Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2023

Άγιοι Ζηνόβιος και Ζηνοβία τα αδέλφια




Συγκαρτερεῖ σοι Ζηνόβιε τὸ ξίφος,
Ἡ καρτερόφρων, κἂν γυνή, Ζηνοβία.
Τμήθη Ζηνοβίῃ καὶ ἀδελφεὸς ἐν τριακοστῇ.

Κωνσταντίνος Τσικλητήρας

 Θρυλική μορφή του ελληνικού αθλητισμού, τέσσερις φορές Ολυμπιονίκης στα αγωνίσματα άνευ φοράς.

Κωνσταντίνος Τσικλητήρας (1888 – 1913)

Θρυλική μορφή του ελληνικού αθλητισμού, τέσσερις φορές Ολυμπιονίκης στα αγωνίσματα άνευ φοράς.

Γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1888 στην Πύλο της Μεσσηνίας από εύπορη οικογένεια της περιοχής. Ο πατέρας του τον έστειλε στην Αθήνα για να σπουδάσει Οικονομικά, αλλά ο νεαρός Κωστής έδειξε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τον αθλητισμό. Γράφτηκε στον Πανελλήνιο Γυμναστικό Σύλλογο και το 1906 είχε την πρώτη επιτυχία, καθώς κατέκτησε την τρίτη θέση στο μήκος άνευ φοράς στους Πανελληνίους Αγώνες με επίδοση 2.83 μ. Αμέσως, όμως, έρχεται και η πρώτη απογοήτευση, όταν στους Μεσολυμπιακούς της Αθήνας, τον ίδιο χρόνο, κατετάγη 6ος στο ύψος άνευ φοράς με 1.30 μ, ενώ στο μήκος άνευ φοράς αποκλείστηκε στον προκριματικό.

Σφίγγει τα δόντια, δουλεύει σκληρά και το 1907 κατακτά τρία χρυσά μετάλλια στους Πανιώνιους Αγώνες της Σμύρνης: στο άλμα εις ύψος με 1.65 μ., στο ύψος άνευ φοράς με 1.40 μ. και στο μήκος άνευ φοράς με 3.14 μ. Την επόμενη χρονιά έρχεται η μεγάλη διάκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου, όταν κερδίζει δύο αργυρά μετάλλια: στο ύψος άνευ φοράς με 1.55 μ. και στο μήκος άνευ φοράς με 3.25 μ.

Ο Τσικλητήρας ήταν ψηλός (1.92 μ.) με θαυμάσια αλτικότητα, που οφειλόταν στα δυνατά του πόδια και στο εκπληκτικό «σπάσιμο» της μέσης του. Ιδού, πως τον περιγράφει ο ανταποκριτής της εφημερίδας Χρόνος στο Λονδίνο και γνωστός λογοτέχνης Ζαχαρίας Παπαντωνίου:

...Είνε σώμα υψηλόν, λεπτόν, καλογραμμένον. Εις το σχέδιον του μελαχροινού προσώπου του, των μήλων, των ματιών, των χειλέων, του πώγωνος νομίζεις ότι επέρασεν, ελαφρώς, ολίγον κοντύλι Γκύζη. Από πάνω ως κάτω ο νέος αυτός έχει ευγενεστάτην γραμμήν. Μελαχροινός, πολύ υψηλός σχετικώς με τη νεότητά του, πόδια μεγάλα και λαστιχένια, ως σκύλου πόιντερ, σύμμετρον και χαριτωμένον σύνολον. Το μόνον μειονέκτημά του είνε ότι δεν έχει, ακόμη, την αθλητικήν ανάπτυξιν που του χρειάζεται. Πολύ ολίγον έχει γυμνασθή και είνε μάλλον αδύνατος. Αλλά η νίκη του εις το αγγλικόν στάδιον του έδειξε τον δρόμον και είνε αρκετά έξυπνος ώστε να μη τον χάση. Από τώρα και εις το εξής πρέπει να ζη διαρκώς μέσα εις τα γυμναστήρια.

