Παρασκευή 20 Αυγούστου 2021

Νικόλας Άσιμος

 Αντισυμβατικός τραγουδοποιός. Γεννήθηκε το 1949 στη Θεσσαλονίκη και το πραγματικό όνομά του ήταν Νικόλαος Ασημόπουλος...

Νικόλας Άσιμος (1949 – 1988)

Ο τραγουδοποιός Νικόλας Άσιμος γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου του 1949 στη Θεσσαλονίκη. Το πραγματικό του όνομα ήταν Νικόλαος Ασημόπουλος. Οι γονείς του ήταν από την Κοζάνη, όπου ο Νικόλας έζησε τα παιδικά του χρόνια και τελείωσε το σχολείο. Ως έφηβος, ασχολήθηκε με τον αθλητισμό. Διακρίθηκε στο άλμα εις ύψος, καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση στους μαθητικούς αγώνες σχολείων της Μακεδονίας το 1965, καθώς και στο ποδόσφαιρο. Μάλιστα, του έγινε επίσημη πρόταση από την ομάδα της Κοζάνης, αλλά τελικά η συμφωνία ναυάγησε.

Στα δεκαοχτώ του έφυγε για τη Θεσσαλονίκη, για να σπουδάσει στο Νεοελληνικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής. Αρχικός στόχος του ήταν να περάσει στο τμήμα δημοσιογραφίας, την οποία άσκησε ερασιτεχνικά παράλληλα με τις σπουδές του. Σε κάποιο άρθρο του σε εφημερίδα της Θεσσαλονίκης χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το ψευδώνυμο Άσιμος κι έκτοτε το καθιέρωσε. Παράλληλα, ασχολήθηκε και με το θέατρο. Έφτιαξε ένα φοιτητικό θεατρικό εργαστήρι, παίζοντας Αριστοφάνη, Μένανδρο, Μολιέρο.

Τότε αγόρασε και την πρώτη του κιθάρα. Σχεδόν από την Α' Γυμνασίου έγραφε στιχάκια και ποιήματα, αλλά ποτέ δεν είχε εκδηλώσει καμία έφεση προς τη μουσική. Αυτοδίδακτος μουσικός, άρχισε εμφανίσεις σε μικρές μπουάτ. Ανυπότακτος, αγνόησε όλες τις προειδοποιήσεις της λογοκρισίας για τα τραγούδια του και τα λεγόμενά του. Συνελήφθη και κρατήθηκε στην Ασφάλεια. Όταν τον άφησαν, η ταυτότητά του είχε χαθεί. Δεν έβγαλε άλλη, παρά μόνο 18 χρόνια αργότερα, οπότε κατάφερε να του εκδώσουν μία ταυτότητα στο όνομα Άσιμος, με τη «διευκρίνιση» στο σημείο του θρησκεύματος: Άνευ θρησκεύματος.

Το 1973, και χωρίς πτυχίο, κατέβηκε στην Αθήνα. Εμφανίστηκε σε αρκετές μπουάτ στην Πλάκα, σε συνεργασία με τραγουδιστές, ηθοποιούς και συνθέτες, παρουσιάζοντας ένα πρόγραμμα με μουσική, κείμενα, σκετς και ντοκουμέντα κόντρα στο κατεστημένο: «5η εποχή», «11η εντολή», «Χνάρι», «Μουσικό Θέατρο Φτώχειας», «Σούσουρο». Ανάμεσα στους τότε συνεργάτες του, πολλά και γνωστά ονόματα: Γκαϊφύλιας, Τραντάλης, Πανυπέρης, Φινίκης, Μουζακίτης, Σπυρόπουλος κ.α.


Το 1975 κυκλοφόρησε τα πρώτα του τραγούδια σ' ένα δισκάκι 45 στροφών (Ρωμιός- Μηχανισμός). Παράλληλα άρχισε την έκδοση «παράνομων» κασετών, που ηχογραφούσε και διακινούσε μόνος του στα Προπύλαια, στο Πολυτεχνείο, στα Εξάρχεια, στο Μοναστηράκι, στο Λυκαβηττό. Δημιούργησε την «Exarchia Square Band» και συμμετείχε σε συναυλίες, κοινωνικοπολιτικές εκδηλώσεις, μουσικοθεατρικά σχήματα, θέατρο του δρόμου, διάφορα δρώμενα. Κατά καιρούς, συνεργάστηκε με πολλά σχήματα και καλλιτέχνες.

