Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2021

Υπερσιβηρικός Σιδηρόδρομος

Μεγάλη σιδηροδρομική γραμμή στη Ρωσία, που συνδέει το ευρωπαϊκό τμήμα της αχανούς χώρας με τις ακτές του Ειρηνικού Ωκεανού δια μέσου της Σιβηρίας. Είναι η μεγαλύτερη σιδηροδρομική γραμμή του κόσμου...



Μεγάλη σιδηροδρομική γραμμή στη Ρωσία, που συνδέει το ευρωπαϊκό τμήμα της αχανούς χώρας (Μόσχα) με τις ακτές του Ειρηνικού Ωκεανού (Βλαδιβοστόκ) δια μέσου της Σιβηρίας. Έχει μήκος 9.289 χιλιόμετρα και είναι η μεγαλύτερη σιδηροδρομική γραμμή του κόσμου.

Στις 9 Μαρτίου 1891 η Ρωσία εξέδωσε αυτοκρατορικό διάταγμα, με το οποίο έκανε γνωστές τις προθέσεις της για την κατασκευή του γιγαντιαίων διαστάσεων έργου, που εξυπηρετούσε τα ιμπεριαλιστικά της σχέδια προς Ανατολάς. Ο «θεμέλιος λίθος» της γραμμής τέθηκε στις 19 Μαΐου του ίδιου έτους από τον τσάρο Νικόλαο Β’ και αμέσως άρχισε η κατασκευή της ταυτόχρονα και από τη Μόσχα και από το Βλαδιβοστόκ. Χρειάστηκαν 25 χρόνια για την ολοκλήρωση του έργου και στις 5 Οκτωβρίου 1916 έγιναν τα εγκαίνια του Υπερσιβηρικού, λίγους μήνες πριν από την πτώση του τσαρισμού στη Ρωσία κι ένα χρόνο περίπου πριν από την έκρηξη της Οκτωβριανής Επανάστασης.

Ο Υπερσιβηρικός Σιδηρόδρομος παραμένει και σήμερα ζωτικής σημασίας αρτηρία για τις εμπορευματικές και επιβατικές μεταφορές στη Ρωσία. Το 30% των εμπορευματικών μεταφορών προς την Άπω Ανατολή εκτελούνται με τον Υπερσιβηρικό. Τις επιβατικές μεταφορές εκτελεί η ταχεία αμαξοστοιχία «Ρωσία», που διανύει τη διαδρομή Μόσχα – Βλαδιβοστόκ σε 7 με 8 ημέρες, και εκτός από τους τακτικούς επιβάτες, προσελκύει πλήθος τουριστών, που θέλουν να νιώσουν την εμπειρία του ξεχωριστού αυτού ταξιδιού.



Πηγή

Η ιστορία των βραβείων Νόμπελ

 Τα βραβεία Νόμπελ είναι τα πιο προβεβλημένα βραβεία στον κόσμο και σημείο αναφοράς για άλλες ανάλογες προσπάθειες που ακολούθησαν. Θεσμοθετήθηκαν το 1895 με τη διαθήκη του σουηδού επιχειρηματία και εφευρέτη Άλφρεντ Νόμπελ...


Τα βραβεία Νόμπελ (ορθή προφορά Νομπέλ) είναι τα πιο προβεβλημένα βραβεία στον κόσμο και σημείο αναφοράς για άλλες ανάλογες προσπάθειες που ακολούθησαν. Θεσμοθετήθηκαν το 1895 με τη διαθήκη του σουηδού επιχειρηματία και εφευρέτη Άλφρεντ Νόμπελ (1833-1896). Ανακοινώνονται κάθε χρόνο τον Οκτώβριο (3 – 10 Οκτωβρίου το 2016) και απονέμονται (από το 1901) στις 10 Δεκεμβρίου, επέτειο θανάτου του Νόμπελ.

