Ο Γουρίας και ο Σαμωνάς, αγωνιζόμενοι τον Ιερό αγώνα της χριστιανικής πίστης, συνελήφθησαν από τον ηγεμόνα Αντωνίνο, κατά το διωγμό επί Διοκλητιανού. Και αφού υπέστησαν με θαυμαστή υπομονή πολλά βάσανα, αποκεφαλίσθηκαν.
Ο Άβιβος έζησε λίγα χρόνια αργότερα και ήταν από ένα χωριό της Έδεσσας που ονομαζόταν Αποθελσαία. Τότε βασιλιάς ήταν ο Λικίνιος, ο γνωστός αντίπαλος του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Άβιβος, λοιπόν, προχειρίσθηκε Ιεροδιάκονος και διακρινόταν για τη μεγάλη ευσέβεια του και τον πολύ ζήλο για το υπούργημά του. Ιδιαίτερα, όμως, διακρινόταν για τη θερμή αγάπη του στο Ιερό κήρυγμα, τηρώντας το θεόπνευστο λόγο της Αγίας Γραφής, που λέει: «Κήρυξαν τὸν λόγον, ἐπιστήθι εὐκαίρως ἀκαίρως, ἔλεγξαν, ἐπιτίμησαν, παρακάλεσαν, ἐν πάσῃ μακροθυμίᾳ καὶ διδαχῇ». Κήρυξε, δηλαδή, το λόγο του Θεού, στάσου επιτηρητής και καθοδηγός στους ακροατές σου, όχι μόνο σε κατάλληλες περιστάσεις, αλλά και σ' εκείνες που φαίνονται ακατάλληλες περιστάσεις, έλεγξε, επίπληξε, παρηγόρησε με κάθε μακροθυμία και με κάθε μέθοδο διδασκαλίας.
Ο ηγεμόνας Λυσανίας, όταν είδε τον Άβιβο να προσελκύει πολλούς ειδωλολάτρες με το θερμό του κήρυγμα, τον συνέλαβε και αφού τον κρέμασε σε στύλο και τον έσχισε με σιδερένια νύχια, έπειτα τον οδήγησε έξω από την πόλη, όπου τον έριξε μέσα στη φωτιά, και έτσι ο Άβιβος παρέδωσε το πνεύμα του στο Θεό.
Γερμανός αστρονόμος, που περιέγραψε την ελλειπτική κίνηση των πλανητών γύρω από τον Ήλιο, σε αντίθεση με τις κυκλικές τροχιές που υπέθεταν οι σύγχρονοί του...
Ο γερμανός μαθηματικός, αστρονόμος και αστρολόγος Γιόχαν Κέπλερ (Johannes Kepler) γεννήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου του 1571. Από πολύ μικρή ηλικία έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τα ουράνια φαινόμενα και την παρατήρησή τους. Σπούδασε μαθηματικά στο πανεπιστήμιο του Τίμπινγκεν και μετά την αποφοίτησή του το 1591 παρακολούθησε μαθήματα θεολογίας. Πριν δώσει, όμως, τις τελικές εξετάσεις, του προτάθηκε να διδάξει μαθηματικά στο Γκρατς της Αυστρίας, θέση την οποία και αποδέχτηκε.
Το 1596 ο Κέπλερ δημοσίευσε το πρώτο κοσμολογικό βιβλίο του υπό τον τίτλο «Mysterium Cosmographicum», με το οποίο θεμελίωσε την υπόθεση του Κοπέρνικου για το ηλιοκεντρικό πλανητικό σύστημα. Το 1600 μετακόμισε στην Πράγα, όπου συνεργάστηκε με τον Μπράχε και μετά το θάνατο του τελευταίου το 1601, πήρε τη θέση του ως αυλικός αστρονόμος του αυτοκράτορα Ροδόλφου Β’.
Χρησιμοποιώντας τα αποτελέσματα μετρήσεων του Μπράχε, ο Κέπλερ κατέληξε το 1605 στο εντυπωσιακό συμπέρασμα ότι η τροχιά του Άρη δεν ήταν κυκλική αλλά ελλειπτική. Με τους τρεις νόμους που πήραν αργότερα το όνομά του και δημοσιεύτηκαν το 1609 στο βιβλίο «Astronomia nova» και το 1619 στο βιβλίο
«Harmonia mundi» εισήγαγε την Ουράνια Μηχανική, δηλαδή την επιστήμη που περιγράφει τους νόμους κινήσεως των πλανητών γύρω από τον ήλιο.
Αλλά και στην Οπτική, ο Κέπλερ προσέφερε σημαντικά, διατυπώνοντας θεωρίες για τους οπτικούς φακούς και το τηλεσκόπιο με δύο κυρτούς φακούς. Μετά το θάνατο τού αυτοκράτορα Ροδόλφου επεξεργάστηκε μία εκτεταμένη «Πραγματεία για την Αστρονομία τού Κοπέρνικου» (1618 - 1822), παρότι το βιβλίο του Κοπέρνικου είχε τεθεί από το 1616 στη λίστα των απαγορευμένων της καθολικής εκκλησίας.
Το 1627 δημοσίευσε τους λεγόμενους «Ροδόλφιους πίνακες», οι οποίοι αντικατέστησαν ουσιαστικά μετά από περίπου 1.500 χρόνια και για περίπου 200 χρόνια τους άτλαντες του Πτολεμαίου.
