Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2021

Η αεροπορική τραγωδία των Άνδεων

 16 από τους 40 επιβάτες μιας πτήσης τσάρτερ επέζησαν ύστερα από αεροπορικό δυστύχημα. Παρέμειναν 72 μέρες καθηλωμένοι σε συνθήκες πολικού ψύχους στις Άνδεις, χωρίς να σταματήσουν να ελπίζουν κι επιδιδόμενοι σε κανιβαλισμό για να επιβιώσουν....


Στις 13 Οκτωβρίου 1972, 16 από τους 40 επιβάτες μιας πτήσης τσάρτερ επέζησαν ύστερα από αεροπορικό δυστύχημα. Παρέμειναν 72 μέρες καθηλωμένοι σε συνθήκες πολικού ψύχους στις Άνδεις, χωρίς να σταματήσουν να ελπίζουν κι επιδιδόμενοι σε κανιβαλισμό για να επιβιώσουν. Για τους επιζήσαντες ήταν ένας εφιάλτης, παρότι ο κόσμος αποκάλεσε αργότερα την περιπέτειά τους «Το Θαύμα των Άνδεων».

Στις 12 Οκτωβρίου 1972, ένα δικινητήριο ελικοφόρο αεροσκάφος τύπου Fairchild Hiller FH-227D της Πολεμικής Αεροπορίας της Ουρουγουάης, με πενταμελές πλήρωμα και 40 επιβαίνοντες, απογειώθηκε από το Μοντεβιδέο με προορισμό το Σαντιάγο της Χιλής. Μετέφερε την ομάδα ράγκμπι Old Christians Club, που θα έδινε φιλικό αγώνα στην πρωτεύουσα της Χιλής, αλλά και συγγενείς, φίλους και γνωστούς των παικτών.

Κατά τη διάρκεια της πτήσης, ο καιρός επιδεινώθηκε κι έτσι ο έμπειρος κυβερνήτης του αεροπλάνου, σμήναρχος Χούλιο Σέζαρ Φεράδας, επέλεξε να προσγειωθεί στην πόλη της Αργεντινής Μεντόσα, στους πρόποδες των Άνδεων, όπου οι επιβάτες και το πλήρωμα διανυκτέρευσαν. Την επομένη, οι καιρικές συνθήκες δεν είχαν βελτιωθεί, αλλά ο πιλότος ενέδωσε στις πιέσεις των επιβατών και αποφάσισε να απογειωθεί για το Σαντιάγο, αφού πήρε το πράσινο φως από τον πύργο ελέγχου.

Στη διαδρομή το αεροσκάφος αντιμετώπισε έντονες αναταράξεις, τις οποίες οι 40 επιβάτες αντιμετώπισαν με χαμόγελα και χωρίς φόβο. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν 19 ή 20 ετών και για πολλούς ήταν το πρώτο τους ταξίδι με αεροπλάνο.

Ωστόσο, πάνω από τη Χιλή το αεροπλάνο αντιμετώπισε πρόβλημα, έχασε ύψος, προσέκρουσε σε μία κορυφή των Άνδεων, έχασε τμήμα της ουράς του και συνετρίβη στο χιόνι. Δώδεκα από τους επιβαίνοντες σκοτώθηκαν ακαριαία, ενώ πέντε ακόμα υπέκυψαν στα τραύματά τους την πρώτη νύχτα.

Οι 28 διασωθέντες, καταπονημένοι και τραυματισμένοι κάποιοι από αυτούς, άρχισαν να δίνουν τον αγώνα της επιβίωσης μέσα στις άγριες πολικές συνθήκες των Άνδεων. Βρίσκονταν σε υψόμετρο 3.600 μ., χωρίς τροφή, με περιορισμένο οξυγόνο και χωρίς νέα για την τύχη τους, καθώς τα σωστικά συνεργεία είχαν χάσει τα ίχνη τους. Η τροφή τους από εδώ και στο εξής θα ήταν τα πτώματα των συνεπιβατών τους.

Στις 21 Οκτωβρίου ένας από τους διασωθέντες πέθανε και στις 29 Οκτωβρίου μία χιονοστιβάδα αποτελείωσε άλλους οκτώ. Μέχρι τις 11 Δεκεμβρίου ακόμη τρεις είχαν χάσει τη ζωή τους.

