Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2021

Η Μάχη της Πέτρας

 Ήταν η τελευταία μάχη του Αγώνα για την ελληνική ανεξαρτησία. Έλαβε χώρα στις 12 Σεπτεμβρίου 1829 στην Πέτρα της Βοιωτίας, μεταξύ Θήβας και Λιβαδειάς...

Δημήτριος Υψηλάντης

Η Μάχη της Πέτρας υπήρξε η τελευταία μάχη του Αγώνα για την ελληνική ανεξαρτησία. Έλαβε χώρα στις 12 Σεπτεμβρίου 1829 στην Πέτρα της Βοιωτίας, μεταξύ Θήβας και Λιβαδειάς. Την εποχή εκείνη ήταν μία στενή δίοδος, που σχημάτιζαν οι όχθες της Λίμνης Κωπαΐδας και το βουνό Ζαγαρά (Ελικών). Επικεφαλής των ελληνικών δυνάμεων ήταν ο Δημήτριος Υψηλάντης, που κατά περίεργη συγκυρία έθεσε τέρμα στον Αγώνα, τον οποίον είχε αρχίσει ο αδελφός του, Αλέξανδρος, με τη διάβαση του Προύθου στις 24 Φεβρουαρίου 1821.

Το καλοκαίρι του 1829, η Πελοπόννησος με τα νησιά και μεγάλο μέρος της Στερεάς Ελλάδας είχαν απελευθερωθεί. Τη διακυβέρνηση των περιοχών αυτών είχε αναλάβει με απόφαση της Εθνοσυνέλευσης ο Ιωάννης Καποδίστριας. Πρώτο μέλημα του Κυβερνήτη ήταν η δημιουργία τακτικού στρατού και η εκκαθάριση της Στερεάς Ελλάδας από τα υπολείμματα των Οθωμανών. Ο Καποδίστριας είχε πληροφορίες ότι στο μελλοντικό ελληνικό κράτος θα συμπεριλαμβάνονταν όσες περιοχές θα είχαν απελευθερωθεί δι' ιδίων δυνάμεων.

Οι Έλληνες ήταν απογοητευμένοι με τη Συνθήκη του Λονδίνου (10/3/1829), που προέβλεπε ελληνικό κράτος με σύνορα τη γραμμή Παγασητικού - Αμβρακικού, υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου. Όμως, το ξέσπασμα του ρωσοτουρκικού πολέμου τούς αναπτέρωσε το ηθικό, καθώς πίστευαν ότι η φορά των πραγμάτων θα ήταν διαφορετική και η εθνική ανεξαρτησία δεν θα αργούσε.

Τον Αύγουστο του 1829 ο τουρκαλβανός πολέμαρχος Ασλάν Μπέης Μουχουρδάρης, σταλμένος από τη Λάρισα με 4.000 άνδρες, προέλασε ανενόχλητος και διαμέσου Λαμίας και Θήβας έφθασε στην Αθήνα. Στόχος του, να ανεφοδιάσει τη φρουρά της Ακροπόλεως και στη συνέχεια να οδηγήσει στη Θράκη όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις για την αντιμετώπιση του ρωσικού κινδύνου. Αφού συγκέντρωσε περί τους 7.000 άνδρες, άρχισε την προς βορρά πορεία του. Μαζί του ήταν και ο Οσμάναγας Ουτσιάκαγας, επικεφαλής των τουρκικών δυνάμεων της Αττικής.

Ο Υψηλάντης είχε πληροφορηθεί έγκαιρα τις προθέσεις των Τούρκων και επέλεξε τη στενή δίοδο της Πέτρας για να εμποδίσει το πέρασμα του εχθρού, που διέθετε πυροβολικό και ισχυρές δυνάμεις πεζικού και ιππικού. Η ελληνική δύναμη εμφανίσθηκε στην περιοχή στις 28 Αυγούστου. Ανερχόταν σε περίπου 3.000 άνδρες και ήταν χωρισμένη σε 4 χιλιαρχίες. Για πρώτη, ίσως, φορά οι Έλληνες παρουσίασαν τακτικό στρατό, που οφείλεται στις στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις του Καποδίστρια, με τη δημιουργία το 1828 του Λόχου των Ευελπίδων. Ο Υψηλάντης είχε σχέδιο για τη μάχη, προχωρώντας σε πρώτη φάση στην κατασκευή οχυρωματικών έργων.

