί το στενό μέχρι τον τελευταίο άνδρα, ελπίζοντας ότι θα καθυστερήσει την προέλαση των Περσών, ώστε να δώσει χρόνο στις υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις να υποχωρήσουν ή ίσως περιμένοντας ενισχύσεις από μια μεγαλύτερη ελληνική δύναμη. Νωρίς το πρωί, οι οπλίτες συνάντησαν ξανά τον εχθρό, αλλά αυτή τη φορά, ο Ξέρξης μπορούσε να επιτεθεί και στο μέτωπο και στα νώτα και αυτό ακριβώς σχεδίαζε να κάνει, μόνο που οι Αθάνατοι πίσω από τους Έλληνες, καθυστέρησαν να φτάσουν. Ο Λεωνίδας μετακίνησε τα στρατεύματά του στο φαρδύτερο σημείο του περάσματος για να αξιοποιήσει όλους τους άνδρες του ταυτόχρονα, και στη μάχη που ακολούθησε, ο Σπαρτιάτης βασιλιάς σκοτώθηκε. Ο σύντροφοί του πολέμησαν άγρια για να ανακτήσουν το σώμα του πεσόντα βασιλιά. Στο μεταξύ, οι Αθάνατοι μπήκαν στη μάχη στα νώτα των Ελλήνων, οι οποίοι υποχώρησαν σε ένα ψηλό ανάχωμα πίσω από το φωκικό τείχος. Ίσως, στο σημείο αυτό, ο στρατός των Θηβαίων να παραδόθηκε (αν και αυτό αμφισβητείται μεταξύ των μελετητών). Οι εναπομείναντες οπλίτες, παγιδευμένοι πλέον και χωρίς τον βασιλιά τους να τους εμψυχώνει, δέχθηκαν έναν καταιγισμό περσικών βελών, μέχρι που έπεσε και ο τελευταίος. Μετά τη μάχη, ο Ξέρξης διέταξε να βάλουν το κεφάλι του Λεωνίδα σε έναν πάσσαλο και να το εκθέσουν στο πεδίο της μάχης. Όπως υποστηρίζει ο Ηρόδοτος στην αφήγησή του για τη μάχη, στο βιβλίο Ζ’ των Ιστοριών, το Μαντείο των Δελφών αποδείχθηκε σωστό στην πρόβλεψή του ότι είτε η Σπάρτη είτε ένας από τους βασιλείς της θα χανόταν.
Στο μεταξύ, στο Αρτεμίσιο, οι Πέρσες μάχονταν μάλλον με τα φυσικά στοιχεία, παρά με τους Έλληνες, καθώς έχασαν 400 τριήρεις σε μια καταιγίδα στα ανοιχτά της Μαγνησίας και άλλες σε μια δεύτερη καταιγίδα στα ανοικτά της Εύβοιας. Όταν οι δύο στόλοι συναντήθηκαν τελικά, οι Έλληνες πολέμησαν στο τέλος της ημέρας και συνεπώς, περιόρισαν τη διάρκεια της κάθε αψιμαχίας, πράγμα που ελάττωσε το αριθμητικό πλεονέκτημα των Περσών. Ωστόσο, το αποτέλεσμα της μάχης ήταν αμφίρροπο και στο άκουσμα των νέων για την ήττα του Λεωνίδα, ο στόλος αποσύρθηκε στη Σαλαμίνα.
Ο απόηχος
Η μάχη των Θερμοπυλών και ιδιαίτερα ο ρόλος των Σπαρτιατών σε αυτή, πήρε γρήγορα μυθικές διαστάσεις μεταξύ των Ελλήνων. Ελεύθεροι άνδρες, από σεβασμό προς τους νόμους τους, αυτοθυσιάστηκαν για να υπερασπιστούν τον τρόπο ζωής τους ενάντια στην ξένη επιθετικότητα. Όπως ανέφερε ο επιτάφιος του Σιμωνίδη στον τόπο των πεσόντων: «Ὦ ξεῖν', ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα, τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι» (Ω ξένε, ανάγγειλε στους Λακεδαιμόνιους ότι εδώ ταφήκαμε, υπακούοντας στα προστάγματά τους).
Μια μεγαλειώδης ήττα, ίσως, αλλά το γεγονός ήταν ότι ο δρόμος άνοιγε τώρα για τον Ξέρξη, ώστε να προωθηθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα. Όμως, οι Έλληνες δεν είχαν πει την τελευταία τους λέξη και παρότι πολλές πόλεις μηδούσαν και η Αθήνα είχε λεηλατηθεί, ο ελληνικός στρατός, υπό την ηγεσία του αδελφού του Λεωνίδα, Κλεόμβροτου, άρχισε να χτίζει αμυντικό τείχος κοντά στην Κόρινθο. Ωστόσο, ο χειμώνας διέκοψε τις χερσαίες επιχειρήσεις και οι Έλληνες παρέσυραν τους Πέρσες σε ναυμαχία στη Σαλαμίνα, όπου πέτυχαν απόλυτη νίκη. Ο Ξέρξης επέστρεψε στο παλάτι του στα Σούσα και άφησε τον ταλαντούχο στρατηγό Μαρδόνιο υπεύθυνο της εισβολής. Μετά από μια σειρά διαπραγματεύσεων, έγινε σαφές ότι οι Πέρσες δεν θα κέρδιζαν τον πόλεμο με τη διπλωματία και οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στις Πλαταιές, τον Αύγουστο του 479 π.Χ. Οι Έλληνες, με τον μεγαλύτερο στρατό οπλιτών που είχε συγκεντρωθεί ποτέ, νίκησαν στη μάχη και έβαλαν οριστικό τέλος στις φιλοδοξίες του Ξέρξη για την Ελλάδα.
Ως ενδιαφέρουσα υποσημείωση: η σημαντική στρατηγική θέση των Θερμοπυλών θα τις έκανε και πάλι πεδίο μάχης, το 279 π.Χ., όταν οι Έλληνες αντιμετώπισαν την εισβολή των Γαλατών, το 191 π.Χ., όταν ο ρωμαϊκός στρατός νίκησε τον Αντίοχο Γ’ και πιο πρόσφατα, το 1941, όταν η συμμαχική δύναμη των Νεοζηλανδών συγκρούστηκε με τους Γερμανούς.
Δημιουργία εικόνας (επιμέλεια) + ιδέα: Ίδας
Δημιουργία ανάρτησης (επιμέλεια κειμένου): Ερευνητής Αλήθειας