Στις 12 Δεκεμβρίου, δύο από τους επιζήσαντες, ο Νάντο Παράδο και ο Ρομπέρτο Κανέσα, αποφάσισαν να ξεκινήσουν μία απέλπιδα πορεία προς το άγνωστο. Μετά από δεκαήμερη πεζοπορία, για καλή τους τύχη βρέθηκε στο δρόμο τους ένας ορεσίβιος μεταφορέας, ονόματι Σέρχιο Καταλάν, ο οποίος τους περιέθαλψε και ειδοποίησε τις αρχές, οι οποίες είχαν διακόψει τις έρευνες. Μέχρι 23 Δεκεμβρίου 1972 και οι υπόλοιποι 14 διασωθέντες του αεροπορικού δυστυχήματος είχαν μεταφερθεί σώοι και ασφαλείς στο Μοντεβιδέο.

Το αεροπορικό δυστύχημα των Άνδεων και η οδύσσεια των διασωθέντων ενέπνευσε τη συγγραφή βιβλίων, ταινιών μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, ακόμη και μιούζικαλ.


Πηγή

Τάσσος (Αναστάσιος Αλεβίζος)

 Κορυφαίους έλληνας χαράκτης από τη Λευκοχώρα Μεσσηνίας, που διακρίθηκε τόσο στο πεδίο της καλλιτεχνικής, όσο και της εφαρμοσμένης χαρακτικής.

Τάσσος (Αναστάσιος Αλεβίζος)  (1914 – 1985)
Τάσσος (Αναστάσιος Αλεβίζος) (1914 – 1985)

Ο Τάσσος (Αναστάσιος Αλεβίζος) υπήρξε από τους κορυφαίους έλληνες χαράκτες, τόσο στο πεδίο της καλλιτεχνικής, όσο και της εφαρμοσμένης χαρακτικής. Στο έργο του συνδυάζει τη λαϊκή παράδοση με τις σύγχρονες αντιλήψεις της τέχνης του. Ενταγμένος από τα εφηβικά του χρόνια στο ΚΚΕ, χαρακτήριζε τη χαρακτική ως την τέχνη του λαού. Υπηρέτησε μία ιδιότυπη στρατευμένη τέχνη «που ξέρει να συνενώνει τον νεκρό Χριστό με τον Τσε Γκεβάρα και τους θρηνούντες αγγέλους με τους αντάρτες μιας διαρκούς Αντίστασης», όπως έχει γραφτεί.

Ο Αναστάσιος Αλεβίζος γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου 1914 στο χωριό Χάστεμη (σημερινή Λευκοχώρα) της Μεσσηνίας. Το 1919 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και δέκα χρόνια αργότερα, αφού είχε εργαστεί σε διάφορα τυπογραφεία, άρχισε τη μαθητεία του στη ζωγραφική κοντά στον Γιώργο Κωτσάκη.

«Μεσημέρι», 1952 - Ξυλογραφία σε χαρτί

Το 1930 έγινε δεκτός στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών (ΑΣΚΤ), όπου μετά τα τρία προκαταρκτικά χρόνια σπούδασε γλυπτική κοντά στον Θωμά Θωμόπουλο (1932-1933) και ζωγραφική με τους Ουμβέρτο Αργυρό (1933-1934) και τον Κωνσταντίνο Παρθένη (1934-1937). Παράλληλα, υπήρξε από τους πρώτους σπουδαστές στο νεοσύστατο εργαστήριο χαρακτικής του Γιάννη Κεφαλληνού.

Το 1936 πραγματοποίησε την πρώτη ατομική του έκθεση με χαρακτικά και σχέδια στην αίθουσα του βιβλιοπωλείου Ελευθερουδάκη και δύο χρόνια αργότερα έγινε μέλος της Ομάδας Ελλήνων Ζωγράφων και Χαρακτών, η οποία την ίδια χρονιά διοργάνωσε την 1η Πανελλήνια Έκθεσή της.

Το 1938 άρχισε τη συνεργασία του με το περιοδικό «Νέα Εστία» και το 1940 με τα «Πειραϊκά Γράμματα», όπου επί σειρά ετών εικονογραφούσε διηγήματα, ιστορίες κ.ά. Σε όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του δημιουργίας ασχολήθηκε με την εικονογράφηση εντύπων, βιβλίων, περιοδικών, λευκωμάτων και ημερολογίων.

Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, πήρε μέρος ως στέλεχος της ΕΠΟΝ και του ΕΑΜ στην Εθνική Αντίσταση. Διετέλεσε γραμματέας του ΕΑΜ Καλλιτεχνών και με άλλους καλλιτέχνες προσέφερε μέσα απ' την τέχνη του στους αγώνες για την απελευθέρωση. Ξεχωριστή και πολύτιμη ήταν η προσφορά του Τάσσου στον παράνομο αντιστασιακό Τύπο.

Το σημαντικότερο έντυπο του οργανωμένου αγώνα του ελληνικού λαού για τη λευτεριά του ήταν το «Λεύκωμα του ΕΛΑΣ - ΕΑΜ», που κυκλοφόρησε στις 25 Μαρτίου 1943, με ξυλογραφίες του ιδίου, της Βάσως Κατράκη, της συντρόφου Λουκίας Μαγγιώρου και του Γιώργου Βελισσαρίδη. Σημαντική ήταν η συμμετοχή του στα λευκώματα που κυκλοφόρησαν το 1945 («Για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά» και το «Θυσιαστήριο της λευτεριάς»).

Ο Α. Tάσσος δουλεύοντας τη σύνθεση «17 Νοεμβρίου 1973» στις 10 Ιουνίου 1974. (Φωτ: Σπάρου Καραχρήστου)

Από το 1948 και ως το τέλος της ζωής του υπήρξε καλλιτεχνικός σύμβουλος της ιστορικής εταιρείας γραφικών τεχνών Ασπιώτης-ΕΛΚΑ, ενώ συνεργάστηκε και με τον Οργανισμό Εκδόσεων Σχολικών Βιβλίων στην εικονογράφηση βιβλίων του δημοτικού και του γυμνασίου. Από το 1957 έως το 1967 σχεδίαζε τα γραμματόσημα των ΕΛΤΑ και από το 1961 έως το 1985 τα γραμματόσημα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το 1959 ανέλαβε τη διεύθυνση του τμήματος Γραφικών Τεχνών του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ινστιτούτου (Α.Τ.Ι.), θέση που κατείχε έως το 1967.

Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας έζησε αυτοεξόριστος στο εξωτερικό. Το 1977, μετά την κατάρρευση της χούντας, ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης (ΠΑΠΟΚ), καλλιτεχνικού φορέα του ΚΚΕ, ενώ διετέλεσε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Εθνικής Πινακοθήκης.

Υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της καλλιτεχνικής ομάδας «Στάθμη», ενώ παράλληλα συμμετείχε στις εκθέσεις της. Το έργο του Τάσσου έχει παρουσιαστεί σε σειρά ατομικών και ομαδικών εκθέσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Μπιενάλε Βενετίας, Λουγκάνο, Φλωρεντίας, Τόκιο, Σάο Πάολο, Τριενάλε Ξυλογραφίας Κάπρι και αλλαχού).

Ο Τάσσος πέθανε στις 13 Οκτωβρίου 1985 στην Αθήνα, σε ηλικία 71 ετών. Τον επόμενο χρόνο η χήρα του Λουκία Μαγγιώρου με φίλους και συνεργάτες του, ίδρυσαν την Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών «Α. Τάσσος», αφιερωμένη στην προβολή του έργου του. Το 1987 η Εθνική Πινακοθήκη τίμησε τη μνήμη του με μία μεγάλη αναδρομική έκθεση του έργου του.


Πηγή

Παύλος Μελάς

 Έλληνας αξιωματικός του Στρατού, πρωτομάρτυρας και σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα.

Παύλος Μελάς (1870 – 1904)
Παύλος Μελάς (1870 – 1904)

Έλληνας αξιωματικός του Στρατού, πρωτομάρτυρας και σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα.

Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου του 1870 στη Μασσαλία, όπου ο πατέρας του Μιχαήλ Μελάς (1833-1897) δραστηριοποιούταν ως έμπορος. Το 1886 εισήλθε στη Σχολή Ευελπίδων και εξήλθε ως ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού στις 8 Αυγούστου του 1891. Τον επόμενο χρόνο νυμφεύτηκε τη Ναταλία Δραγούμη (1872-1973), κόρη του τραπεζίτη και πολιτικού Στέφανου Δραγούμη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον στρατιωτικό Μιχαήλ Μελά (1894-1950) και τη χημικό Ζωή Μελά - Ιωαννίδη (1898-1996).