Το απόγευμα της 10ης Σεπτεμβρίου φάνηκε, επιτέλους, ο τουρκικός στρατός, που στρατοπέδευσε σε μικρή απόσταση από τις ελληνικές δυνάμεις. Τα χαράματα της 12ης Σεπτεμβρίου το σύνολο των τουρκικών δυνάμεων κινήθηκε εναντίον των ελληνικών οχυρωματικών θέσεων. Ένα βήμα πριν από την εισπήδηση των οχυρωμάτων, οι Τούρκοι δέχτηκαν καταιγισμό πυρών από τους Έλληνες, οι οποίοι στη συνέχεια βγήκαν από τα χαρακώματα και με τα ξίφη τους επέπεσαν επί των επιτιθεμένων. Οι τουρκαλβανοί άτακτοι γρήγορα υποχώρησαν, παρασύροντας και τους υπόλοιπους Τούρκους, που κινδύνευαν να περικυκλωθούν.

Η Μάχη της Πέτρας, παρότι δεν επέφερε την τελειωτική ήττα του εχθρού, αποτελεί οπωσδήποτε λαμπρή νίκη των ελληνικών όπλων. Το ηθικό των Τούρκών καταρρακώθηκε, ενώ δεν πέτυχαν και τον στόχο τους να διαβούν το στενά. Οι απώλειες και από τις δύο πλευρές δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλες. Οι Έλληνες είχαν 3 νεκρούς και 12 τραυματίες, ενώ οι Τούρκοι άφησαν στο πεδίο της μάχης περίπου 100 νεκρούς και 4 σημαίες.

Την επομένη της μάχης (13 Σεπτεμβρίου) ο τούρκος διοικητής Οσμάναγας Ουτσιάκαγας, που ενδιαφερόταν να εκτελέσει τις διαταγές της Πύλης και να βρεθεί στη Θράκη, προσφέρθηκε να συνθηκολογήσει με τους Έλληνες, προκειμένου να περάσει τα στενά της Πέτρας. Οι Έλληνες δέχθηκαν, υπό τον όρο να παραδώσουν την περιοχή από τη Λιβαδιά ως τις Θερμοπύλες και την Αλαμάνα. Έπειτα από διαπραγματεύσεις που κράτησαν όλη τη μέρα, η συνθήκη υπογράφηκε τη νύχτα της 13ης προς τη 14η Σεπτεμβρίου.

Οι Τούρκοι θα παραχωρούσαν όλη την Ανατολική Στερεά Ελλάδα, εκτός από την Αθήνα και τη Χαλκίδα. Οι Έλληνες, από την πλευρά τους, ανέλαβαν την υποχρέωση να αφήσουν τον εχθρό να διέλθει ακωλύτως από το στενό της Πέτρας. Και εκτέλεσαν στο ακέραιο τα συμφωνηθέντα το πρωί της 14ης Σεπτεμβρίου 1829. Την ίδια ημέρα οι ηττημένοι του ρωσσοτουρκικού πολέμου, Τούρκοι, υπέγραφαν τη συνθήκη της Ανδριανουπόλεως με την οποία ουσιαστικά αναγνώριζαν την ανεξαρτησία της Ελλάδας.

Η Μάχη της Πέτρας έχει ιδιαίτερη αξία, γιατί ήταν η πρώτη και μοναδική φορά κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του '21, που μία επίλεκτη τουρκική στρατιά συνθηκολόγησε επί του πεδίου της μάχης.




Πηγή


Η πρώτη αεροπειρατεία στην Ελλάδα

 Η πρώτη αεροπειρατεία στην Ελλάδα και μία από τις πρώτες παγκοσμίως, έγινε από 6 νεαρούς κομουνιστές στις 12 Σεπτεμβρίου 1948, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου.

Το αεροσκάφος στο οποίο σημειώθηκε η αεροπειρατεία. Στο κέντρο διακρίνεται ο πιλότος Α. Ηγουμενάκης

Η πρώτη αεροπειρατεία στην Ελλάδα και μία από τις πρώτες παγκοσμίως, έγινε από 6 νεαρούς κομουνιστές στις 12 Σεπτεμβρίου 1948, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου.