 

Το 1977 φυλακίστηκε για δύο μήνες, μαζί με άλλους πέντε εκδότες - συγγραφείς, με επίσημη κατηγορία: «εξέχουσες προσωπικότητες που επηρεάζουν αρνητικά το κοινωνικό σύνολο». Το 1981 έγραψε το βιβλίο «Αναζητώντας Κροκανθρώπους» και το 1982 κυκλοφόρησε τον πρώτο του μεγάλο δίσκο, με τίτλο «Ξαναπές το», σε τέσσερα τραγούδια του οποίου συμμετείχαν ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και η Χαρούλα Αλεξίου.

Περίπου ένα χρόνο αργότερα άνοιξε ένα μαγαζάκι στα Εξάρχεια, στην οδό Καλλιδρομίου. Ήταν ο «Χώρος Προετοιμασίας» όπως το ονόμασε, αλλά και διαμονής, αφού αυτό ήταν και το σπίτι του. Εκεί έγραφε, συνέθετε τα τραγούδια του, πουλούσε βιβλία, παιχνίδια για παιδιά, πρόχειρα κοσμήματα κατασκευής γνωστών του, κασέτες δικές του κυρίως, φωτιστικά, πήλινα, κάρτες παλιές και πολλά άλλα.

Το 1987 οδηγήθηκε βιαίως σε ψυχοθεραπευτική κλινική και λίγο αργότερα στις φυλακές Κορυδαλλού, με την κατηγορία του βιασμού. Αποφυλακίστηκε με χρηματική εγγύηση, αλλά δεν κατάφερε να ξεπεράσει τη μεγάλη του πίκρα γι' αυτή την αβάσιμη κατηγορία, που δεν τεκμηριώθηκε ποτέ. Η εκκρεμούσα δίκη, μαζί με τ' άλλα προβλήματα που ήταν πολλά, συσσωρεύτηκαν μέσα του... Μετά από δύο ανεπιτυχείς απόπειρες αυτοκτονίας, στις 17 Μαρτίου του 1988 βρέθηκε κρεμασμένος στο σπίτι του.

Μετά θάνατον, κυκλοφόρησαν δύο ακόμη δίσκοι του: «Το φανάρι του Διογένη» με τη συμμετοχή της Σωτηρίας Λεονάρδου και το «Γιουσουρούμ - Στο φαλιμέντο του κόσμου», με τη συμμετοχή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου.



Πηγή

Τζέρι Λιούις

 Αμερικανός ηθοποιός, ένας από τους σπουδαιότερους κωμικούς του αμερικανικού κινηματογράφου, που ανανέωσε την κωμωδία την δεκαετία του πενήντα.

Τζέρι Λιούις (1926 – 2017)

Ο Τζέρι Λιούις υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους κωμικούς του αμερικανικού κινηματογράφου, που ανανέωσε την κινηματογραφική κωμωδία την δεκαετία του πενήντα, επαναφέροντας σε αυτήν τα στοιχεία του μπουρλέσκου ή σλάπστικ (ένα είδος χοντροκομμένης φάρσας), που συναντάμε στον βωβό κινηματογράφο και τα κινούμενα σχέδια. Ήταν, επίσης, σκηνοθέτης, τραγουδιστής, σεναριογράφος και κινηματογραφικός παραγωγός, ενώ παράλληλα με τις καλλιτεχνικές του δραστηριότητες ήταν ταγμένος στο πλευρό των ατόμων με σωματικές και ψυχικές αναπηρίες.