Ο Τσικλητήρας επανέλαβε το κατόρθωμα του Λονδίνου τέσσερα χρόνια αργότερα. Στους Ολυμπιακούς της Στοκχόλμης το 1912 κέρδισε χρυσό μετάλλιο στο μήκος άνευ φοράς με 3.37 μ. (παγκόσμιο ρεκόρ του ιδίου με 3.47 μ. από την 1η Απριλίου) και χάλκινο στο ύψος άνευ φοράς με 1.55 μ., αφού χρειάστηκε να δώσει σκληρή μάχη και στα δύο αγωνίσματα με τους αδελφούς Άνταμς από τις ΗΠΑ. Ο Τσικλητήρας επέστρεψε τροπαιούχος στην Αθήνα, όπου του επιφυλάχθηκε αποθεωτική υποδοχή, ενώ διθυραμβικά ήταν και τα σχόλια του Τύπου.

Δύο μήνες μετά τον θρίαμβο της Στοκχόλμης ξεσπά ο Α' Βαλκανικός Πόλεμος (4 Οκτωβρίου 1912) και ο Τσικλητήρας στρατεύεται. Του προτείνουν να παραμείνει στο Φρουραρχείο Αθηνών, αλλά αυτός αρνείται. Θέλει να πάει στο μέτωπο για να μην κατηγορηθεί για ευνοϊκή μεταχείριση. Εκεί στην πρώτη γραμμή προσβλήθηκε από μηνιγγίτιδα και άφησε την τελευταία του πνοή στις 10 Φεβρουαρίου 1913. Ήταν μόλις 25 ετών. Προς τιμήν του, ο Πανελλήνιος διοργανώνει από το 1963 συνάντηση στίβου με την επωνυμία Τα Τσικλητήρεια.

Ο Τσικλητήρας, εκτός από τη μεγάλη του αγάπη για τον στίβο, γοητεύτηκε από το ποδόσφαιρο, ένα νέο άθλημα, που συνέπαιρνε τους νεαρούς της εποχής του. Έπαιξε τερματοφύλακας στον Ποδοσφαιρικό Όμιλο Αθηνών (ΠΟΑ), που ίδρυσε ο συναθλητής του στον Πανελλήνιο Γεώργιος Καλαφάτης και το 1924 μετονομάσθηκε σε Παναθηναϊκό Αθλητικό Όμιλο (ΠΑΟ).


       Πηγή

Η απόπειρα δολοφονίας κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας Παύλου Κουντουριώτη

 Στις 30 Οκτωβρίου 1927 ένας νευρασθενικός σερβιτόρος από τη Λάρισα πυροβολεί και τραυματίζει ελαφρά στο κεφάλι τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Παύλο Κουντουριώτη, έξω από το Δημαρχείο της Αθήνας...

Τα Προπύλαια του Δημαρχιακού Μεγάρου, λίγο μετά την επίθεση

Το πρωί της 30ης Οκτωβρίου ο απόστρατος ναύαρχος και ήρωας των Βαλκανικών Πολέμων, Παύλος Κουντουριώτης (1855-1935), που κατείχε το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας από το 1924, είχε μεταβεί στο Δημαρχείο της Αθήνας για να απευθύνει χαιρετισμό στο συνέδριο των Δημάρχων της χώρας. Μετά το πέρας της εναρκτήριας τελετής εξήλθε του Δημαρχιακού Μεγάλου και επιβιβάσθηκε στο προεδρικό αυτοκίνητο που τον ανέμενε μπροστά από τα Προπύλαια του Δημαρχιακού Μεγάρου επί της οδού Αθηνάς.

Τη στιγμή εκείνη ένας νεαρός άνδρας διέλαθε της προσοχής της φρουράς του Προέδρου, έφθασε κοντά στο αυτοκίνητό του από την πίσω δεξιά πλευρά και πυροβόλησε μία φορά με περίστροφο κατά του Κουντουριώτη, που καθόταν στην μπροστινή δεξιά θέση του οχήματος και ανταπέδιδε τον χαιρετισμό στο συγκεντρωμένο πλήθος. Η σφαίρα άνοιξε μία μεγάλη οπή στο τζάμι της πίσω πόρτας, λοξοδρόμησε λίγο και βρήκε ξυστά στη δεξιά κροταφική χώρα τον ανώτατο άρχοντα της χώρας και στη συνέχεια κατέπεσε μπροστά στα πόδια του.

