Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2023

Άγιοι Φιλήμων ο Απόστολος, Άρχιππος, Ονήσιμος και Απφία


Χριστοῦ καλοῦντος, ὤφθητε δρόμῳ ξένῳ,
Χριστοῦ μαθηταί, δραμόντες πρὸς τὴν κλῆσιν.
Εἰκάδι δευτερίῃ, Φιλήμονα ἔνθεν ἄειραν.

Eις τον Φιλήμονα.
Xώραν φιλούντα τον Φιλήμονα χλόης,
Xλωροίς λύγοις (ήτοι λυγαρίαις) τύπτουσιν οι μιαιφόνοι.

Eις τον Άρχιππον.
Ποθῶν τὸν ἀκρόγωνον Ἄρχιππος λίθον.
Κατηλοήθη τῷ πόθῳ τούτου λίθοις.

Eις τον Oνήσιμον.
Ήπλωσεν Oνήσιμος εις θλάσιν σκέλη,
Παύλου σκελών δραμόντα γενναίους δρόμους.

Eις την Aπφίαν.
Ἡπλωμένην παίουσιν εἰς γῆν Ἀπφίαν,
Εἰς οὐρανοὺς ἔχουσαν ὄμμα καρδίας.

Εἰκάδι δευτερίῃ, Φιλήμονα ἔνθεν ἄειραν.


Λειτουργικά κείμενα

Οπτικοακουστικό Υλικό

Ρίτα Σακελλαρίου

 Μία από τις γνήσιες λαϊκές φωνές, η Ρίτα Σακελλαρίου γεννήθηκε στη Σητεία της Κρήτης, στις 22 Νοεμβρίου του 1934...

Ρίτα Σακελλαρίου (1934 – 1999)
Μία από τις γνήσιες λαϊκές φωνές, η Ρίτα Σακελλαρίου γεννήθηκε στη Σητεία της Κρήτης, στις 22 Νοεμβρίου του 1934. Έχασε τον πατέρα της στον εμφύλιο και παντρεύτηκε από ανάγκη, σε ηλικία 14 ετών. Από αυτό το γάμο απέκτησε δύο παιδιά και όταν χώρισε έπιασε δουλειά ως εργάτρια στα Λιπάσματα, στου Παπαστράτου, ακόμα και στη χωματερή.                                                                                                                                                                                                               Ως τραγουδίστρια πρωτοεμφανίστηκε στο Μύλο, στο Πέραμα. Εκεί την ανακάλυψε ο Στέλιος Χρυσίνης που της έδωσε τα πρώτα της τραγούδια. Έπειτα βρέθηκε στο Φαληρικό, στις Τζιτζιφιές, να κάνει σεγκόντα στον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Γιάννη Παπαϊωάννου, με τους οποίους συνεργάστηκε οχτώ χρόνια και λίγο αργότερα έγινε «πρώτο όνομα» στην Τριάνα του Χειλά με το τραγούδι Ιστορία μου, αμαρτία μου.
Στο μεταξύ, είχε γνωρίσει το δεύτερο σύζυγό της, τον παλαιστή Σιδηρόπουλο, με τον οποίο άνοιξαν το κέντρο Κουίν Αν στην εθνική οδό. Από τα τραπέζια του πέρασαν ορισμένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής, όπως ο τότε αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Σπύρος Άγκνιου, ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο Άντονι Κουίν και η Μελίνα Μερκούρη, για να απολαύσουν τα σουξέ της Ρίτας: Παράνομή μου αγάπη, Κάθε ηλιοβασίλεμα, Αν κάνω άτακτη ζωή. Πιστός θαυμαστής της ήταν βέβαια και ο Ανδρέας Παπανδρέου, που ήθελε πάντα να του τραγουδά και να χορεύει το Αυτός ο άνθρωπος, αυτός. Η χρυσή εποχή του Κουίν Αν κράτησε πέντε χρόνια, όσο και ο δεύτερος γάμος της, από τον οποίο απέκτησε ακόμα τρία παιδιά.

Όταν πήγε στη Νεράιδα, μαζί με την Άννα Βίσση, ο κόσμος την αναγνώρισε μόνο από τη φωνή. Είχε αδυνατίσει πολύ κι είχε βαφτεί ξανθιά. Τότε, το 1986, ο Νίκος Καρβέλας της πρότεινε να κάνουν δίσκο. Η Γάτα («Είναι γάτα ο κοντός με τη γραβάτα») ήταν το σουξέ που δεν περίμενε από το δίσκο Αρέσω. Ακολούθησαν Οι σαραντάρες=δύο εικοσάρεςΑυτός ο έρωτας, αυτό το αγόρι, αλλά και το Εγώ δεν πάω Μέγαρο.

Η Ρίτα Σακελλαρίου πέθανε στις 6 Αυγούστου του 1999, χτυπημένη από την επάρατο νόσο.


Πηγή

Τζον Κένεντι

 Αμερικανός πολιτικός, που διετέλεσε Πρόεδρος των ΗΠΑ, από τις 20 Ιανουαρίου 1961 έως τις 22 Νοεμβρίου 1963, οπότε δολοφονήθηκε στο Ντάλας του Τέξας, κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψης.