 

Ο Τζόζεφ Λέβιτς, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα γεννήθηκε στις 16 Μαρτίου 1926 στο Νιούαρκ της πολιτείας Νιου Τζέρσι των ΗΠΑ. Γιος καλλιτεχνών ρωσοεβραϊκής καταγωγής, εγκατέλειψε νωρίς το λύκειο και άρχισε να εργάζεται ως τραγουδιστής σε κινηματογράφους στα διαλείμματα των προβολών και στην συνέχεια σε νυχτερινά κέντρα. Σ’ ένα από αυτά, γνωρίστηκε με τον Ντιν Μάρτιν και μαζί δημιούργησαν το ντουέτο Μάρτιν και Λιούις (Martin & Lewis), που γνώρισε επιτυχία στα κλαμπ και την τηλεόραση και έγινε δημοφιλές σε ολόκληρη την Αμερική.

Σύντομα προσέλκυσαν το ενδιαφέρον του Χόλιγουντ και το 1949 γύρισαν την πρώτη τους ταινία «Η φίλη μου η Ίρμα» («My Friend Irma»), σε σκηνοθεσία Τζορτζ Μάρσαλ. Ακολούθησε μια σειρά από επιτυχημένες κωμωδίες, από διάφορους σκηνοθέτες, όπως τους Νόρμαν Τόρογκ, Χαλ Γουόκερ κ.ά.

Εκείνος όμως που κατάφερε να απελευθερώσει τη μεγάλη κωμική φλέβα του ηθοποιού και βοήθησε στην ανάδειξη του πραγματικού ταλέντου του ως μίμου ήταν ο καρτουνίστας και σκηνοθέτης Φρανκ Τάσλιν. Σε ταινίες όπως «Λόρδοι, λόρδα και φιλότιμο» («Artists and Models», 1955), «Μια γυναίκα, δύο άντρες» («Holywood or Bust», 1956), «Ο Τζέρ Λιούις ταχυδακτυλουργός» («The Geisha Boy», 1958), «Ο Τζέρι Λιούις σταχτοπούτος («Cinderfella», 1960), είτε μαζί είτε χωρίς τον Ντιν Μάρτιν, κατάφερε να δείξει το πολύπλευρο ταλέντο του και να γίνει αποδεκτός πρώτα από τους Γάλλους κριτικούς και στην κατόπιν από τους συμπατριώτες του, που μέχρι τότε τόν θεωρούσαν έναν απλό κλόουν.

Η επιτυχία του ντουέτου Μάρτιν και Λιούις, βασίστηκε στους δύο αντίθετους χαρακτήρες που ερμήνευαν οι δύο ηθοποιοί. Ο Τζέρι Λιούις υποδυόταν τον αιώνιο έφηβο που αρνείται να μεγαλώσει, ενώ ο Ντιν Μάρτιν τον όμορφο, ώριμος και ρομαντικό εραστή. Η συνεργασία τους κράτησε από το 1949 έως το 1956.

Από το 1960, ο Τζέρι Λιούις άρχισε να σκηνοθετεί ο ίδιος τις ταινίες του, αποδεικνύοντας ότι είχε αφομοιώσει την τέχνη τού σκηνοθέτη που είχε μάθει κοντά στον Τάσλιν. Στις ταινίες του «Παιδί για όλες τις δουλειές» («The Bell Boy», 1960) και «Ο Τζέρι Λιούις περιπλανώμενος («It's Only Money», 1962), κυριαρχούν κυρίως τα σκετς, όπου ο Λιούις βρίσκει την ευκαιρία να στήσει μερικά ανεπανάληπτα γκαγκ.

Αντίθετα, σε ταινίες, όπως «Ο Τζέρι Λιούις γυναικοκατακτητής («The Ladies’ Man»,1961) και «Δάσκαλος για κλάματα» («The Nutty Professor», 1963), από τις καλύτερες που γύρισε ο Λιούις, έχουμε ολοκληρωμένες ιστορίες, όπου ο πρωταγωνιστής αρχίζει από απλός κλόουν και εξελίσσεται σε έναν πιο σύνθετο χαρακτήρα,

Η σκηνοθετική πορεία του Τζέρι Λιούις συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια με την ίδια πάντα επιτυχία σε ταινίες όπως «Ο Τζέρι Λιούις αρχοντοπαλλήκαρο («The Patsy», 1964), «Ο Τζέρι Λιούις και η φαμίλια του» («The Family Jewels», 1965), «Να γιατρός, να μάλαμα» («Three on a Couch», 1966), «Ο τσαρλατάνος» («The Big Mouth», 1967) και «Από πού πάνε στο μέτωπο» («Which Way to the Front?», 1970), ταινίες που σατίριζαν είτε την αμερικανική νοοτροπία και τον τρόπο ζωής είτε τον πόλεμο, όπως στην τελευταία από αυτές τις ταινίες.

