Σάββατο 21 Αυγούστου 2021

Τζο Στράμερ

 Ο Τζο Στράμερ υπήρξε ένας από τους κορυφαίους μουσικούς που ανέδειξε το πανκ και από τους πλέον συνειδητοποιημένους πολιτικά.

Τζο Στράμερ (1952 – 2002)

Ο Τζο Στράμερ υπήρξε ένας από τους κορυφαίους μουσικούς που ανέδειξε το πανκ. Στα τέλη της δεκαετίας του70, οι «Sex Pistols» μπορεί να ήταν οι πιο διάσημοι εκπρόσωποι του υποείδους αυτού της ροκ μουσικής, αλλά το κοινό είχε κατά μία έννοια αναγορεύσει τους «The Clash», το συγκρότημα που ίδρυσε και με το οποίο δοξάστηκε, ως επάξιους εκπροσώπους της γενιάς του.

Με πολιτικούς στίχους, εμπνευσμένους από την πάλη των τάξεων και τα συνεχή κρούσματα φυλετικών διακρίσεων στην Μεγάλη Βρετανία, ο Τζο Στράμερ ήταν ο πιο συνειδητοποιημένος μουσικός του πανκ. «Όλη η εξουσία βρίσκεται στα χέρια όσων έχουν αρκετά χρήματα για να την αγοράσουν», λέει σε ένα σημείο το τραγούδι «White Riot», το οποίο κυκλοφόρησε το 1977, σηματοδοτώντας την παρουσία των «The Clash» στο μουσικό στερέωμα.

Τα πρώτα βήματα στην μουσική

Ο Τζον Γκράχαμ Μέλορ, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 21 Αυγούστου 1952 στην Άγκυρα της Τουρκίας, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως διπλωμάτης. Από μικρός ασχολήθηκε με τη μουσική, ενώ ως έφηβος σύχναζε στους υπόγειους σταθμούς του Λονδίνου παίζοντας γιουκαλίλι. Οι μουσικές του επιρροές ανιχνεύονται σε πέραν του Ατλαντικού μουσικούς και συγκροτήματα, όπως ο Λιτλ Ρίτσαρντ, οι «The Beach Boys» και ο Γούντι Γκάθρι. Για λίγα χρόνια υιοθέτησε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Γούντι Μέλορ, προτού καταλήξει αυτοσαρκαζόμενος στο Τζο Στράμερ (Strummer στα αγγλικά σημαίνει αυτόν που παίζει ατέχνως ένα μουσικό όργανο), ενθυμούμενος το πόσο άτσαλα έπαιζε το γιουκαλίλι ως πλανόδιος μουσικός.

Η παρουσία του στους «The Clash»

Πριν από τη δημιουργία των «The Clash», έπαιζε κιθάρα στα συγκροτήματα «Vultures» και «101ers», που έπαιζαν ριδμ εντ μπλουζ σε κλαμπ. Όταν όμως είδε τους άγνωστους ακόμη «Sex Pistols» να παίζουν ως δεύτερο συγκρότημα σε μια συναυλία των «101ers» στο Λονδίνο, στις 3 Απριλίου 1976, ο Τζο Στράμερ, προσχώρησε στο κίνημα του πανκ και δημιούργησε τους «The Clash», μαζί με τον επίσης κιθαρίστα Μικ Τζόουνς, ο οποίος ήταν ο βασικός τους συνθέτης και αποτέλεσε το αντίβαρο στην πληθωρική προσωπικότητα του Στράμερ. Τους πλαισίωναν ο μπασίστας Πολ Σίμονον και ο ντράμερ Τόρι Κράιμς, που γρήγορα αντικαταστάθηκε από τον Τόπερ Χίντον. Η πρώτη εμφάνιση του νέου συγκροτήματος έγινε στις 4 Ιουλίου 1976 στο Σέφιλντ ανοίγοντας τη συναυλία των Sex Pistols.