Σπουδαίος έλληνας ηθοποιός και δάσκαλος της υποκριτικής. Από τα νεανικά του χρόνια και ως το τέλος της ζωής του αναγνωρίστηκε ως ένας εξαιρετικός πρωταγωνιστής και ρολίστας σε κάθε είδους ρεπερτόριο, από αρχαίο δράμα έως νεοελληνικό έργο, συνεργαζόμενους πάντα με τους πιο ξεχωριστούς ανθρώπους του νεοελληνικού θεάτρου.
Στο σινεμά, χωρίς να έχει μεγάλη σε αριθμό παρουσία, ήταν ό,τι και στο θέατρο, ένας εξαιρετικός ηθοποιός που καλούνταν να δώσει κύρος και καλή ερμηνεία σε κάποιον ρόλο. Υπήρξε ο πρώτος διδάξας του ρόλου του υπουργού Μαυρογυαλούρου στο έργο των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου «Ανώμαλος Προσγείωσις» (στον κινηματογράφο το γνωρίσαμε ως «Υπάρχει και φιλότιμο» με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα στο ρόλο), που ανέβηκε το 1950 στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν.
Ο Βασίλης Διαμαντόπουλος γεννήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1920 στον Πειραιά. Σπούδασε αρχικά στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια στις δραματικές σχολές του Εθνικού Θεάτρου και του Θεάτρου Τέχνης.
Στο Θέατρο Τέχνης έκανε το ντεμπούτο του το 1942, παίζοντας μαζί με το δάσκαλό του, Κάρολο Κουν, στην ιστορική παράσταση της «Αγριόπαπιας» του Ίψεν, με την οποία το «Θέατρο Τέχνης» έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο θέατρο «Αλίκης» (νυν «Μουσούρη»).
Μέχρι και το 1949, που παρέμεινε στο Θέατρο Τέχνης, ερμήνευσε περισσότερους από 30 ρόλους που τον καθιέρωσαν ως πρωταγωνιστή του ελληνικού θεάτρου. Ανάμεσα στα έργα που έπαιξε ήταν και τα «Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε» του Πιραντέλο, «Ρόσμερσχολμ» και «Βρικόλακες» του Ίψεν, «Για ένα κομμάτι γης» του Κόλντγουελ, «Βυσσινόκηπος» του Τσέχοφ, «Εμείς και ο χρόνος» και «Ο ανακριτής έρχεται» του Πρίσλεϊ, «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» και «Ο θάνατος του εμποράκου» του Άρθουρ Μίλερ, «Ματωμένος γάμος» του Λόρκα, «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» του Ευγένιου Ο’ Νιλ, «Το φιόρο του Λεβάντε» του Ξενόπουλου, «Λεωφορείο ο πόθος» του Τένεσι Ουίλιαμς και «Άννα Λουκάστα» του Τζόρνταν.
Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τον θίασο της Κατερίνας στη «Νίνα» του Ρουσέν και το καλοκαίρι του 1950 πρωταγωνίστησε στην κωμωδία των Σακελλάριου - Γιαννακόπουλου «Ανώμαλος Προσγείωσις» στο ρόλο του Μαυρογιαλούρου, ρόλο που δόξασε ο Λάμπρος Κωνσταντάρας στην κινηματογραφική εκδοχή της κωμωδίας το 1965 με τον τίτλο «Υπάρχει και Φιλότιμο». Μέσα στον ίδιο χρόνο προσελήφθη στο Εθνικό Θέατρο. Εκεί έπαιξε σε παραστάσεις σταθμούς: «Ερρίκος Δ’» του Πιραντέλο, «Άνθρωποι και ποντίκια» του Στάινμπεκ, «Τρεις αδελφές» και «Βυσσινόκηπος» του Τσέχοφ, «Αγία Ιωάννα» του Μπέρναρντ Σο, τα περισσότερα σε σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν.
Τη σεζόν 1953-1954 συγκροτεί προσωπικό θίασο και ανεβάζει το έργο «Εκατομμυριούχοι της Νάπολης» του Ντε Φιλίπο, πάλι με σκηνοθέτη τον Κουν και το «Ο άνθρωπος, το κτήνος και η αρετή» του Πιραντέλο. Το καλοκαίρι του 1954 συνεργάζεται με τον θίασο του Νίκου Χατζίσκου και ερμηνεύει το ρόλο του πατέρα Λαυρέντιου στο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Σέξπιρ, που ανεβαίνει στο θέατρο «Εθνικού Κήπου». Τη σεζόν 1954-1955 κάνει μία έκτακτη εμφάνιση στο νέο «Θέατρο Τέχνης», που έχει ξεκινήσει την πορεία του στο υπόγειο του «Ορφέα», με τα μονόπρακτα του Τσέχοφ «Αρκούδα», «Οι βλαβερές συνέπειες του καπνού» και του Πιραντέλο «Ο άνθρωπος με το λουλούδι στο στόμα».
Επανέρχεται στο Εθνικό Θέατρο το 1956 και συμμετέχει στις παραστάσεις «Χειμωνιάτικο παραμύθι» του Σέξπιρ, «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη, «Η ηδονή της τιμιότητας» του Πιραντέλο, «Η άμαξα» του Μεριμέ, «Βασιλιάς Ληρ» και «Οθέλος» του Σέξπιρ.