Ακολούθησαν τρεις ακόμη ταινίες σε δική του σκηνοθεσία: «The Day the Clown Cried» (1972), που παρέμεινε ακυκλοφόρητη, «Ο μεγάλος γκαφατζής» («Hardly Working», 1979), και «Το νευρόσπαστο» («Cracking Up», 1983). Παράλληλα συνέχισε να εμφανίζεται στην τηλεόραση και να πρωταγωνιστεί σε ταινίες άλλων σκηνοθετών. Πιο σημαντικοί είναι δραματικοί ρόλοι που ερμήνευσε στις ταινίες του Μάρτιν Σκορσέζε «Ο βασιλιάς της κωμωδίας» («The King of Comedy, 1982») και «Arizona Dream» του Εμίρ Κουστουρίτσα (1993). Το 2016 εμφανίσθηκε για τελευταία φορά στην μεγάλη οθόνη, ερμηνεύοντας ένα χαρακτηριστικό ρόλο στο αστυνομικό θρίλερ του Άλεξ Μπριούερ «Ζήτημα Εμπιστοσύνης» («The Trust») .

O Τζέρι Λιούις δεν προτάθηκε ποτέ για Όσκαρ, ούτε για κάποιο σημαντικό διαγωνιστικό κινηματογραφικό βραβείο. Τιμήθηκε όμως για το σύνολο του έργου του από τα Φεστιβάλ Βενετίας (1999) και Κανών (2013), ενώ το 2006 ο Γάλλος πρόεδρος Ζακ Σιράκ τόν έχρισε Ιππότη της Τιμής. Το 1971 εξέδωσε το βιβλίο «The Complete Film Maker», βασισμένο σε μαθήματα κινηματογράφου που παρέδιδε στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας (USC).

Παράλληλα με τις καλλιτεχνικές ενασχολήσεις του, ο Τζέρι Λούις, πατέρας 7 παιδιών από τους δύο γάμους του, προσέφερε σημαντικό έργο στο πλευρό των ατόμων με σωματικές και ψυχικές αναπηρίες. Δεσμεύτηκε στον αγώνα για την αντιμετώπιση της μυικής δυστροφίας με τη διοργάνωση, από το 1966, ενός τηλεοπτικού μαραθωνίου, υπέρ των ατόμων με μυοπαθητικές ασθένειες. Γι αυτόν το λόγο προτάθηκε για Νόμπελ Ειρήνης.

Ο Τζέρι Λιούις πέθανε στο Λας Βέγκας στις 20 Αυγούστου 2017, σε ηλικία 91 ετών.




Πηγή

Η Σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία

 Στις 20 Αυγούστου 1968 στρατιωτικές δυνάμεις του Συμφώνου της Βαρσοβίας εισέβαλαν στην Τσεχοσλοβακία για να καταστείλουν τη λεγόμενη «Άνοιξη της Πράγας»...

Στις 20 Αυγούστου 1968 στρατιωτικές δυνάμεις του Συμφώνου της Βαρσοβίας εισέβαλαν στην Τσεχοσλοβακία για να καταστείλουν τη λεγόμενη «Άνοιξη της Πράγας», το φιλόδοξο πρόγραμμα φιλελευθεροποίησης και εκδημοκρατισμού του κομουνιστικού καθεστώτος της χώρας, που έφερε την υπογραφή του γενικού γραμματέα του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας, Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ.

Ο Ντούμπτσεκ ανήλθε στην ηγεσία του κόμματος στις 5 Ιανουαρίου 1968, διαδεχόμενος τον σκληροπυρηνικό Αντονίν Νόβοτνι. Στις 5 Απριλίου παρουσίασε ένα πρόγραμμα δράσης με πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, που τις συνόψισε με τη φράση «Σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο» και οι οποίες εγκρίθηκαν από την Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος.

Η απήχησή τους στην κοινή γνώμη της χώρας ήταν χωρίς προηγούμενο και ασφαλώς απρόβλεπτη. Μαζί με την επαναφορά της ελευθερίας του Τύπου, υπήρξε μία αναβίωση του ενδιαφέροντος για εναλλακτικές μορφές πολιτικής οργάνωσης, στο πλαίσιο του κομουνιστικού συστήματος της χώρας. Αντίθετα, η Σοβιετική Ένωση υπό την ηγεσία του Λεονίντ Μπρέζνιεφ και οι «δορυφόροι» της στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας θεώρησαν το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα Ντούμπτσεκ «αντεπαναστατικό» κι έψαχναν τρόπους να το ακυρώσουν.

Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ

Στις 15 Ιουλίου τα μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας απέστειλαν στον Ντούμπτσεκ επιστολή, στην οποία του επισήμαναν ότι η χώρα του βρισκόταν στα πρόθυρα της αντεπανάστασης και θεωρούσαν καθήκον τους να την προστατεύσουν («Δόγμα Μπρέζνιεφ»). Ο Ντούμπτσεκ κατάλαβε ότι μία στρατιωτική επέμβαση στη χώρα του από τις «αδελφές» χώρες ήταν προ των πυλών, αλλά πίστευε ότι με τον διάλογο μπορούσε να την αποτρέψει.

Το βράδυ, όμως, της 20ης Αυγούστου 1968, στρατεύματα του Συμφώνου της Βαρσοβίας, από τη Σοβιετική Ένωση, την Ανατολική Γερμανία, την Πολωνία, την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία (γύρω στις 500.000), εισέβαλαν στην Τσεχοσλοβακία και την κατέλαβαν. Οι Τσεχοσλοβάκοι αιφνιδιάστηκαν και παραδόθηκαν χωρίς αντίσταση. Μόνο όταν οι εισβολείς επιχείρησαν να καταλάβουν το σταθμό ραδιοτηλεόρασης στην Πράγα συνάντησαν ζωηρή αντίσταση, που τελικά έκαμψαν, αφήνοντας πίσω τους 30 νεκρούς και 300 τραυματίες. Ο πληθυσμός συνέχισε να αντιδρά στην εισβολή με παθητική αντίσταση και αυτοσχέδιες ενέργειες, όπως την αφαίρεση των οδικών πινακίδων, ώστε οι εισβολείς να χάνουν το δρόμο τους.

Οι σοβιετικές αρχές συνέλαβαν τον Ντούμπτσεκ και αρκετούς άλλους ηγέτες και τους μετέφεραν στη Μόσχα. Απέτυχαν, όμως, να βρουν άλλη ηγεσία για το κόμμα και το κράτος που να είναι αποδεκτή από τον λαό. Στις 22 Αυγούστου έγινε το προγραμματισμένο 14ο Συνέδριο του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας, το οποίο επανέλαβε την υποστήριξή του προς τον Ντούμπτσεκ και το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα.

Λεονίντ Μπρέζνιεφ

Στις 23 Αυγούστου μετέβη στη Μόσχα ο πρόεδρος της χώρας, Λούντβικ Σβόμποντα, για να διαπραγματευθεί μία λύση. Οι διαπραγματεύσεις ολοκληρώθηκαν στις 26 Αυγούστου και ο Σβόμποντα επέστρεψε στην Πράγα έχοντας μαζί του τον Ντούμπτσεκ και τους άλλους κομμουνιστές ηγέτες, για να ανακοινώσει στους Τσέχους και στους Σλοβάκους το τίμημα που θα έπρεπε να πληρώσουν για τον σοσιαλισμό τους με το ανθρώπινο πρόσωπο: τα σοβιετικά στρατεύματα θα παρέμεναν στη χώρα και οι ηγέτες της Τσεχοσλοβακίας είχαν συμφωνήσει να αποσύρουν μεγάλο μέρος του μεταρρυθμιστικού τους προγράμματος.