Τα βραβεία είναι πέντε τον αριθμό (Φυσικής, Χημείας, Ιατρικής και Φυσιολογίας, Λογοτεχνίας και Ειρήνης), ενώ ένα έκτο, αυτό των οικονομικών, προστέθηκε το 1968, με χορηγό την Τράπεζα της Σουηδίας, που απλώς φέρει την ονομασία «Νόμπελ», χωρίς να σχετίζεται με τη βούληση του Άλφρεντ Νόμπελ. Φέρει τον τίτλο «Βραβείο Οικονομικών Επιστημών της Τράπεζας της Σουηδίας στη μνήμη του Άλφρεντ Νόμπελ».

Το κάθε βραβείο συνίσταται σ’ ένα χρυσό μετάλλιο, ένα δίπλωμα που αναγράφεται το αιτιολογικό της απονομής κι ένα χρηματικό ποσό (830.000 ευρώ, το 2016), που ποικίλλει ανάλογα με τα έσοδα του Ιδρύματος Νόμπελ, θεματοφύλακα των βραβείων. Η απονομή γίνεται στη Στοκχόλμη και στο Όσλο για το Νόμπελ Ειρήνης.

Ο Άλφρεντ Νόμπελ (1833-1896) υπήρξε μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του 19ου αιώνα. Χημικός, μηχανικός, εφευρέτης και επιχειρηματίας απέκτησε 350 πατέντες, με πιο γνωστές αυτές για την ανακάλυψη της δυναμίτιδας και του πυροκροτητή. Ως επιχειρηματίας δραστηριοποιήθηκε κυρίως στην πολεμική βιομηχανία.

Παρόλο που διαπνεόταν από φιλειρηνικά συναισθήματα και ήλπιζε ότι η καταστρεπτική δύναμη των εφευρέσεών του θα μπορούσε να συντελέσει στο να δοθεί ένα τέλος στους πολέμους, έβλεπε με απαισιοδοξία το μέλλον του ανθρωπίνου γένους. Οι διαπιστώσεις του αυτές, αλλά και σχόλια του Τύπου που τον χαρακτήριζαν «Έμπορο του Θανάτου», τον οδήγησαν να φροντίσει την υστεροφημία του.

Με τη διαθήκη του της 27ης Νοεμβρίου 1895, ένα χρόνο πριν από το θάνατό του, διέθεσε το 94% της τεράστιας περιουσίας του για να υλοποιηθεί αυτό που θεωρείται σήμερα η μεγαλύτερη τιμητική διάκριση στον κόσμο: Το Βραβείο Νόμπελ. Στη διαθήκη ορίζεται ότι «τα βραβεία θα δίνονταν κάθε χρόνο, σε όσους κατά τον προηγούμενο χρόνο θα είχαν προσφέρει τη μεγίστη ωφέλεια στην ανθρωπότητα» στους τομείς της φυσικής, της χημείας, της φυσιολογίας και ιατρικής, λογοτεχνίας και ειρήνης. Με την ίδια διαθήκη συστήθηκε το «Ίδρυμα Νόμπελ» (29 Ιουνίου 1900), που φροντίζει για τη σωστή εκπλήρωση των όρων της, σύμφωνα με τη βούληση του διαθέτη.

Τα πρώτα βραβεία Νόμπελ απονεμήθηκαν στις 10 Δεκεμβρίου 1901, την πέμπτη επέτειο από το θάνατο του Άλφρεντ Νόμπελ. Οι βραβευθέντες ήταν: ο γερμανός φυσικός Βίλχελμ Ρέντγκεν, Νόμπελ Φυσικής, για την ανακάλυψη των ακτίνων Χ, ο ολλανδός χημικός Γιάκομπους βαν’τ Χοφ, Χημείας, για την ανακάλυψη των νόμων της χημικής δυναμικής και ωσμωτικής πίεσης στα διαλύματα, ο γερμανός γιατρός Εμίλ φον Μπέρινγκ, Ιατρικής - Φυσιολογίας, για το έργο του που αφορούσε τη χρήση του ορού ως θεραπευτικού μέσου, ο γάλλος ποιητής Σιλί Πριντόμ, Λογοτεχνίας, ο ελβετός έμπορος Ερρίκος Ντινάν και ο γάλλος ειρηνιστής Φρεντερίκ Πασί, που μοιράστηκαν το Νόμπελ Ειρήνης, για την ίδρυση του Ερυθρού Σταυρού ο πρώτος, και τους αγώνες του για την εμπέδωση της διεθνούς ειρήνης ο δεύτερος.

