Δευτέρα 23 Αυγούστου 2021

Κόμπι Μπράιαντ

 Αμερικανός καλαθοσφαιριστής, ένας από τους ελάχιστους σύγχρονους σταρ του αθλητισμού, που συνέδεσε το όνομά του με μία και μόνο ομάδα, τους Λος Άντζελες Λέικερς.

Κόμπι Μπράιαντ (1978 – 2020)

Ο Κόμπι Μπράιαντ (Kobe Bryant) ήταν αμερικανός καλαθοσφαιριστής, από τους κορυφαίους του αθλήματος με την πορτοκαλί μπάλα. Με ύψος 1,98 μ. αγωνιζόταν στη θέση του σούτινγκ γκαρντ («δυάρι») και είχε ως ίνδαλμά του τον Μάικλ Τζόρνταν. Υπήρξε ένας από τους ελάχιστους σύγχρονους σταρ του αθλητισμού που συνέδεσε το όνομά του με μία και μόνο ομάδα. Ο Κόμπι Μπράιαντ ξεκίνησε και ολοκλήρωσε την επαγγελματική καριέρα στους Λος Άντζελες Λέικερς (1996-2016) και τους οδήγησε στην κατάκτηση πέντε πρωταθλημάτων του ΝΒΑ (2000, 2001, 2002, 2009, 2010). Στέφθηκε επίσης δύο φορές «χρυσός» Ολυμπιονίκης με την εθνική ομάδα των ΗΠΑ, το 2008 στο Πεκίνο και το 2012 στο Λονδίνο.

Ο Κόμπι Μπιν Μπράιαντ γεννήθηκε στις 23 Αυγούστου 1978 στη Φιλαδέλφεια της Πενσιλβάνιας και ήταν γιος του καλαθοσφαιριστή Τζο Μπράιαντ, ο οποίος αγωνίστηκε οκτώ χρόνια στο ΝΒΑ και άλλα τόσα στην Ιταλία, όπου ο Κόμπι πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Όταν η οικογένειά του επέστρεψε στην Πενσιλβάνια, ο Κόμπι, που είχε μάθει τα μυστικά του αθλήματος από τον πατέρα του, άρχισε να παίζει μπάσκετ στο σχολείο του και να ξεχωρίζει με το ταλέντο του. Με έφεση στο σκοράρισμα αναδείχθηκε κορυφαίος παίκτης της χώρας στο τελευταίο του χρόνο στο Λύκειο. Όπως ήταν φυσικό όλα τα μεγάλα κολέγια πάσχιζαν να τον εντάξουν στη δύναμή τους, αλλά αυτός προτίμησε να κάνει το μεγάλο άλμα και να παίξει κατευθείαν στο ΝΒΑ.

Στα ντραφτ του 1996 επελέγη από τους Σάρλοτ Χόρνετς, αλλά ανταλλάχτηκε με τον σέρβο σέντερ Βλάντε Ντίβατς και εντάχθηκε στους Λέικερς. Η ομάδα του Λος Άντζελες τον είχε δοκιμάσει νωρίτερα και πίστευε ότι θα ήταν ο ιδανικός αντικαταστάτης του Μάτζικ Τζόνσον, που είχε ολοκληρώσει νωρίτερα την επαγγελματική του καριέρα. Την ίδια χρονιά οι Λέικερς απέκτησαν και τον Σακίλ Ο’ Νιλ σε μία προσπάθειά τους να ανακτήσουν τα πρωτεία στο ΝΒΑ.

Ο Κόμπι Μπράιαντ το 2001

Σύντομα ο Κόμπι Μπράιαντ έδειξε το πλούσιο ταλέντο του και μόλις στη δεύτερη χρονιά του στην ομάδα επελέγη για το Ολ Σταρ Γκέιμ, όντας ο νεότερος αθλητής που πετύχαινε αυτό το κατόρθωμα. Ο ίδιος αναγκαζόταν να μοιράζεται το ρόλο του πρωταγωνιστή με τον δημοφιλή συμπαίκτη του Σακίλ Ο’ Νιλ. Οι δυο τους είχαν μία άβολη σχέση, αλλά υπό την καθοδήγησε του προπονητή των τίτλων Φιλ Τζάκσον, βρέθηκαν οι αναγκαίες ισορροπίες και οι Λέικερς κέρδισαν τρία συνεχόμενα πρωταθλήματα (2000, 2001, 2002).

