Δευτέρα 30 Αυγούστου 2021

Πρώτο Πρόγραμμα – «Μακριά από τους δρόμους της Καμπούλ» | Τετάρτη 01.09.2021

ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

«Μακριά από τους δρόμους της Καμπούλ»

Ημερομηνία μετάδοσης: Τετάρτη 1η Σεπτεμβρίου 2021, ώρα 10:00-12:00 

Το Πρώτο Πρόγραμμα παρουσιάζει ένα συγκλονιστικό ραδιοφωνικό ντοκιμαντέρ για τον ξεριζωμό και την περιπλάνηση των Αφγανών προσφύγων. Το ντοκιμαντέρ θα μεταδοθεί την Τετάρτη 1η Σεπτεμβρίου10 με 12 το πρωί.

Τρεις δημοσιογράφοι, ο Θωμάς Σίδερης από την ΕΡΤ, η Joyce Davis από το αμερικανικό δίκτυο PENLIVE και ο Muhammad Tahir, διευθυντής διεθνών σχέσεων του Radio Free Europe/Radio Liberty συνεργάζονται και παρουσιάζουν τις αφηγήσεις Αφγανών προσφύγων, που βρίσκονται προσωρινά εγκατεστημένοι σε διάφορα σημεία του πλανήτη, από τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γερμανία μέχρι την Τουρκία, την Ινδία και την Ινδονησία. Ειδικά, για τις αφηγήσεις των Αφγανών προσφύγων από την Ινδονησία, βοήθησε σημαντικά το κινηματογραφικό φεστιβάλ Bahari, στο οποίο συμμετέχει με ταινία του τον Σεπτέμβριο ο Θωμάς Σίδερης.

Κατά τη διάρκεια του ντοκιμαντέρ ακούμε, μεταξύ άλλων, τη μαρτυρία του Νατζίμπ, Αφγανού πρόσφυγα που σπουδάζει Πολιτικές Επιστήμες στο Βερολίνο, να μιλάει για την πρώτη περίοδο διακυβέρνησης του Αφγανιστάν από τους Ταλιμπάν, τις μαθήτριες Σίλα και Ρόκια που επιστρέφουν στο σχολείο τους, μία ημέρα μετά την είσοδο των Ταλιμπάν στην Καμπούλ, τη Νάμτζα και την Αλίνα, δυο έφηβες που ζουν στο Λονδίνο και λατρεύουν το ποδόσφαιρο, την αγωνιώδη προσπάθεια του Σαφίν Χαν, που ζει στο Λονδίνο, προκειμένου να μην απελαθεί στο Αφγανιστάν, αφού πιστεύει ότι θα τον σκοτώσουν οι Ταλιμπάν, αλλά και τη συγκλονιστική μαρτυρία του πατέρα ενός εικοσάχρονου Γάλλου στρατιώτη, που σκοτώθηκε σε πολεμικές επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν.

Επίσης, θα ακουστούν και μαρτυρίες Αφγανών προσφύγων που καταγράφηκαν το 2018 και περιλαμβάνονται στην πολυβραβευμένη ταινία του Θωμά Σίδερη, «Το θολό ποτάμι του Μπαασίμ», που πριν από δύο εβδομάδες απέσπασε το 1ο βραβείο και το βραβείο κοινού στο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Ιεράπετρας.

Στον ραδιοθάλαμο του Πρώτου Προγράμματος θα βρίσκεται ο Ρεζά Γκολαμί, Αφγανός πρόσφυγας στην Ελλάδα και πρόεδρος της Αφγανικής κοινότητας στη χώρα μας, ο οποίος θα αναφερθεί στα παιδικά χρόνια του στην Καμπούλ, αλλά και στο μακρύ προσφυγικό ταξίδι του μέχρι την Ελλάδα, σε ηλικία 16 χρόνων. Αποσπάσματα από το βιβλίο του Ρεζά διαβάζει ο βραβευμένος συγγραφέας Άρης Μαραγκόπουλος.

Το ραδιοφωνικό ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ είναι ο προπομπός του κινηματογραφικού ντοκιμαντέρ «Far away from the streets of Kabul» του Θωμά Σίδερη.

