Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2023

Αγία Σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Βλαχερνώ και επέτειος του «ΟΧΙ»


Σκέπη σου, Ἁγνή, σκέπεις καὶ περιθάλπεις
Τοὺς πίστει ἀφορῶντας πρὸς σέ, Παρθένε.
Μητρὸς Θεοῖο Σκέπη Ἑλλάδα θειόφρονα καλύπτει.

Η Ναυμαχία της Τενέδου

 Καταδρομική επιχείρηση δύο πυρπολικών από τα Ψαρά, με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Κανάρη, εναντίον του οθωμανικού στόλου που ναυλοχούσε στα ανοιχτά της Τενέδου.


Καταδρομική επιχείρηση δύο πυρπολικών από τα Ψαρά, με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Κανάρη, εναντίον του οθωμανικού στόλου που ναυλοχούσε στα ανοιχτά της Τενέδου. Η επιχείρηση έγινε τη νύχτα της 28ης Οκτωβρίου 1822 και είχε ως αποτέλεσμα τη βύθιση ενός μεγάλου εχθρικού δίκροτου ή κατ’ ορισμένους ιστορικούς της υποναυαρχίδας του οθωμανικού στόλου.

Μετά την αποτυχία του να καταλάβει τη Μύκονο (11-14 Οκτωβρίου 1822), ο οθωμανικός στόλος κατευθύνθηκε προς τα Στενά του Ελλησπόντου. Όμως, οι αντίθετοι άνεμοι που έπνεαν στην περιοχή, τον ανάγκασαν να αράξει στα ανοιχτά της Τενέδου. Νωρίτερα, είχε γίνει αντιληπτός από τους Έλληνες, όταν διερχόταν μεταξύ Ψαρών και Χίου. Η Βουλή των Ψαρών συνήλθε αμέσως και αποφάσισε να προσβάλει τον εχθρικό στόλο με δύο πυρπολικά, στα οποία τέθηκαν επικεφαλής ο Κωνσταντίνος Κανάρης και ο Φίλιππος Αντωνίου από την Τήνο. Τα πυρπολικά θα συνόδευαν δύο μίστικα (μίστικο = μικρό πειρατικό πλοίο), με καπετάνιους τους Γεώργιο Καλαφάτη και Αναγνώστη Σαρηγιάννη. Στις 27 Οκτωβρίου 1822 ο στολίσκος αναχώρησε από τα Ψαρά και την επομένη ημέρα πλησίασε τον τουρκικό στόλο.

Ο νότιος άνεμος ευνοούσε την εχθρική αρμάδα και οι δύο πυρπολητές αποφάσισαν να επιτεθούν την ίδια νύχτα για να προλάβουν τυχόν απόπλου των τουρκικών πλοίων προς τον Ελλήσποντο. Πράγματι, τη νύχτα της 28ης Οκτωβρίου 1822 ύψωσαν την τουρκική σημαία για να παραπλανήσουν τον εχθρό και να πλησιάσουν ανενόχλητοι στους στόχους τους.

Πρώτος ο Κανάρης πλεύρισε ένα τεράστιο δίκροτο (πολεμικό πλοίο με δύο καταστρώματα) ή σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς στην υποναυαρχίδα του οθωμανικού στόλου και κόλλησε αμέσως στην πρώρα το πυρπολικό του. Το πυροδότησε και αμέσως οι φλόγες τύλιξαν το μεγάλο πλοίο, ενώ η σύγχυση που ακολούθησε εμπόδισε κάθε προσπάθεια κατάσβεσης της πυρκαϊάς. Άλλοι από τους ναύτες έπεφταν στη θάλασσα για να σωθούν και άλλοι προσπαθούσαν να κατεβάσουν τις βάρκες και να φθάσουν στην παραλία. Η ταραχή στην οθωμανική αρμάδα εντάθηκε περισσότερο, όταν από το φρούριο της Τενέδου οι Τούρκοι κανονιοβολούσαν στο κενό, θέτοντας σε κίνδυνο τα φίλια πλοία, που προσπαθούσαν να διαφύγουν για να μην έχουν την τύχη του φλεγόμενου δίκροτου. Πολλά από αυτά εξόκειλαν στις απέναντι ασιατικές ακτές ή εγκαταλείφθηκαν από τα πληρώματά τους.