Τζον Κένεντι (1917 –1963)
Ο Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι, ο 35oς κατά σειρά πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, γεννήθηκε στο Μπρουκλάιν της Μασαχουσέτης στις 29 Μαΐου 1917. Ήταν γιος του πολυεκατομμυριούχου Τζόζεφ Κένεντι, ο οποίος, αφού έκανε τεράστια περιουσία κατά τη διάρκεια της ποτοαπαγόρευσης, έγινε ένας από τους σημαντικότερους υποστηρικτές του Ρούζβελτ, ο οποίος αργότερα τον διόρισε πρεσβευτή στη Βρετανία (1938-1940).

Ο Τζον Κένεντι έκανε σπουδές στο Χάρβαρντ και το Λονδίνο. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε στο ναυτικό ως κυβερνήτης τορπιλακάτου. Για τη γενναιότητα που επέδειξε διασώζοντας το πλήρωμά του τού απενεμήθη το Αριστείο Ανδρείας. Εξελέγη με τους Δημοκρατικούς μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων το 1947 και γερουσιαστής το 1952. Τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε τη Ζακλίν (Τζάκι) Λι Μπουβιέ, η οποία του χάρισε τρία παιδιά. Το 1960 ήταν ο πιο νεαρός και ο πρώτος καθολικός πολιτικός που είχε κατακτήσει ποτέ το αξίωμα του Προέδρου, αν και η νίκη ήταν οριακή. Ορκίστηκε Πρόεδρος των ΗΠΑ στις 20 Ιανουαρίου 1961.

Ο Τζον Κένεντι δολοφονήθηκε στο Ντάλας του Τέξας στις 22 Νοεμβρίου 1963, κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψής του.

Νεανικά Χρόνια

Ο Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι με τον πατέρα του, Τζόζεφ Πάτρικ Κένεντι
Ο Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι με τον πατέρα του, Τζόζεφ Πάτρικ Κένεντι

Ο Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι (John Fitzgerald Kennedy), γνωστός και με το αρκτικόλεξο του ονοματεπωνύμου του JFK, γεννήθηκε στο Μπρουκλάιν της Μασαχουσέτης στις 29 Μαΐου 1917. Ήταν το δεύτερο από τα εννέα παιδιά του δαιμόνιου επιχειρηματία και πρεσβευτή των ΗΠΑ στη Μεγάλη Βρετανία Τζόζεφ Πάτρικ Κένεντι και της Ρόουζ Φιτζέραλντ Κένεντι. Ο πατέρας του, αν και εγγονός ενός πάμπτωχου ιρλανδού μετανάστη, κατάφερε σε ηλικία 23 ετών να γίνει πρόεδρος τράπεζας και στα 30 του πολυεκατομμυριούχος. Επόμενος στόχος του, να προετοιμάσει τους γιους του για διακρίσεις και να εξασφαλίσει στις κόρες του «υψηλή» αποκατάσταση.

Έχει μεγάλα όνειρα και μεγαλεπήβολα πολιτικά σχέδια για τον δευτερότοκο γιο του, Τζον και τον γαλουχεί με τις διδασκαλίες της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και τις πολιτικές αρχές του Δημοκρατικού Κόμματος. Τον στέλνει να σπουδάσει οικονομικές και πολιτικές επιστήμες στο Λονδίνο, στο φημισμένο London School of Economics. Έχει καθηγητή τον σοσιαλιστή Χάρολντ Λάσκι, αλλά δεν προλαβαίνει να παρακολουθήσει και πολλά μαθήματα. Ασθενεί από ίκτερο κι επιστρέφει στην πατρίδα του.

Συνεχίζει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, αλλά η υγεία του κλονίζεται ξανά. Αυτή τη φορά εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Το πρώτο έτος περνάει μετά βίας τις εξετάσεις. Οι καθηγητές του τον θυμούνται ως καλό, αλλά αμελή φοιτητή. «Ηταν ένας νέος εύθυμος, συμπαθής, αυθάδης, με ωραία εμφάνιση και κάθε άλλο παρά επιμελής» έγραφε αργότερα ο επιφανής οικονομολόγος Τζον Γκάλμπρεϊθ, που επί προεδρίας του Τζον Κένεντι θα γινόταν πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Ινδία.

Στα τέλη του 1937, ο Τζον είναι στο δεύτερο έτος του πανεπιστημίου, όταν ο πατέρας του διορίζεται από τον Ρούζβελτ πρεσβευτής των ΗΠΑ στο Λονδίνο. Ο Τζον αρχίζει να ενδιαφέρεται για την πολιτική. Ζητά να μην παρακολουθήσει τα μαθήματα του τελευταίου εξαμήνου και αρχίζει ένα μεγάλο ταξίδι στην Ευρώπη. Από τη Ρώμη στέλνει στον πατέρα του μία εγκωμιαστική έκθεση για το φασιστικό σύστημα του Μουσολίνι, γράφοντας: «Όλοι στην Ιταλία έδειχναν ευχαριστημένοι». Και από τη Μαδρίτη σε γράμμα πάλι προς τον πατέρα του εύχεται τη νίκη του Φράνκο στον Εμφύλιο, «για το καλό της Ισπανίας».