Οργάνωση παραγωγής: Μαρία Κόντου
Μουσική επιμέλεια: Ήρα Πανανίδου
Έρευνα: Joyce Davis, Θωμάς Σίδερης, Muhammad Tahir
Παρουσίαση: Θωμάς Σίδερης

Συντονιστείτε στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8!

Info:

Τετάρτη 1η Σεπτεμβρίου 2021, ώρα 10:00-12:00

«Μακριά από τους δρόμους της Καμπούλ»

Live Streaming: webradio.ert.gr/proto,
https://webradio.ert.gr/i-foni-tis-elladas/

Facebook:www.facebook.com/protoprogramma.ert



Πηγή


Μαρκ Ριμπού

 Ο γάλλος Μαρκ Ριμπού υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους φωτορεπόρτερ, οι φωτογραφίες του οποίου κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν μοναδικές στιγμές από τον πόλεμο του Βιετνάμ μέχρι την καθημερινή ζωή στο Παρίσι.

Μαρκ Ριμπού (1923 – 2016)

Ο γάλλος Μαρκ Ριμπού υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους φωτορεπόρτερ, οι φωτογραφίες του οποίου κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν μοναδικές στιγμές από τον πόλεμο του Βιετνάμ μέχρι την καθημερινή ζωή στο Παρίσι. Έγινε διάσημος από τη φωτογραφία που τράβηξε το 1967, κατά την διάρκεια πορείας κατά του Πολέμου στο Βιετνάμ και είναι γνωστή ως «το κορίτσι με το λουλούδι». Απεικονίζει ένα κορίτσι, την Τζέιν Ρόουζ Κασμίρ, να κρατάει ένα λουλούδι, ενώ μπροστά της βρίσκονται παραταγμένοι στρατιώτες με τα όπλα στραμμένα εναντίον της. Μετρ του ασπρόμαυρου, αντιμετώπιζε την επικαιρότητα με ευαισθησία και όπως εξηγούσε, φωτογράφιζε «όπως ένας μουσικός σιγοτραγουδάει».

 

Ο Μαρκ Ριμπού γεννήθηκε στις 24 Ιουνίου 1923 στην πόλη Σεν-Ζενί-Λαβάλ της νοτιοανατολικής Γαλλίας σε μια πολυμελή αστική οικογένεια. Αδελφός του ήταν Αντουάν Ριμπού, που μεταμόρφωσε την Danone σε μια γιγάντια πολυεθνική εταιρεία αγροδιατροφικών προϊόντων. Ο νεαρός Μαρκ άρχισε τη φωτογραφία σε ηλικία 14 ετών με μια Vest Pocket Kodak που του δώρισε ο πατέρας του.

Κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, πολέμησε στις τάξεις της γαλλικής αντίστασης και μετά την απελευθέρωση της Γαλλίας ακολούθησε σπουδές μηχανικού. Εργάστηκε για λίγο σε εργοστάσια προτού αφιερωθεί ολοκληρωτικά στη φωτογραφία.

Το 1953, εντάχθηκε στο δυναμικό του φωτοειδησεογραφικού πρακτορείου Magnum έπειτα από πρόσκληση των ιδρυτών του, Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν και Ρόμπερτ Κάπα. Τον ίδιο χρόνο δημοσιεύεται στο αμερικανικό περιοδικό «Life» η διάσημη φωτογραφία του «Ζωγράφος του Πύργου του Άιφελ», που απεικονίζει έναν εργάτη που βάφει τον Πύργο, να ισορροπεί σαν χορευτής πάνω στην περίφημη μεταλλική κατασκευή.

Σύντομα ο Ριμπού ξεκινάει ένα ταξίδι στον κόσμο. Θα πάει στην Ινδία, στην κομμουνιστική Κίνα –το 1957 ήταν ένας από τους πρώτους Ευρωπαίους που τη διέσχισαν–, μετά στην Ιαπωνία, όπου βρίσκει το θέμα του πρώτου βιβλίου του, «Γυναίκες της Ιαπωνίας». Το 1960, έπειτα από τρεις μήνες στην Σοβιετική Ένωση καλύπτει την ανεξαρτησία της Αλγερίας και χωρών της υποσαχάριας Αφρικής.