Λιγότερο τυχερός από τον Κανάρη στάθηκε ο Αντωνίου, που με πηδαλιούχο τον Γεώργιο Βρατσάνο πλησίασε και κόλλησε το πυρπολικό του σε ένα άλλο δίκροτο ή κατ’ άλλους στη ναυαρχίδα του οθωμανικού στόλου. Έγινε, όμως, αντιληπτό από τους Τούρκους, οι οποίοι το απομάκρυναν εσπευσμένως. Φαίνεται ότι το φλεγόμενο πυρπολικό παρασύρθηκε από τον άνεμο και πλησίασε προς την καιόμενη υποναυαρχίδα της οποίας το πλήρωμα είχε επιβιβασθεί στις βάρκες για να γλυτώσει. Σύμφωνα με την αναφορά της Βουλής των Ψαρών προς την Υπερτάτην του Έθνους Βουλή το «καιόμενον μπουρλότο… κατέπνιξεν όλαις ταις βάρκες οπού εζητούσαν να γλυτώσουν παρά της φλογός».

Μετά την πυρπόληση του τουρκικού δικρότου, τα δύο μίστικα αναγκάσθηκαν να αγκυροβολήσουν στη Σκύρο, εξαιτίας της συνεχιζόμενης τρικυμίας. Οι κάτοικοι του νησιού δεξιώθηκαν τους άνδρες τους και τέλεσαν δοξολογία για το κατόρθωμα και τη διάσωσή τους. Στις 4 Νοεμβρίου 1822 τα δύο πλοία έφθασαν στα Ψαρά, όπου έτυχαν ενθουσιώδους υποδοχής. Αντίθετα, η νέα επιτυχία του Κανάρη συνέβαλε στην κατάπτωση του ηθικού των Τούρκων. Ο οθωμανικός στόλος κατέπλευσε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έξαλλος ο σουλτάνος Μαχμούτ Β' από τις συνεχόμενες αποτυχίες στο Αιγαίο του ναυάρχου του Καρά Μεχμέτ Πασά, διέταξε τον αποκεφαλισμό του.

Η αναφορά της Βουλής των Ψαρών

Η κατωτέρω αναφορά εστάλη στην Ύδρα, όπου ευρίσκετο το κέντρο της Επανάστασης για τον αγώνα στη θάλασσα.

Απεράσας ο εχθρικός στόλος προς τα άνω μέρη δια να εισέλθη εις Ελλήσποντον, από εναντίους ανέμους άραξεν εις Τένεδον. Πάραυτα λοιπόν ημείς ετοιμάσαμεν δύο μπουρλότα συντροφευόμενα υπό δύο πολεμικών τα οποία επιμείναντα την διόρθωσιν των ανέμων, κατά τας 27 του παρελθόντος ανεχώρησαν, και την ακόλουθον ημέραν το εσπέρας έφθασαν εις Τένεδον.
Νυκτός ουν γενομένης, επροχώρησαν απαντώντας τας των εχθρών φυλακάς και πλησιάζοντας εις τα βασσέλα, το μεν εν των μπουρλότων εκόλλησεν εις έν εκ των βασσέλων και δυνάμει του προστατεύοντος πανάγαθου Θεού των εκδικήσεων κατέκαυσεν αυτό, το δε άλλο των μπουρλότων εκόλλησεν εις έν άλλο βασέλλον, πλην δια τον να ειδοποιηθή το αυτό εκ των κανονίων ερρίφθησαν κόπτοντας ταις γούμεναις και ημπόρεσε να αποφύγη το μπουρλότον, το οποίον μοναχόν καιόμενον μπουρλότο, διηυθύνθη προς το βασσέλον οπού εκαίετο, και εκεί κατέπνιξεν όλαις ταις βάρκες οπού εζητούσαν να γλυτώσουν παρά της φλογός, και διασωθέντες αβλαβείς άπαντες οι μπουρλοτιέροι έφθασαν εις την ενταύθα μετά παρέλευσιν έξι έξη ημερών, και μας βεβαιώνουν ότι το καιόμενον βασσέλον ήτον ο αυτός καπ. Πασάς, ως και τα εκ της Κωνσταντινουπόλεως προερχόμενα πλοία μας φανερώνουν, ότι ο καπ. Πασάς εκάη, πλην οι Τούρκοι το έχουν μυστικόν. Εκ δε των λοιπών εχθρικών πολλά εναυάγησαν και εσυντρίφθησαν, και ότι τα συντριμμένα περιφέρονται τριγύρω της Τενέδου, δια τα οποία και θέλει στείλωμεν καράβια πολεμικά.
Ο επιφέρων ημέτερος καπ. Μανώλης Μπαλαμπάνος στέλλεται παρ’ημών επίτηδες αυτού ίνα σας παραστήση τα έξοδα και πληρωμάς της άνω εκπλεύσεως των δύο μπουρλότων και δύο πολεμικών, διά τα οποία δεν αμφιβάλλομεν ότι θέλετε τα οικονομήσει ως δει, δηλ. εβγάζοντας αυτά πριν της διανομής οπού μέλλει να γένη εις τα συναχθέντα παρά των αρμοστών, ιδεάζοντας αυτούς περί αυτής της αποφάσεως καθώς και με τους ιδικούς μας πληρεξουσίους εμείνατε σύμφωνοι.