Αμέσως, οι άνδρες της προσωπικής του φρουράς αφόπλισαν τον δράστη και τον συνέλαβαν, ενώ το αγανακτισμένο πλήθος επιζητούσε να τον λιντσάρει. Κάποιοι θερμόαιμοι, μάλιστα, κατόρθωσαν να τον αποσπάσουν για λίγο από τους αστυνομικούς και να τον χτυπήσουν με κλωτσιές και μπουνιές. Ο Κουντουριώτης, παρότι το αίμα έρρεε άφθονο από το κεφάλι του, διατήρησε την ψυχραιμία του και συνέχισε να συνδιαλέγεται με το πλήθος.

Τάχιστα, όμως, διακομίστηκε στην Πολυκλινική Αθηνών, όπου δέχθηκε τις περιποιήσεις του διευθυντού της και καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Νικολάου Αλιβιζάτου. Το ιατρικό ανακοινωθέν που εκδόθηκε αργά το απόγευμα ανέφερε: «Ο κ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας υπέστη τραύμα κατά την δεξιάν κροταφικήν χώραν. Η σφαίρα προκάλεσε κάκωσιν των μαλακών μορίων, ελαφρώς θίξασα το οστούν. Ο κύριος πρόεδρος υπέστη την εγχείρισιν μετά μεγάλης ψυχραιμίας. Κατάστασις Αρίστη».

Αμέσως μόλις έγινε γνωστό το συμβάν έσπευσε στην κλινική σχεδόν ολόκληρο το υπουργικό συμβούλιο για να πληροφορηθεί από πρώτο χέρι για την υγεία του προέδρου. Ο ίδιος δεν μπορούσε να κατανοήσει το κίνητρο του δράστη: «Κάποιος ανισόρροπος με χτύπησε. Πρέπει να είναι ανισόρροπος, διότι εγώ γυρίζω όλη την ώρα έξω μόνος μου και μπορούσε να με χτυπήσει όπου αλλού ήθελε. Για μένα είναι ανεξήγητο» έλεγε σε κάποιους υπουργούς από το κρεβάτι της κλινικής.

Εν τω μεταξύ, ο δράστης είχε μεταφερθεί στο Γ' Τμήμα Ασφαλείας Αθηνών, όπου ανακρινόταν υπό την εποπτεία εισαγγελέα. Στους ανακριτές του δήλωσε αρχικά ότι ήταν κωφός κι επομένως η όλη διαδικασία θα γινόταν με γραπτές ερωτοαπαντήσεις. Στη συνέχεια δήλωσε τα στοιχεία του: ονομαζόταν Ζαφείριος Γκούσιος, ήταν 25 ετών, καταγόταν από τα Αμπελάκια Λάρισας και δούλευε ως σερβιτόρος στο εστιατόριο Αβέρωφ της Λάρισας. Στην Αθήνα είχε έλθει στις 18 Οκτωβρίου και κατέλυσε στο ξενοδοχείο Όλγα στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου. Σ’ έρευνα που έγινε στο δωμάτιό του βρέθηκε μια βαλίτσα που περιείχε, μεταξύ άλλων, 10 φύλλα της εφημερίδας Ριζοσπάστης και βιβλία των Νίτσε, Σοπεγχάουερ και του ιστορικού Γιάννη Κορδάτου (γ.γ. του ΚΚΕ από το 1920 έως το 1924).

Ο δράστης της απόπειρας, Ζαφείριος Γκούσιος

Από τους μάρτυρες που παρέλασαν κατά την ανάκριση, ουσιώδης κρίθηκε η κατάθεση ενός εκ των συνταξιδιωτών του, ονόματι Γκόλαντα. Αυτός κατέθεσε ότι όταν ο Γκούσιος τον είδε να διαβάζει μία εφημερίδα στο τρένο, του άνοιξε συζήτηση: «Δεν ντρέπεσαι να διαβάζεις αστικές εφημερίδες; Αυτά που γράφουν είναι όλα ψέματα και υποβολιμιαία». Κατόπιν του ανέπτυξε την κομμουνιστική κοσμοθεωρία του και όταν ο Γκόλαντας τον ρώτησε για ποιο σκοπό έρχεται στην Αθήνα αυτός του απάντησε: «Πάω να βρω δουλειά, αλλά έχω να εκτελέσω σοβαράς αποφάσεις μου. Κάποιον θα σκοτώσω». Όπως εξακριβώθηκε από την ανάκριση, ο Γκούσιος, προτού προβεί στην απονενοημένη πράξη του, είχε ζητήσει ακρόαση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να του εκθέσει τα προβλήματα που αντιμετώπιζε και να του ζητήσει βοήθεια. Το αίτημά του δεν έγινε δεκτό κι έτσι αποφάσισε να τον σκοτώσει.

