Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2023

Προφήτης Σοφονίας


O πριν βοήσας τη Σιών χαίρε σφόδρα,
Xαίρει παραστάς τω Θεώ Σοφονίας.
Φαίδιμος εν τριτάτη Σοφονίας ήτορ αφήκεν.


Λειτουργικά κείμενα

Γεώργιος Χατζανέστης

 Έλληνας στρατιωτικός, που διετέλεσε αρχηγός της Στρατιάς της Μικράς Ασίας στην τελευταία φάση του Μικρασιατικού Πολέμου. Δικάστηκε και εκτελέστηκε στο Γουδή.

Γεώργιος Χατζανέστης (1863 – 1922)

Έλληνας στρατιωτικός, που διετέλεσε αρχηγός της Στρατιάς της Μικράς Ασίας κατά την τελευταία φάση του Μικρασιατικού Πολέμου. Δικάστηκε και εκτελέστηκε στο Γουδή, ως ένας από τους πρωταιτίους της Μικρασιατικής Καταστροφής.

Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 1863 και ήταν γιος του Νικολάου Χατσόπουλου - Χατζανέστη, που διατέλεσε νομάρχης Αττικής και της Μαρίας Πιτσιπίου. Αποφοίτησε από την Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων το 1884, ως ανθυπολοχαγός πυροβολικού και τα επόμενα χρόνια συμπλήρωσε τις στρατιωτικές σπουδές σε Ιταλία, Γαλλία και Αγγλία, όπου φοίτησε στην Ακαδημία Πυροβολικού του Γούλιτς. 'Ελαβε μέρος στην Γαλλική Χαρτογραφική Αποστολή στην Αλγερία και το 1893 υπηρέτησε στην Τοπογραφική Υπηρεσία της Ελλάδας.

Στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 διετέλεσε για μικρό διάστημα επιτελάρχης της 3ης Ταξιαρχίας του Σμολένσκη και στην συνέχεια διοικητής της 2ης Ορειβατικής Πυροβολαρχίας. Το 1904 εντάχθηκε στο νεοσύστατο Σώμα των Γενικών Επιτελών, αλλά το 1909, μετά το Κίνημα στο Γουδή, παραιτήθηκε από την στρατιωτική υπηρεσία. Ανακλήθηκε στο στράτευμα το 1912 και με τον βαθμό του έφεδρου ταγματάρχη υπηρέτησε στα επιτελεία της 5ης και 6ης Μεραρχίας, κατά την διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.

Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους με ειδικό νόμο επανήλθε στις τάξεις του στρατεύματος και με τον βαθμό του Συνταγματάρχη τοποθετήθηκε Διοικητής της Σχολής Ευελπίδων το 1913. Κατά την επιστράτευση του 1915, ανέλαβε την διοίκηση της 5ης Μεραρχίας, όπου επέδειξε υπερβολική αυστηρότητα στους υφισταμένους του με αποτέλεσμα να στασιάσουν μονάδες του σχηματισμού του. Μετατέθηκε στην διοίκηση της 15ης Μεραρχίας, αλλά δεν αποδέχθηκε τον διορισμό του. Ζήτησε να τεθεί σε διαθεσιμότητα και εγκαταστάθηκε στην Ελβετία.

Το 1921 ανακλήθηκε στην υπηρεσία και τον Απρίλιο του 1922 του ανατέθηκε η διοίκηση της Στρατιάς της Θράκης. Τον επόμενο μήνα ανέλαβε την διοίκηση της Στρατιάς της Μικράς Ασίας με τον βαθμό του αντιστρατήγου και στις 23 Μαΐου έφθασε στην Σμύρνη. Έχοντας αντιληφθεί τα μειονεκτήματα της εκτεταμένης διάταξης που είχαν οι δυνάμεις του επιχείρησε να προπαρασκευάσει την σύμπτυξή τους σε στενότερο μέτωπο, αλλά η επελθούσα τουρκική επίθεση του Αυγούστου ανέτρεψε τα σχέδιά του. Μάλιστα, κατά την διάρκεια της τουρκικής επίθεσης, καθηλώθηκε στην Σμύρνη και δεν μπόρεσε ουσιαστικά να ασκήσει την διοίκηση της Στρατιάς. Στις 24 Αυγούστου 1922, παρέδωσε την αρχιστρατηγία στον αντιστράτηγο Γεώργιο Πολυμενάκο.

