Στις 31 Αυγούστου, η Κοινωνία των Εθνών κάλεσε την Ελλάδα να ενεργήσει ταχύτατα για την ανεύρεση των ενόχων. Η χώρα μας από την πλευρά της ζήτησε τη σύσταση Ειδικής Επιτροπής για τη διερεύνηση του συμβάντος και τον καταλογισμό ευθυνών, αλλά και την επέκταση των ερευνών προς την Αλβανία.

 

Κι ενώ οι διπλωματικές προσπάθειες για την επίλυση της κρίσης βρίσκονταν στο αποκορύφωμά τους, η Ιταλία με πολεμική επιχείρηση την ίδια μέρα κατέλαβε την Κέρκυρα, με στόλο αποτελούμενο από 25 πλοία (3 θωρηκτά, 4 καταδρομικά, 6 αντιτορπιλικά τορπιλοβόλα και υποβρύχια). Προηγήθηκε απαίτηση του αρχηγού της ιταλικής μοίρας πλοιάρχου Φοσκίνι προς τον νομάρχη της Κέρκυρας Πέτρο Ευριπαίο για την παράδοση του νησιού. Όταν ο έλληνας αξιωματούχος αρνήθηκε, οι Ιταλοί άρχισαν να κανονιοβολούν την πόλη της Κέρκυρας, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 15 γυναικόπαιδα και να τραυματισθούν 35 άμαχοι.

Αμέσως μετά, οι ιταλικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στο νησί και το κατέλαβαν. Για να δείξουν τις προθέσεις τους, τοποθέτησαν ένα ξύλινο κόκορα στο Παλαιό Φρούριο, με την επιγραφή: «Όταν λαλήσει αυτός ο κόκορας, τότε οι Ιταλοί θα φύγουν από την Κέρκυρα».

Η Ελλάδα διαμαρτυρήθηκε έντονα και προσέφυγε στην Κοινωνία των Εθνών, έχοντας με το μέρος της τη διεθνή κοινή γνώμη. Ο διεθνής οργανισμός (ο ΟΗΕ της εποχής) ανέλαβε να διευθετήσει το περιστατικό, αλλά συνάντησε την έντονη αντίδραση της Ιταλίας. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στη Διάσκεψη των Πρεσβευτών, η οποία υποχρέωσε την Ελλάδα:

  • Να καταβάλλει στην Ιταλία αποζημίωση 50.000.000 λιρετών.
  • Να τελέσει μνημόσυνο για τους δολοφονηθέντες, και
  • Να ενεργήσει ανακρίσεις για την ανεύρεση των δραστών της δολοφονίας, υπό την επίβλεψη Διεθνούς Επιτροπής.

Μόνο τότε η Ιταλία δέχθηκε να εκκενώσει την Κέρκυρα στις 27 Σεπτεμβρίου 1923, με τον λαό να τους κατευοδώνει με ένα σαρκαστικό «Κουκουρίκου!». Παρά τις προσπάθειες που έγιναν από τα ενδιαφερόμενα μέρη, οι ένοχοι της πενταπλής δολοφονίας δεν ανακαλύφθηκαν ποτέ.



Πηγή