Μετά την απολογία του προφυλακίστηκε, με σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα. Οι αστυνομικές και εισαγγελικές αρχές εξακολουθούσαν να τον θεωρούν κομουνιστή και μάλιστα η ασφάλεια Λάρισας πίστευε ότι ήταν μέλος του ΚΚΕ, που εκείνη την περίοδο άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία του στα πολιτικά πράγματα της χώρας, δημιουργώντας πονοκεφάλους στα συστημικά κόμματα. Ο ίδιος στις επίμονες ερωτήσεις των δημοσιογράφων που τον επισκέφθηκαν στη φυλακή αρνήθηκε ότι είναι κομμουνιστής ή αναρχικός και περιέγραψε τον εαυτό του ως εξής: «Είμαι ένα ονειροπόλος, ένας απλούς ανθρωπιστής, επιθυμών την ευτυχίαν παντός ανθρώπου». Ήταν ιδιαίτερα μορφωμένος για την εποχή του (απόφοιτος σχολαρχείου) και με πνευματικές ανησυχίες, όπως έγραψε ο τύπος της εποχής, αλλά αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα, εξαιτίας της κωφότητάς του, η οποία προερχόταν από μία παιδική μηνιγγίτιδα κι ενός προβλήματος στη μύτη.

Η δίκη του Γκούσιου άρχισε και τελείωσε μέσα σε μία ημέρα, στις 20 Νοεμβρίου 1928, στο Κακουργιοδικείο Αθηνών. Στην απολογία του, αφού ζήτησε συγγνώμη για την πράξη του, τόνισε ότι «για όλα φταίει η κατηραμένη κώφωσίς μου. Είναι σαν μου τρύπησαν το μυαλό και να μου έχυσαν στο μυαλό λιωμένο μολύβι». Στην αγόρευσή του ο εισαγγελέας Μαλούχος έπαιξε το κομουνιστικό χαρτί: «Ο Γκούσιος υπήρξε το θύμα των νέων ιδεών και της αναγνώσεως των βιβλίων του κομμουνισμού. Εάν δεν τεθεί φραγμός εις τον κομουνισμόν, μετά μίαν πενταετίαν, δύναμαι να σας το βεβαιώσω από της θέσεως ταύτης, ότι δεν θα υπάρχει αστικόν καθεστώς». Τελικά, το δικαστήριο καταδίκασε τον Γκούσιο σε πρόσκαιρα δεσμά 14 ετών για απόπειρα ανθρωποκτονίας, αναγνωρίζοντάς του το ελαφρυντικό της μετρίας συγχύσεως. Ακόμη, του επέβαλε ποινές φυλάκισης 3 μηνών για οπλοχρησία και 45 ημερών για παράνομη οπλοφορία.

Ο Γκούσιος θεώρησε την ποινή υπέρμετρα αυστηρή και την επομένη προσπάθησε να αυτοκτονήσει, καταπίνοντας μεγάλη ποσότητα κινίνου. Οι γιατροί κατόρθωσαν να του σώσουν τη ζωή, αλλά από εκείνη την ημέρα τα ίχνη του χάθηκαν.


Πηγή

Κώστας Καρυωτάκης

 Ποιητής και πεζογράφος, ίσως η σημαντικότερη λογοτεχνική φωνή, που ανέδειξε η γενιά του ’20 και από τους πρώτους, που εισήγαγαν στοιχεία του μοντερνισμού στην ελληνική ποίηση.