Στις 21 Οκτωβρίου 1967, θα τραβήξει την πιο διάσημη φωτογραφία «το κορίτσι με το λουλούδι» ή όπως είναι ο επίσημος τίτλος της «Η απόλυτη αντιπαράθεση: Το λουλούδι και η ξιφολόγχη» κατά την διάρκεια μιας διαδήλωσης κατά του πολέμου του Βιετνάμ στην Ουάσινγκτον μπροστά από το Πεντάγωνο. Απεικονίζει μια διαδηλώτρια, την 17χρονη Τζέιν Ρόουζ Κασμίρ, να κρατάει ένα χρυσάνθεμο, ενώ μπροστά της βρίσκονται παραταγμένοι στρατιώτες με τα όπλα στραμμένα εναντίον της. Η φωτογραφία αποτέλεσε ένα από τα σύμβολα του αντιπολεμικού κινήματος εκείνης της εποχής, που αποτύπωνε την αθωότητα των »παιδιών των λουλουδιών» απέναντι στην ωμή στρατιωτική δύναμη.

Ανάμεσα στο 1968 και το 1969, ο Ριμπού έκανε φωτορεπορτάζ στο Νότιο, καθώς και στο Βόρειο Βιετνάμ, όπου ήταν ένας από τους ελάχιστους φωτογράφους που κατάφεραν να μπουν. Τη δεκαετία του ’80 επέστρεφε τακτικά στην Ασία, ιδιαίτερα στην Κίνα, τις αλλαγές της οποίας φωτογράφιζε επί 40 χρόνια.

Από το 1974 έως το 1976, διετέλεσε επικεφαλής του Magnum, αλλά το 1979 θα το εγκαταλείψει οριστικά, επειδή δεν του άρεσε ο ανταγωνισμός για τη δόξα που αναπτυσσόταν εκεί, όπως είχε πει σε μια του συνέντευξη.

Έπειτα από πάνω από μισό αιώνα σταδιοδρομίας, με μια φωτογραφική μηχανή πάντα στην τσέπη, συνέχιζε ακούραστα να φωτογραφίζει τον κόσμο, πάντα με το φωτογραφικό φιλμ. «Δοκίμασα την ψηφιακή, ένα απόγευμα, μια φορά», είχε πει. Στα 85 του, φωτογράφισε την άφιξη του Μπαράκ Ομπάμα στον Λευκό Οίκο.

Οι φωτογραφίες του Μαρκ Ριμπού δημοσιεύθηκαν σε πολυάριθμα περιοδικά όπως τα Life, Geo, National Geographic, Paris-Match και Stern. Κέρδισε πολλά βραβεία και έγραψε γύρω στα 15 βιβλία. Φωτογραφίες του εκτίθενται πολύ συχνά σε γκαλερί και μουσεία, στη Γαλλία, το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη.

Ο Μαρκ Ριμπού πέθανε στις 30 Αυγούστου 2016 στο Παρίσι, σε ηλικία 93 ετών. Από τον πρώτο γάμο του με την αμερικανίδα γλύπτρια Μπάρμπαρα Τσέις απέκτησε δύο παιδιά.



Πηγή

Γουόρεν Μπάφετ

 Αμερικανός επιχειρηματίας και φιλάνθρωπος, ένας από τους πιο επιτυχημένους επενδυτές του 20ου και του 21ου αιώνα, κι ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου.

O Γουόρεν Μπάφετ (Warren Buffett) είναι αμερικανός επιχειρηματίας και φιλάνθρωπος. Θεωρείται ένας από τους πιο επιτυχημένους επενδυτές του 20ου και του 21ου αιώνα, έχοντας πολλάκις αψηφήσει τις επικρατούσες επενδυτικές τάσεις, για να συγκεντρώσει μία προσωπική περιουσία που φθάνει τα 67,5 δισεκατομμύρια δολάρια (4ος στη Λίστα Φορμπς με τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου για το 2020). Δικαίως τον αποκαλούν «Ο Μάντης της Ομάχα».