Τα πράγματα όμως στο εσωτερικό των Λέικερς δεν πήγαιναν καλά, αφού οι σχέσεις των δύο σταρ της ομάδας εξακολουθούσαν να είναι προβληματικές. Ο «Μπλακ Μάμπα», όπως άρεσε να τον φωνάζουν (από τον όνομα ενός δηλητηριώδους φιδιού με αστραπιαίες κινήσεις) ήθελε να βρίσκεται στο επίκεντρο, αλλά η παρουσία του Σακίλ του στερούσε τη δόξα.

Το καλοκαίρι του 2003 βρέθηκε στο επίκεντρο της δημοσιότητας, αλλά για λάθος λόγους, όταν κατηγορήθηκε για βιασμό μιας 19χρονης υπαλλήλου ξενοδοχείου στο Κολοράντο. Η υπόθεση δεν έφτασε ποτέ στο ακροατήριο, αλλά αποτέλεσε πλήγμα στο γόητρο και την... τσέπη του, καθώς μεγάλες εταιρείες διέκοψαν τα διαφημιστικά συμβόλαια που είχαν μαζί του. Κινδύνευσε, επίσης, ο γάμος του με τη Βανέσα Λέιν, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά.

Το 2004 οι Λέικερς έφθασαν στον τελικό του ΝΒΑ, αλλά έγιναν βορά στις διαθέσεις των Ντιτρόιτ Πίστονς. Είχε έλθει το πλήρωμα του χρόνου εκείνο το καλοκαίρι για να χωρίσουν οι δρόμοι των δύο σταρ της ομάδας. Ο Σακίλ Ο’ Νιλ παραχωρήθηκε στο Μαϊάμι και Κόμπι Μπράιαντ έγινε ο πρωταγωνιστής της ομάδας, όπως επιθυμούσε.

Τα επόμενα χρόνια ο Κόμπι πετύχαινε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο στην ατομική στατιστική, ήταν ο κυρίαρχος στο ΝΒΑ, αλλά ο τίτλος του πρωταθλητή απομακρυνόταν διαρκώς από την ομάδα του. Το καλοκαίρι του 2008 μετείχε με την εθνική ομάδα των ΗΠΑ στους Ολυμπιακούς του Πεκίνου και κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο, επίτευγμα που επανέλαβε τέσσερα χρόνια αργότερα στο Λονδίνο.

Η διετία 2008-2010 ήταν αυτή που απογείωσε το μύθο του Κόμπι Μπράιαντ. Έγινε πιο ομαδικός στο παιγνίδι του και οδήγησε την ομάδα και τον εαυτό του στην κορυφή. Οι Λέικερς κατέκτησαν δύο συνεχόμενους τίτλους, νικώντας στους τελικούς του 2009 το Ορλάντο και το 2010 τους Σέλτικς, ενώ ο «Μπλακ Μάμπα» κερδίζει και τις δύο χρονιές το βραβείο του πολυτιμότερου παίκτη των τελικών.

O Κόμπι Μπράιαντ στο αποχαιρετιστήριο παιχνίδι του

Σε σχέση με το μεγάλο του ίνδαλμα, τον Μάικλ Τζόρνταν, ο Κόμπι υστερούσε κατά έναν τίτλο. Προσπάθησε για το έκτο δαχτυλίδι, αλλά δεν τα κατάφερε. Ένας σοβαρός τραυματισμός στον αχίλλειο τένοντα το 2013 έβαλε ουσιαστικά τέλος στην καριέρα του. Στις 13 Απριλίου 2016, είπε το μεγάλο αντίο, επιτυγχάνοντας 60 πόντους στη συνάντηση των Λέικερς με τους Γιούτα Τζαζ.

Ο Κόμπι Μπράιαντ ολοκλήρωσε την καριέρα του ως τρίτος σκόρερ όλων των εποχών στο NBA με 33.643 πόντους. Ο μέσος όρος των 25 πόντων ανά αγώνα τον φέρνει στη 12η θέση όλων των εποχών, ενώ είναι επίσης 8ος σε συνολικά λεπτά συμμετοχής, 15ος σε αγώνες, 3ος σε προσπάθειες εντός παιδιάς και 7ος σε εύστοχα σουτ, 3ος σε εύστοχες βολές και 5ος σε προσπάθειες και 17ος σε κλεψίματα.

Μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση, ανέπτυξε επιχειρηματική δραστηριότητα στους τομείς του αθλητισμού και της ψυχαγωγίας. Το 2015 ο Μπράιαντ έγραψε ένα κείμενο με τίτλο «Dear Basketball», το οποίο το 2017 αποτέλεσε τη βάση για την ομώνυμη ταινία κινουμένων σχεδίων με αφηγητή τον ίδιο. Η ταινία κέρδισε το Όσκαρ στην κατηγορία της το 2018 και ο Κόμπι έγινε ο πρώτος αθλητής που τιμήθηκε με το επίχρυσο αγαλματάκι. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε το βιβλίο του «The Mamba Mentality: How I Play», στο οποίο καταθέτει τις δικές του απόψεις για το μπάσκετ.

Ο Κόμπι Μπράιαντ έφυγε άδοξα από τη ζωή στις 26 Ιανουαρίου 2020, σε ηλικία 41 ετών, όταν το ελικόπτερο στο οποίο επέβαινε μαζί με τη 13χρονη κόρη του Τζιάνα και άλλα επτά άτομα συνετρίβη στην περιοχή Καλαμπάσας της Καλιφόρνιας, με αποτέλεσμα όλοι οι επιβαίνοντες να ανασυρθούν νεκροί.



Πηγή

Γιάννης Πουλόπουλος

Γιάννης Πουλόπουλος (1941 – 2020)

Ο Γιάννης Πουλόπουλος θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους έλληνες τραγουδιστές, που σφράγισε με τις ερμηνείες του το ελληνικό τραγούδι και ταυτίστηκε με το «Νέο Κύμα» της δεκαετίας του ‘60. Άφησε πίσω του πλούσιο μουσικό έργο, με κορυφαία την ερμηνεία του στο άλμπουμ των Μίμη Πλέσσα και Λευτέρη Παπαδόπουλου «Ο Δρόμος» (1969), που είναι το πιο επιτυχημένο σε πωλήσεις άλμπουμ στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας. Συνέθεσε, επίσης, τραγούδια, έγραψε στίχους, εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές και ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και τη χαλκογραφία.

Τα πρώτα χρόνια

Ο Γιάννης Πουλόπουλος γεννήθηκε στις 29 Ιουνίου 1941 στην Καρδαμύλη της Μεσσηνιακής Μάνης, κατ’ άλλους στην Αθήνα. Οι γονείς του, μεσσηνιακής καταγωγής, κατοικούσαν στην Αθήνα, στην περιοχή του Μεταξουργείου και ύστερα μετακόμισαν στο Περιστέρι και συγκεκριμένα στην περιοχή της Αγίας Τριάδας. Σε ηλικία 5 ετών έμεινε ορφανός από μητέρα και μεγάλωσε με τον πατέρα του Γιώργο και τον μικρό αδερφό του Βασίλη.

Από μικρός, ο Γιάννης Πουλόπουλος είχε κλίση στο τραγούδι. Παρακινημένος από τους φίλους του, που τον άκουγαν να τραγουδάει, αλλά και έχοντας ο ίδιος μεγάλη πίστη στις φωνητικές του ικανότητες, πήγαινε στην εταιρεία «Κολούμπια» το 1962, κάνοντας προσπάθειες για να πει κάποια τραγούδια που γίνονταν τότε ακροάσεις, ζητώντας να τον ακούσουν, αλλά κανείς δεν του έκλεισε κάποιο ραντεβού. Συνέχιζε να ζητάει ακρόαση σχεδόν καθημερινά, παρ’ όλα τα μεροκάματα που έχανε αφού δούλευε τότε ως ελαιοχρωματιστής και οικοδόμος, ενώ παράλληλα έπαιζε ποδόσφαιρο στον Άγιο Ιερόθεο και στον Ατρόμητο.

Ύστερα από πολλές προσπάθειες μπήκε στο στούντιο για να ηχογραφήσει το πρώτο του τραγούδι, σε μουσική και στίχους του Μπάμπη Δαλιάνη, με τίτλο «Κορμί μου πονεμένο». Στην πίσω πλευρά του δίσκου 45 στροφών θα έμπαινε το τραγούδι «Στο άδειο προσκεφάλι», που όμως τελικά το πήρε επί πληρωμή ο Στέλιος Καζαντζίδης από τον συνθέτη. Τελικά, το τραγούδι δεν κυκλοφόρησε κι έμεινε ως δείγμα στη δισκογραφική εταιρεία. Ένας επιπλέον λόγος ήταν ότι ο Πουλόπουλος ακόμα ήταν ανήλικος και απαγορευόταν να εκδοθεί δίσκος με το αναγραφόμενο τραγούδι.