Κώστας Καρυωτάκης (1896 – 1928)


Ποιητής και πεζογράφος, ίσως η σημαντικότερη λογοτεχνική φωνή, που ανέδειξε η γενιά του '20 και από τους πρώτους, που εισήγαγαν στοιχεία του μοντερνισμού στην ελληνική ποίηση. Επηρέασε πολλούς από τους κατοπινούς ποιητές (ΣεφέρηςΡίτσοςΒρεττάκος) και με την αυτοκτονία του δημιούργησε φιλολογική μόδα, τον Καρυωτακισμό, που πλημμύρισε τη νεοελληνική ποίηση.

Γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 30 Οκτωβρίου 1896 και ήταν γιoς του νομομηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη από τη Συκιά Κορινθίας και της Κατήγκως Σκάγιαννη από την Τρίπολη. Ήταν ο δευτερότοκος της οικογένειας. Είχε μία αδελφή ένα χρόνο μεγαλύτερή του, τη Νίτσα, και έναν αδελφό μικρότερο, το Θάνο, που γεννήθηκε το 1899 και σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος.

Λόγω της εργασίας τού πατέρα του, η οικογένειά του αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο διαμονής. Έζησαν στη Λευκάδα, την Πάτρα, τη Λάρισα, την Καλαμάτα, το Αργοστόλι, την Αθήνα (1909-1911) και τα Χανιά, όπου έμειναν ως το 1913. Από τα εφηβικά του χρόνια δημοσίευε ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά, ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού «Διάπλαση των Παίδων». Σε ηλικία 17 ετών ερωτεύεται την χανιώτισσα Άννα Σκορδύλη, μια σχέση που θα τον σημαδέψει.

Το 1917 αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών με λίαν καλώς. Στην αρχή επιχείρησε να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου, ωστόσο η έλλειψη πελατείας τον ώθησε στην αναζήτηση θέσης δημοσίου υπαλλήλου. Διορίστηκε στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, ενώ μετά την οριστική απαλλαγή του από τον Ελληνικό Στρατό για λόγους υγείας, τοποθετήθηκε σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων οι νομαρχίες Σύρου, Άρτας και Αθήνας. Απεχθανόταν τη δουλειά του και δεν ανεχόταν την κρατική γραφειοκρατία, εξού και οι πολλές μεταθέσεις του.

Η πρώτη ποιητική συλλογή του «Ο Πόνος των Ανθρώπων και των Πραγμάτων», δημοσιεύτηκε το Φεβρουάριο του 1919 και δεν έλαβε ιδιαίτερα θετικές κριτικές. Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε το σατιρικό περιοδικό «Η Γάμπα», η κυκλοφορία του οποίου όμως απαγορεύτηκε έπειτα από έξι τεύχη κυκλοφορίας. Η δεύτερη συλλογή του, υπό τον τίτλο «Νηπενθή», εκδόθηκε το 1921.

Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής, παρόλο που δεν είχε ξεχάσει την πρώτη αγάπη, την Άννα Σκοδρύλη, η οποία στο μεταξύ είχε παντρευτεί. Η Πολυδούρη του προτείνει να παντρευτούν, παρότι γνώριζε ότι έπασχε από σύφιλη. Το 1924 ταξίδεψε στο εξωτερικό και επισκέφθηκε την Ιταλία και τη Γερμανία. Το Δεκέμβριο του 1927 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του, με τίτλο «Ελεγεία και Σάτιρες».

Το Φεβρουαρίου του 1928 αποσπάστηκε στην Πάτρα και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα. Η αλληλογραφία του με συγγενείς του την περίοδο αυτή αναδεικνύει την απόγνωση του Καρυωτάκη για την επαρχιακή ζωή και τη μικρότητα της τοπικής κοινωνίας. Στις 20 Ιουλίου πήγε στο Μονολίθι και αποπειράθηκε επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει, προσπαθώντας μάταια να πνιγεί. Την επόμενη μέρα (21 Ιουλίου) αγόρασε ένα περίστροφο κι επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας. Αφού πέρασε λίγες ώρες μόνος του καπνίζοντας, πήγε σε μια παρακείμενη παραλία, τον Άγιο Σπυρίδωνα και έθεσε τέλος στη ζωή του κάτω από έναν ευκάλυπτο. Στην τσέπη του η αστυνομία βρήκε ένα σημείωμα, που εξηγούσε τους λόγους της αυτοκτονίας του:

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία, όμως, πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.