 

Ο Γουόρεν Έντουαρντ Μπάφετ γεννήθηκε στις 30 Αυγούστου 1930 στην Ομάχα της πολιτείας Νεμπράσκα των ΗΠΑ. Γιος του χρηματιστή και πολιτικού Χάουαρντ Μπάφετ, σπούδασε οικονομικά στα πανεπιστήμια της Νεμπράσκα και Κολούμπια. Το 1956 επέστρεψε στην Ομάχα και το 1965 ανέλαβε τον έλεγχο της κλωστοϋφαντουργίας Berkshire Hathaway, μετατρέποντάς τη στο βασικό επενδυτικό του όχημα μέχρι σήμερα. Από τη δεκαετία του ‘60 έως τη δεκαετία του ‘90 η μετοχή της Berkshire Hathaway παρουσίαζε αύξηση κατά 28% ετησίως, όταν οι μέσες τιμές των μετοχών που διαπραγματεύονταν δημοσίως αυξάνονταν κατά περίπου 11%.

Το 80% της περιουσίας του σε φιλανθρωπικά ιδρύματα

Παρότι είναι επί σειρά ετών ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου, ο Γουόρεν Μπάφετ διάγει μία μετρημένη ζωή και αποφεύγει την επίδειξη και τις πολυτελείς δαπάνες. Συχνά επικρίνει τις κυβερνητικές πολιτικές και τη φορολογία που ευνοούν τους πλούσιους εις βάρος της μεσαίας και κατώτερης τάξης.

Τον Ιούνιο του 2006 ανακοίνωσε ότι σχεδίαζε να διαθέσει το 80% της περιουσίας του σε φιλανθρωπικά ιδρύματα. Ο κύριος παραλήπτης ήταν το Ίδρυμα Μπιλ και Μελίντα Γκέιτς, που δημιουργήθηκε από τον ιδρυτή της Microsoft Μπιλ Γκέιτς και της συζύγου του Μελίντα και επικεντρώνεται σε θέματα παγκόσμιας υγείας και εκπαίδευσης. Ο Γκέιτς και ο Μπάφετ διατηρούν στενή φιλία από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90. Μεγάλο μέρος της περιουσίας του διοχετεύτηκε στα φιλανθρωπικά ιδρύματα που διευθύνουν τα τρία παιδιά του και το Ίδρυμα Σούζαν Τόμσον Μπάφετ, που φέρει το όνομα της πρώτης συζύγου του και επικεντρώνεται στα αναπαραγωγικά δικαιώματα των γυναικών, και χρηματοδοτεί προγράμματα υποτροφιών σε κολέγια και πανεπιστήμια.

Κερδοφόρες επενδύσεις μέσα στην κρίση

Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 2008, ο Μπάφετ έκανε μία σειρά συμφωνιών που, αν και αμφισβητήθηκαν τότε, αποδείχθηκαν εξαιρετικά κερδοφόρες. Τον Σεπτέμβριο του 2008 επένδυσε 5 δισ. δολάρια στην εταιρεία χαρτοφυλακίου Goldman Sachs Group και τον επόμενο μήνα επένδυσε 3 δισ. δολάρια στην General Electric. Το Νοέμβριο του 2009 ανακοίνωσε την εξαγορά της εταιρείας σιδηροδρόμων Burlington Northern Santa Fe (BNSF) αντί 26 δισ. δολαρίων.

Το 2011 ο Γουόρεν Μπάφετ τιμήθηκε με το Προεδρικό Μετάλλιο Ελευθερίας, το ανώτατο πολιτικό παράσημο των ΗΠΑ, από τον τότε πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα.




Πηγή

Η δολοφονική απόπειρα κατά του Λένιν

 Σε μια περίοδο κατά την οποία η Οκτωβριανή Επανάσταση προσπαθούσε να παγιώσει την εξουσία της στη νεοσύστατη Σοβιετική Ένωση, ο ηγέτης της έπεφτε θύμα δολοφονικής επίθεσης στη Μόσχα.

Σε μια περίοδο κατά την οποία η Οκτωβριανή Επανάσταση προσπαθούσε να παγιώσει την εξουσία της στη νεοσύστατη Σοβιετική Ένωση, ο ηγέτης της Βλαντιμίρ Ουλιάνωφ, γνωστότερος ως Λένιν, έπεφτε θύμα δολοφονικής επίθεσης στη Μόσχα.