Το ακαδημαϊκό έτος 1939-1940 τον βρίσκει πίσω στην πατρίδα του να συγγράφει τη διδακτορική διατριβή του. Θέμα της, η αμφισβητούμενη συμφωνία του Μονάχου, τον Σεπτέμβριο του 1938, μεταξύ των δυτικών δυνάμεων και του Χίτλερ. Η μελέτη αυτή του εξασφαλίζει το άριστα στο πτυχίο και μία τεράστια συγγραφική επιτυχία. Η διατριβή του με θέμα τη στρατιωτική ανετοιμότητα της Μεγάλης Βρετανίας, εκδίδεται υπό τον τίτλο «Why England slept» («Γιατί η Αγγλία κοιμόταν») και πωλεί 40.000 αντίτυπα στις ΗΠΑ και 40.000 στη Βρετανία.

Ένα παλιό τραύμα στη σπονδυλική στήλη που «απέκτησε» παίζοντας αμερικάνικο ποδόσφαιρο γίνεται αιτία να κριθεί ακατάλληλος για να καταταγεί στο στρατό. Το φθινόπωρο του 1941 κατατάσσεται στο πολεμικό ναυτικό και μετά την καταστροφή του Περλ Χάρμπορ πιέζει να τον τοποθετήσουν σε ζώνη επιχειρήσεων. Ο φίλος του πατέρα του ναύαρχος Τζέιμς Φόρεσταλ του εξασφαλίζει βαθμό ανθυποπλοιάρχου και στις αρχές του 1943 ο Τζον σαλπάρει από το Σαν Φρανσίσκο για τον Ειρηνικό, όπου οι Αμερικανοί συγκρούονται με τις ναυτικές δυνάμεις των Ιαπώνων.

Τοποθετείται ως κυβερνήτης της τορπιλακάτου «ΡΤ 109», αλλά στις 2 Αυγούστου, το πλοίο του εμβολίζεται από το ιαπωνικό αντιτορπιλικό «Amagiri» κοντά στα νησιά του Σολομώντος και κόβεται στα δύο. Από τους 13 άνδρες του πληρώματος μόνο δύο χάνουν τη ζωή τους. Ο Κένεντι βρίσκει τις δυνάμεις να βοηθήσει τους υπόλοιπους άνδρες, οι οποίοι κολυμπούν ως ένα νησάκι και σώζονται. Παρά τις αντιρρήσεις που διατυπώνονται από ανωτέρους του για τους χειρισμούς του κυβερνήτη Κένεντι στην τορπιλάκατο, του απονέμονται δύο μετάλλια ανδρείας: το «Purple Heart» και το «Navy Marine Corps Medal» («Μετάλλιο των Πεζοναυτών»). Ο πόλεμος για τον Κένεντι ουσιαστικά τελείωνε εκεί. Απολύθηκε τον Ιανουάριο του 1945. Η νίκη των Συμμάχων είχε προεξοφληθεί.

Μετά την επιστροφή στην πατρίδα αποφασίζει να ακολουθήσει το δρόμο της δημοσιογραφίας. Παρακολουθεί το συνέδριο για την ίδρυση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στο Σαν Φρανσίσκο ως απεσταλμένος της «Journal American» της Νέας Υόρκης. Αργότερα από το Λονδίνο θα στέλνει ανταποκρίσεις από τις εκλογές, γράφοντας για την ήττα του Γουίνστον Τσόρτσιλ.

Πολιτική Καριέρα

Η ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία κρατά λίγο. Το 1946 αποφασίζει να κατέλθει υποψήφιος στο Κογκρέσο για την Πολιτεία της Μασαχουσέτης, όταν χηρεύει μία θέση. Οι γερόλυκοι της πολιτικής δεν τον παίρνουν στα σοβαρά και τον χαρακτηρίζουν «καημένο πλουσιόπαιδο» («poor little rich kid»). Ο Τζον, όμως, δημιουργεί προσωπικές γνωριμίες, σταματώντας τον κόσμο σε πεζοδρόμια, καταστήματα και εργοστάσια, σφίγγοντας το χέρι αγνώστων συμπολιτών του.

Γεμίζει τους τοίχους της πόλης με ένα φωτοτυπημένο δημοσίευμα του «New Yorker», που εξιστορούσε το κατόρθωμά του στο ναυτικό. Τον Ιούνιο του 1946 κερδίζει της προκριματικές εκλογές και τον Νοέμβριο εκλέγεται στη Βουλή των Αντιπροσώπων, εκπροσωπώντας την 11η εκλογική περιφέρεια της Μασαχουσέτης. Αρχίζει να έχει οπαδούς, αλλά όχι και ξεκάθαρες πολιτικές αρχές. Καθοδηγείται από το Fair Deal, τη φιλελεύθερη (σοσιαλιστική για τα αμερικανικά μέτρα) πολιτική ατζέντα του προέδρου Χάρι Τρούμαν, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον Απρίλιο του 1945 τον θανόντα Ρούζβελτ.