Το 1958 είναι έτος - σταθμός στην καριέρα του. Ιδρύει το «Νέο Θέατρο», που εγκαινιάζει το σημερινό θέατρο «Αλάμπρα» και λειτουργεί έως το 1966 με πρωταγωνίστρια την τότε σύντροφό του Μαρία Αλκαίου. Ανεβάζει τα έργα: «Παραμύθι χωρίς όνομα» του Καμπανέλλη, «Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια» του Κασόνα, μία παράσταση που αφήνει εποχή και γίνεται θρύλος, «Το φιόρο του Λεβάντε» του Ξενόπουλου, «Γαλιλαίος» του Μπρεχτ, «Σαββάτο, Κυριακή, Δευτέρα» του Ντε Φιλίπο, «Πέντε στρέμματα παράδεισος» των Σταύρου - Φραγκιά, «Το νησί της Αφροδίτης» του Πάρνη, «Αθάνατη πολυαγαπημένη» του Ρούσσου, όπου ερμήνευσε τον Μπετόβεν, άλλον ένα ρόλο του που πολυσυζητήθηκε, «Η τύχη της Μαρούλας» του Κορομηλά και άλλα. Για την προσφορά του τότε είχε τιμηθεί από την πολιτεία με το Χρυσό Σταυρό Γεωργίου Α’.
Η δικτατορία ανακόπτει τη θεατρική του πορεία. Αυτοεξορίζεται στο Παρίσι, αλλά θα επιστρέψει στην Ελλάδα το 1970. Αρχικά συνεργάζεται με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (ΚΒΘΕ) και αργότερα με το «Θέατρο Σάτιρα» του Γιώργου Μιχαλακόπουλου, στου οποίου την ίδρυση συμμετείχε και ο ίδιος. Οι δυο τους το 1972 θα γράψουν ιστορία στη μικρή οθόνη με τη συμμετοχή τους στην τηλεοπτική σειρά «Εκείνος κι Εκείνος», με τα γεμάτα αντικαθεστωτικούς υπαινιγμούς κείμενα του Κώστα Μουρσελά.
Ένα χρόνο αργότερα οι δύο ηθοποιοί θα κάνουν μία ακόμα επιτυχία περιοδεύοντας στην Ελλάδα με την πολιτική επιθεώρηση «Ω, τι κόσμος, μπαμπά» του Κώστα Μουρσελά, σε μουσική του Βασίλη Δημητρίου, αλλά και με τα έργα «Ας παίξουμε τους δολοφόνους» του Φάιφερ και «Συνεργός» του Ντίρενματ.
Τα επόμενα χρόνια εμπλουτίζει το προσωπικό του δραματολόγιο με πρωταγωνιστικές εμφανίσεις σε μερικά ακόμα από τα σημαντικότερα έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου: «Ασήμαντος πόνος» του Πίντερ, «Σχολείο γυναικών» του Μολιέρου, «Σφήκες» του Αριστοφάνη, «Παραθεριστές» του Γκόρκι, «Φοίνισσες» του Ευριπίδη με σκηνοθέτες τον Μίνωα Βολανάκη, τον Ντίνο Γιαννόπουλο, τον Γιώργο Μιχαηλίδη, τον Λεωνίδα Τριβιζά και άλλους. Θα παίξει τον Καρένιν στην «Άννα Καρένινα» του Τολστόι, που ανεβάζει η Κάτια Δανδουλάκη, θα ανεβάσει ο ίδιος στη Νίκαια το «Μίστερο μπούφο» του Ντάριο Φο, θα παίξει με την Κατερίνα Βασιλάκου «Δωδέκατη νύχτα» του Σέξπιρ, με τον Ανδρέα Μπάρκουλη στο «Σλουθ» του Άντονι Σάφερ και θα είναι ο Αζντάκ στον «Κύκλο με την κιμωλία» του Μπρεχτ και ο Βολπόνε στην ομώνυμη κωμωδία του Μπεν Τζόνσον, που ανεβάζει ο Μίνως Βολανάκης.
Το 1993 ιδρύει το «Σύγχρονο Θέατρο» και ανεβάζει την «Ανάκριση» του Πέτερ Βάις. Εκεί έπαιξε και τον τελευταίο του ρόλο στο θέατρο. Είχε γράψει, επίσης, το θεατρικό «Οι καλικαντζαραίοι», που παρουσίασε το 1979 στο θέατρο του Λυκαβηττού.
Στον κινηματογράφο είχε λίγες και επιλεκτικές εμφανίσεις και με το ταλέντο και το κύρος του, έδινε αξία στο ρόλο και ανέβαζε το επίπεδο του έργου. Ανάμεσα στις ταινίες που έπαιξε ήταν ο «Μαρίνος Κοντάρας» του Τζαβέλλα, «Τελευταία αποστολή» του Τσιφόρου, «Νυχτερινή περιπέτεια» του Τερζάκη, «Η αρπαγή της Περσεφόνης» του Γρηγορίου, «Το αμαξάκι» του Ντίνου Δημόπουλου, «Ερωτικές ιστορίες» του Καψάσκη, «Ψηλά τα χέρια, Χίτλερ» του Μανθούλη και «Νόμος 4000» του Γιάννη Δαλιανίδη. Το 1981 τιμήθηκε με το βραβείο πρώτου ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία του στην ταινία του Θόδωρου Μαραγκού «Μάθε παιδί μου γράμματα». Η τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση ήταν στην ταινία του Βασίλη Μπουντούρη «Μπίζνες στα Βαλκάνια» (1997).
Στην τηλεόραση εμφανίσθηκε από πολύ νωρίς, ήδη από τα πρώτα βήματα του ΕΙΡ (σημερινής ΕΡΤ), με το μονόπρακτο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Αυτός και το παντελόνι του» (1966). Εκτός από το «Εκείνος κι εκείνος», έπαιξε σε σειρές, όπως «Ο συμβολαιογράφος», «Χατζηεμμανουήλ», «Αλέξανδρος Δελμούζος», «Λαυρεωτικά», «Η αγάπη άργησε μια μέρα» και στην τηλεταινία του Γιάννη Σμαραγδή «Καλή σου νύχτα κυρ Αλέξανδρε» (1981), όπου υποδύθηκε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Το 1977 έγραψε και σκηνοθέτησε την κωμική σειρά «Από την κλειδαρότρυπα», με πρωταγωνιστές τον ίδιο, τη Χρυσούλα Διαβάτη και τον Θύμιο Καρακατσάνη.