Στις 30 Αυγούστου του 1918 ο Λένιν ολοκλήρωσε μια ομιλία του σε εργοστάσιο της σοβιετικής πρωτεύουσας. Τη στιγμή που ήταν έτοιμος να επιβιβαστεί στο αυτοκίνητο που θα τον μετέφερε πίσω στο Κρεμλίνο, μια μικροκαμωμένη γυναίκα τον πλησίασε και του ζήτησε το λόγο για τη διακυβέρνηση της χώρας. Προτού ο Λένιν της απαντήσει, αυτή τον πυροβόλησε τρεις φορές.

Δύο από τις σφαίρες βρήκαν τον στόχο, η μία σφηνώθηκε στον πνεύμονα του Λένιν και η άλλη στον ώμο του. Η τρίτη τρύπησε το κασκέτο του χωρίς να αγγίξει κάποιο ζωτικό όργανο. Ο βαριά τραυματισμένος Λένιν μεταφέρθηκε αμέσως στο Κρεμλίνο. Για λόγους ασφαλείας, οι γιατροί πραγματοποίησαν επί τόπου την επέμβαση για την αφαίρεση των βολίδων και όχι σε κάποιο νοσοκομείο.

Δράστης της απόπειρας ήταν η Φάνια Καπλάν, μία 35χρονη εβραία από φτωχή πολυμελή οικογένεια. Συνελήφθη αμέσως και οδηγήθηκε στα κρατητήρια της ΤσεΚά, της πανίσχυρης μυστικής αστυνομίας των Μπολσεβίκων, προδρόμου της γνωστής μας Κα-Γκε-Μπε.

Φάνια Καπλάν

Στους πράκτορες που την ανέκριναν δήλωσε αβίαστα ότι προσπάθησε να σκοτώσει τον Λένιν, επειδή τον θεωρούσε «προδότη της επανάστασης», όταν έκλεισε την Καταστατική Συνέλευση, στην οποία πλειοψηφούσαν οι Σοσιαλεπαναστάτες (Εσέρους), τους οποίους υποστήριζε. Το Σοσιαλεπαναστατικό Κόμμα, μεγάλος αντίπαλος των Μπολσεβίκων, ήταν μια μη μαρξιστική σοσιαλδημοκρατική παράταξη με σημαντική απήχηση στην αγροτιά της Ρωσίας.

 

Η Φάνια Καπλάν δεν ήταν μια τυχαία γυναίκα. Από μικρή στον αντιτσαρικό αγώνα κατηγορήθηκε το 1906 ως συνεργός στη δολοφονία ενός αξιωματούχου του καθεστώτος και καταδικάσθηκε σε ισόβια καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία. Εξέτισε 12 χρόνια από την ποινή της και αποφυλακίστηκε μετά τη Φεβρουαριανή Επανάσταση του 1917, που κατέλυσε την τσαρική εξουσία και έφερε στην εξουσία τον ομοϊδεάτη της Αλεξάντρ Κερένσκι.

Η Καπλάν καταδικάσθηκε σε θάνατο με συνοπτικές διαδικασίες και εκτελέστηκε από τον ναύτη Πάβελ Μάλκοφ στις 3 Σεπτεμβρίου 1918. Ο Λένιν, παρά τη σοβαρότητα των τραυμάτων του, επέζησε. Η υγεία του, όμως, κλονίστηκε σημαντικά και έξι χρόνια μετά, μια σειρά αλλεπάλληλων εγκεφαλικών επεισοδίων τον οδήγησαν στον θάνατο.

Η απόπειρα δολοφονίας του Λένιν και η δολοφονία του Μοϊζέι Ουρίτσκυ, ενός εξέχοντος στελέχους της ΤσεΚα, σηματοδότησε την έναρξη μιας περιόδου της σοβιετικής ιστορίας, που αποκλήθηκε «Ερυθρά Τρομοκρατία». Υπολογίζεται ότι μέσα σε ένα χρόνο πάνω από 6.000 αντίπαλοι του κομμουνιστικού καθεστώτος συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν χωρίς δίκη, ανάμεσά τους και 800 σοσιαλιστές.


Πηγή