Επανεκλέγεται το 1948 και ψηφίζει υπέρ του Σχεδίου Μάρσαλ, βάσει του οποίου χορηγείται στην Ευρώπη βοήθεια ύψους 17 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ο καθολικός γόνος των Ιρλανδών μεταναστών επεμβαίνει υπέρ της αύξησης των κονδυλίων για την παιδεία και τη βοήθεια στα σχολεία των καθολικών. Το 1949, μετά τη νίκη του Μάο Τσε Τουνγκ και την ανακήρυξη της Κίνας σε Λαϊκή Δημοκρατία, καταγγέλλει τα σφάλματα της αμερικανικής πολιτικής που οδήγησαν στην ήττα των εθνικιστών του Τσανγκ Κάι Σεκ και διαφωνεί με τον Τρούμαν. Αρχές του 1951 εκφράζει την κάθετη αντίθεσή του στην ασιατική πολιτική του Λευκού Οίκου. Επισκέπτεται τη Μέση Ανατολή, το Πακιστάν, την Ινδία, τη Μαλαισία, την Ινδοκίνα και την Κορέα. Τον Ιανουάριο του 1953, χωρίς σαφή πολιτική ταυτότητα, μπαίνει στη Γερουσία. «Κανένας δεν μπορούσε να πει αν ήταν φιλελεύθερος ή συντηρητικός, απομονωτικός ή διεθνιστής» διάβαζε κανείς εκείνη τη χρονιά στον αμερικανικό Τύπο.

Ανύπαντρος ακόμη στα 36 χρόνια του, σε κάποια δεξίωση γνωρίζει την 21χρονη φοιτήτρια Ζακλίν (Τζάκι) Λι Μπουβιέ. Την παντρεύεται στις 12 Σεπτεμβρίου 1953, αλλά δεν ασχολείται σχεδόν με τίποτε άλλο πέραν των προσωπικών του πολιτικών φιλοδοξιών. Η τεράστια, πλούσια οικογένειά του κάνει την Τζάκι να ασφυκτιά και να θυμάται αργότερα: «Στις καλοκαιρινές διακοπές οι συγγενείς που είχαν επισκεφθεί το “πατρικό σπίτι" στο Hyanris Port ήταν περισσότεροι από 100 - αδέλφια, ανίψια, πρωτοξάδελφα και μακρινότεροι συγγενείς. Ένιωθα πλήξη μόνο και μόνο να τους κοιτάζω». Ο Τζον είχε επιστρατεύσει ακόμη και τις γυναίκες της οικογένειας στον διαρκή προεκλογικό αγώνα του. Εκείνες ετοίμαζαν τα περίφημα «εκλογικά τσάγια» και ντύνονταν ανάλογα με την περίσταση - «φτωχικά» όταν απευθύνονταν σε οικονομικός κατώτερα στρώματα και με χλιδάτες γούνες όταν δέχονταν κυρίες της «υψηλής κοινωνίας» της Μασαχουσέτης.

Στις 2 Ιανουαρίου 1960 ο Τζον Κένεντι αναγγέλλει επισήμως την υποψηφιότητά του για το προεδρικό χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος. Σ' έναν τόμο υπό τον τίτλο «Στρατηγική της ειρήνης» συγκεντρώνει κείμενα από ομιλίες και δημοσιεύματά του για την εξωτερική πολιτική. Ποντάρει στην ψήφο των συνδικάτων και δικαιώνεται. Κερδίζει την πρώτη ψηφοφορία με 45 περισσότερες ψήφους από τις 761 που χρειαζόταν για να νικήσει τον αντίπαλό του και ξεκινάει να συντάσσει τη λίστα των στενών συνεργατών του. Η λίστα δεν περιλαμβάνει πρόσωπα που θα μπορούσαν να είναι ανταγωνιστικά. Οι πολύ φιλελεύθεροι, οι πολύ συντηρητικοί, οι πολύ νέοι και οι πολύ όμοιοί του διαγράφονται από τον κατάλογο.

Παράλληλα, το συνέδριο των Ρεπουμπλικανών επικυρώνει την υποψηφιότητα του Ρίτσαρντ Νίξον. Επιδίδεται σε ξέφρενες περιοδείες, χρησιμοποιώντας μία γλώσσα απλή, πρωτόγνωρη για τους αμερικανούς ψηφοφόρους, «εκσυγχρονιστική». Είναι η εποχή που οι Ρώσοι στέλνουν στο Διάστημα τον πρώτο «Σπούτνικ». Ο Κένεντι θέλει την Αμερική ισχυρή και πρωτοπόρο στη «μάχη του Διαστήματος». Οι σχέσεις με την ΕΣΣΔ είναι ανταγωνιστικές και ψυχρές. Στο εσωτερικό της χώρας ο ηγέτης των μαύρων που αγωνίζονται για τη φυλετική ισότητα, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, βρίσκεται φυλακισμένος στην Τζόρτζια για τις ιδέες του. Ο Τζον τηλεφωνεί στη σύζυγό του και εκφράζει την απόλυτη συμπάθεια, υποσχόμενος να τη βοηθήσει. Δημιουργεί έτσι έρεισμα και στην κοινότητα των μαύρων της Αμερικής. «Στέγνωσε τα δάκρυα της νύφης μου κι εγώ, σε αντάλλαγμα, θα ρίξω στα πόδια του ένα σωρό ψήφους» δήλωνε ο πατέρας του Κινγκ.