Δίδαξε υποκριτική από νέος στις δραματικές σχολές του «Θεάτρου Τέχνης» και του Εθνικού Θεάτρου, ενώ ίδρυσε και δική του δραματική σχολή, που λειτούργησε παράλληλα με το «Νέο Θέατρο». Το 1983 δημιούργησε το «Θεατρικό Εργαστήρι» και το 1994 τη δραματική σχολή «Ίασμος».
Υπήρξε ενεργό μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ) και είχε αναπτύξει συνδικαλιστική και πολιτική δραστηριότητα στο χώρο του ΚΚΕ.
Παντρεύτηκε δύο φορές, την πρώτη με την ηθοποιό και ραδιοφωνική παραγωγό Τώνια Καράλη, με την οποία απέκτησε μία κόρη και τη δεύτερη με την ηθοποιό Μαρίνα Γεωργίου, με την οποία απέκτησε ένα γιο.
Ο Βασίλης Διαμαντόπουλος πέθανε από ανακοπή καρδιάς στις 5 Μαΐου 1999, σε ηλικία 78 ετών.
Μανιάτης αγωνιστής του '21, που διακρίθηκε για τον πατριωτισμό του και την ανιδιοτέλεια του χαρακτήρα του.
Μανιάτης αγωνιστής του '21, που διακρίθηκε για τον πατριωτισμό του και την ανιδιοτέλεια του χαρακτήρα του.
Ο Ηλίας Τσαλαφατίνος γεννήθηκε στο Οίτυλο της Μάνης, μεταξύ 1780 - 1782. Το επίθετο της οικογενείας του ήταν Κατσανός, αλλά επεκράτησε το Τσαλαφατίνος, που είναι παρατσούκλι από τη λέξη τσαλαφός (απερίσκεπτος, ορμητικός). Υπήρξε έμπιστος των Μαυρομιχαλαίων και διοικητής των στρατιωτικών τους σωμάτων.
Συμμετείχε από την πρώτη στιγμή στον εθνικό ξεσηκωμό. Στις 17 Μαρτίου 1821 ορκίστηκε με τους άλλους Μανιάτες αγωνιστές στην Αρεόπολη και στις 23 Μαρτίου συμμετείχε στην απελευθέρωση της Καλαμάτας. Στη συνέχεια, με εντολή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, περιδιάβαινε τα χωριά της Αρκαδίας και της Μεσσηνίας για να στρατολογήσει άνδρες, ενόψει του σχεδίου του «Γέρου του Μωριά» για την κατάληψη της Τριπολιτσάς, που ήταν το οθωμανικό διοικητικό κέντρο της Πελοποννήσου.
Ο Τσαλαφατίνος πήρε μέρος σχεδόν σε όλες τις μεγάλες μάχες της Επανάστασης στην Πελοπόννησο. Πολέμησε στο Λεβίδι (14 Απριλίου 1821), στο Βαλτέτσι (13-15 Μαΐου 1821), στην κατάληψη της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821) και στα Δερβενάκια (26 Ιουλίου 1822). Τον Ιούνιο του 1821 μαζί με τον Ηλία Μαυρομιχάλη και τους άνδρες τους έσπευσαν προς βοήθεια του Οδυσσέα Ανδρούτσου στη Στερεά Ελλάδα για να αναχαιτίσουν τους Οθωμανούς πασάδες Ομέρ Βρυώνη και Κιοσέ Μεχμέτ, που είχαν εκστρατεύσει με σκοπό την καταστολή της Επανάστασης.
Στις αρχές του 1822 ακολουθεί τον Ηλία Μαυρομιχάλη στην Εύβοια. Η εκστρατεία αποτυγχάνει και στη Μάχη των Στύρων στις 12 Ιανουαρίου 1822 σκοτώνεται ο Ηλίας Μαυρομιχάλης. Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς βρίσκεται ανάμεσα στους υπερασπιστές του Μεσολογγίου, που πολιορκείται από τους Κιουταχή και Ομέρ Βρυώνη.
Τον Φεβρουάριο του 1824 προσφέρεται με το μανιάτικο σώμα του να συνδράμει στην πολιορκία του κάστρου της Κορώνης. Τελικά, την εκτέλεση της επιχείρησης αναλαμβάνουν οι ντόπιοι, με καταστροφικά αποτελέσματα. Μετά την εισβολή του Ιμπραήμ παίρνει μέρος στη μάχη στο Μανιάκι (20 Μαΐου 1825) και στη συνέχεια υπερασπίζεται τη Μάνη από τις επανειλημμένες επιθέσεις του Αιγύπτιου εισβολέα, με αποκορύφωμα τη μάχη στο Πολυάραβο (28 Αυγούστου 1826), όπου διακρίνεται και συμβάλλει αποφασιστικά στη νίκη των ελληνικών δυνάμεων. Ήταν και η τελευταία απόπειρα του Ιμπραήμ να καταλάβει τη Μάνη.