Στην ανωτέρω αναφορά είχε επισυναφθεί ο ακόλουθος λογαριασμός για τα έξοδα της επιχείρησης στην Τένεδο.

Εξοδα τα οποία ηκολούθησαν εις τα κατά του εις Τένεδον ευρισκομένου εχθρικού στόλου έκπλευσιν των μπουρλότων:
Οσα δια ενενήκοντα ανθρώπους οπού ήτον εις τα πολεμικά πλοία τα οποία εσυντρόφευσαν τα μπουρλότα, εις τους οποίους είχομεν υποσχεθή, εάν τελεσφορήσουν, να λαμβάνουν ανά 50 γρόσια. Ειδεμή, να λογαριάζωνται αι ημέραι της διατρίψεως των.
Οθεν δια το να ετελεσφόρησαν: γρόσια 4.500
Οσα εις ζωοτροφίας των ιδίων δια 15 ημέρας ανά 50 παράδες: γρόσια 1687.5
Όσα εις ζωοτροφίας των δύο μπουρλότων διά 15 ημέρας: γρόσια 1920.16
Όσα εις ζωοτροφίας του πρώην ετοιμασθέντος μπουρλότου, το οποίον ον ετοιμασμένον καθ’ όλα, δια την ανεπιτηδειότητα των ανέμων άραξεν εις το νησί του Αγίου Νικολάου, όπου και εναυάγησε και εχάθηκαν άπαντα όσα εξώδευσαν, τα οποία είναι γρόσια 955.20
Δια τεσσαράκοντα και πέντε μπουρλοτιέρους, οίτινες υπούργησαν εις ταύτην την ιεροπραξίαν του να καύσωσι τον καπετάν πασσάν με το βασσέλον του, όσα ήθελον κριθή ανάλογα της αυτών εκτελέσεως.


Πηγή

Διονύσιος Βισβάρδης: Ο συνθέτης του εμβατηρίου «Περνάει ο Στρατός»

 Έλληνας συνθέτης και αρχιμουσικός Φιλαρμονικών και Χορωδιών. Το πιο γνωστό έργο του είναι το εμβατήριο «Περνάει ο Στρατός».

Διονύσιος Βισβάρδης (1910 – 1999)

Ο Διονύσιος Βισβάρδης ήταν έλληνας συνθέτης και αρχιμουσικός Φιλαρμονικών και Χορωδιών. Το πιο γνωστό έργο του είναι το εμβατήριο «Περνάει ο Στρατός».

Ο Διονύσιος Βισβάρδης γεννήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 1910 στη Ζάκυνθο. Ο πατέρας του, Χρήστος Βισβάρδης, έπαιζε κουαρτίνο (σοπράνο κλαρινέτο) στη Φιλαρμονική της πόλης και σε ηλικία 12 ετών ο νεαρός Διονύσης ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του, μαθαίνοντας κλαρινέτο κοντά στον αρχιμουσικό της Φιλαρμονικής Ζακύνθου, Ιωάννη Πήλικα.

Το 1928 κατατάχτηκε στο στρατό και τοποθετήθηκε στην μπάντα της Φρουράς Θεσσαλονίκης. Παράλληλα, συνέχισε τις μουσικές του σπουδές στο Κρατικό Ωδείο της Θεσσαλονίκης (πιάνο και ανώτερα θεωρητικά), με καθηγητές τους Αθανάσιο Κοντό, Γεώργιο Βακαλόπουλο και Αιμίλιο Ριάδη.

Στη διάρκεια της πολυετούς καριέρας του, διετέλεσε, μεταξύ άλλων, αρχιμουσικός της Μπάντας του Γ' Σώματος Στρατού, διευθυντής του Ραδιοφωνικού Σταθμού των Ενόπλων Δυνάμεων Βορείου Ελλάδος (1938-56), αρχιμουσικός στη Φρουρά Αθηνών (1956-58) και διευθυντής του Ραδιοφωνικού Σταθμού των Ενόπλων Δυνάμεων (1958-62), όπου δημιούργησε και διηύθυνε τη Συμφωνική Ορχήστρα του Σταθμού.