Ο Κένεντι νίκησε τελικά στη μάχη για την προεδρία με διαφορά 0,1% (49,7% έναντι 49,6% του αντιπάλου του Νίξον). Τα προβλήματα που του είχε κληροδοτήσει η προηγούμενη κυβέρνηση του Ντουάιτ Αϊζεχάουερ ήταν ύφεση, ελλείψεις στους τομείς της κατοικίας, της παιδείας και της υγείας, φυλετικές διακρίσεις, προβλήματα στην εξωτερική πολιτική, ταραχές στο Λάος, στο Κονγκό, στη Λατινική Αμερική, στην Κούβα και το Βερολίνο.

Από τις πρώτες ενέργειές του του ήταν η κατάρτιση του προγράμματος «Τροφή για την ειρήνη» («Food for peace»), το οποίο προέβλεπε την αποστολή πλεονασμάτων των αγροτικών προϊόντων σε πληθυσμούς που είχαν ανάγκη, την ίδρυση του Σώματος Εθελοντών της Ειρήνης, την αποστολή τεχνικών και δασκάλων στις υπανάπτυκτες χώρες και την υπογραφή του Πρωτοκόλλου Συμμαχίας για την Πρόοδο, το οποίο προέβλεπε βοήθεια ύψους 500 εκατομμυρίων δολαρίων στις χώρες της Λατινικής Αμερικής.

Η εμφάνιση των διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων το 1957 αλλάζει τους συσχετισμούς και ο Κένεντι, μετά την κυριαρχία των νέων στρατηγικών όπλων, τάσσεται υπέρ της αναδιοργάνωσης του ΝΑΤΟ. Θέλει να το μετατρέψει σε σύνθετο υπερεθνικό οργανισμό, ο οποίος θα καταργήσει τις ανεξάρτητες πυρηνικές δυνάμεις, αντικαθιστώντας τις από μία και μόνη δύναμη (τη Βορειοατλαντική Συμμαχία), την οποία θα κατηύθυναν οι ΗΠΑ.

Στις 22 Ιανουαρίου 1961 οι αρχηγοί της CIA και του Πενταγώνου του υποβάλλουν σχέδιο εισβολής στην Κούβα του Φιντέλ Κάστρο από ειδικά εκπαιδευμένους αντιφρονούντες και ο Τζον Κένεντι το εγκρίνει χωρίς να το πολυσκεφτεί. Η επιχείρηση στον Κόλπο των Χοίρων θα στεφθεί από παταγώδη αποτυχία και ο Κένεντι θα υποστεί την πρώτη πανωλεθρία της εξωτερικής του πολιτικής.

Πλην, όμως, η συνάντησή του με τον σοβιετικό ηγέτη Νικήτα Χρουστσόφ στη Βιέννη είχε ως αποτέλεσμα την προσωρινή ρύθμιση του ζητήματος του Βερολίνου (Ιούνιος 1961), Το φάσμα του πυρηνικού ολέθρου ωστόσο σκίασε για 13 ημέρες τον πλανήτη, όταν ο Κένεντι απείλησε με πόλεμο αν δεν αποφάσιζε η ΕΣΣΔ να αποσύρει τις βάσεις πυραύλων της από την Κούβα, πράγμα το οποίο τελικά έγινε (Οκτώβριος 1962). Δέκα μήνες αργότερα, ο Κένεντι σημείωνε τον μεγαλύτερο θρίαμβό του σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, όταν υπέγραψε με τον Χρουστσόφ το Σύμφωνο της Μόσχας για διακοπή των πυρηνικών δοκιμών (Αύγουστος 1963): Ένας ορίζοντας ελπίδας στο ψυχροπολεμικό κλίμα είχε διαφανεί.

Δολοφονία και επακόλουθα

Ο Κένεντι πίστευε ότι αντίπαλός του Ρεπουμπλικανός υποψήφιος το 1964 θα ήταν ο γερουσιαστής της Αριζόνα, Μπάρι Γκολντγουότερ. Και ήταν βέβαιος ότι θα κατόρθωνε να τον συντρίψει, εξασφαλίζοντας έτσι εντολή για μεγάλες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις. Ένα από τα εμπόδια στα σχέδιά του ήταν η εχθρότητα στην πολιτεία τού αντιπροέδρου του Λίντον Τζόνσον, το Τέξας, ανάμεσα στον κυβερνήτη Τζον Κόναλι και στον γερουσιαστή Ραλφ Γιάρμπορο, που ανήκαν και οι δύο στο Δημοκρατικό Κόμμα. Για να δημιουργήσει μία εικόνα ενότητας στο κόμμα, ο Κένεντι αποφάσισε να περιοδεύσει στο Τέξας, συνοδευόμενος και από τους δύο αντιζήλους.