Ο Ηλίας Τσαλαφατίνος διακρίθηκε για τον αγνό πατριωτισμό του και την έλλειψη φιλοχρηματίας. Όταν η επαναστατική κυβέρνηση το καλοκαίρι του 1823 τού πρόσφερε 2.000 γρόσια ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες προς το έθνος, αυτός τα αποποιήθηκε, λέγοντας: «Το Έθνος είναι ακόμα φτωχότερο από μένα τον φτωχό». Λίγες ημέρες αργότερα προβιβάσθηκε σε αντιστράτηγο, αλλά αρνήθηκε να δεχθεί τον βαθμό. Με αναφορά του προς το Εκτελεστικό, ζήτησε μόνο να του εξασφαλίσουν τη συντήρηση εκατό στρατιωτών και υποσχόταν ότι «θέλει εκστρατεύσει και θυσιάσει και αυτήν την ζωήν του δια την αγάπην της πατρίδος».
Ο Ηλίας Τσαλαφατίνος πέθανε στην Αθήνα στις 15 Νοεμβρίου 1856.
Αιματηρή σύγκρουση μεταξύ δυνάμεων της Εθνικής Φρουράς και Τουρκοκυπρίων στο χωριό Κοφίνου της επαρχίας Λάρνακας στις 15 Νοεμβρίου 1967...
Αιματηρή σύγκρουση μεταξύ δυνάμεων της Εθνικής Φρουράς και Τουρκοκυπρίων στο χωριό Κοφίνου της επαρχίας Λάρνακας στις 15 Νοεμβρίου 1967. Για πολλούς αναλυτές, το επεισόδιο αυτό αποτέλεσε το έναυσμα για την τουρκική εισβολή του 1974. Την Κύπρο κυβερνούσε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ηγέτης των Τουρκοκυπρίων ήταν ο Ραούφ Ντενκτάς, η Ελλάδα βρισκόταν κάτω από την μπότα των Συνταγματαρχών και πρωθυπουργός στην Τουρκία ήταν ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ.
Η Κοφίνου βρίσκεται 40 χιλιόμετρα νότια της Λευκωσίας στο σταυροδρόμι δύο στρατηγικής σημασίας αυτοκινητοδρόμων: Λευκωσίας - Λεμεσού και Λάρνακας - Λεμεσσού. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 150 μέτρων και τα χρόνια της δεκαετίας του '60 κατοικείτο αποκλειστικά από Τουρκοκυπρίους (725 κάτοικοι στην απογραφή του 1960). Μετά τις διακοινοτικές ταραχές του 1963, η Κοφίνου εξελίχθηκε σε ισχυρό στρατιωτικό προπύργιο των Τουρκοκυπρίων. Ήταν μία διαρκής εστία επεισοδίων στην περιοχή και συχνά ένοπλοι Τουρκοκύπριοι απέκοπταν τις δύο οδικές αρτηρίες, όταν δεν πυροβολούσαν τα διερχόμενα αυτοκίνητα.
Η κυπριακή κυβέρνηση απευθύνθηκε στις δυνάμεις του ΟΗΕ, αλλά η επέμβασή τους καθυστερούσε. Στις 15 Νοεμβρίου 1967 με διαταγή του Μακαρίου η Εθνική Φρουρά υπό τις διαταγές του στρατηγού Γεωργίου Γρίβα ανέλαβε αυτή να αποκαταστήσει την τάξη. Η «Επιχείρηση Γρόνθος», όπως ονομάστηκε, είχε στρατιωτικό χαρακτήρα και όχι αστυνομικό, όπως θα έπρεπε. Ο Γρίβας κινητοποίησε πολύ ισχυρές δυνάμεις, με άρματα μάχης, τεθωρακισμένα και πυροβολικό. Πρώτα επιτέθηκε στο μικτό χωριό Άγιος Θεόδωρος (685 Τουρκοκύπριοι κάτοικοι και 525 Ελληνοκύπριοι) και κατέλαβε σχεδόν χωρίς μάχη την τουρκοκυπριακή συνοικία. Στη συνέχεια στράφηκε κατά τις γειτονικής Κοφίνου. Στις αψιμαχίες που ακολούθησαν σκοτώθηκαν 24 Τουρκοκύπριοι και 9 τραυματίστηκαν, ενώ οι απώλειες της ελληνοκυπριακής πλευράς ήταν ένας νεκρός και δύο τραυματίες.
Οι επιχειρήσεις στον Άγιο Θεόδωρο και την Κοφίνου προκάλεσαν σοβαρή πολιτική κρίση. Η Τουρκία χαρακτήρισε «στυγερή πρόκληση» τα αιματηρά επεισόδια και απείλησε με στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο, αλλά και με πόλεμο την Ελλάδα. Με την παρέμβαση των Αμερικανών, που εκδηλώθηκε με την αποστολή του υφυπουργού Άμυνας Σάιρους Βανς στο τρίγωνο Αθήνας - Άγκυρας - Λευκωσίας, η κρίση διευθετήθηκε με μια οδυνηρή υποχώρηση του δικτατορικού καθεστώτος της Ελλάδας. Υπό την πίεση Αμερικανών, Βρετανών και Καναδών, οι οποίοι ενδιαφέρονταν πρωτίστως για την τύχη της Νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, αναγκάστηκε να αποσύρει από την Κύπρο την ελλαδική μεραρχία, που είχε στείλει μυστικά ο Γεώργιος Παπανδρέου μετά τα γεγονότα του 1963 - 1964.
Έτσι, η Κύπρος αφέθηκε έκθετη σε ενδεχόμενη τουρκική εισβολή, που πραγματοποιήθηκε τελικά τον Ιούλιο του 1974. Άμεση συνέπεια της αποχώρησης της ελλαδικής μεραρχίας ήταν η ανακήρυξη της «Προσωρινής Τουρκοκυπριακής Διοίκησης», με την οποία οι Τουρκοκύπριοι εμφανίσθηκαν πλέον όχι ως μειονότητα ή απλή κοινότητα, αλλά ως μια οργανωμένη πολιτική οντότητα.
