Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2023

Εισόδια της Θεοτόκου


Ἔνδον τρέφει σε Γαβριὴλ ναοῦ, Κόρη,
Ἥξει δὲ μικρὸν καὶ τὸ Χαῖρέ σοι λέξων.
Βῆ ἱερὸν Μαρίη τέμενος παρὰ εἰκάδι πρώτῃ.


Λειτουργικά κείμενα

Όσιος Ιάκωβος ο Τσαλίκης: Μία σύγχρονη μορφή της Ορθοδοξίας

 Ο όσιος Ιάκωβος ο Τσαλίκης είναι ένας από τους νεοφανείς Αγίους της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας. Αγιοκατατάχθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2017.

Όσιος Ιάκωβος ο Τσαλίκης (1920 – 1991)

Ο όσιος Ιάκωβος ο Τσαλίκης είναι ένας από τους νεοφανείς Αγίους της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας. Αγιοκατατάχθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2017 με απόφαση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Η μνήμη του τιμάται κάθε χρόνο στις 22 Νοεμβρίου.

Γεννήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 1920 στο Λιβίσι της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας (σημερινό Καγιάκοϊ Τουρκίας) και το 1924 έφτασε στον Πειραιά με την οικογένειά του, κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών Ελλάδας – Τουρκίας. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στον Άγιο Γεώργιο Φωκίδας και τον επόμενο χρόνο στο χωριό Φαράκλα της Εύβοιας.

Αν και άριστος μαθητής στο Δημοτικό, δεν συνέχισε στο Γυμνάσιο, εξαιτίας των δυσβάστακτων οικονομικών προβλημάτων της οικογένειάς του και αναγκάστηκε να βγει στην βιοπάλη, συνοδεύοντας τον πατέρα του σε διάφορες εργασίες. Παρά την καθημερινή σωματική κούραση,ζούσε σαν ασκητής και έβρισκε πνευματική ξεκούραση διαβάζοντας βίους αγίων και ψέλνοντας στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής.

Μετά την στρατιωτική του θητεία, κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1947-1949), συνέχισε να εργάζεται σκληρά και να ζει βίο ασκητικό και χριστιανικό. Έχοντας χάσει και τους δυο γονείς του και αφού πάντρεψε την αδελφή του, σύμφωνα με τα ειωθότα της εποχής,, ένοιωσε ότι δεν υπήρχε τίποτε άλλο που να τον συνδέει με τον κόσμο.

Πήγε λοιπόν στην Μονή του Οσίου Δαβίδ του Γέροντος, στην Βόρεια Εύβοια, η οποία τότε βρισκόταν σε μεγάλη παρακμή, για να γίνει μοναχός. Δεν έγινε με καλή διάθεση δεκτός από τους λίγους μοναχούς της, οι οποίοι τόν δυσκόλεψαν πολύ με την συμπεριφορά τους. Ο Ιάκωβος, όμως, δείχνοντας μεγάλη υπομονή, ταπείνωση και αγάπη, κατάφερε με την πάροδο του χρόνου να γίνει αποδεκτός. Σε ηλικία 32 ετών, έγινε δόκιμος μοναχός και στις 19 Δεκεμβρίου 1952 στην Χαλκίδα ο μητροπολίτης Γρηγόριος τον χειροτόνησε διάκονο και πρεσβύτερο,εκτιμώντας όχι τα πολλά γράμματα, που άλλωστε δεν ήξερε, αλλά την ευσέβειά του.

Ως ιερέας πλέον της Μονής δεν έπαψε να εργάζεται χειρωνακτικά στα κτήματά της και παράλληλα να ζει ασκητικά. Όταν μάλιστα ανακάλυψε το σπήλαιο-ασκητήριο του οσίου Δαβίδ, μέσα στο παρακείμενο πυκνό δάσος, πολύ συχνά αποσυρόταν και προσευχόταν επί ώρες.

Στις 25 Ιουνίου 1975, ανέλαβε το πηδάλιο της Μονής, παρά την αρχική άρνησή του. Επί της ηγουμενίας του το μοναστήρι γνώρισε λαμπρές στιγμές, αναδιοργανώθηκε εκ βάθρων, προσελκύοντας πλήθη πιστών απ’ όλη την Ελλάδα, που αναζητούσαν το διορατικό και προορατικό του χάρισμα,αλλά και τον φωτισμένο λόγο του.

Όντας ασθενική φύση σωματικά, αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα υγείας και χρειάστηκε να χειρουργηθεί επί μακρόν. Στις 21 Νοεμβρίου 1991, ο Γέρων Ιάκωβος, εγκατέλειψε την επίγεια πορεία του και απεδήμησε εις Κύριον.






Οι Ματωμένες Κυριακές της Ιρλανδίας

 Με τον όρο «Ματωμένη Κυριακή» εννοούμε τέσσερα αιματηρά γεγονότα, που έλαβαν χώρα από το 1887 έως το 1972, και συνδέονται με τις αγγλοϊρλανδικές σχέσεις.


Με τον όρο «Ματωμένη Κυριακή» (Bloody Sunday για τους αγγλομαθείς, Domhnach na Fola στα ιρλανδικά) εννοούμε τέσσερα αιματηρά γεγονότα, που έλαβαν χώρα από το 1887 έως το 1972, και συνδέονται με τις αγγλοϊρλανδικές σχέσεις.

Α' Ματωμένη Κυριακή (13 Νοεμβρίου 1887)

Στις 13 Νοεμβρίου 1887, οι σοσιαλιστές και οι αναρχικοί διοργάνωσαν μια μεγάλη διαδήλωση στο Λονδίνο για να καταγγείλουν τη βρετανική πολιτική στο Ιρλανδικό και την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης των Τόρυδων (Συντηρητικών).

Οι 10.000 διαδηλωτές έφθασαν στην Πλατεία Τραφάλγκαρ με πορείες από διάφορα σημεία του εργατικού Ανατολικού Λονδίνου. Ανάμεσά τους ξεχώριζε η μορφή του διάσημου ιρλανδού συγγραφέα και ακτιβιστή Τζορτζ Μπέρναρ Σο. Οι διαδηλωτές βρέθηκαν αντιμέτωποι με 2.000 αστυνομικούς και 400 στρατιώτες, που ήταν αποφασισμένοι να τους εμποδίσουν να πλησιάσουν την πλατεία. Από τις συγκρούσεις που ακολούθησαν, τρεις διαδηλωτές έχασαν τη ζωή τους και 200 χρειάστηκαν νοσηλεία σε νοσοκομείο. Οι επικεφαλής συνδικαλιστές της πορείας συνελήφθησαν και φυλακίσθηκαν για έξι εβδομάδες.

Η «Ματωμένη Κυριακή» του 1887 αφύπνισε τις διάσπαρτες αριστερές δυνάμεις της Μεγάλη Βρετανίας, οι οποίες απέσυραν την υποστήριξή τους στο Κόμμα των Ουίγων (Φιλελευθέρων) και προχώρησαν στην ίδρυση του Εργατικού Κόμματος στις 27 Φεβρουαρίου 1900.

Β' Ματωμένη Κυριακή (31 Αυγούστου 1913)

Το 1913, ο πληθυσμός του αγγλοκρατούμενου Δουβλίνου βίωνε την έσχατη ένδεια. 26.000 οικογένειες ζούσαν υπό άθλιες συνθήκες σε 5.000 παραπήγματα, ενώ ο δείκτης της παιδικής θνησιμότητας ήταν από τους μεγαλύτερους στην Ευρώπη (142 θάνατοι ανά 1.000 κατοίκους). Η ανεργία θέριζε και όσοι είχαν δουλειά προσπαθούσαν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους.

Στις 26 Αυγούστου 1913 ξεκίνησε η μεγαλύτερη απεργία στην ιστορία της Ιρλανδίας, που διήρκεσε μαζί με την ανταπεργία των εργοδοτών έως τις 18 Ιανουαρίου 1914. Της απεργιακής κινητοποίησης ηγούνταν οι τραμβαγιέρηδες, με επικεφαλής τον συνδικαλιστικό θρύλο της Ιρλανδίας Τζέιμς Λάρκιν. Την Κυριακή 31 Αυγούστου σε μία από τις διαδηλώσεις τους στην οδό Σάκβιλ του Δουβλίνου (σήμερα οδός Ο' Ντόνελ) χτυπήθηκαν βάναυσα από την αστυνομία, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν δύο απεργοί και να τραυματισθούν εκατοντάδες.