Στα μέσα Αυγούστου του 1948 ο κλοιός ήταν ασφυκτικός για έξι νεαρούς Θεσσαλονικείς, μέλη της ΕΠΟΝ, που κατηγορούνταν από τις αρχές για ενέργειες σαμποτάζ. Τα ονόματά τους:

  • Αλέξανδρος Κουφουδάκης, 21 ετών
  • Δημήτριος Κουφουδάκης, 23 ετών
  • Αχιλλέας Κετιμλίδης, 19 ετών
  • Αντώνης Βογιάζος, 18 ετών
  • Γιώργος Κέλας, 17 ετών
  • Σπύρος Χελμιάδης, 18 ετών

Προσπαθώντας να ξεφύγουν από τους διώκτες τους, οι έξι νεαροί κατέφυγαν στην Αθήνα, με απώτερο σκοπό να διαφύγουν σε κάποια γειτονική σοσιαλιστική χώρα και στη συνέχεια να επαναπροωθηθούν στην Ελλάδα για να πολεμήσουν στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού. Ψάχνοντας τρόπους να υλοποιήσουν το σχέδιό τους, τους κατέβηκε η ιδέα να καταλάβουν ένα αεροπλάνο της πολιτικής αεροπορίας και να το οδηγήσουν στη Γιουγκοσλαβία. Σχέδιο παράτολμο, αλλά και «πρωτοποριακό» για την εποχή.

Η περιπέτειά τους ξεκίνησε στις 12 Σεπτεμβρίου 1948 από το αεροδρόμιο του Ελληνικού. Αφού εξασφάλισαν εισιτήρια, οι έξι επονίτες επιβιβάστηκαν στη μεσημεριανή πτήση της ΤΑΕ (προδρόμου της Ολυμπιακής Αεροπορίας) για Θεσσαλονίκη. Στο αεροπλάνο, τύπου DC-3 (Ντακότα), επέβαιναν συνολικά 21 άτομα (τετραμελές πλήρωμα και 17 επιβάτες).

Λίγα λεπτά μετά την απογείωσή του κι ενώ το αεροπλάνο πετούσε πάνω από τη βόρεια Εύβοια, οι τέσσερις από τους έξι νεαρούς μπήκαν στον θάλαμο διακυβέρνησης και αφού τραυμάτισαν με σουγιά τον συγκυβερνήτη και τον ασυρματιστή, ανάγκασαν τον κυβερνήτη Αθανάσιο Ηγουμενάκη να οδηγήσει το αεροπλάνο προς τα γιουγοσλαβικά σύνορα. O Ηγουμενάκης προσπάθησε να παραπλανήσει τους αεροπειρατές, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Έτσι, ακολουθώντας το ποτάμι του Αξιού κατόρθωσε να προσγειώσει τελικά το αεροπλάνο σε μία λωρίδα γης στην τοποθεσία Μπούργκα, 60 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά των Σκοπίων. Μετά την αποβίβαση των έξι αεροπειρατών, οι χειριστές κατόρθωσαν να απογειώσουν το αεροπλάνο και να φτάσουν στη Θεσσαλονίκη γύρω στις 5 το απόγευμα, 4 ώρες και 27 λεπτά μετά την αναχώρησή του από την Αθήνα.

Οι έξι αεροπειρατές δικάσθηκαν ερήμην από το Έκτακτο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης και καταδικάσθηκαν σε θάνατο. Δύο από αυτούς, ο Σπύρος Χελμιάδης και ο Αχιλλέας Κετιμλίδης επέστρεψαν παράνομα στην Ελλάδα και σκοτώθηκαν σε μάχες του Εμφυλίου Πολέμου. Οι υπόλοιποι τέσσερις έζησαν για πολλά χρόνια σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Ο πιο γνωστός απ’ όλους είναι ο Αντώνης Βογιάζος (1930-1992), που σπούδασε σκηνοθεσία στη Σοβιετική Ένωση και μετά τη μεταπολίτευση, όταν επαναπατρίστηκε, είχε σημαντικές τηλεοπτικές επιτυχίες στο ενεργητικό του.