Η ανάθεση στον Χατζανέστη της αρχηγίας της Στρατιάς προκάλεσε αντιδράσεις στους κόλπους των αξιωματικών. Ο αρχιστράτηγος αν και μορφωμένος αξιωματικός δεν είχε καμία πολεμική πείρα μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, σύμφωνα με τους επικριτές του. Ιδιόρρυθμος στην συμπεριφορά του και λάτρης της αυστηρής πειθαρχίας στα όρια της μονομανίας είχε ελάχιστες συμπάθειες στο στράτευμα και δεν συνέβαλε στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης του στρατού απέναντι στην ηγεσία του.

Μετά το κίνημα Πλαστήρα, συνελήφθη στις 14 Σεπτεμβρίου 1922 και οδηγήθηκε σε δίκη («Δίκη των Εξ»). Καταδικάσθηκε σε θάνατο στις 15 Νοεμβρίου 1922 και εκτελέστηκε αυθημερόν δια τυφεκισμού στο Γουδή.



             Πηγή

Η μοιραία διαρροή αερίου στο Μποπάλ

 Tο χειρότερο βιομηχανικό δυστύχημα στην ανθρώπινη ιστορία, συνέβη στο Μποπάλ της Ινδίας, στις 3 Δεκεμβρίου 1984, με αποτέλεσμα να πεθάνουν 2.000 άνθρωποι.


Στις 3 Δεκεμβρίου 1984 δηλητηριώδη αέρια διέφυγαν από το εργοστάσιο της αμερικανικής πολυεθνικής Union Carbide στο Μποπάλ της Ινδίας, με αποτέλεσμα πάνω από 2.000 άνθρωποι να χάσουν την ζωή τους και αρκετές χιλιάδες να τραυματισθούν. Πρόκειται για το χειρότερο βιομηχανικό δυστύχημα στην ανθρώπινη ιστορία.

Το εργοστάσιο πρωτολειτούργησε το 1969 και παρήγαγε φυτοφάρμακα για τον διαρκώς αναπτυσσόμενο αγροτικό τομέα της Ινδίας. Στο εταιρικό σχήμα συμμετείχε η Union Carbide με το 51% του μετοχικού κεφαλαίου, ενώ το υπόλοιπο 49% κατείχαν η ινδική κυβέρνηση και τοπικές τράπεζες. Το Μποπάλ, πόλη της κεντρικής Ινδίας, είναι πρωτεύουσα του κρατιδίου Μάντια Πραντές και σημαντικός συγκοινωνιακός κόμβος. Την εποχή του δυστυχήματος είχε περί τους 700.000 κατοίκους (σήμερα προσεγγίζουν τα 2.000.000).

Από την αρχή σχεδόν της λειτουργίας του εργοστασίου ήταν έντονα τα παράπονα εργαζομένων και περιοίκων για φαινόμενα μόλυνσης του περιβάλλοντος, τα οποία είχαν επισημάνει οι τοπικές συνδικαλιστικές ενώσεις, χωρίς όμως να εισακουστούν. Ώσπου τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 3ης Δεκεμβρίου του 1984, 45 περίπου τόνοι μεθυλοϊσοκυανικού οξέος (MIC), ενός επικίνδυνου αερίου που χρησιμοποιείται για την παρασκευή εντομοκτόνων, εκλύθηκαν στην ατμόσφαιρα.

Το αέριο απλώθηκε γρήγορα πάνω από τις πυκνοκατοικημένες συνοικίες που γειτνίαζαν με το εργοστάσιο, επιφέροντας ακαριαίο θάνατο σε πολλούς κατοίκους. Οι πιο πολλοί ξύπνησαν έντρομοι κάνοντας εμετό και παραπονούμενοι για ζαλάδες, πονόλαιμους και κάψιμο στα μάτια. Χιλιάδες άνθρωποι μεταφέρθηκαν σε νοσοκομεία με δύσπνοια, αφρούς και απώλεια όρασης. Οι δρόμοι της πόλης γέμισαν από νεκρά ζώα και πουλιά, την ίδια ώρα που δεκάδες χιλιάδες κάτοικοι προσπαθούσαν να διαφύγουν από την πόλη.

Ο απολογισμός της μοιραίας διαρροής ήταν αποκαλυπτικός για το μέγεθός της: 2.259 κάτοικοι του Μποπάλ έχασαν την ζωή τους,σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ινδικής κυβέρνησης, ενώ τα στοιχεία της τοπικής κυβέρνησης του κρατιδίου, τούς ανέβασαν σε 3.787. Οι τραυματίες ανήλθαν σε 558.125, από τους οποίους οι 13.900 παρουσίασαν μόνιμα προβλήματα αναπηρίας.

Ο πρόεδρος της μητρικής εταιρείας Γουόρεν Άντερσον, συνελήφθη μόλις έφθασε στην Ινδία και κατηγορήθηκε για εγκληματική αμέλεια, αλλά αφέθηκε ελεύθερος με χρηματική εγγύηση, λίγες ώρες αργότερα. Η επίσημη θέση της εταιρείας ήταν ότι επρόκειτο για σαμποτάζ, αλλά, οι κατοπινές έρευνες έδειξαν ότι η κακή λειτουργία και οι ελλιπείς κανόνες ασφαλείας του εργοστασίου οδήγησαν στην καταστροφή. Τό παραδέχθηκε και ο διευθυντής του εργοστασίου, που ανέφερε ότι το αέριο διέρρευσε όταν μια βαλβίδα της δεξαμενής έπαψε να λειτουργεί σωστά, εξαιτίας της αύξησης της πίεσης.

Ο πρωθυπουργός της Ινδίας Ρατζίβ Γκάντι δήλωσε ότι η καταστροφή ήταν το αποτέλεσμα ενός «ανεξέλεγκτου σχεδιασμού» και ότι θα ζητήσει αποζημίωση από την εταιρεία. Λίγο αργότερα, μια αγωγή για αποζημίωση της τάξης των 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων υπεβλήθη κατά της Union Carbide. Ύστερα από διαπραγματεύσεις, τον Φεβρουάριο του 1989 η εταιρεία συμφώνησε να καταβάλλει αποζημίωση ύψους 480 εκατ. δολαρίων (1 δισ. δολάρια με τιμές 2018). Στο ποινικό σκέλος της τραγωδίας, η Ινδία δεν κατόρθωσε να πετύχει την έκδοση του Άντερσον από τις ΗΠΑ προκειμένου να δικασθεί για ανθρωποκτονίες εξ αμελείας και στράφηκε κατά στελεχών της επιχείρησης, επτά από τα οποία καταδικάστηκαν, τον Ιούνιο του 2010, σε φυλάκιση δύο ετών και χρηματική ποινή 2.000 δολαρίων έκαστος.

Η Union Carbide, περισσότερο γνωστή στο ευρύ κοινό από τις μπαταρίες UCAR, πήρε την κάτω βόλτα και τα επόμενα χρόνια έγινε αντικείμενο πολλαπλών διασπάσεων και εξαγορών.


Πηγή

Τα Δεκεμβριανά (1944)

 Με την ονομασία αυτή είναι γνωστή η ένοπλη σύγκρουση, που έλαβε χώρα στην Αθήνα, μεταξύ του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ από τη μία πλευρά και των κυβερνητικών και βρετανικών δυνάμεων από την άλλη. 


Με την ονομασία αυτή είναι γνωστή η ένοπλη σύγκρουση, που έλαβε χώρα στην Αθήνα, μεταξύ του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ από τη μία πλευρά και των κυβερνητικών και βρετανικών δυνάμεων από την άλλη. Ξεκίνησε στις 3 Δεκεμβρίου 1944 με την αιματηρή κατάληξη του συλλαλητηρίου της Πλατείας Συντάγματος και τελείωσε τυπικά με την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουαρίου 1945. Ήταν το προανάκρουσμα του Εμφυλίου Πολέμου (1946 - 1949), αν και για ορισμένους ιστορικούς η εμφύλια διαμάχη είχε ξεκινήσει πριν από την Απελευθέρωση.

Η αντιπαράθεση αυτή προήλθε από το κενό εξουσίας, που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα μετά την αποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων κατοχής τον Οκτώβριο του 1944. Το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, υπό την καταλυτική επιρροή του ΚΚΕ και με νωπές τις αντιστασιακές δάφνες της Κατοχής, είχε ένα καλά συγκροτημένο στρατιωτικό σώμα και διεκδικούσε μερίδιο στην εξουσία, αν όχι όλη την εξουσία. Απέναντί του οι αστικές δημοκρατικές δυνάμεις ήταν τελείως αδύναμες να του αντιπαρατεθούν, όντας σχεδόν 9 χρόνια εκτός εξουσίας (Δικτατορία Μεταξά, Κατοχή), ενώ μεγάλο μέρος του κρατικού μηχανισμού έφερε τη στάμπα του δοσίλογου. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, η συνδρομή των Βρετανών, που ασκούσαν μεγάλη επιρροή στα ελληνικά πράγματα και ως συμμαχική δύναμη, ήταν εκ των ων ουκ άνευ για την επιβίωση της αστικής δημοκρατίας. Να μην ξεχνάμε ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη και τον Ειρηνικό συνεχιζόταν με σφοδρότητα ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, με τη ζυγαριά να κλείνει αποφασιστικά υπέρ των Συμμάχων.