Το δεύτερο τραγούδι του ήταν ένα συρτοτσιφτετέλι του Πάνου Πετσά με τίτλο «Δωσ’ μου την καρδιά μου πίσω». Κυκλοφόρησε σε δίσκο 45 στροφών και στην πίσω πλευρά είχε ένα «μπαγιό» του ίδιου του συνθέτη με την Πόλυ Πάνου και τη Βούλα Γκίκα, με τίτλο «Γεννήθηκα να σε αγαπώ».

Μίκης Θεοδωράκης: «Αυτόν εγώ θα τον κάνω τραγουδιστή»

Εκείνη την περίοδο η Κολούμπια, έχοντας στο δυναμικό της μεγάλο αριθμό άγνωστων και ανερχόμενων τραγουδιστών, αποφάσισε να κάνει εκκαθάριση και να κάνει νέες ακροάσεις, από τις οποίες θα κρατούσε 50 άτομα. Την επιτροπή ακροάσεων αποτελούσαν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Βασίλης Τσιτσάνης και ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Τότε ο Γιάννης Πουλόπουλος διάλεξε να πει δύο δύσκολα τραγούδια: το «Μάνα μου και Παναγιά» και το «Παράπονο». Μόλις τελείωσε, τον πλησίασε ο Μίκης Θεοδωράκης, λέγοντας: «Αυτόν εγώ θα τον κάνω τραγουδιστή». Τελικά ήταν ο μόνος που πέρασε από αυτή την ακρόαση.

Ο Μίκης Θεοδωράκης του έδωσε να πει τρία τραγούδια στο θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η γειτονιά των αγγέλων» (1963), που παρουσιάστηκε στο θέατρο «Ρεξ» από τον θίασο της Τζένης Καρέζη και του Νίκου Κούρκουλου. Τα τραγούδια αυτά ήταν τα «Στρώσε το στρώμα σου για δυο», «Δόξα τω Θεώ» και «Το ψωμί είναι στο τραπέζι». Ήταν και τα πρώτα τραγούδια που ηχογράφησε σε δίσκο ο Γιάννης Πουλόπουλος, τα οποία αργότερα θα δισκογραφήσει στην ίδια εταιρεία και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.

Εκείνη την περίοδο ηχογράφησε το ένα και μοναδικό τραγούδι με τον Σταύρο Ξαρχάκο. Ήταν το «Πρωινό τραγούδι», σε στίχους Νίκου Γκάτσου, το οποίο επίσης δεν κυκλοφόρησε και συμπεριλήφθηκε αργότερα στον διπλό δίσκο με τις «Χρυσές επιτυχίες» του συνθέτη. Ο χειμώνας του 1963 τον βρήκε να τραγουδά στο κέντρο «Ξημερώματα», στα Άνω Πατήσια, μαζί με την Καίτη Γκρέυ, τον Γιάννη Αγγέλου στο μπουζούκι και τον Γιάννη Μπουρνέλη ως κονφερασιέ. Στη συνέχεια, απομακρύνθηκε από την «Κολούμπια», εξαιτίας του Γρήγορη Μπιθικώτση, ο οποίος έθεσε βέτο στην εταιρεία και στους αδελφούς Λαμπρόπουλους. Το 1964 κλήθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία και απολύθηκε το 1966.

Η συνέχεια βρήκε τον Γιάννη Πουλόπουλο να τραγουδάει σε αρκετές μπουάτ στην Πλάκα («Το στέκι του Γιάννη», «Ταβάνια«», κ.ά.). Στη «Λύρα» ηχογράφησε ξανά τα τρία τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη και άλλα δώδεκα του ίδιου συνθέτη, όπως τα «Βράχο βράχο τον καημό μου», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», «Καημός» κ.ά.