Ο μεγάλος ιρλανδός ποιητής Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς έγραψε το ποίημα «Σεπτέμβρης 1913» για να εκφράσει τη συμπαράστασή του στον αγώνα των εργαζομένων και την απέχθειά του για την καθολική μπουρζουαζία της πόλης και την Εκκλησία που την υποστήριζε.

Η ανταπεργία (λοκάουτ) των εργοδοτών προκάλεσε δυσεπίλυτα προβλήματα στους εργαζομένους, οι οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την απεργία και να επιστρέψουν στις δουλειές τους στις 18 Ιανουαρίου 1914.

Γ' Ματωμένη Κυριακή (21 Νοεμβρίου 1920)

Βρισκόμαστε στο μέσο του Ιρλανδικού Αγώνα της Ανεξαρτησίας (1919-1921) και η Κυριακή 21 Νοεμβρίου δικαιολόγησε τον χαρακτηρισμό της.

Η ημέρα στο Δουβλίνο άρχισε με τη δολοφονία 14 άγγλων πρακτόρων και ντόπιων συνεργατών τους από τον γνωστό μας Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό (IRA). Η απάντηση των κατακτητών εκδηλώθηκε το μεσημέρι της ίδιας μέρας. Πυροβολούν στο ψαχνό και σκοτώνουν 15 φιλάθλους κατά τη διάρκεια του αγώνα ιρλανδικού ποδοσφαίρου μεταξύ Τιπερέρι και Δουβλίνου στο Κροκ Παρκ του Δουβλίνου. Οι δυνάμεις κατοχής υποστήριξαν ότι δέχθηκαν πυρά από φιλάθλους - μέλη του IRA.

Οι ταραχές συνεχίστηκαν όλο το βράδυ χωρίς νεκρούς. Όμως, στο Κάστρο του Δουβλίνου, που είχε μετατραπεί σε φυλακή, βρίσκονται νεκροί τρεις πολιτικοί κρατούμενοι, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Συνολικός απολογισμός της τρίτης κατά σειρά «Ματωμένης Κυριακής»: 32 νεκροί.

Δ' Ματωμένη Κυριακή (30 Ιανουαρίου 1972)

Η πιο γνωστή «Ματωμένη Κυριακή», επειδή εξυμνήθηκε από καλλιτέχνες του ροκ, όπως οι U2 («Sunday Bloody Sunday»), Stiff Little Fingers («Bloody Sunday»), Τζον Λένον («Sunday Bloody Sunday», «The Luck of the Irish») και Πολ ΜακΚάρτνεϊ («Give Ireland Βack to the Irish»).

Συνέβη την Κυριακή 30 Ιανουαρίου 1972 στο Ντέρυ της Βορείου Ιρλανδίας, όταν άγγλοι στρατιώτες των ειδικών δυνάμεων άνοιξαν πυρ κατά μιας ειρηνικής πορείας 10.000 καθολικών, που ζητούσαν την αποχώρηση των Βρετανών από τη Βόρειο Ιρλανδία και ένωσή της με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. 26 διαδηλωτές σκοτώθηκαν, ανάμεσά τους και 6 παιδιά. Πολλοί διαδηλωτές πυροβολήθηκαν πισώπλατα, καθώς έτρεχαν να αποφύγουν τα επελαύνοντα τεθωρακισμένα οχήματα των Βρετανών.

Η διεθνής κατακραυγή που ξέσπασε ανάγκασε τη Συντηρητική κυβέρνηση του Έντουαρντ Χηθ να προχωρήσει σε έρευνα του αιματηρού συμβάντος. Ο αρχιδικαστής Γουάιτζερι, που επελήφθη της υποθέσεως, δεν απέδωσε ευθύνες στους στρατιώτες, επειδή δέχθηκε τον ισχυρισμό τους ότι πυροβολήθηκαν πρώτοι από κάποιους διαδηλωτές, παρά τις περί του αντιθέτου καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων. Το περιστατικό επανήλθε στην επικαιρότητα το 1998, όταν ο τότε πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, Τόνι Μπλερ, ανέθεσε στον Λόρδο Σάβιλ να επανεξετάσει την υπόθεση. Το πόρισμα αναμένεται...


Πηγή

Άννα Συνοδινού: Η σπουδαία ελληνίδα τραγωδός

 Η Άννα Συνοδινού σημάδεψε το ελληνικό θέατρο με την επιβλητική της παρουσία και την υποκριτική της τέχνη πάνω στο σανίδι, ενώ διακρίθηκε και ως πολιτικός.