Στις 18 Οκτωβρίου 1944 έφθασε στην Αθήνα ο Γεώργιος Παπανδρέου και δύο μέρες αργότερα σχημάτισε την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, στην οποία συμμετείχαν και έξι ΕΑΜικοί Υπουργοί. Ένα από τα πρώτα ζητήματα που έπρεπε να επιλύσει η νέα κυβέρνηση ήταν η αποστράτευση των αντιστασιακών οργανώσεων και η δημιουργία εθνικού στρατού. Στις 5 Νοεμβρίου ο Γεώργιος Παπανδρέου ανακοίνωσε ότι ύστερα από τη συνεργασία που είχε με τον στρατηγό Σκόμπι (επικεφαλής των Βρετανικών Δυνάμεων στην Ελλάδα), ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ θα αποστρατεύονταν ως τις 10 Δεκεμβρίου 1944.

Όμως, η απόφαση αυτή δεν άρεσε στο ΚΚΕ, καθώς μία ενδεχόμενη αποστράτευση του ΕΛΑΣ θα του αφαιρούσε ένα ισχυρό χαρτί στην πρόθεσή του να επιβάλει στην Ελλάδα ένα κομμουνιστικό καθεστώς σοβιετικού τύπου. Οι διαπραγματεύσεις για την αποστράτευση των αντιστασιακών οργανώσεων ναυάγησαν στις 28 Νοεμβρίου και την 1η Δεκεμβρίου οι Υπουργοί του ΕΑΜ αποχώρησαν από την κυβέρνηση Παπανδρέου. Ήταν φανερό ότι οι δύο πλευρές οδηγούνταν σε σύγκρουση, την οποία επιδίωκε το ΚΚΕ από τις 20 Νοεμβρίου με απόφαση του Πολιτικού του Γραφείου, σύμφωνα με νεώτερα στοιχεία.

Σε μία επίδειξη ισχύος, το ΕΑΜ διοργανώνει την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου ένα μεγάλο παναθηναϊκό συλλαλητήριο στην Πλατεία Συντάγματος, παρά την κυβερνητική απαγόρευση. Υπολογίζεται ότι πήραν μέρος πάνω από 100.000 άνθρωποι, ενώ κάποιοι ιστορικοί τους ανεβάζουν και στις 500.000. Το συλλαλητήριο βάφτηκε στο αίμα, καθώς οι διαδηλωτές δέχθηκαν καταιγισμό πυρών από την πλευρά των δυνάμεων ασφαλείας, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 30 άτομα και να τραυματισθούν 148.

Για το ποιος ήρξατο χειρών αδίκων υπάρχουν τρεις εκδοχές: α) ότι πυροβόλησε κάποιος από το πλήθος, με αποτέλεσμα να απαντήσουν οι αστυνομικές δυνάμεις, β) ότι πυροβόλησε απρόκλητα η αστυνομία και γ) ότι τα πυρά ήταν βρετανικά για τη δημιουργία προβοκάτσιας. Χρόνια αργότερα, στις 12 Δεκεμβρίου 1958, ο αστυνομικός διευθυντής Αθηνών κατά τη διάρκεια των «Δεκεμβριανών», Άγγελος Έβερτ (πατέρας του πολιτικού και αρχηγού της Ν.Δ. Μιλτιάδη Έβερτ), σε συνέντευξή στην εφημερίδα «Ακρόπολις» θα παραδεχτεί ότι ήταν αυτός που διέταξε τη βίαιη διάλυση της διαδήλωσης βάσει διαταγών που είχε λάβει, επειδή υπήρχε κίνδυνος κατάλυσης του κράτους.

Την επομένη, μετά τις κηδείες των θυμάτων, οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν, με τη συμμετοχή στρατιωτικών δυνάμεων του ΕΛΑΣ. Το ΕΑΜ συγκρότησε νέα διαδήλωση, με αποτέλεσμα να υπάρχουν κι άλλοι νεκροί. Το ίδιο βράδυ, ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου υπέβαλε την παραίτησή του, αλλά μεταπείστηκε από τους Άγγλους και παρέμεινε στη θέση του. Η πλάστιγγα άρχισε να γέρνει με το μέρος του ΕΛΑΣ, που έλεγχε σχεδόν όλη την Αθήνα, εκτός από το κέντρο της πρωτεύουσας. Οι δυνάμεις του ανέρχονταν σε περίπου 20.000 άνδρες (10.000 μάχιμους και άλλους τόσους εφεδρικούς). Η κυβέρνηση Παπανδρέου μπορούσε να υπολογίζει σε περίπου 10.000 μάχιμους, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν και οι άνδρες της εμπειροπόλεμης 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας, που είχε έλθει με δάφνες από το Ρίμινι με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Θρασύβουλο Τσακαλώτο (θείο του υπουργού Οικονομικών και στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ Ευκλείδη Τσακαλώτου) και φυσικά στη βρετανική δύναμη υπό τον υποστράτηγο Ρόναλντ Σκόμπι, που ήταν και η καλύτερα εξοπλισμένη απ’ όλους τους εμπλεκόμενους και αριθμούσε γύρω στους 5.000 άνδρες.

«Μη διστάσεις να ενεργήσεις σαν να ήσουν σε κατακτημένη πόλη, όπου γίνεται μία τοπική εξέγερση» τηλεγραφεί στον Σκόμπι ο βρετανός πρωθυπουργός Γουίνστον Τσόρτσιλ, που δεν διανοείτο ότι θα έχανε την Ελλάδα από τη σφαίρα επιρροής της Μεγάλης Βρετανίας. Την είχε κερδίσει με σκληρά παζάρια από τον Στάλιν στην περίφημη «Συμφωνία των Ποσοστών», που υπογράφτηκε στη Μόσχα στις 9 Οκτωβρίου, τρεις μέρες πριν από την αναχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα. Από την πλευρά του, ο σοβιετικός ηγέτης τήρησε το λόγο του, αποφεύγοντας να κατηγορήσει τον Τσόρτσιλ για ανάμιξη στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας, όπως έκαναν οι Αμερικανοί, αλλά δεν αποθάρρυνε την ηγεσία του ΚΚΕ, που δεν γνώριζε το «παζάρι της Μόσχας» και πίστευε βάσιμα σε συντροφική βοήθεια.

Η πρόθεση του ΕΛΑΣ στη Μάχη της Αθήνας ήταν να αφοπλίσει όσες αστυνομικές υπηρεσίες αντιστέκονταν, ώστε να αποδυναμώσει τον αντίπαλο. Ιδιαίτερα σκληρές μάχες δόθηκαν στην περιοχή Μακρυγιάννη για τον έλεγχο του Συντάγματος Χωροφυλακής που έδρευε εκεί (6 – 11 Δεκεμβρίου 1944). Όταν οι Βρετανοί κατάλαβαν ότι τα πράγματα λάμβαναν άσχημη τροπή γι’ αυτούς, αποφάσισαν να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους στην Αθήνα, αποσπώντας μονάδες από το μέτωπο της Ιταλίας. Από τα μέσα Δεκεμβρίου, οι κυβερνητικές δυνάμεις άρχισαν σταδιακά να κερδίζουν έδαφος. Οι Βρετανοί με επίλεκτους στρατιώτες, άρματα μάχης και αεροπορία, αφού πρώτα εξουδετέρωσαν τη δύναμη του ΕΛΑΣ στις ανατολικές συνοικίες της Αθήνας και ιδιαίτερα στο προπύργιό του, την Καισαριανή, άρχισαν να εκκαθαρίζουν το κέντρο της πόλης, όπου συνήφθησαν ομηρικές οδομαχίες στα στενοσόκακα γύρω από την Πλατεία Ομονοίας, στου Ψυρρή και το Μεταξουργείο.

Ο Τσόρτσιλ πίστευε ότι το ελληνικό πρόβλημα δεν μπορούσε να λυθεί με στρατιωτικά μέσα, αλλά μόνο με πολιτικά. Γι' αυτό, ανήμερα των Χριστουγέννων, ήλθε στην Αθήνα.

Σε αλλεπάλληλες συσκέψεις στο Υπουργείο Εξωτερικών (26 – 27 Δεκεμβρίου), στις οποίες συμμετείχαν και εκπρόσωποι του ΕΑΜ, αποφασίστηκε να ζητηθεί από τον εξόριστο Βασιλιά Γεώργιο Β' να ορίσει Αντιβασιλέα και συγκεκριμένα τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Δαμασκηνό (Παπανδρέου). Ήταν μία ευφυής κίνηση του άγγλου πολιτικού για να κρατήσει ενωμένες τις αστικές δυνάμεις, με τη γεφύρωση του χάσματος φιλομοναρχικών και βενιζελογενών δημοκρατικών.

Στα πολιτικά ζητήματα υπήρξε πλήρης διαφωνία. Ο Σιάντος απαίτησε να δοθούν στο ΕΑΜ σχεδόν τα μισά Υπουργεία, να διωχθούν από τον κρατικό μηχανισμό οι δοσίλογοι, να διαλυθεί η Χωροφυλακή, να γίνει δημοψήφισμα για το πολιτειακό το Φεβρουάριο και εκλογές τον Απρίλιο. Οι όροι, αρκούντως μαξιμαλιστικοί, απορρίφθηκαν απ' όλους τους πολιτικούς, καθώς πίστευαν ότι θα οδηγούσαν σε κομμουνιστικοποίηση του κράτους. Το ΚΚΕ έδειξε αδιαλλαξία, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι η έλευση του Τσόρτσιλ στην Αθήνα ήταν ένδειξη αδυναμίας και δεν προχώρησε σ’ ένα συμβιβασμό, που θα του επέτρεπε να διασώσει τις δυνάμεις του και να αποκτήσει σημαντικό μερίδιο της εξουσίας.

Στις 30 Δεκεμβρίου, ο βασιλιάς ενέδωσε στις αφόρητες πιέσεις των Βρετανών και ανακοίνωσε το διορισμό του Δαμασκηνού ως Αντιβασιλέα και την πρόθεσή του να επιστρέψει στην Ελλάδα, μόνο αν το θελήσει ο λαός. Ο Γεώργιος Παπανδρέου παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία και στις 3 Ιανουαρίου 1945 τον διαδέχθηκε ο Νικόλαος Πλαστήρας.

Στις 5 Ιανουαρίου 1945 οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Αθήνα, υπό την πίεση των υπέρτερων κυβερνητικών και βρετανικών δυνάμεων. Στις 11 Ιανουαρίου ο ΕΛΑΣ υπέγραψε ανακωχή με τους Βρετανούς και στις 12 Φεβρουαρίου 1945 έληξαν και τυπικά τα «Δεκεμβριανά», με τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Το ΕΑΜ είχε ηττηθεί στρατιωτικά και πολιτικά.



                 Πηγή

Η Ναυμαχία της Έλλης

 Ήταν η πρώτη από την εποχή του Αγώνα της Ανεξαρτησίας αναμέτρηση του ελληνικού και του τουρκικού στόλου, κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο.


Η Ναυμαχία της Έλλης ήταν η πρώτη από την εποχή του Αγώνα της Ανεξαρτησίας αναμέτρηση του ελληνικού και του τουρκικού στόλου, κατά τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο. Πραγματοποιήθηκε το πρωί της 3ης Δεκεμβρίου 1912 (16 Δεκεμβρίου με το νέο ημερολόγιο) στ' ανοιχτά του ακρωτηρίου Έλλη (Ελές-Μπουρνού στα τουρκικά) της χερσονήσου της Καλλίπολης, κοντά στην είσοδο των Στενών των Δαρδανελλίων. Διήρκεσε μία ώρα και έληξε με νίκη των ελληνικών δυνάμεων.

Τους πρώτους μήνες του Α' Βαλκανικού Πολέμου ο ελληνικός στόλος κυριαρχούσε στο Αιγαίο. Υπό την ηγεσία του Υδραίου υποναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη (1855-1935), αρχικά απελευθέρωσε τη Λήμνο και εγκατέστησε στον όρμο του Μούδρου το προκεχωρημένο αγκυροβόλιο του Στόλου. Ακολούθησε η απελευθέρωση του Αγίου Όρους, των νησιών του βορείου και ανατολικού Αιγαίου (Θάσος, Σαμοθράκη, Ίμβρος, Τένεδος, Άγιος Ευστράτιος, Μυτιλήνη, Χίος). Αντίθετα, ο τουρκικός στόλος υπό τη διοίκηση του ναυάρχου Ραμίζ Μπέη παρέμεινε προστατευμένος στα στενά των Δαρδανελίων, χωρίς να επιχειρήσει έξοδο στο Αιγαίο.

Στα τέλη Νοεμβρίου υπήρχαν πληροφορίες ότι ο τουρκικός στόλος θα επιχειρούσε έξοδο στο Αιγαίο. Το απόγευμα της 1ης Δεκεμβρίου ο ελληνικός στόλος υπό τον υποναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη απέπλευσε από το ορμητήριό του στον Μούδρο, όταν πληροφορήθηκε ότι το τουρκικό καταδρομικό «Μετζηδιέ» εθεάθη στην είσοδο των Δαρδανελλίων. Η περιπολία του ελληνικού στόλου κράτησε μέχρι το πρωί της 3ης Δεκεμβρίου 1912, χωρίς να φανεί κανένα ίχνος του εχθρού.








Το ναυτικό σήμα του Π. Κουντουριώτη


Στις 8 το πρωί της ημέρας αυτή κι ενώ ο ελληνικός στόλος είχε πορεία από βορρά προς νότο, έγινε αντιληπτή η έξοδος του τουρκικού στόλου στο Αιγαίο. Λίγο αργότερα αναγνωρίσθηκαν τα θωρηκτά «Χαϊρεδίν Βαρβαρόσας», ναυαρχίδα του Ραμίζ Μπέη, «Τουργκούτ Ρέις», «Μεσουντιέ», «Ασαρ -ι- Τεφίκ», το καταδρομικό «Μετζηδιέ» και μερικά αντιτορπιλλικά. Ο ελληνικός στόλος του Αιγαίου αποτελείτο από τη ναυαρχίδα «Αβέρωφ», τα τρία παλιά θωρηκτά «Ύδρα», «Σπέτσαι» και «Ψαρά», τα τέσσερα νεότευκτα ανιχνευτικά τύπου Λέων, τα δύο νεότευκτα αντιτορπιλλικά «Νέα Γενεά» και «Κεραυνός» και τα οκτώ παλαιότερα μικρά αντιτορπιλικά των τύπων Θύελλα και Νίκη.

Αμέσως σήμανε συναγερμός. Στις 8:55 ο Κουντουριώτης διατάσσει τα ανιχνευτικά να ταχθούν σε μια στήλη αριστερά και σε απόσταση 1000 μέτρων από τη γραμμή των ελληνικών θωρηκτών, ενώ τα υπόλοιπα αντιτορπιλικά πήραν θέσεις προς την πρύμνη των θωρηκτών. Στις 9:00 τα τουρκικά θωρηκτά στράφηκαν προς βορρά, πλέοντας κοντά στην ακτή, ώστε να εξασφαλίσουν την κάλυψη των πυροβόλων των επακτίων φρουρίων και να αυξήσουν τη δύναμη πυρός τους. Ακαριαία ήταν και η αντίδραση του ελληνικού στόλου, που άλλαξε πορεία και τέθηκε σε καταδίωξη του εχθρικού στόλου. Από τον «Αβέρωφ» εκπέμπεται τότε προς τα πλοία του ελληνικού στόλου το ιστορικό σήμα του ναυάρχου Κουντουριώτη: «Με τη βοήθεια του Θεού και τας ευχάς του Βασιλέως και εν ονόματι του Δικαίου, πλέω μεθ’ ορμής ακαθέκτου και με πεποίθησιν εις την Νίκην κατά του εχθρού του Γένους».

Οι πορείες των δύο στόλων άρχισαν να συγκλίνουν και στις 9:05 βρίσκονταν σε απόσταση 14 χιλιομέτρων. Ο Κουντουριώτης ανέμενε να αρχίσει πρώτος ο εχθρός το πυρ, θέλοντας να αποφύγει τη σπατάλη πυρομαχικών έως ότου η απόσταση μειωθεί, ώστε να επιτρέπει δραστική βολή. Πράγματι στις 9:22 η τουρκική ναυαρχίδα άνοιξε πρώτη πυρ από απόσταση 12.500 μέτρων. Ο «Αβέρωφ» ανταπέδωσε τα πυρά και η μάχη γενικεύτηκε. Από το ξεκίνημα της σύγκρουσης τα τουρκικά θωρηκτά συγκέντρωσαν τα πυρά τους στη νεότευκτη ναυαρχίδα του ελληνικού στόλου. Το πυρ τους ήταν αρκετά ταχύ και πυκνό, δεν συνδυαζόταν όμως με την ανάλογη ακρίβεια. Αλλά και τα πυρά του ελληνικού στόλου δεν ήταν πολύ ακριβέστερα. Ο «Αβέρωφ» ρίχτηκε στη μάχη χωρίς να έχει προλάβει να εκτελέσει ασκήσεις πυρών μάχης, τα δε παλαιά θωρηκτά είχαν πανάρχαια πυροβόλα με πρωτόγονα μέσα σκόπευσης και διεύθυνσης βολής.








Ο Χάρτης της Ναυμαχίας της Έλλης


Στις 9:35 η απόσταση μεταξύ των δύο αντιπάλων είχε κατέλθει στα 9.500 μέτρα. Τότε ο ναύαρχος Κουντουριώτης αποφάσισε να θέσει σε εφαρμογή ένα σχέδιο, που από καιρό είχε ωριμάσει μέσα του, δηλαδή να να εκμεταλλευτεί την υπεροχή ταχύτητας της ναυαρχίδας του για να υπερφαλαγγίσει από πρώρας την εχθρική παράταξη, εφαρμόζοντας τον «ελιγμό Ταυ», που πρώτος είχε εφαρμόσει ο γιαπωνέζος ναύαρχος Τόγκο κατά του ρωσικού στόλου στη Ναυμαχία της Τσουσίμα (27-28 Μαΐου 1905). Αποφάσισε να δράσει ανεξάρτητα από τον λοιπό στόλο, υψώνοντας το σχετικό σήμα Ζ και διέταξε τον κυβερνήτη της ναυαρχίδας του Σοφοκλή Δούσμανη να αυξήσει την ταχύτητα μέχρι το μέγιστο και όρμησε ακάθεκτος κατά του εχθρού.

Ο Τούρκος ναύαρχος, αιφνιδιασμένος από τον ελιγμό του αντιπάλου του, διατάσσει διαδοχική στροφή των πλοίων κατά 180 μοίρες προς τα δεξιά. Η εξέλιξη αυτή σήμανε τη διάσπαση της γραμμής και την άτακτη υποχώρησή του προς τα Στενά γύρω στις 10:00. Η ευκαιρία ήταν μοναδική για τον «Αβέρωφ» να καταδιώξει τα υποχωρούντα τουρκικά πλοία και να πετύχει αποφασιστικό πλήγμα κατά του εχθρικού στόλου. Δυστυχώς, όμως, η ταχύτητα πυρός του είχε μειωθεί δραστικά, εξαιτίας προβλημάτων στα κλείστρα των πυροβόλων. Την ίδια ώρα, τα υπόλοιπα λοιπά ελληνικά πλοία έβαλαν κατά των υποχωρούντων τουρκικών από απόσταση 5.000 μέτρων. Στις 10:25 το πυρ έπαυσε από τα ελληνικά πλοία, καθώς τα τουρκικά χάθηκαν στα στενά των Δαρδανελλίων.

Η Ναυμαχία της Έλλης είχε τελειώσει με μία ακόμη λαμπρή σελίδα να προστίθεται στη ναυτική ιστορία της Ελλάδας. Ο ελληνικός στόλος παρέμεινε κοντά στα Στενά έως τις 14:30, οπότε αποχώρησε με πορεία προς τον Μούδρο, όπου κατέπλευσε νωρίς το βράδυ.

Η επικράτηση του ελληνικού στόλου οφειλόταν κατά ένα μεγάλο μέρος στον τολμηρό ελιγμό του Κουντουριώτη, αλλά και την υπεροχή του «Αβέρωφ» έναντι των πλοίων του τουρκικού στόλου. Η ενέργεια αυτή του Έλληνα ναυάρχου είχε ως αποτέλεσμα να βρεθεί ο «Αβέρωφ» μέσα στο βεληνεκές των επάκτιων πυροβόλων και να υποστεί ορισμένες επιφανειακές βλάβες στα υπερστεγάσματα. Τα τουρκικά πλοία είχαν βαρύτερες ζημιές, αλλά και απώλειες στο έμψυχο δυναμικό τους, με 58 νεκρούς και 40 τραυματίες. Οι ελληνικές απώλειες ανήλθαν σε ένα νεκρό υπαξιωματικό, τον σηματωρό Κατζιτζάρη και τον ανθυποπλοίαρχο Μαμούρη, που πέθανε λίγες ημέρες αργότερα από μόλυνση του τραύματός του. Οι τραυματίες ανήλθαν στους επτά.

Η Ναυμαχία της Έλλης αποτέλεσε στρατηγικής σημασίας νίκη του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού. Ο έλεγχος του Αιγαίου παγιώθηκε, ενώ οι Τούρκοι δεν μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν τον θαλάσσιο δρόμο, ώστε να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους που μάχονταν σε Μακεδονία και Θράκη.



                Πηγή