Το 1965 ερμήνευσε τέσσερα τραγούδια του τότε πρωτοεμφανιζόμενου Μάνου Λοΐζου, ενώ τον επόμενο χρόνο τραγούδησε σε πρώτη εκτέλεση το «Ακορντεόν», στην ταινία μικρού μήκους του Λάμπρου Λιαρόπουλου «Αθήνα, πόλη χαμόγελο», που προβλήθηκε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Σχεδόν παράλληλα έκανε μεγάλη επιτυχία με το τραγούδι «Μη μου θυμώνεις μάτια μου», του τότε πρωτοεμφανιζόμενου Σταύρου Κουγιουμτζή.

Ο Γιάννης Πουλόπουλος με τον Φαίδωνα Γεωργίτση στην ταινία «Οι Θαλασσιές Οι Χάντρες» (1967)

Το 1966 τραγούδησε στη συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη στο γήπεδο της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια, μαζί με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τη Μαρία Φαραντούρη και τον πρωτοεμφανιζόμενο Δημήτρη Μητροπάνο. Την ίδια χρονιά μπήκε για τα καλά στη δισκογραφία. Τα 45άρια δισκάκια του κυκλοφορούσαν σωρηδόν, ενώ εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις κινηματογραφικές ταινίες: «Οι Στιγματισμένοι» (1966) με τον Γιώργο Φούντα και τη Μάρω Κοντού, όπου τραγούδησε μαζί με την Ελένη Κλάδη το «Πολύ αργά» και το «Σ' αγαπώ», «Ο Τετραπέρατος» (1966) με τον Κώστα Χατζηχρήστο, όπου ερμήνευσε το τραγούδι του Γιώργου Κατσαρού «Στον Πειραιά, στον Πειραιά», «Εκείνος κι εκείνη» (1966), με τη Τζένη Καρέζη και τον Φαίδωνα Γεωργίτση, όπου τραγούδησε τη σύνθεση του Γιάννη Μαρκόπουλου «Ξεγυμνώστε τα σπαθιά».

Είναι όμως η εποχή του «Νέου Κύματος», το οποίο ο Γιάννης Πουλόπουλος ακολουθεί. Έγραψε και συνέθεσε δικά του τραγούδια, όπως το «Θα ‘θελα να ‘χα», που γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τον Γιάννη Σπανό στους δίσκους «Ανθολογία» και «Ανθολογία Β’», ερμηνεύοντας αριστουργηματικά το «Παιδί μου ώρα σου καλή» σε ποίηση Γεωργίου Βιζυηνού, με τον Δήμο Μούτση («Το κορίτσι μου στ' άστρα»), με τον Κυριάκο Σφέτσα («Δεν έχει αστέρια ο ουρανός») και με τον Νίκο Μαμαγκάκη («Άνθη» και «Πέτρινα λουλούδια», σε στίχους Βασίλη Βασιλικού).

Η συνεργασία του με τον Μίμη Πλέσσα και «Ο Δρόμος»

Το 1966 ήρθε σε επαφή με τον Μίμη Πλέσσα, μία συνεργασία που άφησε εποχή στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού. Αφορμή η ταινία μιούζικαλ «Οι θαλασσιές οι χάντρες» (1966). Ακολούθησαν οι ταινίες: «Κάτι κουρασμένα παλικάρια» (1967), «Μια κυρία στα μπουζούκια» (1968), «Ο ψεύτης» (1968), «Γοργόνες και μάγκες» (1968), «Ο μικρός δραπέτης» (1968), «Η Παριζιάνα» (1969), «Η ωραία του κουρέα» (1969), «Η θεία μου η χίπισσα» (1970) κ.ά.

Ο Γιάννης Πουλόπουλος με τη Ρένα Κουμιώτη, ένα από τα καλλιτεχνικά ντουέτα που άφησαν εποχή

Το 1969 ήταν μία σημαδιακή χρονιά για τη συνεργασία τους. «Ο Δρόμος», το άλμπουμ των Μίμη Πλέσσα και Λευτέρη Παπαδόπουλου, όπου ο Γιάννης Πουλόπουλος ερμήνευσε δέκα από τα δώδεκα τραγούδια, θα γίνει αμέσως ο πρώτος ελληνικός χρυσός δίσκος – παρά την απαγόρευση μετάδοσής του από το τότε μονοπώλιο του ΕΙΡ – και στα χρόνια που θα ακολουθήσουν θα γίνει το πιο επιτυχημένο σε πωλήσεις άλμπουμ στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας, φτάνοντας τα 3.000.000 αντίτυπα, ρεκόρ που μέχρι σήμερα κανείς άλλος ελληνικός δίσκος δεν έχει πλησιάσει. Την ίδια χρονιά, συμμετείχε στον δίσκο των Λίνου Κόκοτου και Άκου Δασκαλόπουλου «Οι ώρες».