Οι γενικές αρχές που διέπουν την απονομή των βραβείων διατυπώθηκαν από τον ίδιο τον Νόμπελ στη διαθήκη του, ενώ το 1900 συμφωνήθηκε η θέσπιση συμπληρωματικών διατάξεων (ερμηνευτικών, διαχειριστικών και διοικητικών), μεταξύ του Ιδρύματος Νόμπελ και των στενών συγγενών του διαθέτη.

Σύμφωνα με τη διαθήκη του Νόμπελ, τα βραβεία φυσικής και χημείας απονέμονται από τη Βασιλική Σουηδική Ακαδημία Επιστημών, το βραβείο της φυσιολογίας - ιατρικής από το Ινστιτούτο Καρολίνσκα της Στοκχόλμης, το βραβείο της Λογοτεχνίας από τη Σουηδική Ακαδημία και το βραβείο της Ειρήνης από πενταμελή επιτροπή, η οποία εκλέγεται από τα νορβηγικά νομοθετικά σώματα («Στόρτινγκ»). Ο διαθέτης είχε εκφράσει «την επιτακτική επιθυμία κατά την απονομή των βραβείων να μη λαμβάνεται καθόλου υπόψιν η εθνικότητα των υποψηφίων, αλλά να απονέμεται το βραβείο στον καλύτερο, ανεξαρτήτως εάν είναι Σουηδός ή όχι». Το Ίδρυμα Νόμπελ δεν ασχολείται με την ανάδειξη των υποψηφιοτήτων, τις συζητήσεις και τις αποφάσεις των επιτροπών και γενικά με τη διαδικασία απονομής των βραβείων, αλλά φροντίζει μόνο το οικονομικό σκέλος του βραβείου και τη διοικητική υποστήριξη των αρμόδιων επιτροπών.

Ένα βραβείο είτε δίνεται ολόκληρο σ’ ένα μόνο πρόσωπο, είτε μοιράζεται σε δύο ή τρία πρόσωπα. Μπορεί να δοθεί βραβείο περισσότερες από μία φορές στο ίδιο πρόσωπο. Δεν είναι δυνατόν να προταθεί μεταθανάτια ένα πρόσωπο για βράβευση, αν όμως η πρόταση για βράβευσή του έγινε κανονικά (πριν από τον θάνατό του), η βράβευση μπορεί να γίνει μεταθανάτια, όπως συνέβη στις περιπτώσεις του Νταγκ Χάμαρσκγελντ (Ειρήνης, 1961), του Έρικ Κάρλφελτ (Λογοτεχνίας, 1931) και του Ραλφ Στάινμαν (Ιατρικής, 2011).

Αν ο βραβευόμενος αποποιηθεί ή δεν παραλάβει το βραβείο του μέσα σε ορισμένη προθεσμία, το χρηματικό ποσό επιστρέφεται στο ίδρυμα. Έχουν σημειωθεί αποποιήσεις βραβείων Νόμπελ στην ιστορία τού θεσμού (χαρακτηριστικότερη αυτή του Ζαν-Πολ Σαρτρ το 1964) και, σε μερικές περιπτώσεις, οι κυβερνήσεις μερικών χωρών με ολοκληρωτικά ή αυταρχικά καθεστώτα, έχουν απαγορεύσει στον βραβευόμενο να δεχθεί το Βραβείο Νόμπελ. Παρ' όλ’ αυτά, ο βραβευόμενος καταχωρίζεται στη βίβλο των κατόχων Βραβείων Νόμπελ, με την παρατήρηση «δεν αποδέχθηκε το βραβείο».