Σχετικά

Το 1987 ο σκηνοθέτης Κώστας Κουτσομύτης μετέφερε στη μεγάλη οθόνη το περιστατικό της αεροπειρατείας, με τίτλο «Ο Κλοιός».









Η Μάχη του Μαραθώνα

 Περίφημη μάχη, που έγινε τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο του 490 π.Χ. στην πεδιάδα του Μαραθώνα, μεταξύ των Αθηναίων και των Πλαταιέων με αρχηγό τον Μιλτιάδη και των Περσών με αρχηγούς τον Δάτι και τον Αρταφέρνη...


Περίφημη μάχη, που έγινε τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο του 490 π.Χ. στην πεδιάδα του Μαραθώνα, μεταξύ των Αθηναίων και των Πλαταιέων με αρχηγό τον Μιλτιάδη και των Περσών με αρχηγούς τον Δάτι και τον Αρταφέρνη. Η κύρια πηγή πληροφόρησης για τη Μάχη του Μαραθώνα, όπως και για το σύνολο των Περσικών Πολέμων, παραμένει ο Ηρόδοτος, ο αποκαλούμενος «πατέρας της ιστορίας». Όσον αφορά την ακριβή ημερομηνία της μάχης, ο Γερμανός φιλόλογος Φίλιπ Άουγκουστ Μπεκ (1785 -1867) πρότεινε το 1855 τη 12η Σεπτεμβρίου, η οποία από τότε επικράτησε ως η συμβατική ημερομηνία για τη Μάχη του Μαραθώνα.

Το 490 π.Χ. έγινε η δεύτερη περσική εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας, με σκοπό να τιμωρηθούν οι Αθηναίοι και οι Ερετριείς, επειδή είχαν βοηθήσει τους Ίωνες να ξεσηκωθούν κατά των Περσών. Παράλληλα, όμως, ήταν και η αρχή για την πραγματοποίηση του σχεδίου υποταγής ολόκληρης της Ελλάδας από τον Δαρείο. Μαζί τους, οι Πέρσες είχαν ως οδηγό και σύμβουλο τον πρώην τύραννο της Αθήνας Ιππία, γιο του Πεισίστρατου.

Ο Περσικός στόλος με το στρατό ακολούθησε αυτή τη φορά διαφορετικό δρόμο σε σχέση με την πρώτη εκστρατεία του Μαρδόνιου (492 π.Χ). Από την Κιλικία, όπου συγκεντρώθηκε, έπλευσε στη Σάμο, πέρασε από τις Κυκλάδες κι έφθασε στην Ερέτρια. Μετά την κατάληψη της Ερέτριας, οι Πέρσες είχαν στόχο να υποτάξουν την Αθήνα και να επαναφέρουν στην αρχή τον πιστό σ’ αυτούς Ιππία. Με την καθοδήγηση του ηλικιωμένου άνδρα πέρασαν από την Ερέτρια απέναντι στον Μαραθώνα και στην αμμώδη παραλία του σημερινού Σχοινιά.


Την εκλογή του τόπου επέβαλαν από κοινού πολιτικά κριτήρια (οι φτωχοί κάτοικοι της περιοχής, οι Διάκριοι, υποστήριζαν τους Πεισιστρατίδες) και στρατηγικοί λόγοι (η πεδιάδα ήταν κατάλληλη για τη δράση του περσικού ιππικού). Από την πλευρά των Αθηναίων η αποστολή του στρατού τους στον Μαραθώνα αποτελούσε στρατηγική επιλογή, καθώς η Αθήνα δεν περιστοιχιζόταν από ισχυρά τείχη και δεν διέθετε στόλο για να αντιμετωπίσει τον ανεφοδιασμό σε περίπτωση πολιορκίας. Εξάλλου, η πεδιάδα προσφερόταν για τη δράση της αθηναϊκής φάλαγγας.

Οι Αθηναίοι ζήτησαν τη βοήθεια των Σπαρτιατών, με αγγελιοφόρο τον Φειδιππίδη. Οι Σπαρτιάτες, αν και δέχτηκαν, δεν έστειλαν εγκαίρως βοήθεια (οι 2.000 άνδρες που υποσχέθηκαν έφθασαν στο Μαραθώνα την επομένη της μάχης). Ο λόγος που επικαλέστηκαν ήταν θρησκευτικός. Γιόρταζαν τα Κάρνια και δεν μπορούσαν να εκστρατεύσουν πριν από την πανσέληνο. Ο Πλάτωνας, όμως, αναφέρει (Νόμοι 3, 698 Ε) ότι δίσταζαν να υλοποιήσουν τη δέσμευσή τους προς τους Αθηναίους, επειδή βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση με τους Μεσσηνίους και τους είλωτες. Στο κάλεσμα των Αθηναίων ανταποκρίθηκαν μόνο οι Πλαταιείς με 1.000 άνδρες.

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Αθηναίοι στρατοπέδευσαν στο Ηράκλειο του Μαραθώνος, στις βορειοανατολικές υπώρειες του όρους Αγριελίκι, όπου υπήρχε νερό και μπορούσαν να ελέγξουν τον ορεινό όγκο προς την Αθήνα και να υποχωρήσουν σε περίπτωση ήττας. Από το ύψωμα, επίσης, μπορούσαν να παρακολουθούν τις κινήσεις του εχθρού. Η δύναμη των Αθηναίων, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, ανερχόταν σε 10.000 και των Πλαταιέων σε 1.000 άνδρες, ενώ των Περσών σε 44.000 με 55.000 άνδρες (νεώτερες εκτιμήσεις τους υπολογίζουν σε 26.000). Οι στρατηγοί των Αθηναίων είχαν διχαστεί, καθώς μερικοί δεν ήθελαν να ξεκινήσει η μάχη, προτού έλθει η βοήθεια των Σπαρτιατών. Τελικά, ο Μιλτιάδης τούς έπεισε να επιτεθούν αμέσως κατά των Περσών και του ανατέθηκε η αρχιστρατηγία.

Η έναρξη της επίθεσης ορίστηκε για το πρωί, προκειμένου να επιτευχθεί ο αιφνιδιασμός των αντιπάλων. Η σύγκρουση έγινε στην ομαλή περιοχή κοντά στον τύμβο, όπου βρισκόταν το περσικό στρατόπεδο. Οι Αθηναίοι έπρεπε να διατρέξουν απόσταση 8 σταδίων (περίπου 1,5 χιλιομέτρου) προς τις εχθρικές γραμμές για να αποφευχθούν κατά το δυνατόν οι βολές από τους τοξότες που διέθεταν οι αντίπαλοι. Οι οπλίτες ήταν παρατεταγμένοι σε πλάτος ίσο με αυτό της περσικής δύναμης. Οι πτέρυγες ήταν ενισχυμένες, ενώ το κέντρο, όπου αντιστοιχούσε το ισχυρότερο τμήμα του περσικού στρατού, ήταν ασθενές. Στο αριστερό άκρο, όπως έβλεπαν προς τον εχθρό, βρίσκονταν οι Πλαταιείς. Στο δεξιό άκρο έλαβε τη θέση του, σύμφωνα με την παλιά συνήθεια, ο πολέμαρχος Καλλίμαχος. Το ανίσχυρο κέντρο οδηγούσαν ο Αριστείδης και ο Θεμιστοκλής, που διέθεταν την απαραίτητη στρατιωτική ικανότητα, ώστε να καλύψουν την εύθραυστη αυτή γραμμή και να καθοδηγήσουν την προγραμματισμένη υποχώρηση.


Όπως είχε σχεδιαστεί, το ελληνικό κέντρο εξασθένησε, αλλά οι πτέρυγες αναπτύχθηκαν και περικύκλωσαν τους Πέρσες, που τελικά τράπηκαν σε φυγή. Μέσα στη σύγχυση, πολλοί Πέρσες που δεν γνώριζαν την περιοχή, έπεφταν στο μεγάλο έλος, όπου οι απώλειες ήταν βαριές. Οι περισσότεροι, όμως, έτρεχαν στα πλοία που ήταν αναπτυγμένα στην ακτή του Σχοινιά. Στη συμπλοκή σώμα με σώμα που ακολούθησε, καθώς οι Πέρσες προσπαθούσαν να επιβιβαστούν στα πλοία και οι Αθηναίοι να τους εμποδίσουν και να τα κάψουν, έπεσαν ο πολέμαρχος Καλλίμαχος, ο στρατηγός Στησίλαος και ο Κυναίγειρος, αδελφός του τραγικού ποιητή Αισχύλου.