Το ακατέργαστο δυναμικό πνεύμα του πρώτου σινγκλ του συγκροτήματος με τον τίτλο «White Riot»(1977), έθεσε τον τόνο για τα άλμπουμ «The Clash» (1977) και «Give 'Em Enough Rope» (1978). To «London Calling» (1979) τους έκανε ευρύτερα γνωστούς και αργότερα χαρακτηρίστηκε από το περιοδικό «Rolling Stone» ως το κορυφαίο άλμπουμ της δεκαετίας του ‘80. Το «Combat Rock» (1982) χαρακτηρίστηκε από τους λαϊκούς ύμνους «Rock the Casbah» και «Should I Stay or Should I Go». Το άλμπουμ αυτό η αρχή του τέλους για το συγκρότημα που διαλύθηκε το 1985.

Καθόλη τη διάρκεια της καριέρας τους οι «Clash» ήταν παρόντες σε εκδηλώσεις και συναυλίες με πολιτικά μηνύματα, όπως το «Rock against Racism» του 1978 στο Λονδίνο, ενώ τόσο ο Στράμερ όσο και ο Μικ Τζόουνς συνελήφθησαν πολλάκις, κατηγορούμενοι για αδικήματα από τη διατάραξη της τάξης μέχρι την κλοπή μιας μαξιλαροθήκης. Στις 27 Ιουλίου 1985 σε μια από τις τελευταίες τους συναυλίες οι «The Clash» εμφανίστηκαν στην Αθήνα χωρίς τον Μικ Τζόουνς που είχε αποχωρήσει από το συγκρότημα, στο πλαίσιο του «Rock in Athens».

Η σόλο καριέρα του

Αμέσως μετά την διάλυση των «Clash» ο Τζο Στράμερ ακολούθησε σόλο καριέρα. Το 1989 κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Earthquake Weather», που επαινέθηκε από τους κριτικούς αλλά σημείωσε εμπορική αποτυχία, και συνεισέφερε με μουσική και τραγούδια του σε σάουντρακ ταινιών, όπως «Σιντ και Νάνσυ» («Sid and Nancy», 1986) και «To τελευταίο συμβόλαιο θανάτου» («Grosse Pointe Blank»,1997).

Ως ηθοποιός εμφανίστηκε σε χαρακτηριστικούς ρόλους στις ταινίες: «Βασιλιάς για μια νύχτα» («The King of Comedy», 1982) του Μάρτιν Σκορσέζε, «Καλώς Ήρθατε στην Κόλαση» («Straight to Hell», 1986) και «Γουόκερ ο Κατακτητής» («Walker», 1987) του Άλεξ Κοξ , «Mystery Train» (1989) του Τζιμ Τζάρμους και «Προσέλαβα έναν Επαγγελματία Δολοφόνο» («I Hired a Contract Killer» , 1990) του Άκι Καουρισμάκι.

Το 1999 σχημάτισε μια νέα μπάντα τους «Joe Strummer & the Mescaleros», με τους οποίους κυκλοφόρησε δύο άλμπουμ, τα «Rock Art and the X-Ray Style» (1999) και «Global a Go-Go» (2001) γνωρίζοντας επιτυχία κυρίως στις ΗΠΑ. Στις 30 Νοεμβρίου 2001, εμφανίσθηκαν ενώπιον του αθηναϊκού κοινού στο κλειστό του Σπόρτινγκ.

Ο Τζο Στράμερ πέθανε ξαφνικά από καρδιακό επεισόδιο στο σπίτι του στο Μπλούμφιλντ της νοτιοδυτικής Αγγλίας στις 22 Δεκεμβρίου 2002. Ήταν παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών. Ο θάνατός του συνέβη σε μια περίοδο που τα πρώην μέλη των «The Clash» συζητούσαν την επανασύνδεσή τους.

Είπαν για τον Τζο Στράμερ

«Οι Clash ήταν το μεγαλύτερο ροκ συγκρότημα όλων των εποχών. Αυτοί υπαγόρευσαν τους κανόνες των U2. Είναι μεγάλο το σοκ από τον θάνατο του Τζο» (Μπόνο, ιρλανδός ρόκερ, επικεφαλής των U2).