Είναι δυνατόν να μην γίνει απονομή του βραβείου για μία χρονιά, αν δεν υπάρξει υποψήφιος άξιος βράβευσης σύμφωνα με το πνεύμα της διαθήκης του Νόμπελ ή αν η παγκόσμια κατάσταση εμποδίζει τη συγκέντρωση των απαραίτητων πληροφοριών κατά χώρα για τη λήψη απόφασης, όπως έχει συμβεί κατά τη διάρκεια των δύο παγκόσμιων πολέμων.

Οι απονομές των Νόμπελ Φυσικής, Χημείας και Ιατρικής είναι οι λιγότερο αμφιλεγόμενες, ενώ αντίθετα εκείνες της Λογοτεχνίας και της Ειρήνης, λόγω της φύσης των δύο αυτών τομέων, υπήρξαν σε μεγαλύτερο βαθμό αντικείμενο έντονων αντιπαραθέσεων και αμφισβητήσεων.

Η Ελλάδα, στην υπερεκατονταετή ιστορία του θεσμού, έχει κατακτήσει δύο Νόμπελ Λογοτεχνίας με τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη (1963) και τον ομότεχνό του Οδυσσέα Ελύτη (1979).



Πηγή

Α’ Βαλκανικός Πόλεμος

 Πολεμική αναμέτρηση ανάμεσα στη Βαλκανική Συμμαχία (Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία, Μαυροβούνιο) και της θνήσκουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.


Πολεμική αναμέτρηση ανάμεσα στη Βαλκανική Συμμαχία (Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία, Μαυροβούνιο) και της θνήσκουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τυπικά ξεκίνησε στις 25 Σεπτεμβρίου 1912 με την κήρυξη πολέμου από το Μαυροβούνιο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ολοκληρώθηκε στις 17 Μαΐου 1913 με τη συνθήκη του Λονδίνου.

Αφορμή στάθηκε η πολιτική των Νεοτούρκων για τον εκτουρκισμό των εθνοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η αντίδραση των προαναφερθέντων βαλκανικών κρατών, που συνέπηξαν συμμαχία με σειρά συμφωνιών, με στόχο τον διαμοιρασμό των εδαφών της στον ευρωπαϊκό χώρο. Η Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο στις 5 Οκτωβρίου 1912, με επιθετικές ενέργειες προς τη Μακεδονία και την Ήπειρο. Την ίδια ημέρα, ο Βουλγαρικός Στρατός κινήθηκε προς την Ανατολική Θράκη και ο Σερβικός προς τα Σκόπια και το Μοναστήρι.

Η Στρατιά Θεσσαλίας, αφού απώθησε τα τουρκικά τμήματα, κατέλαβε στις 6 Οκτωβρίου την Ελασσόνα και συνέχισε την προέλασή της προς τα στενά του Σαρανταπόρου. Στις 9 Οκτωβρίου, τρεις μεραρχίες επιτέθηκαν κατά μέτωπο, ενώ μία άλλη, με υπερκερωτική ενέργεια, έφτασε στα νώτα της τοποθεσίας, εξαναγκάζοντας τους Τούρκους να υποχωρήσουν προς τα Σέρβια και την Κοζάνη, εγκαταλείποντας όλο το πολεμικό υλικό τους.

H IV Μεραρχία, αφού καταδίωξε τους Τούρκους το πρωί στις 10 Οκτωβρίου, εισήλθε το απόγευμα στα Σέρβια, ενώ τμήματα της Ταξιαρχίας Ιππικού κατέλαβαν στις 11 Οκτωβρίου την Κοζάνη. Έτσι, η νίκη του Ελληνικού Στρατού στο Σαραντάπορο ενίσχυσε το ηθικό του και άνοιξε τις πύλες για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Μετά την ήττα των Τούρκων στο Σαραντάπορο, η Στρατιά Θεσσαλίας στράφηκε προς τα ανατολικά, με σκοπό την απελευθέρωση το ταχύτερο της Θεσσαλονίκης, που αποτελούσε τον κύριο πολιτικοστρατηγικό σκοπό των επιχειρήσεων στη Μακεδονία.

Ελληνικό πεζικό στα Γιαννιτσά

Ακολούθησε στις 16 Οκτωβρίου η απελευθέρωση της Βέροιας και της Κατερίνης. Μετά τη νικηφόρα μάχη των Γιαννιτσών (19-20 Οκτωβρίου), οι Τούρκοι, μπροστά στον κίνδυνο να κυκλωθούν, συμπτύχθηκαν εσπευσμένα προς τη Θεσσαλονίκη και υποχρεώθηκαν μετά από διαπραγματεύσεις να υπογράψουν στις 26 Οκτωβρίου 1912 την παράδοση της πόλης και του στρατού τους, που τον αποτελούσαν περίπου 26.000 άντρες, με 70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα και 1.200 κτήνη. Στη συνέχεια, ο Ελληνικός Στρατός στράφηκε προς τη Δυτική Μακεδονία, όπου διαδοχικά απελευθέρωσε τη Φλώρινα (7 Νοεμβρίου), την Καστοριά (10 Νοεμβρίου) και την Κορυτσά (7 Δεκεμβρίου).

Το Ελληνικό Ναυτικό, που αποτελούσε τη μόνη ναυτική δύναμη της Βαλκανικής Συμμαχίας, συντέλεσε αποφασιστικά στη νίκη των συμμαχικών όπλων. Ταυτόχρονα, με την ακάθεκτη προέλαση του Ελληνικού Στρατού, ο Στόλος, με ηγέτη το Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, απελευθέρωσε με εθελοντικά σώματα Προσκόπων (απόμαχοι του Μακεδονικού Αγώνα) και αγήματα πεζοναυτών τη Χαλκιδική (26 Οκτωβρίου) και το ένα μετά το άλλο τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, που κατοικούνταν από συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς: Λήμνος και Θάσος (8 Οκτωβρίου), Ίμβρος, Τένεδος και Άγιος Ευστράτιος (18 Οκτωβρίου), Σαμοθράκη (19 Οκτωβρίου), Ψαρά (22 Οκτωβρίου), Λέσβος (7 Δεκεμβρίου), Χίος (21 Δεκεμβρίου), Σάμος (2 Μαρτίου 1913).

Με τις ιστορικές ναυμαχίες της Έλλης (3 Δεκεμβρίου) και της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913), με επικεφαλής το θρυλικό θωρηκτό «Αβέρωφ», το ελληνικό ναυτικό όχι μόνο εξασφάλισε την κυριαρχία του στο Αιγαίο, εξαναγκάζοντας τον Τουρκικό Στόλο να μείνει αποκλεισμένος στα Δαρδανέλια μέχρι το τέλος του Πολέμου, αλλά απαγόρευσε και τις στρατηγικές μεταφορές τουρκικών στρατευμάτων από τις ασιατικές ακτές στη Βαλκανική Χερσόνησο. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι στις 18 Οκτωβρίου το τορπιλλοβόλο «Τ-11» ανατίναξε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης το τουρκικό θωρηκτό «Φετίχ Μπουλέν», που απειλούσε με τα κανόνια του την κατάληψη της πόλης από τον ελληνικό στρατό, ενώ στις 9 Δεκεμβρίου το υποβρύχιο «Δελφίν» επιτέθηκε κατά του τουρκικού καταδρομικού «Μετζηδιέ», γεγονός που αποτέλεσε την πρώτη τορπιλική επίθεση στον κόσμο. Οι παράγοντες των επιτυχιών του ελληνικού ναυτικού ήταν η ποιοτική υπεροχή του έναντι του τουρκικού, η ναυτική παράδοση των πληρωμάτων του και η εμπνευσμένη ηγεσία του.