[Υ.Γ.] Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.

Εκτός από το ποιητικό του έργο, ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά, ενώ μας άφησε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών. Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει συνθέτες και συγκροτήματα, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, τα «Υπόγεια Ρεύματα», η Λένα Πλάτωνος, ο Μίμης Πλέσσας, ο Γιάννης Σπανός, ο Γιάννης Γλέζος και ο Νίκος Ξυδάκης.

Η ποίηση του Καρυωτάκη δεν έχει ίχνος φιλολογίας, αισθηματισμού και φιλαρέσκειας, που υπάρχει σε αφθονία στους παλιότερους ποιητές. Αποπνέει την αίσθηση του μάταιου, του χαμένου, η στάση του είναι αντιηρωική και αντιδανική. Ο Καρυωτάκης γράφει ποιήματα για το άδοξο, το ασήμαντο, ακόμα και το γελοίο, ως διαμαρτυρία, που φθάνει στο σαρκασμό.


Πηγή

Ο Πόλεμος των Κόσμων

 Ήταν 30 Οκτωβρίου του 1938, όταν ο Όρσον Ουέλς κατάφερε να πείσει τους Αμερικανούς από ραδιοφώνου ότι η Γη δέχεται επίθεση από Αρειανούς...


Στις 30 Οκτωβρίου 1938 ο Όρσον Γουέλς δεν δυσκολεύεται να πείσει τους Αμερικανούς από ραδιοφώνου ότι η Γη δέχεται επίθεση από Αρειανούς. Βρισκόμαστε στη χρυσή εποχή του ραδιοφώνου, όταν το μέσο αυτό αποτελεί τη βασική πηγή πληροφόρησης και ψυχαγωγίας για εκατομμύρια Αμερικανούς.

Ο ιδιοφυής Αμερικανός σκηνοθέτης και ηθοποιός ήταν τότε 23 χρονών, όταν του ζητήθηκε να διασκευάσει για το ραδιόφωνο το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του Άγγλου συγγραφέα Χέρμπερτ Τζορτζ Γουέλς «Ο πόλεμος των κόσμων», ένα από τα πρώτα λογοτεχνικά έργα, που περιγράφει με λεπτομέρειες μία σύγκρουση του ανθρώπου με τους εξωγήινους. Παρότι είχε σημαντική προϋπηρεσία στο μέσο, ούτε ο ίδιος δεν φαντάστηκε τον αντίκτυπο που θα είχε η παράστασή του εκείνο το κυριακάτικο βράδυ της 30ης Οκτωβρίου 1938, παραμονή της γιορτής του Χάλογουιν.

Η εκπομπή ξεκίνησε κανονικά στις 8 το βράδυ από το δίκτυο του CBS, σε ώρα υψηλής ακρόασης, με τον εκφωνητή να αναγγέλλει τους τίτλους της παράστασης. Εκείνη, όμως, την ώρα οι πιο πολλοί ακροατές είχαν συντονιστεί με το αντίπαλο δίκτυο του NBC, όπου ο εγγαστρίμυθος Έντγκαρ Μπέργκεν παρουσίαζε ένα κωμικό πρόγραμμα.

Στις 8:12, όταν τελείωσε το σόου του Μπέργκεν και ακολούθησε ένας άγνωστος και αδιάφορος τραγουδιστής, οι ακροατές γύρισαν τη βελόνα του ραδιοφώνου τους στο CBS, όπου εξελισσόταν η παράσταση του Γουέλς με τη μορφή ενός δελτίου ειδήσεων. Εκείνη την ώρα, ο παρουσιαστής διάβαζε το δελτίο καιρού. Στη συνέχεια συνδέθηκε με το ξενοδοχείο Hotel Park Plaza της Νέας Υόρκης, όπου έπαιζε η ορχήστρα του Ραμόν Ρακέλο.