Μετά την τουρκική εισβολή, οι τουρκοκύπριοι κάτοικοι της Κοφίνου και του Αγίου Θεοδώρου μετακινήθηκαν στα Κατεχόμενα και σήμερα τα δύο χωριά κατοικούνται από αμιγή ελληνοκυπριακό πληθυσμό.
Η δίκη των πρωταίτιων της Μικρασιατικής Καταστροφής από έκτακτο στρατοδικείο, που συγκρότησαν οι βενιζελικοί αξιωματικοί της Επανάστασης του 1922..gr
Με την ονομασία αυτή έμεινε στην ιστορία η δίκη των πρωταίτιων της Μικρασιατικής Καταστροφής από έκτακτο στρατοδικείο, που συγκρότησαν οι βενιζελικοί αξιωματικοί της Επανάστασης του 1922. Στο εδώλιο κάθισαν επτά πολιτικοί και ένας στρατιωτικός, από τους οποίους οι έξι καταδικάσθηκαν σε θάνατο και εκτελέσθηκαν. Η δίκη διεξήχθη από τις 31 Οκτωβρίου έως τις 15 Νοεμβρίου 1922 στην ειδικά διαρρυθμισμένη αίθουσα συνεδριάσεων της Βουλής (Παλαιά Βουλή). Ήταν ένα από τα πιο δραματικά επεισόδια του Εθνικού Διχασμού.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή κι ενώ η Ελλάδα παρουσίαζε εικόνα διάλυσης, εκδηλώθηκε στρατιωτικό κίνημα υπό τους συνταγματάρχες Πλαστήρα και Γονατά και τον αντιπλοίαρχο Φωκά, που προκάλεσε την παραίτηση της κυβέρνησης Τριανταφυλλάκου και του βασιλιά Κωνσταντίνου (14 Σεπτεμβρίου 1922) υπέρ του υιού του Γεωργίου Β'. Ο χαρακτήρας του βασιζόταν στην ανάγκη της πίστης ότι «ο ελληνικός στρατός δεν νικήθηκε, αλλά προδόθηκε».
Στην Αθήνα συγκροτήθηκε Επαναστατική Επιτροπή, η οποία ανέλαβε άμεση δράση, διατάσσοντας εκτεταμένες συλλήψεις αντιβενιζελικών πολιτικών, υπό την πίεση της κοινής γνώμης. Μία ογκώδης διαδήλωση 100.000 ανθρώπων στην Πλατεία Συντάγματος στις 9 Οκτωβρίου ζητά την εκτέλεση υπευθύνων της τραγωδίας. Ο Πλαστήρας, που είναι ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός του κινήματος, βρίσκεται σε δύσκολη θέση.
Οι αδιάλλακτοι στον στρατό (Πάγκαλος, Οθωναίος, Χατζηκυριάκος), αλλά και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου απαιτούν εκτελέσεις. Οι μετριοπαθείς (Πλαστήρας, Δαγκλής, Γονατάς), θέλουν κανονική δίκη, όπως και οι μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης, που ζητούν από τον Πλαστήρα να αποφύγει τις βεβιασμένες ενέργειες και τις συνοπτικές διαδικασίες. Τελικά, οι δύο πλευρές συμβιβάστηκαν και αποφασίστηκε η ίδρυση εκτάκτου στρατοδικείου, που από τη φύση του δεν παρέχει τα εχέγγυα για μια δίκαιη δίκη.
Επικεφαλής της ανακριτικής επιτροπής ανέλαβε ο σκληροπυρηνικός υποστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος, με βοηθούς τους συνταγματάρχες Ιωάννη Καλογερά και Χαράλαμπο Λούφα. Στο πόρισμα της Επιτροπής, που εκδόθηκε στις 24 Οκτωβρίου, παραπέμφθηκαν να δικασθούν στο έκτακτο στρατοδικείο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας οκτώ πρόσωπα, που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο την περίοδο 1920 - 1922:
Νικόλαος Θεοτόκης(44 ετών, Υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη)
Γεώργιος Μπαλτατζής(56 ετών, Υπουργός Εξωτερικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη)
Ξενοφών Στρατηγός,υποστράτηγος ε.α. (53 ετών, Υπουργός Συγκοινωνιών στην κυβέρνηση Γούναρη)
Μιχαήλ Γούδας,υποναύαρχος ε.α. (54 ετών, Υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Γούναρη)
Γεώργιος Χατζανέστης, αντιστράτηγος (59 ετών, Αρχιστράτηγος Μικράς Ασίας και Θράκης)
Το δίκαιο αίτημα των κατηγορουμένων να δικασθούν από το Ειδικό Δικαστήριο κατ' εφαρμογή του νόμου περί ευθύνης Υπουργών απορρίφθηκε από τον Πάγκαλο με εξωνομική αιτιολόγηση. Τρεις μέρες νωρίτερα (21 Οκτωβρίου) είχε συγκροτηθεί το έκτακτο στρατοδικείο με πρόεδρο τον υποστράτηγο Αλέξανδρο Οθωναίο.