Στις 22 Νοεμβρίου 1963, ημέρα Παρασκευή, ο πρόεδρος και σύζυγός του επέβαιναν σε μία ανοιχτή λιμουζίνα, επικεφαλής μιας πομπής αυτοκινήτων που διέσχιζε αργά το κέντρο της πόλης Ντάλας του Τέξας. Στις 12:30 το μεσημέρι, τοπική ώρα, ένας ελεύθερος σκοπευτής άρχισε να πυροβολεί. Δύο από τα βλήματα βρήκαν τον πρόεδρο στη βάση του αυχένα και στο κεφάλι. Διακομίστηκε σε παρακείμενο νοσοκομείο, όπου πέθανε αμέσως. Ο κυβερνήτης Κόναλι, μολονότι βαριά τραυματισμένος, ανάρρωσε. Ο αντιπρόεδρος Λίντον Τζόνσον ορκίστηκε ως πρόεδρος των ΗΠΑ, δύο ώρες αργότερα.

Ως δράστης της δολοφονίας συνελήφθη ο 24χρονος Λι Χάρβεϊ Όσβαλντ, κάτοικος του Ντάλας. Δύο μέρες αργότερα, ο Όσβαλντ πυροβολήθηκε σχεδόν εξ επαφής και σκοτώθηκε από έναν ντόπιο ιδιοκτήτη νάιτ κλαμπ, τον Τζακ Ρούμπι, μέσα στο αστυνομικό τμήμα του Ντάλας.

Αργότερα, μία προεδρική ανακριτική επιτροπή με επικεφαλής τον αρχιδικαστή των ΗΠΑ, Ερλ Γουόρεν, αποφάνθηκε ότι ούτε ο ελεύθερος σκοπευτής, ούτε ο εκτελεστής του «μετείχαν σε οποιαδήποτε συνωμοσία, κατευθυνόμενη είτε από το εσωτερικό είτε από το εξωτερικό, με σκοπό τη δολοφονία του προέδρου Κένεντι», αλλά ότι ο Όσβαλντ είχε ενεργήσει εντελώς μόνος του.



Πηγή

Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897

 Πολεμική αναμέτρηση μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με αφορμή το Κρητικό Ζήτημα. Έληξε με ήττα της Ελλάδας.

Η Μάχη του Βελεστίνου σε λαϊκή λιθογραφία

Πολεμική αναμέτρηση μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με αφορμή το Κρητικό Ζήτημα. Η πρώτη τουφεκιά έπεσε στις 6 Απριλίου 1897 και οι πολεμικές συγκρούσεις τερματίστηκαν στις 8 Μαΐου του ίδιου χρόνου με ήττα της Ελλάδας.

Στις αρχές του 1896 την Ελλάδα κυβερνούσε ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, πολιτικός με δημαγωγικές τάσεις. Εκτός από τα μεγάλα και δυσεπίλυτα οικονομικά προβλήματα, είχε να αντιμετωπίσει και την κατάσταση στην Κρήτη, που βρισκόταν τότε υπό οθωμανικό ζυγό. Η διακυβέρνηση της μεγαλονήσου από τον ελληνικής καταγωγής Καραθεοδωρή Πασά είχε στεφθεί από αποτυχία. Τα φιλελεύθερο και φιλοδίκαιο πνεύμα του εξόργισε τους Τουρκοκρητικούς, οι οποίοι αποφάσισαν να καταστήσουν αδύνατη την περαιτέρω παραμονή του στο νησί. Ταραχές εξερράγησαν και δολοφονίες χριστιανών προκρίτων σημειώθηκαν, όχι κάτι ασυνήθιστο στη μακραίωνα διαβίωση μουσουλμάνων και χριστιανών στην Κρήτη.

Τον Καραθεοδωρή Πασά διαδέχθηκε ο τουρκαλβανός Τουρχάν Πασάς, ο οποίος ούτε και αυτός έγινε αποδεκτός από τους ομοδόξους του. Με προτροπή των μεγάλων δυνάμεων, τη διοίκηση της Κρήτης ανέλαβε ο χριστιανός Γεώργιος Βέροβιτς, πρώην διοικητής της Σάμου. Η κατάσταση, όμως, παρέμεινε έκρυθμη και το αίμα έρεε άφθονο. Οι χριστιανοί Έλληνες, που αποτελούσαν το 80% των κατοίκων της Κρήτης, είχαν ξεσηκωθεί και ζητούσαν αυτονομία για το νησί τους.

Η Αγγλία, η Γαλλία, η Ρωσία, η Αυστρία και η Ιταλία έστειλαν από ένα πλοίο στην Κρήτη για την προστασία των υπηκόων τους. Το ίδιο ήθελε να πράξει και η Ελλάδα, αλλά εμποδίστηκε από τις πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων στην Αθήνα. Πάντως, βοήθεια έφθανε από την Ελλάδα στην Κρήτη, χάρη στην ιδιωτική πρωτοβουλία και συγκεκριμένα την Εθνική Εταιρεία, μια μεγαλοϊδεατική οργάνωση, με βαθιές ρίζες στην ελίτ της αθηναϊκής κοινωνίας και της ελληνικής διασποράς.

