Ο Τζο Στράμερ υπήρξε ένας από τους κορυφαίους μουσικούς που ανέδειξε το πανκ και από τους πλέον συνειδητοποιημένους πολιτικά.
Ο Τζο Στράμερ υπήρξε ένας από τους κορυφαίους μουσικούς που ανέδειξε το πανκ. Στα τέλη της δεκαετίας του70, οι «Sex Pistols» μπορεί να ήταν οι πιο διάσημοι εκπρόσωποι του υποείδους αυτού της ροκ μουσικής, αλλά το κοινό είχε κατά μία έννοια αναγορεύσει τους «The Clash», το συγκρότημα που ίδρυσε και με το οποίο δοξάστηκε, ως επάξιους εκπροσώπους της γενιάς του.
Με πολιτικούς στίχους, εμπνευσμένους από την πάλη των τάξεων και τα συνεχή κρούσματα φυλετικών διακρίσεων στην Μεγάλη Βρετανία, ο Τζο Στράμερ ήταν ο πιο συνειδητοποιημένος μουσικός του πανκ. «Όλη η εξουσία βρίσκεται στα χέρια όσων έχουν αρκετά χρήματα για να την αγοράσουν», λέει σε ένα σημείο το τραγούδι «White Riot», το οποίο κυκλοφόρησε το 1977, σηματοδοτώντας την παρουσία των «The Clash» στο μουσικό στερέωμα.
Τα πρώτα βήματα στην μουσική
Ο Τζον Γκράχαμ Μέλορ, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 21 Αυγούστου 1952 στην Άγκυρα της Τουρκίας, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως διπλωμάτης. Από μικρός ασχολήθηκε με τη μουσική, ενώ ως έφηβος σύχναζε στους υπόγειους σταθμούς του Λονδίνου παίζοντας γιουκαλίλι. Οι μουσικές του επιρροές ανιχνεύονται σε πέραν του Ατλαντικού μουσικούς και συγκροτήματα, όπως ο Λιτλ Ρίτσαρντ, οι «The Beach Boys» και ο Γούντι Γκάθρι. Για λίγα χρόνια υιοθέτησε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Γούντι Μέλορ, προτού καταλήξει αυτοσαρκαζόμενος στο Τζο Στράμερ (Strummer στα αγγλικά σημαίνει αυτόν που παίζει ατέχνως ένα μουσικό όργανο), ενθυμούμενος το πόσο άτσαλα έπαιζε το γιουκαλίλι ως πλανόδιος μουσικός.
Η παρουσία του στους «The Clash»
Πριν από τη δημιουργία των «The Clash», έπαιζε κιθάρα στα συγκροτήματα «Vultures» και «101ers», που έπαιζαν ριδμ εντ μπλουζ σε κλαμπ. Όταν όμως είδε τους άγνωστους ακόμη «Sex Pistols» να παίζουν ως δεύτερο συγκρότημα σε μια συναυλία των «101ers» στο Λονδίνο, στις 3 Απριλίου 1976, ο Τζο Στράμερ, προσχώρησε στο κίνημα του πανκ και δημιούργησε τους «The Clash», μαζί με τον επίσης κιθαρίστα Μικ Τζόουνς, ο οποίος ήταν ο βασικός τους συνθέτης και αποτέλεσε το αντίβαρο στην πληθωρική προσωπικότητα του Στράμερ. Τους πλαισίωναν ο μπασίστας Πολ Σίμονον και ο ντράμερ Τόρι Κράιμς, που γρήγορα αντικαταστάθηκε από τον Τόπερ Χίντον. Η πρώτη εμφάνιση του νέου συγκροτήματος έγινε στις 4 Ιουλίου 1976 στο Σέφιλντ ανοίγοντας τη συναυλία των Sex Pistols.
Το ακατέργαστο δυναμικό πνεύμα του πρώτου σινγκλ του συγκροτήματος με τον τίτλο «White Riot»(1977), έθεσε τον τόνο για τα άλμπουμ «The Clash» (1977) και «Give 'Em Enough Rope» (1978). To «London Calling» (1979) τους έκανε ευρύτερα γνωστούς και αργότερα χαρακτηρίστηκε από το περιοδικό «Rolling Stone» ως το κορυφαίο άλμπουμ της δεκαετίας του ‘80. Το «Combat Rock» (1982) χαρακτηρίστηκε από τους λαϊκούς ύμνους «Rock the Casbah» και «Should I Stay or Should I Go». Το άλμπουμ αυτό η αρχή του τέλους για το συγκρότημα που διαλύθηκε το 1985.