Μετά την ανεπανάληπτη επιτυχία του «Δρόμου», ο Γιάννης Πουλόπουλος, μέσα από τα τραγούδια και τις κινηματογραφικές του εμφανίσεις, θα γίνει το μεγαλύτερο όνομα του ελληνικού τραγουδιού, ο «χρυσός ερμηνευτής», χαρακτηρισμός που αποδεικνύεται από μία δημοσκόπηση του 1970 σε περιοδικό της εποχής, σχετική με τη δημοσιότητα και απήχηση των τραγουδιστών, στην οποία κατατάχθηκε πρώτος ανάμεσα σε πολλά άλλα μεγάλα ονόματα.

Παρά τις προσπάθειες άλλων δισκογραφικών εταιρειών να τον προσελκύσουν, ο Αλέκος Πατσιφάς βρήκε τρόπο να τον κρατήσει στη «Λύρα». Γνωρίζοντας την επιθυμία του τραγουδιστή να βρίσκεται συνέχεια στο στούντιο, τον βάζει να ηχογραφεί διαρκώς τραγούδια. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο 1969–1971 ο Γιάννης Πουλόπουλος συμμετείχε σε δέκα μεγάλους δίσκους 33 στροφών και σε αρκετούς μικρούς 45 στροφών.

Όταν, σε συνέντευξή του το 1987, ρωτήθηκε αν έχει κάνει λάθη στην καριέρα του, θα αναφέρει την έκδοση των δέκα δίσκων που κυκλοφόρησαν μέσα σε δύο χρόνια, υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι περιέχουν μερικά από τα «κλασικά», όπως τα χαρακτήρισε, τραγούδια του. Στους δίσκους αυτούς υπάρχουν άλλωστε εξαίσια δείγματα της φωνής του και υπέροχες ερμηνείες τραγουδιών βασισμένων σε στίχους ποιημάτων του Λόρκα και του Νερούδα («Εμιλιάνο Ζαπάτα») του Γιάννη Γλέζου, στην «Ερωφίλη» του Νίκου Μαμαγκάκη, στη «Γύφτισσα μέρα» του Γιώργου Κοντογιώργου και στη «Μαρία» του Νίκου Σκέμπρη (Λαβράνου). Το 1971 συμμετείχε στο δίσκο του επιστήθιου φίλο του Γιώργου Ζαμπέτα «Λαϊκό Μουσικόραμα Ζαμπέτα», όπου τραγούδησε τη μεγάλη επιτυχία «Η Μαρίνα η Σαλονικιά».

Ο Γιάννης Πουλόπουλος με τον Μίμη Πλέσσα

Κατά την περίοδο 1971-1973 συνεργάστηκε με τον σκηνοθέτη Όμηρο Ευστρατιάδη, ντύνοντας κάποιες ταινίες του με μουσική και στίχο. Την ίδια περίοδο δίνει ένα τραγούδι στην Ελένη Ανουσάκη με τίτλο «Μη μου ζητάς» για τις ανάγκες της ταινίας «Αδιέξοδο» (1971), καθώς κι ένα τραγούδι στην Ελένη Ροδά και δύο στην Καίτη Χωματά.

Στις αρχές της δεκαετίας του '70, καλεσμένος στην εκπομπή του Νίκου Μαστοράκη, τραγούδησε το «It was a very good year» του Φρανκ Σινάτρα. Μόλις που πρόλαβε τη σύλληψή του από τα όργανα της χούντας, μιας και το τραγούδι των Γιώργου Κατσαρού και Πυθαγόρα «Πάμε για ύπνο Κατερίνα», θεωρήθηκε αντιστασιακό. Βέβαια προϋπήρχε και ο δίσκος «Μίλα μου για τη λευτεριά» των Μίμη Πλέσσα και Λευτέρη Παπαδόπουλου, που όλα τα τραγούδια – εκτός από ένα –είχαν απαγορευτεί από το καθεστώς της επταετίας.