Το 1935 γράφει το κορυφαίο ελληνικό εμβατήριο «Περνάει ο Στρατός», σε στίχους του ταγματάρχη Κωνσταντίνου Γκικόπουλου. Εγκρίνεται με έπαινο από το Γ' Σώμα Στρατού στις 27 Ιουλίου 1935, «ίνα παιανίζεται υπό των στρατιωτικών μουσικών κατά τας εκάστοτε παρελάσεις του στρατεύματος».

Στις 31 Ιανουαρίου 1943 νυμφεύεται τη Στυλιανή Αργυρίου, με την οποία απέκτησε μία κόρη, τη γνωστή ραδιοφωνική παραγωγό Ράνια (Ουρανία) Βισβάρδη. Το 1962, μετά από παραμονή 34 χρόνων στο στράτευμα, ο Διονύσιος Βισβάρδης αποστρατεύεται με τον βαθμό του ταγματάρχη.

Ο Βισβάρδης θα συνεχίσει τη μουσική του διαδρομή, διευθύνοντας την Ορχήστρα Ποικίλης Μουσικής του ΕΙΡ, τη Δημοτική Φιλαρμονική Ζακύνθου (1956-57), τη Δημοτική Φιλαρμονική Καλαμάτας (1965-1972), ενώ διατέλεσε μουσικός διευθυντής στο ζακυνθινό χορευτικό συγκρότημα «Φιόρο του Λεβάντε» (1980-83).

Από το συνθετικό του έργο ξεχωρίζουν: τα πιανιστικά «Ελληνικό Τρίπτυχο» και «Σονάτα σ’ Ελληνικά Θέματα», τα ορχηστρικά «Μακεδονική Σουίτα», «Καθρεφτίσματα στη Λίμνη», «Τρία Ελληνικά Σκίτσα», και «Πρελούδιο και Φούγκα πάνω σ’ ένα Μακεδονικό Τραγούδι» και τα χορωδιακά «Νησάκι», «Ξανθούλα», «Κύπρος», «Ανάμνησις» και «Θάμα κι αυτό τ' αποψινό». Η τεχνοτροπία του διαθέτει πλούσια, όσο και ανεπιτήδευτα χαρακτηριστικά ελληνικότητας και κλασσικότητας.

Ο Διονύσιος Βισβάρδης πέθανε στην Αθήνα στις 23 Μαρτίου 1999.


Πηγή

Βασίλειος Τσιαβαλιάρης: Ο πρώτος νεκρός του Ελληνοϊταλικού Πολέμου

 Ο Βασίλειος Τσιαβαλιάρης ήταν ο πρώτος νεκρός του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Στρατιώτης της πρώτης γραμμής σκοτώθηκε από θραύσμα όλμου λίγα λεπτά μετά την εκδήλωση της Ιταλικής επίθεσης.


Ο Βασίλειος Τσιαβαλιάρης ήταν ο πρώτος νεκρός του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Στρατιώτης της πρώτης γραμμής σκοτώθηκε από θραύσμα όλμου λίγα λεπτά μετά την εκδήλωση της Ιταλικής επίθεσης.

Ο Βασίλειος Τσιαβαλιάρης, γιος του Γιάννη και της Αγόρως, το τέταρτο από τα πέντε παιδιά της οικογένειας, γεννήθηκε το 1912 στην Πιαλεία Τρικάλων, ένα χωριό στις παρυφές του Κόζιακα. Όσοι τον γνώρισαν, τον θυμούνται ως ένα παιδί πολύ εργατικό, υπόδειγμα υπομονής, ήθους και καλοσύνης, που ανατράφηκε με λιγοστά υλικά αγαθά, αλλά με τις πατροπαράδοτες ελληνοχριστιανικές αξίες.

Υπηρέτησε την στρατιωτική του θητεία στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού από τον Σεπτέμβριο του 1933 έως το Νοέμβριο του 1934 και μετά την απόλυσή του επέστρεψε στο χωριό του, όπου δημιούργησε την δική του οικογένεια. Με την σύζυγό του Ελένη απέκτησε τρία παιδιά, τον Νικόλαο, τον Γεώργιο και την Αλεξάνδρα.

Στις 22 Ιουλίου 1940, κλήθηκε και πάλι στα όπλα στο πλαίσιο της περιορισμένης έκτασης επιστράτευσης, που διέταξε ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς, επειδή η φασιστική Ιταλία είχε εισέλθει στο Πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας και ενόψει της διαφαινόμενης επίθεσης κατά της χώρας μας. Κατετάγη στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού, και από εκεί στο 51ο Σύνταγμα Πεζικού για να πάρει στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1940 θέση στο Επταχώρι στην πρώτη γραμμή.

Παραμονές της Ιταλικής επίθεσης υπηρετούσε στο Απόσπασμα Πίνδου υπό τις διαταγές του συνταγματάρχη Κωνσταντίνου Δαβάκη. Η στρατιωτική αυτή μονάδα, που ήταν συγκροτημένη από Τρικαλινούς και Καρδιτσιώτες φαντάρους, είχε πάρει αμυντική διάταξη στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Ο Τσιαβαλιάρης, μαζί με άλλους συμπατριώτες του, ανέλαβαν να υπερασπιστούν το 21ο φυλάκιο των Ελληνοαλβανικών Συνόρων στο ύψωμα Γκόλιο κοντά στην Πυρσόγιαννη.

Στις 5.30 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 εκδηλώθηκε η Ιταλική επίθεση, μισή ώρα πριν από την λήξη του τελεσιγράφου προς τον Μεταξά. Το ιταλικό πυροβολικό άρχισε να βάλει και το πεζικό πέρασε στην ελληνική πλευρά. Το φυλάκιο, που υπεράσπιζε ήταν ένας από τους πρώτους στόχους του εχθρού.

Εκεί στο χαράκωμα με το οπλοπολυβόλο στο χέρι ο Βασίλειος Τσιαβαλιάρης, έπεσε νεκρός από θραύσμα όλμου. Σύμφωνα με μαρτυρίες συμπολεμιστών του καθώς ξεψυχούσε πρόλαβε να ψελίσει «Πάν’ τα παιδούλια μ’». Ήταν ο πρώτος Έλληνας στρατιώτης που θυσιάστηκε για την πατρίδα στο έπος του 40.

Το πανεπιστήμιο Αθηνών, 60 χρόνια μετά, το 2000 έστησε τον ανδριάντα του στη γενέτειρά του, την Πιαλεία Τρικάλων, και κάθε χρόνο γίνεται τοπική γιορτή προς τιμήν του, τα «Τσιαβαλιάρεια», στην οποία, παράλληλα, τιμώνται και όλοι όσοι πολέμησαν στο έπος του 40.


                     
Πηγή

«Ο Ντούτσε αφηγείται…» Η πρώτη ελληνική ταινία κινουμένων σχεδίων

 Γυρίστηκε από τον σκιτσογράφο Σταμάτη Πολενάκη και σατιρίζει την εισβολή των Ιταλών στην Ελλάδα στις 28 Οκτωβρίου 1940.


Η πρώτη ελληνική ταινία κινουμένων σχεδίων γυρίστηκε από τον σκιτσογράφο Σταμάτη Πολενάκη (1908-1997) με τίτλο «Ο Ντούτσε αφηγείται…». Η επτάλεπτη ταινία «τύπου Μίκυ-Μάους», όπως αναφέρει στο ζενερίκ ο δημιουργός της, σατιρίζει την εισβολή των Ιταλών στην Ελλάδα στις 28 Οκτωβρίου 1940 και ειδικά τον Μουσολίνι, ο οποίος αφηγείται τα κατορθώματά του, αλλά η πραγματικότητα συνεχώς τον διαψεύδει.

Ο Σταμάτης Πολενάκης, από τους κορυφαίους έλληνες σκιτσογράφους του 20ου αιώνα και πρωτοπόρος του κινούμενου σχεδίου στη χώρα μας, ξεκίνησε να σχεδιάζει τα σκίτσα της ταινίας το 1942 στην πατρίδα του, τη Σίφνο, όπου είχε καταφύγει κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Δούλευε κάτω από την μπότα του Ιταλού κατακτητή, με κίνδυνο να συλληφθεί.

Μετά την απελευθέρωση, με τη βοήθεια των κινηματογραφιστών Πρόδρομου Μεραβίδη και Θανάση Παπαδούκα, ολοκλήρωσε την ταινία, που έγραψε ιστορία, καθώς ήταν η πρώτη ταινία κινουμένων σχεδίων, που γυρίστηκε στη χώρα μας. Τη μουσική της επιμελήθηκε ο μουσικοσυνθέτης Ανδρέας Πόγγης, ενώ την ορχήστρα διηύθυνε ο μαέστρος Μηνάς Πορτοκάλης.

Η ταινία χάθηκε κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου και μόλις το 1980 βρέθηκε ένα αρνητικό της και αποκαταστάθηκε.



                Πηγή