Υπήρξε δραστήριο μέλος της Εθνικής Εταιρείας, μιας μυστικής οργάνωσης, που είχε ως σκοπό την αναζωπύρωση του εθνικού φρονήματος και την απελευθέρωση των υπόδουλων Ελλήνων με κάθε θυσία, και έπαιξε αρνητικό ρόλο στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897. Με την έκρηξη του πολέμου μάχεται στα μέτωπα της Θεσσαλίας, ως διοικητής ουλαμού της 2ης Πεδινής Πυροβολαρχίας. Είναι αισιόδοξος για την έκβασή του, ώστε γράφει στους γονείς του: «...Αν ο θεός μας βοηθήση ολίγον, σύντομα θα λάβετε γράμμα μου από την Θεσσαλονίκην. Ώστε θάρρος, αγαπητοί μου γονείς, θάρρος και πεποίθησιν· διότι και αν φέρη ο διάβολος, να νικηθώμεν, θα νικηθώμεν παλικαρίσια...». Δέκα μέρες αργότερα, η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί τον απογοητεύει και τον αηδιάζει. «Οι ηλίθιοι που φωνάζουν εναντίον του (εννοεί τον διάδοχο Κωνσταντίνο) έπρεπε να είναι εις την Λάρισσαν την επαύριο, της ατίμου, ατίμου, ατίμου φυγής μας, δια να ιδούν την κατάστασιν του στρατού και ν’ αντιληφθούν αν ήτο δυνατόν να κάμη μαζί του ένα βήμα προς τα εμπρός...» γράφει εκ νέου στους γονείς του.

Στις αρχές του 20ου αιώνα τον απασχολεί έντονα η κατάσταση στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία και τον ανησυχεί η δράση των κομιτατζήδων, που επιδιώκουν την προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Τον επηρεάζει έντονα ο Μακεδόνας πεθερός του Στέφανος Δραγούμης, ενώ έχει πληροφόρηση από πρώτο χέρι από τον αδελφό της γυναίκας του Ίωνα Δραγούμη, που υπηρετεί ως υποπρόξενος στο Μοναστήρι (σημερινή Μπίτολα ΠΓΔΜ).

Τον Φεβρουάριο του 1904, μαζί με άλλους τρεις αξιωματικούς, τους λογαχούς Αλέξανδρο Κοντούλη και Αναστάσιο Παπούλα και τον ανθυπολοχαγό Γεώργιο Κολοκοτρώνη, συμμετέχει σε μυστική αποστολή στη Μακεδονία με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας (Μίκης, από το όνομα του γιου του Μιχαήλ, που τον φωνάζουν χαϊδευτικά Μίκη και Ζέζας, από το όνομα της κόρης του Ζωής, που τη φωνάζουν χαϊδευτικά Ζέζα), κατόπιν εντολής της κυβέρνησης Θεοτόκη. Η ομάδα των τεσσάρων αξιωματικών, συνοδευόμενη από μακεδόνες αγωνιστές, δραστηριοποιήθηκε στη δυτική Μακεδονία, αλλά οι κινήσεις της έγιναν αντιληπτές από τους Τούρκους, οι οποίοι ζήτησαν από την ελληνική κυβέρνηση την ανάκλησή τους. Έτσι, ο Μελάς μαζί με τους τρεις άλλους αξιωματικούς επέστρεψαν στην Αθήνα στις 29 Μαρτίου.

Τον Ιούλιο, ενώ υπηρετούσε στη Σχολή Ευελπίδων, ζήτησε 20ήμερη άδεια και έκανε ένα δεύτερο ταξίδι στη Μακεδονία. Στο πλαστό διαβατήριό του αναγραφόταν το όνομα Πέτρος Δέδες και ως επάγγελμα δήλωνε ζωέμπορος. Μόλις έφθασε στην Κοζάνη συναντήθηκε με το ντόπιο ελληνικό στοιχείο και αποφασίστηκε η συγκρότηση ενόπλων σωμάτων με τη στρατολόγηση ανδρών από τις γύρω περιοχές και η ανάληψη άμεσης δράσης στη Δυτική Μακεδονία. Επέστρεψε στην Αθήνα στις 3 Αυγούστου γεμάτος αισιοδοξία για την έκβαση του Αγώνα.

Μετά από 15 ημέρες ζήτησε κι έλαβε τετράμηνη άδεια από το στράτευμα για να αναλάβει επίσημα την αρχηγία του Μακεδονικού Αγώνα στην περιοχή της Καστοριάς και του Μοναστηρίου, κατόπιν υπόδειξης του Μακεδονικού Κομιτάτου. Λίγο πριν από την αναχώρησή του εξομολογείτο στη γυναίκα του: «...Αισθάνομαι πολύ, ο δυστυχής, την ευτυχίαν που αφήνω· αισθάνομαι ότι μ’ όλον τον ανήσυχον και νευρικόν χαρακτήραν μου ο βίος ο οποίος μου αρμόζει περισσότερον είναι ο ήσυχος και ο οικογενειακός. Αλλ’ από τινος δεν ηξεύρω τι έπαθα· έγινα όργανον δυνάμεως πολύ μεγάλης, ως φαίνεται, αφού έχει την ισχύν να κατασιγάση όλα τ’ αλλα αισθήματά μου και να με ωθή διαρκώς προς την Μακεδονίαν». Και από τη Λάρισα συμπλήρωνε με νέο γράμμα προς την σύζυγό του, ωσάν να προαισθανόταν το τέλος του: «...Αναλαμβάνω αυτόν τον αγώνα με όλη μου την ψυχήν και με την ιδέαν, ότι είμαι υποχρεωμένος να τον αναλάβω. Είχα και εγώ την ακράδαντον πεποίθησιν, ότι δυνάμεθα να εργασθώμεν εν Μακεδονία και να σώσωμεν πολλά πράγματα. Έχων δε την πεποίθησιν ταύτην, έχω και υπέρτατον καθήκον να θυσιάσω το παν όπως πείσω την Κυβέρνησιν και την κοινήν γνώμην περί τούτου...».

Στις 28 Αυγούστου ο Καπετάν Μίκης Ζέζας διέβη τα σύνορα, συνοδευόμενος από αρκετούς Μακεδόνες, Λάκωνες και Κρήτες, και στα μέσα Σεπτεμβρίου στρατοπέδευσε στην περιοχή της Καστοριάς. Στις 13 Οκτωβρίου του 1904 εισήλθε στο χωριό Στάτιστα για να αναπαυτεί αυτός και οι άνδρες του. Όμως, ο Βούλγαρος αρχικομιτατζής Μήτρος Βλάχος, προκειμένου να τον βγάλει από τη μέση, ειδοποίησε τις οθωμανικές αρχές. Επί τόπου κατέφθασε ισχυρό στρατιωτικό απόσπασμα, αποτελούμενο από 150 άνδρες και στη συμπλοκή που ακολούθησε, ο Παύλος Μελάς τραυματίστηκε σοβαρά στην οσφυϊκή χώρα και μετά από μισή ώρα άφησε την τελευταία του πνοή.

Το κεφάλι του αποκόπηκε από τους συμπολεμιστές του και τάφηκε στο ναό της Αγίας Παρασκευής στο Πισοδέρι. Το σώμα του παραδόθηκε από τις οθωμανικές αρχές στον μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό (Καραβαγγέλη) και τάφηκε στον βυζαντινό ναό των Ταξιαρχών στην Καστοριά, όπου αναπαύεται και η κάρά του από το 1950. Στον ίδιο ναό έχει ταφεί και η σύζυγός του Ναταλία, κατ’ επιθυμίαν της.

Ο θάνατος του Παύλου Μελά έγινε γνωστός στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου και συγκλόνισε την κοινή γνώμη, λόγω του ακέραιου και αγνού χαρακτήρα του ανδρός, αλλά και του γνωστού ονόματος της οικογένειάς του, που είχε μεγάλους δεσμούς με τη Μακεδονία και την κοινωνία των Αθηνών. Η θυσία του σηματοδότησε την ουσιαστική έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα, που κορυφώθηκε με τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913.

Σχετικά

  • Τη θυσία του Παύλου Μελά ύμνησε ο Κωστής Παλαμάς («Παύλος Μελάς») και η λαϊκή μούσα.
  • Αναφορές στον Παύλο Μελά περιέχονται στο κλασικό παιδικό μυθιστόρημα της Πηνελόπη Δέλτα «Ο Μάγκας».
  • Το χωριό Στάτιστα, όπου «έπεσε» ο Παύλος Μελάς φέρει σήμερα το όνομά του.
  • Ο Δήμος Παύλου Μελά, προέκυψε από τη συνένωση των Δήμων Σταυρούπολης, Πολίχνης και Ευκαρπίας, στο πλαίσιο του προγράμματος «Καλλικράτης».