Ἡγοῦντο Μηνοδώρα καὶ Μητροδώρα,
Καὶ Νυμφοδώρα δῶρα σαρκὸς αἰκίας.
Θεινόμεναι δεκάτῃ δωρώνυμοι ἔκθανον αἱ τρεῖς.
Οι Αγίες Μηνοδώρα, Μητροδώρα και Νυμφοδώρα ήταν αδελφές και κατάγονταν από τη Βιθυνία. Η λάμψη της παρθενίας και η ωραιότητα των ψυχών και των σωμάτων τις έκαναν τις τρεις αδελφές να είναι καύχημα των χριστιανών ενώ οι φροντίδες και οι συνήθειες του κόσμου δεν τις απασχολούσαν. Η μόνη της φροντίδα ήταν «μετὰ αἰδοῦς καὶ σωφροσύνης κοσμεὶν ἑαυτάς, ἢ ἐν πλέγμασιν ἢ χρυσῶ ἢ μαργαρίταις ἢ ἰματισμῶ πολυτελεῖ» (Α' προς Τιμόθεον, β' 9). Δηλαδή φρόντιζαν να στολίζουν τον εαυτό τους με συστολή και σωφροσύνη και όχι με φιλάρεσκα πλεξίματα των μαλλιών τους ή με χρυσά ή μαργαριτένια κοσμήματα ή με ρούχα πολυτελή.
Για την αγάπη, λοιπόν του Χριστού, άφησαν την πατρίδα τους και πήγαν να κατοικήσουν σε ένα λόφο, κοντά στα Πύθια θερμά λουτρά. Εκεί ασκήτευαν και καλλιεργούσαν ακόμα περισσότερο τη σωφροσύνη τους. Γι' αυτό αξιώθηκαν από το Θεό να θεραπεύουν ασθένειες, και έτρεχε κοντά τους πλήθος κόσμου.
Όταν το έμαθε αυτό ο έπαρχος Φρόντων, έστειλε και συνέλαβε τις τρεις αδελφές. Βλέποντας, τη φρόνηση και τη σύνεση, αλλά και την αφοβία με την οποία τον αντιμετώπισαν, διέταξε και τις βασάνισαν με τα πιο φρικτά βασανιστήρια. Τα υπέμειναν με ανδρεία τα μαρτύρια και έτσι ένδοξα παρέδωσαν της ψυχές τους στο νυμφίο τους Χριστό (290 μ.Χ.). Ο έπαρχος θέλησε να κάψει τα σώματα τους, αλλά οι φλόγες έκαψαν τον ίδιο και έπειτα καταρρακτώδης βροχή έσβησε τη φωτιά. Τα σώματα των τριών παρθένων τάφηκαν με σεβασμό από τους χριστιανούς.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοὺς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας.
Τᾶς τρεῖς ἔνδοξους Παρθένους καὶ Ἀθληφόρους θεόφρονας, τᾶς συνδεδεμένος ἐνθέως, ἀδελφικὴ οἰκειότητι, τᾶς καλλιρόους πηγᾶς τῆς εὐσέβειας, τᾶς ἀναβλύζουσας, μαρτυρικῶν ἀγώνων χάριν ἀέναον, τὴν θείαν Μηνοδώραν, καὶ τὴν Μητροδώραν τὴν ἔνδοξον, σὺν τὴ κλυτὴ Νυμφοδώρα, τὴ ἐν πάσι καρτερόφρονι, πάντες οἱ τρυφῶντες τῶν ἄθλων αὐτῶν, συνδραμόντες ὕμνοις τιμήσωμεν αὑταὶ γὰρ τὴ Τριάδι, ὑπὲρ ἠμῶν ἀεὶ πρεσβεύουσι.
Έτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος α’.
Τὸν τρισάριθμον σύλλογον καὶ θεόπλοκον τῶν αὐτάδελφων παρθένων στέψωμεν θείαις ᾠδαῖς· ἀνδρικῶς γὰρ τὸν ἐχθρὸν κατετροπώσαντο· ὅθεν προϊστάντι ἡμῶν τῶν βοώντων ἐκτενῶς· χαῖρε, σεμνὴ Μηνοδώρα, σὺν Μητροδώρα τῇ θείᾳ καὶ Νυμφοδώρα τῇ θεόφρονι.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς.
Ὑπὲρ Τριάδος καρτερῶς ἐναθλούσαι, τὸν πολυμήχανον ἐχθρὸν ἐτροπώσασθε, ἀδελφικῶς τῷ πνεύματι συνδούμεναι, ὅθεν εἰσωκίσθητε, σὺν ταὶς πέντε Παρθένοις, πρὸς τὸν ἐπουράνιον, Ἀθληφόροι νυμφῶνα, καὶ σὺν Ἀγγέλοις τῷ παμβασιλεῖ, ἐν εὐφροσύνῃ ἀπαύστως παρίστασθε.