«Στους Clash, ο Τζο Στράμερ ήταν η πολιτική μηχανή του συγκροτήματος, χωρίς τον Τζο δεν υπήρχε το στοιχείο της πολιτικής στους Clash. Χωρίς τους Clash, το πολιτικό μέρος της πανκ μουσικής θα ήταν πολύ πιο υποτονικό» (Μπίλι Μπραγκ, άγγλος ρόκερ και πολιτικά ενεργός στον χώρο της Αριστεράς).

«Η κληρονομιά του Στράμερ δεν πρόκειται να χαθεί» (Μπομπ Γκέλντοφ, Ιρλανδός ρόκερ, δημιουργός του συγκροτήματος The Boomtown Rats).



Πηγή

Λέων Τρότσκι

 Ουκρανός επαναστάτης, ηγετική μορφή της Οκτωβριανής Επανάστασης.

Λέων Τρότσκι (1879 – 1940)

Ουκρανός επαναστάτης, ηγετική μορφή της Οκτωβριανής Επανάστασης. Έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επικράτηση των Μπολσεβίκων στη Ρωσία, διετέλεσε κομισάριος Εξωτερικών και Πολέμου και θεωρήθηκε διάδοχος του Λένιν στην ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης. Ηττήθηκε, όμως, στη μάχη της διαδοχής από τον Στάλιν, εξορίστηκε και δολοφονήθηκε. Οι οπαδοί του διαμόρφωσαν το πολιτικό ρεύμα του Τροτσκισμού, στο πλαίσιο του Μαρξισμού - Λενινισμού.

Ο Λιεφ Νταβίντοβιτς Μπρόνσταϊν (Lev Davidovich Bronshtein), όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 26 Οκτωβρίου (7 Νοεμβρίου με το νέο ημερολόγιο) του 1879 στο χωριό Γιανόφκα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας (νυν Μπερεσλάφκα Ουκρανίας). Ο εβραϊκού θρησκεύματος πατέρας του ήταν πλούσιος κτηματίας της περιοχής, ενώ η μητέρα του Άννα ανήκε στη μεσοαστική τάξη και ήταν μορφωμένη.

Σε ηλικία οκτώ ετών, στάλθηκε από τους γονείς του σε σχολείο της Οδησσού, όπου έζησε τα επόμενα οκτώ χρόνια στο σπίτι του ανιψιού της μητέρας του, ενός φιλελεύθερου διανοούμενου. Το νεαρό αγόρι διακρίθηκε για την ευφυΐα του και τον χαρισματικό τρόπο με τον οποίο χειριζόταν τον γραπτό και προφορικό λόγο.

Όταν πήγε στο Νικολάγεφ το 1896 για να ολοκληρώσει τις εγκύκλιες σπουδές του, ήλθε σε επαφή με μία παράνομη σοσιαλιστική οργάνωση και μυήθηκε στο Μαρξισμό. Αφού φοίτησε για λίγο στο πανεπιστήμιο της Οδησσού, το 1897 επέστρεψε στο Νικολάγεφ για να συμβάλει στην οργάνωση της παράνομης «Ένωσης Νοτιο-Ρώσων Εργατών».

Τον Ιανουάριο του 1898 συνελήφθη και εξορίστηκε στη Σιβηρία για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Σιβηρία, εντάχθηκε στο Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα της Ρωσίας και παντρεύτηκε τη συνεργάτριά του Αλεξάνδρα Σοκολόφσκαγια, με την οποία απέκτησε δύο κόρες.

Το 1902 δραπέτευσε από τη Σιβηρία, χρησιμοποιώντας ένα πλαστό διαβατήριο με το όνομα Λέων Τρότσκι (Leon Trotsky), με το οποίο είναι γνωστός μέχρι τις μέρες μας. Για τα επόμενα 15 χρόνια έζησε στο εξωτερικό με μικρά διαλείμματα επιστροφής στην πατρίδα. Τον Ιούλιο του 1903, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, κατά τη διάρκεια του δευτέρου συνεδρίου του στις Βρυξέλλες και το Λονδίνο, διασπάστηκε σε «μπολσεβίκους» («πλειοψηφούντες») με επικεφαλής τον Λένιν και «μενσεβίκους» («μειοψηφούντες»), στους οποίους εντάχθηκε και ο Τρότσκι.

Οι «μενσεβίκοι» πρέσβευαν μία δημοκρατική προσέγγιση του σοσιαλισμού και ο Τρότσκι εναντιωνόταν στον Λένιν, απορρίπτοντας τις δικτατορικές μεθόδους του και τις οργανωτικές εκείνες αντιλήψεις που απέβλεπαν μόνο στην άμεση έναρξη της επανάστασης. Λίγο νωρίτερα, ο Τρότσκι είχε γνωρίσει και παντρευτεί στο Παρίσι τη δεύτερη σύζυγό του, τη ρωσίδα επαναστάτρια Ναταλία Σέντοβα, με την οποία απέκτησε δύο γιους.

Μόλις ξέσπασαν οι επαναστατικές ταραχές του 1905, ο Τρότσκι επέστρεψε στη Ρωσία και οργάνωσε τα Σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης. Μετά τη συντριβή του κινήματος συνελήφθη και καταδικάστηκε σε φυλάκιση. Κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του συνέγραψε το μείζον έργο του «Αποτελέσματα και Προοπτικές», στο οποίο διατύπωσε τη θεωρία του για τη διαρκή επανάσταση. Επρόκειτο για μία προσπάθεια να προσαρμόσει τη μαρξιστική θεωρία στη ρωσική πραγματικότητα, δηλαδή στις συνθήκες μιας υπανάπτυκτης χώρας, που βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασμό.

Ο Τρότσκι υποστήριζε ότι μία αστική επανάσταση στη Ρωσία θα οδηγούσε σε μία διαρκή επανάσταση ή αλλεπάλληλες επαναστάσεις, κατά τις οποίες το προλεταριάτο θα έβρισκε την ευκαιρία να καταλάβει την εξουσία στα αστικά κέντρα. Αν και η Ρωσία ήταν μία κυρίως αγροτική χώρα, αυτή η κυριαρχία στα αστικά της κέντρα δεν θα ήταν προσωρινή, επειδή η επανάσταση στη Ρωσία θα είχε ως επακόλουθο μία παρόμοια κατάσταση διαρκούς επανάστασης σε ολόκληρο τον κόσμο. Η ρωσική εξέγερση θα αποτελούσε παράδειγμα για τους προλετάριους της Δύσης, ώστε να εξεγερθούν, και θα οδηγούσε έτσι στην εγκαθίδρυση σοσιαλιστικών κυβερνήσεων, οι οποίες με τη σειρά τους θα υποστήριζαν τους επαναστάτες στη Ρωσία.

Το 1907, αφού εκτοπίστηκε για δεύτερη φορά στη Σιβηρία, κατάφερε και πάλι να διαφύγει στο εξωτερικό. Εγκαταστάθηκε αρχικά στη Βιέννη , όπου εργάστηκε ως δημοσιογράφος και το 1912-1913 παρακολούθησε τους Βαλκανικούς Πολέμους ως πολεμικός ανταποκριτής. Με το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου συντάχθηκε με την πλειοψηφία των Ρώσων Σοσιαλδημοκρατών, που καταδίκαζαν τον πόλεμο και αρνούνταν να υποστηρίξουν τις πολεμικές προσπάθειες του τσάρου.

Μετά την έκρηξη της Φεβρουαριανής Επανάστασης του 1917 επέστρεψε στη Ρωσία και παρά τις διαφωνίες του με τον Λένιν, εντάχθηκε στους «Μπολσεβίκους» κι έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης τον ίδιο χρόνο και την ανάληψη της εξουσίας από τους κομουνιστές. Το πρώτο πόστο που ανέλαβε ήταν αυτό του κομισάριου επί των Εξωτερικών και διαπραγματεύτηκε την έξοδο της Ρωσίας από τον πόλεμο και τη σύναψη ειρήνης με τη Γερμανία το 1918 («Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ»).

Κατά τη διάρκεια του Ρωσικού Εμφύλιου Πολέμου (1917-1922) διετέλεσε κομισάριος του Πολέμου και δημιούργησε τον Κόκκινο Στρατό, ο οποίος συνετέλεσε στη συντριβή των «Λευκών» αντεπαναστατών, συμβάλλοντας καθοριστικά στη στερέωση του νέου καθεστώτος. Ο Τρότσκι απέκτησε αίγλη και προβαλλόταν ως διάδοχος του Λένιν, όμως η πνευματική του ανωτερότητα και υπεροψία, καθώς και η εβραϊκή του καταγωγή λειτούργησαν εναντίον του. Έχοντας λιγοστούς φίλους στο μηχανισμό του κόμματος, έγινε εύκολη λεία για τον μηχανορράφο και πανούργο Στάλιν, ο οποίος μετά τον πρόωρο θάνατο του Λένιν (21 Ιανουαρίου 1924) ανέλαβε τα ηνία της Σοβιετικής Ένωσης.

Το Νοέμβριο του 1927, ο Τρότσκι εκδιώχθηκε από το κομουνιστικό κόμμα, τον Ιανουάριο του 1928 εκτοπίστηκε στην Κεντρική Ασία και τον Ιανουάριο του 1929 κρίθηκε ανεπιθύμητος στη Σοβιετική Ένωση κι εξορίστηκε. Αφού περιπλανήθηκε σε διάφορες χώρες (Τουρκία, Γαλλία, Νορβηγία), το 1936 εγκαταστάθηκε στο Μεξικό, συνεχίζοντας τον πολιτικό αγώνα του κατά του σταλινικού καθεστώτος, που το θεωρούσε μία γραφειοκρατική διαστροφή της δικτατορίας του προλεταριάτου.

Στις 20 Αυγούστου 1940 ένας ισπανός κομουνιστής ονόματι Ραμόν Μερκαντέρ, εκτελώντας πιθανώς εντολές του Στάλιν, τον τραυμάτισε σοβαρά μ’ ένα τσεκούρι αλπινιστή. Την επομένη, 21 Αυγούστου 1940, ο Λέων Τρότσκι άφησε την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 60 ετών.



Πηγή

Η κλοπή της «Μόνα Λίζα»

 Το μεσημέρι της 22ας Αυγούστου 1911 οι Γάλλοι πάγωσαν, όταν πληροφορήθηκαν ότι η Μόνα Λίζα είχε κλαπεί από το Μουσείο του Λούβρου. Τις επόμενες μέρες το θέμα ήταν πρωτοσέλιδο...

Η Μόνα Λίζα ή Τζοκόντα είναι αναμφισβήτητα το δημοφιλέστερο έργο ζωγραφικής. Το φιλοτέχνησε ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι από το 1503 έως το 1507 στη Φλωρεντία, αλλά γρήγορα πέρασε σε γαλλικά χέρια. Αγοράσθηκε από τον γάλλο ηγεμόνα Φραγκίσκο Α' για τον πύργο του στο Φοντενεμπλό, φιλοξενήθηκε στο ανάκτορο των Βερσαλιών από τον Λουδοβίκο τον 14ο, κόσμησε την κρεβατοκάμαρα του Μεγάλου Ναπολέοντα και από το 1804 εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου.

Το μεσημέρι της 22ας Αυγούστου 1911 οι Γάλλοι πάγωσαν, όταν πληροφορήθηκαν ότι ο μοναδικός αυτός πίνακας είχε κλαπεί. Τις επόμενες μέρες το θέμα ήταν πρωτοσέλιδο στις μεγαλύτερες εφημερίδες του κόσμου. Το περιστατικό αποκαλύφθηκε στις 11 το πρωί της 22ας Αυγούστου, όταν ο ζωγράφος Λουί Μπερού, που συνήθιζε να ζωγραφίζει αντίγραφα της Τζοκόντα και να τα πουλά στους επισκέπτες του Μουσείου, παρατήρησε με έκπληξη ότι ο πίνακας απουσίαζε από τη θέση του. Το ανέφερε στον αρμόδιο φύλακα, ο οποίος εντελώς βαριεστημένα του απάντησε ότι ίσως να βρισκόταν για συντήρηση. Ήταν Τρίτη και την προηγούμενη ημέρα (21 Αυγούστου) το Λούβρο ήταν κλειστό, λόγω της καθιερωμένης αργίας της Δευτέρας.

Όταν διαπιστώθηκε ότι η Μόνα Λίζα δεν βρισκόταν στο συντηρητήριο σήμανε συναγερμός. Οι πόρτες του Μουσείου σφραγίστηκαν, τα σύνορα της Γαλλίας έκλεισαν και την υπόθεση ανέλαβε η αστυνομία, με επικεφαλής τον επιθεωρητή Λουί Λεπέν. Μία από τις πρώτες ενέργειες της γαλλικής κυβέρνησης ήταν να θέσει σε διαθεσιμότητα τον διευθυντή του Λούβρου Τεοφίλ Ομόλ, ο οποίος πριν από λίγους μήνες κόμπαζε ότι κανείς δεν μπορεί να κλέψει τη Μόνα Λίζα από το Μουσείο του.

Σχεδόν αμέσως, ο επιθεωρητής Λεπέν διαπίστωσε την κλοπή, καθώς ανακάλυψε την κορνίζα του πίνακα κάτω από μια σκάλα, πολύ κοντά στο σημείο που εκτίθετο η Τζοκόντα. Τώρα έπρεπε να ανακαλύψει τον δράστη ή τους δράστες του ανοσιουργήματος. Οι έρευνές του στράφηκαν στους κατώτερους υπαλλήλους του Μουσείου με τους γλίσχρους μισθούς, στους εμπόρους τέχνης του Παρισιού και στους νεαρούς καλλιτέχνες της αβάν-γκαρντ, που διάκειτο εχθρικά στην παραδοσιακή τέχνη. Οι παριζιάνοι από την πλευρά τους πίστευαν ότι πίσω από τη θρασύτατη κλοπή μπορεί να βρισκόταν κάποιος αμερικανός μεγιστάνας ή ήταν έργο της Γερμανίας, που ήθελε να δυσφημήσει τη μεγάλη της αντίπαλο. Όταν το Λούβρο άνοιξε και πάλι τις πύλες του στις 29 Αυγούστου, χιλιάδες Γάλλοι περνούσαν μπροστά από την άδεια θέση της Τζοκόντα και έκλαιγαν γοερά, λες και είχαν χάσει ένα προσφιλές τους πρόσωπο.

Βιτσέντζο Περούτζια

Στις 7 Σεπτεμβρίου 1911 μία ακόμη έκπληξη περίμενε τους παριζιάνους. Η αστυνομία ανακοίνωσε τη σύλληψη του διακεκριμένου γαλλοπολωνού ποιητή Γκιγιόμ Απολινέρ και του ανερχόμενου ισπανού ζωγράφου Πάμπλο Πικάσο, ως υπόπτων για την κλοπή. Ο Πικάσο αφέθηκε ελεύθερος την ίδια μέρα, καθώς δεν προέκυψε το παραμικρό στοιχείο εις βάρος του και ο Απολινέρ πέντε μέρες αργότερα. Ο Τύπος, όμως, είχε φροντίσει να τους χρίσει ενόχους: «Ο Απολινέρ είναι αρχηγός διεθνούς σπείρας που έχει έρθει στη Γαλλία με σκοπό να ξαφρίσει τα μουσεία μας» έγραφε η «Paris Journal» στις 13 Σεπτεμβρίου. Τρομοκρατημένος ο ποιητής πρόλαβε να γράψει στίχους στο κελί του, προτού πέσει σε βαθιά μελαγχολία. Η σύντομη κράτησή του και οι ανυπόστατες εις βάρος του κατηγορίες αμαύρωσαν σοβαρά τη φήμη και την αξιοπιστία του.

Για τα επόμενα δύο χρόνια οι έρευνες περιέπεσαν σε τέλμα, παρότι οι κλέφτες επικυρήχθηκαν με μεγάλα ποσά από το κράτος και ιδιώτες. Η Τζοκόντα είχε κάνει φτερά και πολύς κόσμος πίστευε ότι είχε καταστραφεί. Η κατάσταση άλλαξε άρδην στις 29 Νοεμβρίου 1913, όταν ο ιταλός γκαλερίστας Αλφρέντο Τζέρι έλαβε ένα γράμμα ταχυδρομημένο από το Παρίσι. Ο αποστολέας του, κάποιος Λεονάρντο Βιτσέντσο, του έγραφε ότι έχει στην κατοχή του τη Μόνα Λίζα και ότι σκόπευε να τη χαρίσει στην Ιταλία, αφού λάμβανε μια εύλογη αμοιβή.

Ο Τζέρι έκλεισε ραντεβού στον Βιτσέντζο στις 10 Δεκεμβρίου στην γκαλερί του στη Φλωρεντία. Παρών στη συνάντηση ήταν και ο Τζιοβάνι Πότζι, διευθυντής της διάσημης πινακοθήκης της πόλης «Ουφίτσι», που δεν πολυπίστεψε αυτή την ιστορία. Την επομένη ο Βιτσέντζο οδήγησε τους δύο άνδρες στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του «Τρίπολι-Ιτάλια». Με αποφασιστικές κινήσεις άνοιξε ένα μπαούλο και από ένα κρυφό πάτο τους φανέρωσε τον διάσημο πίνακα. Οι δύο άνδρες έδειξαν συγκρατημένη έκπληξη, καθώς γνώριζαν ότι κυκλοφορούν δεκάδες πλαστές Τζοκόντες. Για καλό και για κακό είχαν ειδοποιήσει τους Καραμπινιέρους, οι οποίοι συνέλαβαν τον Βιτσέντσο.

Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης αποκαλύφθηκε ότι το πραγματικό όνομα του Λεονάρντο Βιτσέντζο ήταν Βιτσέντζο Περούτζια. Ήταν τριάντα ετών με καταγωγή από το Κόμο και για ένα διάστημα είχε δουλέψει ως ξυλουργός στο Λούβρο. Όταν έγινε γνωστό ότι ο πίνακας ήταν ο αυθεντικός, ένα κύμα συμπάθειας σηκώθηκε υπέρ του Περούτζια. Η κοινή γνώμη θεώρησε την πράξη του πατριωτική, αφού το βασικό του κίνητρο ήταν να φέρει τη Μόνα Λίζα στην κοιτίδα της. Την ίδια γνώμη φαίνεται να είχαν και οι δικαστές, που τον καταδίκασαν σε ολιγόμηνη φυλάκιση. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ο Περούτζια αποκάλυψε ότι αφαίρεσε τη Μόνα Λίζα από τη θέση της μεταμφιεσμένος σε συντηρητή του Μουσείου. Την έκρυψε κάτω από τη φόρμα του (ο πίνακας έχει μέγεθος 0,53 x 0,77 μ.) και βγήκε σαν κύριος από το Μουσείο. Το κρησφύγετό του ήταν μόλις ένα χιλιόμετρο από το Λούβρο.

Η Μόνα Λίζα παρέμεινε για ένα μήνα στην Ιταλία, προτού επιστρέψει στη Γαλλία. Εκτέθηκε στο «Ουφίτσι» και στα μεγαλύτερα μουσεία της Ιταλίας και εκατομμύρια Ιταλών θαύμασαν το αινιγματικό της χαμόγελο. Στις 31 Δεκεμβρίου 1913, 60.000 άνθρωποι την κατευόδωσαν στον σιδηροδρομικό σταθμό του Μιλάνου. Ταξίδεψε σε ειδικά φυλασσόμενο βαγόνι της ταχείας Μιλάνου - Παρισίων και από τις 4 Ιανουαρίου 1914 εγκαταστάθηκε και πάλι στο Λούβρο, όπου εκτίθεται έως σήμερα, κάτω από πρωτοφανή μέτρα ασφαλείας.



Πηγή