Στη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου έκανε την εμφάνισή του για πρώτη φορά το ελληνικό αεροπορικό σμήνος, που συνέβαλε σοβαρά στην πτώση του ηθικού του αντιπάλου, παρότι τα αεροσκάφη που διέθετε ήταν λίγα και με περιορισμένες επιχειρησιακές ικανότητες. Οι Έλληνες πιλότοι ανέλαβαν και εκτέλεσαν σημαντικές αποστολές αναγνώρισης, αλλά και προσβολές κατά επίγειων εχθρικών στόχων προς όφελος του στρατού στη Μακεδονία και την Ήπειρο.

Στις 24 Ιανουαρίου 1913, ελληνικό υδροπλάνο με πλήρωμα τον υπολοχαγό Μιχαήλ Μουτούση και τον σημαιοφόρο Αριστείδη Μωραϊτίνη πραγματοποίησε την πρώτη στον κόσμο αποστολή ναυτικής συνεργασίας, αναγνωρίζοντας τον Τουρκικό Στόλο στα Δαρδανέλια, κατά του οποίου έριξε και έξι βόμβες. Δίκαια, συνεπώς, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η Ελλάδα είναι μεταξύ των πρώτων χωρών στον κόσμο που χρησιμοποίησε αεροπλάνο ως πολεμικό μέσο στο πεδίο της μάχης.

Στα μέτωπα των Συμμάχων, ο Σερβικός στρατός είχε καταλάβει στις αρχές Νοεμβρίου του 1912 μεγάλο μέρος της ευρύτερης περιοχής των Σκοπίων, φθάνοντας μέχρι το Μοναστήρι. Την ίδια περίοδο, ο Βουλγαρικός στρατός, ο μεγαλύτερος των Συμμάχων, είχε καταλάβει σχεδόν όλη την Ανατολική Μακεδονία (Σέρρες, Δράμα, Καβάλα) και το μεγαλύτερο μέρος της Θράκης (Ξάνθη, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη, Ανδριανούπολη).

Η θέση της Τουρκίας ήταν δυσχερής και μετά από μακρές συζητήσεις ζήτησε ανακωχή. Η Ελλάδα δεν συμφώνησε με τους όρους ανακωχής και στις 20 Νοεμβρίου 1912 συνέχισε μόνη τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Μετά την υπογραφή της ανακωχής, αντιπρόσωποι όλων των εμπολέμων, συμπεριλαμβανόμενης και της Ελλάδας, συνήλθαν στο Λονδίνο για τη σύναψη οριστικής ειρήνης. Εξαιτίας, όμως, της τουρκικής αδιαλλαξίας, οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν στις 24 Δεκεμβρίου 1912, χωρίς στο μεταξύ να επιτευχθεί κάποια συμφωνία.

Στο μέτωπο της Ηπείρου, ο Ελληνικός Στρατός διέθετε περιορισμένες δυνάμεις. Ήταν, όμως, υποχρεωμένος να διεξάγει επιχειρήσεις σε δύο μέτωπα, της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Γι’ αυτό και δεν ήταν δυνατό να αναλάβει επιθετικές ενέργειες ταυτόχρονα και προς τις δύο αυτές κατευθύνσεις. Έτσι, αποφασίστηκε να δοθεί προτεραιότητα στην απελευθέρωση της Μακεδονίας, γιατί το επέβαλλαν σοβαροί εθνικοί λόγοι.

Με την έναρξη του πολέμου, η αμυντική αποστολή του Στρατού Ηπείρου, που απέβλεπε στην εξασφάλιση της μεθορίου, μεταβλήθηκε σε επιθετική. Οι ελληνικές δυνάμεις, αφού πέρασαν τον Άραχθο ποταμό και μετά από σύντομο αγώνα, κατέλαβαν την Πρέβεζα (21 Οκτωβρίου) και το Μέτσοβο (10 Νοεμβρίου). Στη συνέχεια κινήθηκαν προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων, όπου είχε συγκεντρωθεί ο όγκος των τουρκικών δυνάμεων, που στο μεταξύ είχαν αρκετά ενισχυθεί με νέες, από την περιοχή του Μοναστηρίου. Έτσι, κυρίως εξαιτίας αυτού, αλλά και των δυσμενών καιρικών συνθηκών, η προέλαση του Ελληνικού Στρατού ανακόπηκε.