Ξαφνικά, ένας άλλος παρουσιαστής διέκοψε τη ροή του προγράμματος, για να ανακοινώσει, με τη δέουσα σοβαρότητα, ότι ακούστηκαν εκρήξεις στον πλανήτη Άρη. Το πρόγραμμα συνεχίστηκε με την ορχήστρα του Ρακέλο να διασκεδάζει το κοινό με χορευτική μουσική, ώσπου ο παρουσιαστής με νέα διακοπή του ανακοίνωσε ότι ένας μεγάλος μετεωρίτης κατέπεσε σ’ ένα αγρόκτημα του Νιου Τζέρσεϊ. Αμέσως μετά συνδέθηκε μ’ έναν ρεπόρτερ, ο οποίος έντρομος ανέφερε ότι είδε έναν Αρειανό να βγαίνει από ένα μεταλλικό κύλινδρο.

Στη συνέχεια, οι εξωγήινοι όλο και πλήθαιναν και με εξελιγμένα όπλα κατόρθωσαν να εξολοθρεύσουν 7.000 εθνοφρουρούς, ενώ εισέβαλαν στο Σικάγο και το Σεν Λούις. Η ραδιοφωνική παράσταση του Ουέλς ήταν αρκούντως ρεαλιστική, με πρωτοποριακά για την εποχή ηχητικά εφέ και ηθοποιούς που έπαιζαν πειστικά τους ρόλους των δημοσιογράφων. Ένας άλλος ρεπόρτερ ανακοίνωσε εκείνη τη στιγμή ότι η εισβολή των Αρειανών είχε προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση και χιλιάδες κάτοικοι των περιοχών αυτών έσπευδαν να τις εγκαταλείψουν πανικόβλητοι.

Στην πραγματικότητα δεν απείχε και πολύ από την αλήθεια. Αρκετοί ακροατές, από το ένα εκατομμύριο ακροατές που παρακολουθούσαν την παράσταση του Γουέλς, πίστεψαν ότι πράγματι η Αμερική δεχόταν επίθεση από Αρειανούς. Πανικός ξέσπασε σε πολλές περιοχές της χώρας. Στο Νιου Τζέρσεϊ σημειώθηκε μποτιλιάρισμα στους δρόμους από έντρομους κατοίκους, που έσπευδαν να εγκαταλείψουν την περιοχή για να μην πέσουν στα χέρια των εξωγήινων εισβολέων. Πολίτες ζητούσαν μάσκες οξυγόνου από την αστυνομία για να σωθούν από τα τοξικά αέρια που υποτίθεται ότι εκτόξευαν οι Αρειανοί, ενώ άλλοι ζητούσαν από την ηλεκτρική εταιρεία να τους διακόψει την παροχή ρεύματος για να μην εντοπιστούν από τους εισβολείς. Μία γυναίκα έντρομη μπήκε σε μια εκκλησία της Ινδιανάπολης, όπου γινόταν βραδινή λειτουργία και άρχισε να κραυγάζει: «Η Νέα Υόρκη καταστράφηκε. Είναι το τέλος του κόσμου. Πηγαίνετε στα σπίτια σας και ετοιμαστείτε να πεθάνετε!». Οι πληροφορίες ότι υπήρξαν αυτοκτονίες δεν επιβεβαιώθηκαν.

Μόλις τα νέα για τον αληθινό πανικό μαθεύτηκαν στα στούντιο του CBS, ο Γουέλς βγήκε στον «αέρα» και υπενθύμισε στους ακροατές ότι παρακολούθησαν ένα θεατρικό έργο. Η παράσταση του Γουέλς απασχόλησε και το FCC, το ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο των ΗΠΑ, το οποίο δεν διαπίστωσε κάτι το μεμπτό, αλλά συνέστησε στα μέσα να είναι πιο προσεκτικά στο μέλλον. Ο ίδιος ο Γουέλς φοβήθηκε ότι η καριέρα του θα καταστρεφόταν μετά τον θόρυβο που δημιουργήθηκε, αλλά στην πραγματικότητα συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Η δημοσιότητα τον βοήθησε να εξασφαλίσει δουλειά στο Χόλιγουντ και το 1941 να γυρίσει την περίφημη ταινία «Ο Πολίτης Καίην», που θεωρείται μία από τις κορυφαίες δημιουργίες στην ιστορία του κινηματογράφου.


Πηγή