Η ενέργεια αυτή προκάλεσε την αντίδραση του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ, ενώ από την πλευρά τους οι Μεγάλες Δυνάμεις προσπαθούσαν να τον πείσουν να δώσει μεγαλύτερα προνόμια στην Κρήτη. Ο Σουλτάνος δέχθηκε ο διοικητής της Κρήτης να είναι πάντοτε χριστιανός και να διορίζεται με τη σύμφωνη γνώμη των μεγάλων Δυνάμεων, αλλά την ίδια ώρα ενθάρρυνε τους Τουρκοκρητικούς να γίνονται καθημερινά προκλητικότεροι.

Αναχώρηση ελληνικών στρατευμάτων για την Κρήτη
Στις 24 Ιανουαρίου 1897 οι μουσουλμάνοι προέβησαν σε σφαγές χριστιανών στα Χανιά. Ο Δηληγιάννης, ευρισκόμενος σε δύσκολη θέση και υπό την πίεση των λαϊκών αντιδράσεων, αναγκάσθηκε να στείλει στρατιωτικές δυνάμεις στην Κρήτη, γνωρίζοντας ότι αυτό θα αποτελούσε αιτία πολέμου για την Υψηλή Πύλη. Στολίσκος πολεμικών πλοίων κατευθύνθηκε στο νησί υπό τον βασιλόπαιδα Γεώργιο, ενώ ο συνταγματάρχης Τιμολέων Βάσσος με χίλιους άνδρες αποβιβάσθηκε στον όρμο του Κολυμπαρίου (δυτικά των Χανίων), με εντολή να καταλάβει την Κρήτη εν ονόματι του Βασιλιά Γεωργίου Α'.

Στις 7 Φεβρουαρίου είχε την πρώτη του επιτυχία, όταν κατανίκησε τετραπλάσια δύναμη τουρκοκρητών και οθωμανικών δυνάμεων. Στρατιωτικά αγήματα είχαν αποβιβάσει στο νησί και οι Μεγάλες Δυνάμεις, που απαγόρευσαν κάθε περαιτέρω επιθετική ενέργεια στον Βάσσο και τους άνδρες του. Με την παρουσία ελληνικών δυνάμεων στην Κρήτη, ο Σουλτάνος δεν είχε άλλη δυνατότητα, παρά να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Ελλάδας. Το έπραξε στις 5 Απριλίου 1897.

Την εποχή εκείνη, η ελληνοτουρκική μεθόριος διέτρεχε τη γραμμή από την Άρτα έως τις νοτιοανατολικές προσβάσεις του Ολύμπου. Οι Οθωμανοί συγκέντρωσαν στρατιωτική δύναμη, αποτελούμενη από 121.500 άνδρες και 1.300 ιππείς, με αρχηγό τον Ετέμ Πασά και γερμανούς συμβούλους. Οι ελληνικές δυνάμεις παρέταξαν 54.000 άνδρες και 500 ιππείς, με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο.

Η πρώτη εβδομάδα των πολεμικών επιχειρήσεων (6-11 Απριλίου) αναλώθηκε σε μάχη χαρακωμάτων κατά μήκος των Θεσσαλικών συνόρων. Στις 11 Απριλίου, ο Ετέμ Πασάς και οι άνδρες του εισήλθαν στο ελληνικό έδαφος από τα στενά της Μελούνας και διέσπασαν γρήγορα τις ελληνικές δυνάμεις στον Τύρναβο (12 Απριλίου). Οι έλληνες στρατιώτες υποχώρησαν άτακτα και συμπτύχθηκαν στα Φάρσαλα, όπου αντέταξαν νέα γραμμή άμυνας. Η Λάρισα αφέθηκε στην τύχη της και καταλήφθηκε από τους Τούρκους στις 13 Απριλίου, αφού προηγουμένως είχε εκκενωθεί από τους κατοίκους της. Την ίδια μέρα, τουρκική δύναμη κατευθύνθηκε στο Βελεστίνο, όπου αντιμετωπίστηκε από τον Συνταγματάρχη Σμολένσκη και την ταξιαρχία του.

Με πεσμένο το ηθικό, οι Έλληνες υπέστησαν και νέα ήττα στα Φάρσαλα, στις 24 Απριλίου, υποχωρώντας αυτή τη φορά με τάξη. Ο Σμολένσκης διατάχθηκε να εγκαταλείψει το Βελεστίνο και να μεταβεί με τις δυνάμεις του στον Δομοκό, όπου ο Έλληνες προετοίμαζαν νέα γραμμή άμυνας. Μάταια, όμως, αφού ο υπέρτερος τουρκικός στρατός πέτυχε μια ακόμη νίκη στις 5 Μαΐου, έχοντας πλέον ανοιχτό το δρόμο για την Αθήνα. Σε μια ύστατη προσπάθεια, ο Σμολένσκης, που αποδείχθηκε ο πιο αξιόπιστος στρατιωτικός, διατάχθηκε από τον Κωνσταντίνο να κρατήσει το πέρασμα στις Θερμοπύλες. Δεν χρειάστηκε, γιατί επενέβησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις.