Η απόφαση της κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου ήταν να απελευθερωθεί η Ήπειρος πριν από τη σύναψη συνθήκης ειρήνης μεταξύ των εμπολέμων. Έτσι, ο Στρατός Ηπείρου ενισχύθηκε με μία μεραρχία από τη Θεσσαλονίκη και ανέλαβε νέα επιθετική προσπάθεια. Μετά, όμως, από αλλεπάλληλες επιθετικές ενέργειες (1-3 Δεκεμβρίου), οι ελληνικές δυνάμεις προσέκρουσαν στην οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων, όπου και αναχαιτίστηκαν. Ακολούθησε περίοδος στασιμότητας στο μέτωπο, μέχρις ότου ο Στρατός Ηπείρου να ενισχυθεί και με άλλες μεραρχίες από τη Μακεδονία, καθότι είχε ολοκληρωθεί η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και της Δυτικής Μακεδονίας και ήταν δυνατή η απαγκίστρωση δυνάμεων για την επίσπευση της απελευθέρωσης της Ηπείρου.

 

Νέα επίθεση που έγινε από τις 7 έως τις 10 Ιανουαρίου 1913, με κύρια προσπάθεια την κατάληψη της οχυρωματικής γραμμής του Μπιζανίου, αναχαιτίστηκε και πάλι από τους Τούρκους, με πολλές μάλιστα απώλειες για τις ελληνικές δυνάμεις. Η τελική επίθεση, που εκδηλώθηκε στις 19 Φεβρουάριου, είχε ως αποτέλεσμα τον αιφνιδιασμό των Τούρκων και την άνευ όρων παράδοση στον Ελληνικό Στρατό της πόλης των Ιωαννίνων στις 21 Φεβρουάριου 1913, από τον διοικητή της Εσσάτ Πασά. Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, πέρα από την εξουδετέρωση κάθε σοβαρής τουρκικής αντίστασης στην Ήπειρο και την κυρίευση σημαντικού πολεμικού υλικού, είχε επίδραση στο ελληνικό γόητρο, το οποίο μετά την επιτυχία αυτή εξυψώθηκε διεθνώς. Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, ο Ελληνικός Στρατός κινήθηκε βορειότερα και μέχρι τις 5 Μαρτίου 1913 απελευθέρωσε τη Βόρεια Ήπειρο, όπου γινόταν παντού δεκτός με άκρατο πατριωτικό ενθουσιασμό από τον ακραιφνή ελληνικό πληθυσμό της περιοχής αυτής.

Μετά από αρκετές παλινωδίες και υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής υπογράφηκε η οριστική ειρήνης στο Λονδίνο (17/30 Μαΐου 1913), με την οποία τερματίστηκε ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος. Από την Οθωμανική Αυτοκρατορία αποσπάσθηκαν τα ευρωπαϊκά της εδάφη δυτικά της γραμμής Αίνου - Μηδείας εκτός της Αλβανίας και εκχωρήθηκαν στους νικητές του πολέμου. Σε εκκρεμότητα παρέμεινε το καθεστώς των νησιών του Αιγαίου και του Αγίου Όρους. Στην Κρήτη, ο Σουλτάνος παραιτήθηκε των δικαιωμάτων του κι έτσι άνοιξε ο δρόμος για την ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα. Δεν αποφασίστηκε η τύχη των Δωδεκανήσων, τα οποία κατείχαν οι Ιταλοί προσωρινά.

Η Συνθήκη του Λονδίνου δημοσιεύτηκε, αλλά δεν κυρώθηκε, εξαιτίας του Β’ Βαλκανικού Πολέμου, που εξερράγη μετά από λίγες ημέρες. Πάντως, το τέλος του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, βρήκε την Ελλάδα να έχει απελευθερώσει την Ήπειρο, ολόκληρη τη Θεσσαλία, μεγάλο τμήμα της Μακεδονίας και τα νησιά του Αιγαίου.



Πηγή