Το 1973 τραγούδησε σε στίχους Κώστα Βίρβου και μουσική Μίμη Πλέσσα στο δίσκο «Θάλασσα πικροθάλασσα» και το 1975 ερμήνευσε τα «12 ρεμπέτικα», ένα είδος τραγουδιού που αποδεικνύει πια πως ο Γιάννης Πουλόπουλος είναι ένας τραγουδιστής μοναδικός, που άνετα μπορεί να κινηθεί σε όλα τα είδη του ελληνικού τραγουδιού. Αυτός ήταν και ο τελευταίος δίσκος του στη Λύρα.

Μετά τη «Λύρα»

Μετά την αποχώρησή του από τη «Λύρα», ηχογράφησε κάποιους δίσκους στη «Μίνως» με ελαφρολαϊκά και με διασκευασμένες ξένες επιτυχίες, όπως το τραγούδι του Χούλιο Ιγκλέσιας «Abrázame» με τον τίτλο «Αγάπα με». Όλα αυτά τα χρόνια η «Λύρα» δεν έπαψε να επανεκδίδει τραγούδια που είχε πει, κυρίως τραγούδια που είχαν κυκλοφορήσει σε δίσκους 45 στροφών.

Ο Γ. Πουλόπουλος στο στούντιο με τον Γ. Σπανό

Στο διάστημα 1977-1989 συνεργάστηκε και πάλι με τον Μίμη Πλέσσα, τον Γιάννη Σπανό, τον Γιώργο Κριμιζάκη, ενώ το 1982 σ’ ένα δίσκο που έγινε χρυσός, τραγούδησε με το δικό του ξεχωριστό τρόπο τραγούδια του «Νέου Κύματος» σε δεύτερη εκτέλεση, σε επιμέλεια του Γιάννη Σπανού. Στη «Μίνως» έμεινε έως το 1989, έχοντας 11 χρυσούς δίσκους στο ενεργητικό του. Την εποχή εκείνη, ο χρυσός αντιστοιχούσε σε 60.000 πωλήσεις και ο πλατινένιος σε 100.000. Ακολούθησαν δύο δίσκοι κι ένας τρίτος με μία συμμετοχή, στην Polygram μεταξύ 1990-1992. Για ένα διάστημα πέντε χρόνων έμεινε οικειοθελώς εκτός δισκογραφίας, συνεχίζοντας τις εμφανίσεις του στα μεγάλα κέντρα.

Το 1997 ο Γιάννης Πουλόπουλος ξεκίνησε μία καινούργια συνεργασία με τη «Λύρα», ύστερα από 22 χρόνια, με το δίσκο «Του τραγουδιού το βλέμμα», σε μουσική Αντώνη Στεφανίδη, που γνώρισε αμέσως μεγάλη επιτυχία. Το 1998 κυκλοφόρησε σε δίσκο η «ζωντανή» εμφάνιση του στο κέντρο «Πύλη Αξιού» της Θεσσαλονίκης και τον επόμενο χρόνο ο δίσκος του «Στα Όνειρά Μου Περπατώ», με τον οποίο αποφασίζει να απομακρυνθεί από τα μουσικά δρώμενα. Σε ορισμένες συνεντεύξεις της εποχής δηλώνει πως η νύχτα, έτσι όπως έχει ευτελισθεί, δεν είναι πια γι’ αυτόν και δηλώνει την απομάκρυνσή του από τις βραδινές εμφανίσεις και τη δισκογραφία.

Ο Γιάννης Πουλόπουλος κυκλοφόρησε δύο ποιητικές συλλογές με τίτλους «Τετράδιο» (1971) και «Ταξίδι στο κέντρο της νύχτας» (1983), στις οποίες παρουσίασε μία άλλη πτυχή της δημιουργικότητά του. Παράλληλα, ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και τη χαλκογραφία, έχοντας αποκτήσει μερικές γνώσεις από τον φίλο του, τραγουδιστή και ζωγράφο, Σταύρο Πασπαράκη.

Ο Γιάννης Πουλόπουλος πέθανε στις 23 Αυγούστου 2020 στην Αθήνα, σε ηλικία 79 ετών, έπειτα από σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε το τελευταίο διάστημα. Από το 1985 ήταν παντρεμένος με την Μπέτυ Πουλοπούλου, με την οποία απέκτησε μία κόρη, την Αλεξάνδρα.




Πηγή