Άννα Συνοδινού (1927 – 2016)

Η Άννα Συνοδινού σημάδεψε το ελληνικό θέατρο με την επιβλητική της παρουσία και την υποκριτική της τέχνη πάνω στο σανίδι. «Έσκαβε βαθιά μέσα στα μεγάλα κείμενα, αρχαίας τραγωδίας, Σαίξπηρ, Ίψεν, Πιραντέλο, Λόρκα και ανέσυρε στη επιφάνεια και σωματοποίησε πάθη, χαρές, προδοσίες, όνειρα, ψευδαισθήσεις, προσδοκίες, μίση και ερωτικές ανησυχίες των τραυματικών εμπειριών της θεατρικής πινακοθήκης ηρωίδων» γράφει σε ένα κείμενό του ο θεατρικός κριτικός Κώστας Γεωργουσόπουλος.

Η Άννα Συνοδινού γεννήθηκε στο Λουτράκι Κορινθίας στις 21 Νοεμβρίου 1927. Ήταν το όγδοο παιδί της οικογένειά της, που καταγόταν από την Αμοργό. Τίποτα δεν προμήνυε την διαδρομή που θα ακολουθούσε. Το 1939, στην ηλικία των 12 ετών, είχε αποφασίσει να γίνει «Μοδίστρα ή βιβλιοθηκάριος», όπως αναφέρει στο βιβλίο της «Αίνος στους Άξιους». Όταν τελείωσε το Γυμνάσιο το 1947, είχε αλλάξει ριζικά μέσα της και σκόπευε να γίνει ηθοποιός. Η μεταστροφή της συντελέστηκε, όταν άρχισε να παρακολουθεί παραστάσεις στο Εθνικό Θέατρο με τον μεγάλο έλληνα ηθοποιό Θάνο Κωτσόπουλο, φίλο της οικογένειάς της. «Από τον δεύτερο εξώστη τον ακούω να μιλάει ως Πνεύμα στον Φάουστ του Γκαίτε και αργότερα τον βλέπω να ενσαρκώνει τον Ορέστη στην Ιφιγένεια εν Ταύροις, με την αείμνηστη Ελένη Παπαδάκη ως Ιφιγένεια. Μετά από αυτό που είδα, ξέχασα και τη μοδιστρική και τη βιβλιοθηκονομία και άρχισα σοβαρά να σκέπτομαι πώς θα γίνω ηθοποιός» γράφει στο βιβλίο της.

Το 1947, γράφτηκε στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και είχε την τύχη να έχει ως δάσκαλό της τον σκηνοθέτη Δημήτρη Ροντήρη, έναν από τους ανανεωτές του ελληνικού θεάτρου. Ο Ροντήρης πρόσεξε αμέσως το ταλέντο της και την ανέβασε στο σανίδι, αν και μαθήτρια ακόμη, στο έργο του Ροστάν «Σιρανό ντε Μπερζεράκ», που σκηνοθέτησε ο ίδιος για το Εθνικό Θέατρο το 1948.

Μετά την αποφοίτησή της έπαιξε σε παραστάσεις του ελεύθερου θεάτρου και από το 1956 έως το 1964 αποτέλεσε βασικό στέλεχος του Εθνικού Θεάτρου. Στην πρώτη θεατρική σκηνή της χώρας, διέπρεψε με τις ερμηνείες της δίπλα στην Κατίνα Παξινού, τον Αλέξη Μινωτή και τον Θάνο Κωτσόπουλο, σε πρωταγωνιστικούς ρόλους της αρχαίας τραγωδίας, αλλά και του νεώτερου κλασικού ρεπερτορίου. Ενδιάμεσα παντρεύτηκε τον πρωταθλητή του τριπλούν και επιχειρηματία Γιώργο Μαρινάκη, με τον οποίο μοιράστηκε την ζωή της μέχρι τον θάνατό του το 2009.

Το 1965, ίδρυσε τον θίασο «Ελληνική Σκηνή» και αναζητώντας θεατρική στέγη εκμίσθωσε το παλαιό λατομείο του Λυκαβηττού και δημιούργησε το πασίγνωστο Θέατρο, σε σχέδια του διακεκριμένου αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτου. Με την επιβολή της δικτατορίας, διέκοψε τη θεατρική της δραστηριότητα, αφού η χούντα τής αφαίρεσε το διαβατήριο και για μεγάλο διάστημα εργάστηκε ως δακτυλογράφος στην εμπορική εταιρεία του συζύγου της. Το 1972 επανήλθε στο θέατρο. Εμφανίστηκε στο ρόλο της Ηλέκτρας στο Ηρώδειο και λίγο αργότερα ανασυγκρότησε την «Ελληνική Σκηνή», στην οποία συνεργάστηκε με τον Θάνο Κωτσόπουλο. Από το 1973 έως το 1975 πραγματοποίησε εμφανίσεις με το Εθνικό Θέατρο και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος.

Μετά την πτώση της χούντας αφοσιώθηκε για μεγάλο στην πολιτική με την προτροπή του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Εξελέγη βουλευτής Αθηνών με τη Νέα Δημοκρατία (1974, 1977, 1981, 1985, 1989 ) και διετέλεσε υφυπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών(1977-1980). Κατά τη διάρκεια της πολιτικής της σταδιοδρομίας εισηγήθηκε νομοθετικές προτάσεις για την προστασία της μητρότητας, των παιδιών, και ατόμων με ειδικές ανάγκες. Στον καλλιτεχνικό τομέα εισήγαγε τα μαθήματα καλλιτεχνικής παιδείας στη Μέση Εκπαίδευση, πρότεινε την ένταξη των ηθοποιών στο ΙΚΑ και την ίδρυση της Κρατικής Σχολής Ορχηστικής Τέχνης.

Στις δημοτικές εκλογές του 1986 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων με τον συνδυασμό του Μιλτιάδη Έβερτ. Τον Μάρτιο του 1990 παραιτήθηκε του βουλευτικού αξιώματος κατά τη διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας. Σε μια από τις ψηφοφορίες, η βουλευτής των Οικολόγων Μαρίνα Δίζη, όταν κλήθηκε να ψηφίσει, άνοιξε ένα πανό, που έγραφε «Φτάνει το θέατρο για το +1, τον Πρόεδρο και το νέφος». Η ενέργεια αυτή εξόργισε την Άννα Συνοδινού, που σε ένδειξη διαμαρτυρίας υπέβαλε την παραίτησή της, τόσο από το βουλευτικό της αξίωμα, όσο και από το κόμμα της. Έκτοτε, δεν ξανασχολήθηκε με την πολιτική.

Τον ίδιο χρόνο επανήλθε στη θεατρική δραστηριότητα, ερμηνεύοντας, εκτός από αρχαίο δραματολόγιο, ρόλους του νεώτερου ελληνικού θεάτρου με το Εθνικό Θέατρο («Το μυστικό της κοντέσσας Βαλέραινας» του Γρηγόρη Ξενόπουλου, «Ο αγαπητικός της Βοσκοπούλας» του Δημήτρη Κορομηλά). Εκτός από το θέατρο, εμφανίσθηκε σε ξένες και ελληνικές κινηματογραφικές ταινίες, τηλεοπτικές σειρές, καθώς και σε θεατρικές παραγωγές για την τηλεόραση και το ραδιόφωνο.

Αξιοσημείωτο είναι και το εκπαιδευτικό της έργο. Δίδαξε στις θεατρικές σχολές του Εθνικού Θεάτρου, του Πέλου Κατσέλη, της Καλλιτεχνικής Εταιρείας Αθηνών και του Ωδείου Αθηνών. Έχει τιμηθεί με τα παράσημα Ευποιΐας και τον Ταξιάρχη του Φοίνικος της Ελληνικής Πολιτείας, καθώς και με το μετάλλιο της πόλεως των Αθηνών. Τιμές τής έχουν αποδοθεί και από ξένα κράτη για την καλλιτεχνική της προσφορά (Δανία, Γαλλία, Λίβανος, Ιταλία). Είναι συγγραφέας του αυτοβιογραφικού «Πρόσωπα και Προσωπεία» (Εκδόσεις Βλάση,1998) και του βιβλίου θεατρικών αναμνήσεων «Αίνος στους άξιους» (Καστανιώτης, 1999).

Η Άννα Συνοδινού έφυγε από την ζωή στις 7 Ιανουαρίου 2016, σε ηλικία 88 ετών.


Φιλμογραφία


Τηλεόραση


Πηγή