Μάχη στο Βελεστίνο
Ο τσάρος Νικόλαος Β', συγγενής εκ μητρός του έλληνα βασιλιά Γεωργίου Α', έπεισε τον Σουλτάνο να διατάξει κατάπαυση του πυρός. Το σχετικό πρωτόκολλο υπογράφτηκε στο χωριό Ταράτσα της Λαμίας στις 8 Μαΐου 1897, με τους Οθωμανούς να έχουν ανακαταλάβει όλη τη Θεσσαλία. Στο μέτωπο της Ηπείρου η ανακωχή έγινε μία μέρα νωρίτερα (7 Μαΐου 1897). Τα πράγματα εκεί είχαν εξελιχθεί καλύτερα για τον Ελληνικό Στρατό. Οι δυνάμεις του συνταγματάρχη Μάνου όχι μόνο κράτησαν στη γραμμή Άρτας - Πέτα, αλλά προήλασαν και μέσα στο τουρκικό έδαφος. Οι απώλειες για την ελληνική πλευρά ήταν 672 νεκροί, 2.383 τραυματίες και 252 αιχμάλωτοι και για την τουρκική 1.111 νεκροί, 3.238 τραυματίες και 15 αιχμάλωτοι.

Οι βασικότερες αιτίες για την εθνική ντροπή του 1897 ήταν η έλλειψη διορατικότητας από την πολιτική τάξη και το απαράσκευο του ελληνικού στρατού. Η κυβέρνηση Δηλιγιάννη, για να αντιμετωπίσει το οικονομικό πρόβλημα της χώρας, είχε περικόψει τις στρατιωτικές δαπάνες, ενώ ο κομματισμός βασίλευε στο στρατό, με την προαγωγή στις ανώτερες θέσεις ανίκανων αξιωματικών.

Ο στρατηγός και μετέπειτα δικτάτωρ Θεόδωρος Πάγκαλος χαρακτηρίζει στα Απομνημονεύματά του «ένοπλο συρφετό» το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα και αναφέρει σχετικά: «Η κατάστασις του στρατού μας ήτο οικτρά… Τα στελέχη του πεζικού, εκτός ολίγων, ήσαν τελείως αμαθή και ανίκανα. Η μεγίστη πλειοψηφία των ανωτέρων αξιωματικών απετελείτο από αγαθούς τύπους, των οποίων η στρατιωτική μόρφωσις περιωρίζετο εις την τακτικήν της καταδιώξεως, ληστών, φυγοδίκων και ζωοκλεπτών… Αυτός ήτο στρατός, διά του οποίου η ανεκδιήγητος εκείνη κυβέρνησις ενόμιζεν ότι θα νικήση την Τουρκική Αυτοκρατορία…».

Το οριστικό τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου γράφτηκε στις 22 Νοεμβρίου 1897 στην Κωνσταντινούπολη, με καταρρακωμένο το γόητρο της χώρας και την υπερηφάνεια των Ελλήνων. Ο Θεόδωρος Δηληγιάννης είχε παραιτηθεί υπό το βάρος της ήττας και τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης υπέγραψε ο Αλέξανδρος Ζαΐμης. Με τη συμφωνία, που επεξεργάστηκαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, οι εδαφικές απώλειες για την Ελλάδα ήταν μικρές, αφού επανέκτησε τη Θεσσαλία, την οποία είχε χάσει στο πεδίο της μάχης.

Όμως, η Ελλάδα των τόσων οικονομικών προβλημάτων και του τρικούπειου «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν!» υποχρεώθηκε να καταβάλει μια υπέρογκη αποζημίωση στην Τουρκία (4.000.000 τουρκικές λίρες), ως πολεμική επανόρθωση. Αναγκάσθηκε να λάβει ένα ακόμη δάνειο και προκειμένου να ξεπληρώσει το δυσβάστακτο χρέος της τέθηκε υπό Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο. Αυτό είχε ως συνέπεια να εκχωρήσει πηγές των δημοσίων εσόδων στους πιστωτές της και να δημιουργηθούν έτσι τα περίφημα μονοπώλια στο τσιγαρόχαρτο, το αλάτι, το πετρέλαιο, τον καπνό, τα σπίρτα και τα τραπουλόχαρτα, που θα διατηρηθούν μέχρι την είσοδο της χώρας μας στην ΕΟΚ το 1981.

Το θετικό για τις εθνικές διεκδικήσεις ήταν η αποχώρηση των Οθωμανών από την Κρήτη, η οποία απέκτησε την αυτονομία της (1898), πρώτο στάδιο για την ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα (1913). Η εθνική οργή θα απαλυνθεί με τον καιρό, η φτωχή Ελλάδα γρήγορα θα σηκώσει κεφάλι και 15 χρόνια αργότερα θα γραφτεί το έπος των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-1913.


Πηγή