Η παρουσία των σοβιετικών στρατευμάτων βοήθησε τους σκληροπυρηνικούς να νικήσουν τελικά τον Ντούμπτσεκ και τους μεταρρυθμιστές. Πρώτ’ από όλα κηρύχθηκε άκυρο το 14ο συνέδριο του κόμματος, κατ’ απαίτηση του Πρωτοκόλλου της Μόσχας που συμφωνήθηκε στις 26 Αυγούστου. Με αυτόν τον τρόπο, διατηρήθηκαν στην εξουσία οι σκληροπυρηνικοί, οι οποίοι τελικά νίκησαν, χρησιμοποιώντας τις πιέσεις των Σοβιετικών και τις διαφωνίες ανάμεσα στους μεταρρυθμιστές.

Στις 16 Ιανουαρίου 1969 ο φοιτητής Γιαν Πάλατς αυτοπυρπολήθηκε στην κεντρική πλατεία της Πράγας, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το καθεστώς ανελευθερίας, που άρχισε να επικρατεί και πάλι στη χώρα. Τουλάχιστον επτά νέοι ακολούθησαν το παράδειγμά του, αλλά η θυσία τους έμεινε σχεδόν άγνωστη, καθώς η λογοκρισία λειτούργησε πιο αποτελεσματικά σε σχέση με τον Πάλατς, που έγινε το σύμβολο της αντίστασης των Τσεχοσλοβάκων κατά των Σοβιετικών. Στις 17 Απριλίου 1969 ο Ντούμπτσεκ απηλλάγη από τα καθήκοντά του και νέος ηγέτης του κόμματος ανέλαβε ο παλαιολιθικός Γκούσταβ Χούζακ. Το κομμουνιστικό καθεστώς άντεξε ακόμη είκοσι χρόνια στην Τσεχοσλοβακία, οπότε κατέρρευσε με τη λεγόμενη «Βελούδινη Επάνασταση» του 1989.

Σοσιαλισμός ναι, Κατοχή όχι!, αφίσα που κυκλοφόρησε στην Πράγα μετά την εισβολή των δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας.


Η Σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία καταδικάστηκε από τη Δύση, αλλά μόνο σε λεκτικό επίπεδο. Οι ΗΠΑ ήταν απασχολημένες με τον πόλεμο στο Βιετνάμ και θεώρησαν την εισβολή ως εσωτερική υπόθεση του αντίπαλου στρατοπέδου. Οι ηγέτες της Ρουμανίας και της Γιουγκοσλαβίας, Νικολάε Τσαουσέσκου και Τίτο, που βρίσκονταν σε διάσταση με τη Μόσχα, τάχθηκαν στο πλευρό του Ντούμπτσεκ, ενώ ο αλβανός ηγέτης Εμβέρ Χότζα, για διαφορετικούς λόγους, κατήγγειλε τη σοβιετική εισβολή και απέσυρε τη χώρα από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, σπρώχνοντάς την στην αγκαλιά της Κίνας.

 

Μεγάλος ήταν ο αντίκτυπος που προκλήθηκε στα Κομμουνιστικά Κόμματα της Δύσης. Τα Κ.Κ. Ιταλίας και Γαλλίας καταδίκασαν την επέμβαση και δρομολόγησαν πολιτικές που οδήγησαν τα επόμενα χρόνια στον λεγόμενο «Ευρωκομουνισμό» και την οριστική απεξάρτησή τους από την ιδεολογική επιλογή της Μόσχας. Στην Ελλάδα, το ΚΚΕ, που βρισκόταν στην παρανομία από το 1947, βρισκόταν υπό διάσπαση ήδη από τον Φεβρουάριο του 1968 και υπό την επήρεια της «Άνοιξης της Πράγας». Είχε χωριστεί σε ΚΚΕ (εξωτερικού το έλεγαν κάποιοι) και σε ΚΚΕ (εσωτερικού), που αποτέλεσε τον προπάτορα του ΣΥΡΙΖΑ.

Συνειδησιακά και ιδεολογικά προβλήματα δημιουργήθηκαν σε χιλιάδες κομμουνιστές σ’ όλο τον κόσμο, που είχαν βιώσει και την εμπειρία της σοβιετικής επέμβασης στην Ουγγαρία το 1956. Ο λεγόμενος «υπαρκτός σοσιαλισμός» δυσφημίστηκε ανεπανόρθωτα και άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την εξαφάνισή του από το προσκήνιο της ιστορίας.




Πηγή