Καθόλη τη διάρκεια της καριέρας τους οι «Clash» ήταν παρόντες σε εκδηλώσεις και συναυλίες με πολιτικά μηνύματα, όπως το «Rock against Racism» του 1978 στο Λονδίνο, ενώ τόσο ο Στράμερ όσο και ο Μικ Τζόουνς συνελήφθησαν πολλάκις, κατηγορούμενοι για αδικήματα από τη διατάραξη της τάξης μέχρι την κλοπή μιας μαξιλαροθήκης. Στις 27 Ιουλίου 1985 σε μια από τις τελευταίες τους συναυλίες οι «The Clash» εμφανίστηκαν στην Αθήνα χωρίς τον Μικ Τζόουνς που είχε αποχωρήσει από το συγκρότημα, στο πλαίσιο του «Rock in Athens».
Η σόλο καριέρα του
Αμέσως μετά την διάλυση των «Clash» ο Τζο Στράμερ ακολούθησε σόλο καριέρα. Το 1989 κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Earthquake Weather», που επαινέθηκε από τους κριτικούς αλλά σημείωσε εμπορική αποτυχία, και συνεισέφερε με μουσική και τραγούδια του σε σάουντρακ ταινιών, όπως «Σιντ και Νάνσυ» («Sid and Nancy», 1986) και «To τελευταίο συμβόλαιο θανάτου» («Grosse Pointe Blank»,1997).
Ως ηθοποιός εμφανίστηκε σε χαρακτηριστικούς ρόλους στις ταινίες: «Βασιλιάς για μια νύχτα» («The King of Comedy», 1982) του Μάρτιν Σκορσέζε, «Καλώς Ήρθατε στην Κόλαση» («Straight to Hell», 1986) και «Γουόκερ ο Κατακτητής» («Walker», 1987) του Άλεξ Κοξ , «Mystery Train» (1989) του Τζιμ Τζάρμους και «Προσέλαβα έναν Επαγγελματία Δολοφόνο» («I Hired a Contract Killer» , 1990) του Άκι Καουρισμάκι.
Το 1999 σχημάτισε μια νέα μπάντα τους «Joe Strummer & the Mescaleros», με τους οποίους κυκλοφόρησε δύο άλμπουμ, τα «Rock Art and the X-Ray Style» (1999) και «Global a Go-Go» (2001) γνωρίζοντας επιτυχία κυρίως στις ΗΠΑ. Στις 30 Νοεμβρίου 2001, εμφανίσθηκαν ενώπιον του αθηναϊκού κοινού στο κλειστό του Σπόρτινγκ.
Ο Τζο Στράμερ πέθανε ξαφνικά από καρδιακό επεισόδιο στο σπίτι του στο Μπλούμφιλντ της νοτιοδυτικής Αγγλίας στις 22 Δεκεμβρίου 2002. Ήταν παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών. Ο θάνατός του συνέβη σε μια περίοδο που τα πρώην μέλη των «The Clash» συζητούσαν την επανασύνδεσή τους.
Είπαν για τον Τζο Στράμερ
«Οι Clash ήταν το μεγαλύτερο ροκ συγκρότημα όλων των εποχών. Αυτοί υπαγόρευσαν τους κανόνες των U2. Είναι μεγάλο το σοκ από τον θάνατο του Τζο» (Μπόνο, ιρλανδός ρόκερ, επικεφαλής των U2).
«Στους Clash, ο Τζο Στράμερ ήταν η πολιτική μηχανή του συγκροτήματος, χωρίς τον Τζο δεν υπήρχε το στοιχείο της πολιτικής στους Clash. Χωρίς τους Clash, το πολιτικό μέρος της πανκ μουσικής θα ήταν πολύ πιο υποτονικό» (Μπίλι Μπραγκ, άγγλος ρόκερ και πολιτικά ενεργός στον χώρο της Αριστεράς).
«Η κληρονομιά του Στράμερ δεν πρόκειται να χαθεί» (Μπομπ Γκέλντοφ, Ιρλανδός ρόκερ, δημιουργός του συγκροτήματος The Boomtown Rats).