Στις 9 το πρωί της 31ης Οκτωβρίου 1922 άρχισε η ακροαματική διαδικασία στην αίθουσα συνεδριάσεων της Βουλής (Παλαιά Βουλή). Τον πρόεδρο του Αλέξανδρου Οθωναίο πλαισίωναν ως στρατοδίκες τρεις συνταγματάρχες, ένας πλοίαρχος, ένας αντισυνταγματάρχης, δύο αντιπλοίαρχοι, τρεις ταγματάρχες, ένας λοχαγός και ένας στρατιωτικός δικαστικός σύμβουλος. Επαναστατικοί επίτροποι ήταν ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνος Γεωργιάδης και οι συνταγματάρχες Ιωάννης Ζουρίδης και Νεόκοσμος Γρηγοριάδης. Γραμματέας του δικαστηρίου ήταν ο Ιωάννης Πεπονής. Συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων ανέλαβαν διαπρεπείς δικηγόροι (Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Αναστάσιος Παπαληγούρας, Οικονομίδης, Δουκάκης, Νοταράς, Ρωμανός και Σωτηριάδης).
Η δίκη διεξήχθη σε 14 συνεδριάσεις. Μετά την απόρριψη των ενστάσεων των κατηγορουμένων εξετάστηκαν 12 μάρτυρες κατηγορίας και 12 υπεράσπισης. Επιτυχία της κατηγορούσας αρχής υπήρξε ότι οι περισσότεροι μάρτυρες κατηγορίας προήρχοντο από το αντιβενιζελικό στρατόπεδο, όπως και οι κατηγορούμενοι. Στις 6 Νοεμβρίου ο κατηγορούμενος Δημήτριος Γούναρης ασθένησε σοβαρά από τύφο και μεταφέρθηκε σε ιδιωτική κλινική. Υπέβαλε αίτημα αναβολής της δίκης, το οποίο απορρίφθηκε και έτσι δικαζόταν ωσεί παρών.
Κοινή ήταν η πεποίθηση σε Ελλάδα και εξωτερικό ότι το δικαστήριο θα επιβάλει θανατικές ποινές. Οι διεθνείς πιέσεις υπέρ των κατηγορουμένων εντείνονται. Υπό το βάρος τους, η κυβέρνηση του μετριοπαθή Σωτηρίου Κροκιδά παραιτείται στις 10 Νοεμβρίου και την πρωθυπουργία αναλαμβάνει στις 14 Νοεμβρίου ο συνταγματάρχης Στυλιανός Γονατάς, ηγετικό στέλεχος του στρατιωτικού κινήματος.
Την ίδια μέρα ολοκληρώθηκαν οι απολογίες των κατηγορουμένων και οι αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης. Ένα τέταρτο μετά τα μεσάνυχτα της 15ης Νοεμβρίου, το δικαστήριο αποσύρεται σε διάσκεψη για να εκδώσει την απόφασή του. Στις 6:40 π.μ. οι στρατοδίκες επανέρχονται στην έδρα και ο Πρόεδρος του Εκτάκτου Στρατοδικείου Αλέξανδρος Οθωναίος διαβάζει την ετυμηγορία του δικαστηρίου:
Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Β' το Έκτακτον Στρατοδικείον συσκεφθέν κατά νόμον, κηρύσσει παμψηφεί τους μεν Γεώργιον Χατζηανέστην, Δημήτριον Γούναρην, Νικόλαον Στράτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, Γεώργιον Μπαλτατζήν και Νικόλαον Θεοτόκην εις την ποινήν του Θανάτου. Τους δε Μιχαήλ Γούδαν και Ξενοφώντα Στρατηγόν εις την ποινήν των ισοβίων δεσμών. Διατάσσει την στρατιωτικήν καθαίρεσιν των Γεωργίου Χατζανέστη αρχιστρατήγου, Ξενοφώντος Στρατηγού υποστρατήγου και Μιχαήλ Γούδα υποναυάρχου και επιβάλλει αυτούς τα έξοδα και τέλη. Επιδικάζει παμψηφεί χρηματικήν αποζημίωσιν υπέρ του Δημοσίου κατά του Δημητρίου Γούναρη δραχμών 200 χιλιάδων, Νικολάου Στράτου δραχμών 335 χιλιάδων, Γεωργίου Μπαλτατζή και Νικολάου Θεοτόκη δραχμών 1 εκατομμυρίου και Μιχαήλ Γούδα δραχμών 200 χιλιάδων.
Αμέσως μετά, ο επαναστατικός επίτροπος Νεόκοσμος Γρηγοριάδης μεταβαίνει στις φυλακές Αβέρωφ, όπου εκρατούντο οι κατηγορούμενοι και τους ανακοινώνει την καταδικαστική απόφαση. Είναι 9 το πρωί. Στους έξι θανατοποινίτες ανακοινώνει ότι η εκτέλεση θα γίνει σε δύο ώρες. Υποβολή ενδίκων μέσων δεν προβλεπόταν για τους καταδικασθέντες. Στις 10:30 δύο φορτηγά τους παραλαμβάνουν και τους μεταφέρουν στον χώρο εκτελέσεων στου Γουδή, πίσω από το νοσοκομείο «Σωτηρία». Μία ώρα αργότερα, 36 πυροβολισμοί αντηχούν από τους άνδρες του εκτελεστικού αποσπάσματος και οι 6 πέφτουν νεκροί. Στις 2:30 μ.μ. κηδεύονται στο Α' Νεκροταφείο, κάτω από αυστηρά μέτρα ασφαλείας.