H ηρωική μορφή του Κυναίγειρου έμεινε μοναδικό παράδειγμα ανδρείας και αυταπάρνησης στην Ιστορία. Όταν οι νικημένοι Πέρσες έτρεξαν πανικόβλητοι στα καράβια τους για να σωθούν, ο Κυναίγειρος άρπαξε με τα στιβαρά χέρια του ένα καράβι και προσπάθησε να το συγκρατήσει για να μην αποπλεύσει και να προφτάσουν έτσι οι συμπολεμιστές του να το καταλάβουν. Τότε, ένας Πέρσης του έκοψε το χέρι, αλλά ο Κυναίγειρος έπιασε το πλοίο με το άλλο του χέρι. Όταν ο Πέρσης του έκοψε και το δεύτερο χέρι, ο Κυναίγειρος γράπωσε το πλοίο με τα δόντια του. Ο γενναίος Αθηναίος εγκατέλειψε την προσπάθεια, όταν ο Πέρσης στρατιώτης του έκοψε το κεφάλι.

Κι ενώ εξακολουθούσε η μάχη γύρω από τα πλοία των Περσών, ο αγγελιοφόρος Φειδιππίδης έφυγε πεζός από τον Μαραθώνα για να φέρει τη χαρμόσυνη είδηση της νίκης στους Αθηναίους. Υπερέβαλε εαυτόν κατά τη διαδρομή και μόλις αναφώνησε «Νενικήκαμεν» ενώπιον των συμπολιτών του, έπεσε νεκρός από την εξάντληση. Ο Ηροδότος δεν αναφέρει κάτι σχετικό, αλλά ο θρύλος αυτός διαδόθηκε μεταγενέστερα από τον ιστορικό Πλούταρχο (ο Φειδιππίδης αναφέρεται ως Θέρσιππος) και στη συνέχεια από τον ρητοροδιδάσκαλο και συγγραφέα Λουκιανό τον Σαμοσατέα, που αναφέρει τον Φειδιππίδη ως Φιλιππίδη.

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Αθηναίοι έχασαν στη μάχη 192 άνδρες και οι Πλαταιείς 11, ενώ οι απώλειες των Περσών ανήλθαν σε 6.400 νεκρούς και 7 βυθισμένα πλοία. Νεώτερες εκτιμήσεις, που αναφέρει η Wikipedia στο σχετικό αγγλικό λήμμα, ανεβάζουν τους νεκρούς των ελληνικών δυνάμεων σε 1.000 - 3.000 και υποβιβάζουν αυτές των Περσών στις 4.000 - 5.000.

Οι Αθηναίοι, αφού έθαψαν τους νεκρούς τους στον Μαραθώνα, ανήγειραν μνημείο από λευκή πέτρα, πάνω στο οποίο χαράχτηκε το επίγραμμα του λυρικού ποιητή Σιμωνίδη του Κείου:

Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι
χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν.

Μετά την ήττα τους στο Μαραθώνα, οι Πέρσες έπλευσαν με το στόλο τους προς την Αθήνα, ελπίζοντας να τη βρουν αφρούρητη και να την καταλάβουν. Ο Μιλτιάδης, όμως, πρόλαβε να οδηγήσει έγκαιρα το στρατό στην πόλη κι έτσι οι Πέρσες αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ασία.

Η νίκη των Αθηναίων στο Μαραθώνα:

  • Διέλυσε τον μύθο του αήττητου των Περσών και αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων.
  • Έδειξε την ανωτερότητα της ελληνικής πολεμικής τακτικής και ανέδειξε τη στρατιωτική μεγαλοφυΐα του Μιλτιάδη.
  • Ανέδειξε την πόλη τους σε δεύτερη δύναμη στην Ελλάδα, μετά τη Σπάρτη.
  • Ανέκοψε την προσπάθεια παλινόρθωσης της τυραννίας στην Αθήνα.
  • Εξασφάλισε τον αναγκαίο χρόνο, ώστε οι Έλληνες να προετοιμαστούν για τη συνέχιση του αγώνα τους κατά των Περσών.
  • Διέσωσε τον πολιτισμό τους κι έσωσε την Ευρώπη από το βάρβαρο ασιατισμό της εποχής εκείνης. Όπως είπε ο σπουδαίος βρετανός φιλόσοφος και οικονομολόγος Τζον Στιούαρτ Μιλ «η μάχη του Μαραθώνα υπήρξε, ακόμα και για τη βρετανική ιστορία, σημαντικότερη κι από τη μάχη του Χέιστινγκς».

Λαϊκές παραδόσεις ή μύθοι περιέβαλαν από πολύ νωρίς τη νίκη των Αθηναίων στον Μαραθώνα, ενώ η πίστη πως οι θεοί παρουσιάστηκαν και βοήθησαν στη μάχη ήταν διάχυτη. Εκτός από την ιστορία με τον Φειδιππίδη, ο Πλούταρχος αναφέρει ότι οι στρατιώτες είδαν το φάντασμα του μυθικού βασιλιά της Αθήνας Θησέα με πλήρη στρατιωτική εξάρτυση να καθοδηγεί και να οδηγεί τον ελληνικό στρατό προς τη νίκη. Ο Παυσανίας αφηγείται ότι κατά τη διάρκεια της μάχης εμφανίστηκε ένας αγρότης, που κρατούσε ένα άροτρο και «θέρισε» αρκετούς Πέρσες. Μετά τη μάχη, όταν τον αναζήτησαν, δεν το βρήκαν. Ρώτησαν το μαντείο, από το οποίο έλαβαν την απάντηση ότι πρέπει να τιμήσουν τον Εχετλαίο (εχέτλη = λαβή αρότρου). Σύμφωνα με τον ρωμαίο ιστορικό Κλαύδιο Αιλιανό, στη μάχη πήρε μέρος κι ένας σκύλος, που πολέμησε γενναία στο πλευρό του αφεντικού του.

Σχετικά

  • Εμπνευσμένος από τη διαδρομή του Φειδιππίδη από τον Μαραθώνα στην Αθήνα για να μεταφέρει το άγγελμα της νίκης είναι ο Μαραθώνιος δρόμος, που ως αγώνισμα δεν υπήρχε στην αρχαιότητα. Η ιδέα γέννησης αυτού του αθλήματος και η ένταξή του στους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες οφείλεται στον Γάλλο γλωσσολόγο και ελληνιστή Μισέλ Μπράλ, φίλο του Πιερ ντε Κουμπερτέν, που πρότεινε κατά την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896 στην Αθήνα «την επανάληψη του διάσημου εκείνου δρόμου που εξετέλεσε ο στρατιώτης του Μαραθώνος».
  • Το Σπάρταθλον, ο ετήσιος διεθνής αγώνας υπερμαραθωνίου δρόμου 245,3 χιλιομέτρων, που διεξάγεται από το 1983 στη διαδρομή Αθήνα – Σπάρτη, αναβιώνει την πορεία του αγγελιοφόρου Φειδιππίδη, που εστάλη από τους Αθηναίους για να ζητήσει βοήθεια από τη Σπάρτη, λίγες ημέρες πριν από τη Μάχη του Μαραθώνα.
  • Ο σπουδαίος τραγικός ποιητής Αισχύλος θεωρούσε ως μεγαλύτερο επίτευγμά του τη συμμετοχή του στη Μάχη του Μαραθώνα, παρά τα θεατρικά του έργα. Γι’ αυτό στον τάφο του υπήρχε το επίγραμμα:
    «Αισχύλον Εοφορίωνος Αθηναίον τόδε κεύθει
    μνήμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας·
    αλκήν δ’ ευδόκιμον Μαραθώνιον άλσος αν είποι
    και βαθυχαιτήεις Μήδος επιστάμενος».
  • Το 1959 ο Γάλλος σκηνοθέτης Ζακ Τουρνέρ γύρισε την ταινία «Η Μάχη του Μαραθώνα» με πρωταγωνιστή τον Στιβ Ριβς στο ρόλο του Φειδιππίδη.
  • Στις 8 Δεκεμβρίου 2010, κατά την 2500η επέτειο του γεγονότος, η Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ με ψήφισμά της αναγνώρισε ότι η μάχη του Μαραθώνα αποτελεί μία από τις σημαντικότερες μάχες στην ιστορίας της ανθρωπότητας.