Η επίσπευση της εκτέλεσης των 6 έγινε με προτροπή του Πάγκαλου. Ο στρατηγός ήθελε να μην τους προλάβει ζωντανούς ο πλοίαρχος Τάλμποτ, που έφθασε λίγο αργότερα στην Αθήνα ως απεσταλμένος της Αγγλικής Κυβέρνησης για να πιέσει την κυβέρνηση να αναβάλει την εκτέλεση των θανατικών ποινών. Ο ρόλος του Ελευθερίου Βενιζέλου δεν είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένος. Ο ίδιος είχε αποσυρθεί της πολιτικής και ευρίσκετο στο εξωτερικό μη αναμιγνυόμενος, όπως έλεγε, στις κυβερνητικές υποθέσεις. Ένα τηλεγράφημά του προς την κυβέρνηση για τις δυσμενείς επιπτώσεις της εκτέλεσης έφθασε την επομένη (16 Νοεμβρίου).
Η εκτέλεση των 6 έγινε, κυρίως, για να ικανοποιηθεί το λαϊκό αίσθημα και όχι γιατί πραγματικά είχαν διαπράξει προδοσία σε βάρος της Ελλάδας. Την άποψη αυτή επαληθεύουν τα λόγια του Θεόδωρου Πάγκαλου, χρόνια αργότερα: «Δεν παραδέχομαι ότι διέπραξαν συνειδητήν προδοσίαν… αλλά υπήρξαν μοιραία και αναγκαία θύματα εις τον βωμόν της Πατρίδος».
Η Επανάληψη της Δίκης
Στις 20 Ιανουαρίου 2008 ο Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκης, εγγονός του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, προσέφυγε στον Άρειο Πάγο και ζήτησε με αίτησή του την ακύρωση της απόφασης του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών της 15ης Νοεμβρίου 1922 και την επανάληψη της διαδικασίας (δίκης), με το αιτιολογικό της ύπαρξης νέων στοιχείων, σύμφωνα με το άρθρο 525 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Τα νέα στοιχεία που επικαλέστηκε ο αιτών ήταν μία επιστολή του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου προς τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Παναγή Τσαλδάρη (Ιανουάριος 1929) και ένα απόσπασμα από την ομιλία του Ελευθερίου Βενιζέλου στη Βουλή στις 31 Μαρτίου 1932.
Στην επιστολή του προς τον Παναγή Τσαλδάρη έγραφε ο Ελευθέριος Βενιζέλος:
Δύναμαι να διαβεβαιώσω υμάς κατά τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπο ότι ουδείς των πολιτικών αρχηγών της δημοκρατικής παρατάξεως θεωρεί ότι οι ηγέται της πολιτικής, ήτις ηκολουθήθη μετά το 1920, διέπραξαν προδοσία κατά της χώρας ή ότι εν γνώσει οδήγησαν τον τόπο εις την μικρασιατική καταστροφή. Δύναμαι μάλιστα να σας διαβεβαιώσω ότι πιστεύω ακραδάντως ότι θα ήσαν ευτυχείς αν η πολιτική των οδηγεί την Ελλάδα εις εθνικόν θρίαμβον.
Κατά δε τη συνεδρίαση της Βουλής της 31ης Μαρτίου 1932, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, αναφερθείς στο θέμα της θανατικής καταδίκης των «έξι» , δήλωσε ότι αποτελεί ειλικρινή του επιθυμία να αποκατασταθεί η μνήμη των νεκρών, υπέρ των οποίων ήταν έτοιμος να προσέλθει σε μνημόσυνο όπως δεηθεί, μετά των συγγενών και φίλων αυτών, από κοινού υπέρ εκείνων.
Στις 19 Νοεμβρίου 2009 το Ζ' Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου συνελθών σε συμβούλιο δέχθηκε τους ισχυρισμούς του αιτούντος με ψήφους 3 έναντι 2 και παρέπεμψε το θέμα στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για την οριστική απόφαση (1533/2009). Στις 20 Δεκεμβρίου 2009 η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου συνεδρίασε κεκλεισμένων των θυρών και με εισήγηση του αντεισαγγελέα του δικαστηρίου Αθανασίου Κονταξή έκρινε ότι εσφαλμένα παραπέμφθηκε ενώπιόν της από το Ποινικό Τμήμα το ζήτημα της επανάληψης της «δίκης των έξι» και ότι κατά συνέπεια αναβιώνει η απόφαση 1533/2009 του Ζ' Ποινικού Τμήματος.
Στις 12 Μαΐου 2010 συνήλθε σε συμβούλιο το Ζ' Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου υπό νέα σύνθεση, για να συμπληρώσει την απόφαση 1533/2009 και να διατυπώσει το διατακτικό, σύμφωνα με το άρθρο 145 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Στη δίκη παρενέβη με δήλωση πολιτικής αγωγής η Ομοσπονδία Προσφυγικών Σωματείων Ελλάδος, που εκπροσωπεί 185 σωματεία και πλέον των 300.000 απογόνων των προσφύγων του 1922, υποστηρίζοντας ότι θα πρέπει να απορριφθεί η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, επειδή οι έξι καταδικασθέντες από το Στρατοδικείο με τις πράξεις και τις παραλείψεις τους προκάλεσαν τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον ξεριζωμό του Ελληνισμού από τις πατρογονικές ρίζες του, μετά 3.000 χρόνια παρουσίας στη Μικρά Ασία. Η παράσταση πολιτικής αγωγής απορρίφθηκε ως απαράδεκτη από το δικαστήριο.
Στις 20 Οκτωβρίου 2010 το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του και έκανε δεκτή την αίτηση του Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκη, κρίνοντας αθώους τους έξι καταδικασθέντες σε θάνατο από το Έκτακτο Επαναστατικό Δικαστήριο Αθηνών. Με την απόφαση 1675/2010 το Ζ' Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου ακυρώνει την απόφαση του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών ως προς όλους τους καταδικασμένους για εσχάτη προδοσία και παύει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής.