Η Πάρνηθα (παλαιότερα Πάρνης) είναι βουνό της Αττικής, βόρεια των Αθήνων, με συνολική έκταση 300 περίπου τετραγωνικά χιλιόμετρα και ψηλότερη κορυφή την Καραβόλα (1.413 μ). Καλύπτεται από πεύκα στα χαμηλότερα και από έλατα στα υψηλότερα σημεία της. Ένα σημαντικό της τμήμα απαρτίζει τον ομώνυμο Εθνικό Δρυμό, ο οποίος ιδρύθηκε με το Βασιλικό Διάταγμα 644 του 1961. Έχει ενταχθεί στο δίκτυο Natura 2000, αποτελεί σημαντική περιοχή για τα πουλιά (SPA) και έχει ανακηρυχθεί τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους (25638/1269 απ. Υπ. Γεωργίας), ενώ μετά την πυρκαγιά του 2007 καθορίστηκαν περιοχές προστασίας με Προεδρικό Διάταγμα.
Ταυτόχρονα όμως, η Πάρνηθα αποτελεί βάση στρατιωτικών εγκαταστάσεων στις δύο υψηλότερες κορυφές της. Σε μία από τις κορυφές του βουνού, το Μαυροβούνι, έχει χτιστεί το Καζίνο της Πάρνηθος (Μοντ Παρνές), στο οποίο μπορεί να φτάσει κανείς είτε με αυτοκίνητο είτε με το τελεφερίκ της Πάρνηθας. Στην περιοχή λειτουργούν τα ορειβατικά καταφύγια Μπάφι και Φλαμπούρι.
Στην κορυφή της Πάρνηθας αναφέρεται η ύπαρξη βωμού και αγαλμάτων του Δία, τουλάχιστον κατά τα ρωμαϊκά χρόνια.
Το όνομα της Πάρνηθας (Πάρνης - Πάρνηθος) είναι το ίδιο αρχαίο με το όνομα της ίδιας της Ελλάδας. Πιθανότατα να είναι και αρχαιότερο. Η ετυμολογία του ονόματος «Πάρνηθα» συνδέεται με την ρίζα πάρνα- (parna) που θεωρείται προελληνική. (Το τι είναι "προελληνικό" σηκώνει πολύ συζήτηση αλλά δεν είναι του παρόντος.) Από την ίδια ρίζα πάρνα- (parna) προέρχονται τα ονόματα και δύο άλλων βουνών μας, του Παρνασσού και του Πάρνωνα. Αυτή είναι η επικρατέστερη φιλολογικά εκδοχή, με την επισήμανση μου ότι στην χεττιτική και λουβιακή (ινδοευρωπαϊκές γλώσσες της Μικράς Ασίας) η ρίζα πάρνα- (parna) σημαίνει σπίτι ενώ στην Ελλάδα συνδέεται με ονόματα βουνών.
Για τα βουνά της Αττικής, ο Παυσανίας στα «Αττικά» του σημειώνει:
«Όρη στην Αθήνα είναι το Πεντελικό με λατομεία, η Πάρνης όπου μπορεί κανείς να κυνηγήσει αγριογούρουνα και αρκούδες, και ο Υμηττός ο οποίος έχει βλάστηση καταλληλότατη για μέλισσες...»
«Όρη δε αθηναίοις εστί Πεντελικόν ένθα λιθοτομίαι, και Πάρνης παρεχομένη θήραν συών αγρίων και άρκτων, και Υμηττός ός φύει νομάς μελίσσαις επιτηδειοτάτας...»
Στον Μεσαίωνα η Πάρνηθα ονομαζόταν Οζά, Οζέα και Οζιά. Για την ονομασία αυτή υπάρχουν διάφορες εκδοχές.
Ο Κ. Μπίρης πιθανολογεί ότι προέρχεται από την τουρκική «Καρά-Οζ» που σημαίνει μαυροζούμης «και προφανώς ήταν εμπνευσμένη από την παρατήρηση ότι όταν προμηνύεται μεγάλη βροχή συγκεντρώνονται στην κορυφή μαύρα σύννεφα». Βέβαια, συνήθως στην Αθήνα οι μεγάλες βροχές έρχονται από τα δυτικά και όλοι στην παλιά Αθήνα είχαν σαν σημάδι για το αν θα βρέξει την Σαλαμίνα (Κούλουρη). Έχει όμως την λογική της και η εκδοχή του Μπίρη. Τα ονόματα Οζά, Οζέα και Οζιά περιέχονται σε τουρκικά φιρμάνια κι απ' αυτά φαίνεται ότι πέρασαν σε πατριαρχικά εκκλησιασιαστικά έγγραφα, ενώ το όνομα Πάρνηθα υπήρχε σε παράλληλη χρήση.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σύνδεση του ονόματος Οζά (Οζέα και Οζιά) από ορισμένους μελετητές με τα ονόματα βουνών Οτζιά στην Κέα (και Τζιά), Οζιάς στους Παξούς, Ζια στην Σύρο και Ζας (Ζιάς) στην Νάξο. Τα τοπωνύμια αυτά συνδέονται, κατά την επικρατούσα παραδοχή, με την λατρεία το Διός (Ζευς). Είναι πιθανό ότι και το όνομα Οζά (Οζέα και Οζιά) για την Πάρνηθα να προέρχεται από την αρχαιότητα. Σίγουρα πάντως στην κορυφή της Πάρνηθας υπήρχαν στην αρχαιότητα χάλκινο άγαλμα του παρνηθίου Διός, βωμός του Διός σημαλέου και βωμός του Διός όμβριου, όπως γράφει ο Παυσανίας:
«Και εν Πάρνηθι παρνήθιος Ζεύς χαλκούς εστί και βωμός σημαλέου Διός. Έστι δεν εν τη Πάρνηθι και άλλος βωμός, θύουσι δε επ' αυτού τοτέ μεν όμβριον τοτέ δε απήμιον καλούντες Δία.»
Ανεξάρτητα από τις διάφορες εκδοχές για τα ονόματα της Πάρνηθας, το γεγονός είναι ότι δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με ένα δασωμένο βουνό, τον τελευταίο πνεύμονα της Αθήνας, που η ανικανότητα των κρατικών λειτουργών και φορέων τον έκανε στάχτη και μπούρμπερη. Το όνομα της Πάρνηθας είναι αρχαιότερο από την Ελλάδα και τους Έλληνες. Μ' αυτό έχουμε να κάνουμε.
Τα σπουδαιότερα αρχαιολογικά μνημεία της Πάρνηθας είναι τα αρχαία φρούριά της. Μετά τα μηδικά οι Αθηναίοι εκμεταλλευόμενοι την ήττα των Περσών με τους οποίους είχαν συμμαχήσει οι Θηβαίοι, έκτισαν δύο οχυρώματα στη Δυτική Πάρνηθα, της Πανάκτου και του Δρυμού.
Έτσι άρχισε η σταδιακή οχύρωση της Πάρνηθας από τους Αθηναίους, με απλά οχυρώματα που χρησίμευαν σαν παρατηρητήρια ή φρυκτωρίες (δηλ. σημεία αναμετάδοσης σημάτων με φωτιές ή οπτικό τηλέγραφο) και δεν μπορούσαν σε καμία περίπτωση να ανακόψουν την πορεία πολυπληθούς εχθρού. Μπορούσαν όμως να παρενοχλούν τα μετόπισθέν του και να αποκόπτουν την επικοινωνία του. Συνήθως βρίσκονταν κτισμένα σε απολήξεις βουνών για να ελέγχουν τις οδικές διαβάσεις, αλλά χρησίμευαν και σαν ορμητήρια και σαν τόποι εκγύμνασης και θητείας νεοσύλλεκτων στρατιωτών «επί τας άκρας».
Τα «φρούρια» της Πάρνηθας κτίστηκαν σε διάφορες ιστορικές εποχές και δεν αποτέλεσαν ποτέ μια ενιαία αμυντική γραμμή. Τα σπουδαιότερα από αυτά, ερείπια των οποίων σώζονται μέχρι σήμερα είναι τα εξής: Φυλή, Πάνακτος, Ελευθεραί, Καστράκι, Κορορέμι, Κορυνός, Βιλατούρι, Πυργάρι, Λοιμικό, Κατσιμίδι, Δεκέλεια, Λειψύδριο, Φάλεμι κ.λ.π.
Το πιο γνωστό και το ωραιότερο είναι το «Κάστρο της Φυλής» (υψ. 687μ.) που βρίσκεται στην Δυτική Πάρνηθα. Στη θέση «Βουνό Φυλής» που βρίσκεται βόρεια του κάστρου αυτού υπήρχε παλιότερο κάστρο, ίχνη του οποίου δεν σώζονται σήμερα. Εκεί βρίσκονταν ο Αρχαίος Δήμος Φυλής που οι κάτοικοί του, οι Φυλάσιοι, ανήκαν στην Οινηίδα φυλή και φορούσαν λευκά ρούχα (Αριστοφάνης). Από το κάστρο αυτό ξεκίνησε η αντίσταση κατά του Πεισίστρατου τον 6ο π.Χ. αιώνα και αυτό κυρίευσε ο Θρασύβουλος με 70 στρατιώτες και ανέτρεψε το καθεστώς των τριάκοντα τυράννων των Αθηνών το 403 π.Χ. Το φρούριο αυτό λόγω της ακατάλληλης θέσης του εγκαταλείφθηκε και τον 4ο π.Χ. αιώνα κτίστηκε το νέο φρούριο Φυλής που σήμερα γνωρίζουμε, το οποίο βρίσκεται σε καίρια θέση και παρουσιάζει εξαιρετική θέα. ΝΑ του φρουρίου, κατά μήκος του δρόμου που οδηγούσε στην Αθήνα διακρίνονται ίχνη από τροχούς αμαξών πάνω στον βράχο.
Σημαντικό επίσης αρχαιολογικό μνημείο αποτελεί και το σπήλαιο του Πανός, στο οποίο λατρευόταν ο θεός Πάνας και οι Νύμφες. Πλήθος λατρευτικών αγγείων έχει βρεθεί στο σπήλαιο αυτό, το οποίο είναι στην περιοχή της Φυλής.
Στη Βαρυμπόπη έχει βρεθεί επίσης ο τάφος του αρχαίου τραγικού ποιητή Σοφοκλή και αναμένεται η ανακήρυξή του σε αρχαιολογικό χώρο, η ανάδειξή του και η δυνατότητα επίσκεψης του κοινού. Ήδη έχει περιφραχθεί και καθαριστεί ο χώρος με τη συνεργασία της αρχαιολογικής υπηρεσίας και του Δασαρχείου Πάρνηθας.
Στον κυρίως ορεινό όγκο της Πάρνηθας λόγω κλίματος (χιόνια, πυκνές ομίχλες κτλ.) και της δυσκολίας προσπέλασης (ο πρώτος αμαξωτός δρόμος ολοκληρώθηκε το 1928), δεν αναπτύχθηκαν πολλά μοναστήρια και εκκλησίες.
Στην θέση του μοναδικού παλιού μοναστηριού στην Πάρνηθα, που βρίσκονταν στην Αγ. Τριάδα, υπάρχει σήμερα ένα μικρό εξωκλήσι.
Στους πρόποδες όμως της Πάρνηθας τόσο παλιότερα όσο και πρόσφατα ιδρύθηκαν πολλά μοναστήρια. Τα σπουδαιότερα από αυτά είναι:
• Το μοναστήρι της Κοιμήσεως Θεοτόκου Κλειστών, που κτίστηκε το 17ο αιώνα. Βρίσκεται Ν - ΝΔ της Πάρνηθας στην είσοδο του φαραγγιού του Κελάδωνα και σε απόσταση 4 Κ m από το χωριό Φυλή. Στην αρχή ήταν ανδρικό μοναστήρι και όταν ιδρύθηκε, όλοι οι ασκητές που ασκήτευαν στις σπηλιές του φαραγγιού μαζεύτηκαν στο μοναστήρι. Σήμερα είναι γυναικείο μοναστήρι.
• Σε απόσταση 2 Κm βόρεια του Δήμου Φυλής σε υψόμετρο 500 μ. υπάρχει το ανδρικό μοναστήρι του Αγ. Κυπριανού και Ιουστίνης (παλαιοημερολογίτες), που ιδρύθηκε το 1961.
• Σε απόσταση 5 Κm ΒΔ του Δήμου Αχαρνών στη θέση Ντάρδιζα, σε υψόμετρο 500μ. σε ένα πλάτωμα, βρίσκεται το γυναικείο μοναστήρι (παλαιοημερολογίτες) της Γεννήσεως Θεοτόκου, που ιδρύθηκε το 1930.
• Ανατολικά από τους Θρακομακεδόνες σε επαφή με το εγκεκριμένο σχέδιο πόλης, σε υψόμετρο 400 μ. βρίσκεται το γυναικείο μοναστήρι (παλαιοημερολογίτες) της Κοιμήσεως Θεοτόκου που ιδρύθηκε το 1938.
• Βόρεια του Δήμου Αχαρνών στη θέση Κατζανά, σε υψόμετρο 190μ. βρίσκεται το ανδρικό μοναστήρι της Αγ. Παρασκευής (παλαιοημερολογίτες) που ιδρύθηκε το 1930.
Στην Πάρνηθα υπάρχουν επίσης και πολλά ερημοκλήσια. Τα περισσότερα από αυτά κτίστηκαν κοντά σε πηγές ή πηγάδια και λίγα δεν έχουν κοντά τους νερό. Όλα όμως βρίσκονται σε θαυμάσιες τοποθεσίες. Τα ερημοκλήσια αυτά είναι :
• Δίπλα σε πηγές: Αγ. Πέτρος στη Μόλα, Αγ. Γεώργιος στο Κεραμίδι, Αγ. Παρασκευή στο Ρουμάνι, Αγ. Παρασκευή στην πηγή Φυλής, Αγ. Μερκούριος και Αγ. Τριάδα στις αντίστοιχες θέσεις στα ανατολικά της Πάρνηθας.
• Δίπλα σε πηγάδι: Αγ Τριάδα Αυλώνας, Αγ. Γεώργιος, Αγ. Νικόλαος στο Λοιμικό
• Χωρίς πηγή ή πηγάδι κοντά τους: Αγ. Νικόλαος και Προφ. Ηλίας στο Μετόχι, Προφ. Ηλίας στο Βούτημα, Αγ. Παρασκευή στο Μπόρσι.
Η Πάρνηθα εκτείνεται βόρεια του αστικού ιστού των Αθηνών, περιβαλλόμενη βόρεια από τον οικισμό του Αυλώνα και βορειοανατολικά από την ΑΥΔΕ-ΠΑΘΕ και τον οικισμό της Σφενδάλης, ανατολικά από τις Αφίδνες, νοτιοανατολικά από τους οικισμούς Κρυονέρι, Βαρυπόμπη και Θρακομακεδόνες, νότια από τις Αχαρνές, νότια-νοτιοδυτικά από τη Φυλή, δυτικά από την πεδιάδα του Ασπροπύργου και τον Ελευσίνιο Κηφισό και δυτικά-βορειοδυτικά από το βουνό Πάστρα και το οροπέδιο των Σκούρτων με τα Δερβενοχώρια.
Είναι το μεγαλύτερο σε έκταση και ύψος βουνό της Αττικής. Το μήκος της είναι 8 χλμ, το πλάτος της 6 χλμ, και η περίμετρός της 45 χλμ περίπου, με βάση την ισοϋψή υψομετρική καμπύλη των 1.000 μ. Οι πραγματικές διαστάσεις του βουνού είναι 32 χλμ (από ανατολικά προς δυτικά), πλάτος 17 χλμ (βόρεια-νότια), περίμετρος 160 χλμ περίπου.
Χωρίζεται στη βόρεια, την κεντρική και τη δυτική Πάρνηθα και έχει ποικιλόμορφη δομή με πολλές ομαλές πλαγιές, μικρά ροπέδια, λιβάδια, κοιλάδες, λάκες αλλά και μεγάλες και βαθιές χαράδρες και ρέματα. Πολύ γνωστή ρεματιά είναι εκείνη της Γκούρας - Γιαννούλας, με συνολικό μήκος 10 χλμ, μέρος της οποίας αποτελεί δύσβατο φαράγγι.
Έχει συνολικά 17 κορυφές που υπερβαίνουν τα 1000 μέτρα. Η ψηλότερη κορυφή του ορεινού συμπλέγματος ονομάζεται Καραβόλα, με υψόμετρο 1413 μ., άγνωστης προέλευσης ονομασία η οποία αναφέρεται πρώτη φορά το 1922. Οι υπόλοιπες κορυφές άνω των 1.000 μ είναι οι εξής: Αβγό (1201 μ), Αγόρο (1021 μ), Αέρας (1127 μ), Δένδρα (1009 μ), Κακή Ράχη (1261 μ), Καψάλα (1027 μ), Κυρά ή Μάλι Ζόνια (1160 μ), Λαγός ή Κούκος (1151 μ), Μαυροβούνι (1091 μ), Ξεροβούνι (1120 μ), Όρνιο (1350 μ), Πλατύ Βουνό ή Μάλι Γκέρι (1171 μ), Ράχη Νίκα |(1082 μ), Στατήρι 1032 μ), Φλαμπουράκι (1074 μ), Φλαμπούρι (1158 μ). Τα πετρώματα της Πάρνηθας είναι ιζηματογενή (ασβεστόλιθος και φλύσχης στη μορφή του αθηναϊκού σχιστόλιθου). που σχηματίστηκαν στην παλαιοζωική, μεσοζωική και καινοζωική περίοδο. Η κυριαρχία του ασβεστόλιθου που είναι υδατοδιαπερατός σε συνδυασμό με το έντονο ανάγλυφο του βουνού είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών σπηλαίων με σπουδαιότερο εκείνο του Πανός στο φαράγγι του Κελάδωνα (Γκούρας - Γιαννούλας), καθώς και βάραθρα όπως του Κεραμιδιού, του Ταμιλθιού, της Γκούρας στη δυτική Πάρνηθα, της Δεκέλειας στην ανατολική Πάρνηθα κ.ά. Στη βόρεια πλευρά του βουνού απαντώνται πολλοί καρστικοί σχηματισμοί όπως δολίνες οι οποίοι σχηματίστηκαν από καταβυθίσεις ρηγμάτων στο ασβεστολιθικό πέτρωμα, ρήγματα που δημιουργήθηκαν από τη δράση υπόγειων υδάτινων ρευμάτων. Λόγω της συσσώρευσης αργιλούχου άμμου κατά τις βροχές, εμποδίζεται η απορρόφηση των νερών με αποτέλεσμα στα κοιλώματα αυτά να σχηματίζονται περιστασιακά μικρές λιμνούλες (λούτσες).
Λόγω της ύπαρξης παράλληλων στρωμάτων ασβεστόλιθου και σχιστόλιθου, η Πάρνηθα διαθέτει πολλές πηγές. Παλαιότερα υπήρχαν πάνω από 70 πηγές σε υψόμετρο άνω των 600 μ και πάνω από 120 πηγές, βρύσες και πηγάδια σε όλο το βουνό αλλά σήμερα έχουν στερέψει αρκετά. Μερικές από τις πιο γνωστές είναι πηγές είναι η Σκίπιζα (1200 μ), η Κιθάρα στα 550μ (η οποία σχηματίζει τη λίμνη Κιθάρα ή Μπελέτσι) στην Ανατολική Πάρνηθα και της Γκούρας (835 μ) στη Δυτική Πάρνηθα.
Από άποψη κλιματολογικών συνθηκών η Πάρνηθα διαφέρει από τα υπόλοιπα βουνά της Αττικής: έχει πάνω από 700 mm ετήσιο υετό, 110 βροχερές ημέρες, 22 ημέρες χιονόπτωσης, με τον παγετό και την ομίχλη να αποτελούν συχνότατα φαινόμενα. Το κλίμα της θεωρείται εξαιρετικά υγιεινό και γι' αυτό λειτουργούσε εκεί από το 1914 σανατόριο, στο κτίριο του σημερινού «Ξενία».
Κλιματικά δεδομένα Πάρνηθας (1230m asl) | |||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Μήνας | Ιαν | Φεβ | Μάρ | Απρ | Μάι | Ιούν | Ιούλ | Αύγ | Σεπ | Οκτ | Νοε | Δεκ | Έτος |
Μέση Μέγιστη °C (°F) | 3.7 | 5.4 | 7.1 | 11.8 | 16.9 | 20.5 | 22.9 | 22.7 | 19.5 | 14.2 | 10.0 | 6.0 | 13,39 |
Μέση Μηνιαία °C (°F) | 1.6 | 3.2 | 4.5 | 8.8 | 13.8 | 17.5 | 19.8 | 19.7 | 16.5 | 11.7 | 7.9 | 3.9 | 10,74 |
Μέση Ελάχιστη °C (°F) | −0.4 | 0.9 | 1.9 | 5.8 | 10.6 | 14.4 | 16.7 | 16.7 | 13.6 | 9.1 | 5.7 | 1.7 | 8,06 |
Βροχόπτωση mm (ίντσες) | 74,9 | 70,4 | 72,8 | 46,5 | 45,7 | 41,5 | 11,8 | 8,2 | 46,5 | 73 | 96,4 | 132,4 | 720,1 |
Πηγή: Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών (Δεκ 2009-Απρ 2023) |
Στον ορεινό όγκο της Πάρνηθας, εκτός από τα κυρίαρχα είδη της κεφαλληνιακής ελάτης, στα μεγαλύτερα υψόμετρα και της χαλεπίου πεύκης στα χαμηλότερα,συναντώνται πουρνάρια, αγριόκεδροι, μαυρόπευκα, δρύες, αριές, κράταιγοι, σχίνοι, χαρουπιές, γκορτσιές, κουτσουπιές, αγριοτριανταφυλλιές και κουμαριές, ανάμεσα σε άλλα είδη δέντρων. Στην Πάρνηθα βρίσκουμε επίσης και άλλες μορφές βλάστησης, όπως η παραρεμάτια (πλατάνια, ιτιές, λεύκες κ.τ.λ.). Συνολικά, μακροχρόνια μελέτη του καθηγητή Χ. Διαπούλη, η οποία δημοσιεύθηκε το 1958, κατέγραψε 818 είδη φυτών, που αντιστοιχούσαν στο 15% των ειδών της ελληνικής χλωρίδας, ενώ από αυτά τα είδη, τα 297 είναι πολυετή, τα 60 διετή, τα 277 μονοετή, τα 96 γεώφυτα, τα 70 θαμνώδη και τα 18 δέντρα. Από τότε έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη άνω των 1.000 ειδών στη χλωρίδα της Πάρνηθας.
Επίσης, η χλωρίδα της Πάρνηθας διακρίνεται για τη μεγάλη ποικιλία αγριολούλουδων, μεταξύ των οποίων κρίνοι, κρόκοι, παιώνιες, καμπανούλες, ορχιδέες, ανεμώνες, κυκλάμινα, αγριομενεξέδες κ.ά. Πολλά από αυτά είναι πολύ σπάνια και ενδημικά, όπως η κόκκινη τουλίπα, ο κόκκινος κρίνος, η άσπρη παιώνια, η μαύρη φριτιλάρια κ.ά
Κυριότερα είδη θηλαστικών είναι το ελάφι, το τσακάλι, η αλεπού, ο λαγός, η νυφίτσα, ο ασβός, το κουνάβι, ο σκίουρος, διάφορα τρωκτικά και η νυχτερίδα. Παλαιότερα υπήρχαν και λύκοι, ζαρκάδια, λύγκες, αγριόγατοι και αγριογούρουνα. Σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία, στην αρχαιότητα υπήρχαν και αρκούδες (αναφέρονται μέχρι τον 18ο αιώνα). Μελέτη η οποία δημοσιεύθηκε το 1963, από τους καθηγητές Α. Κανέλη και Χ. Χατζησαράντο, καταγράφει 29 είδη θηλαστικών, ενώ νεότερη πηγή τα ανεβάζει στα 43.
Τα πουλιά που έχουν καταγραφεί στην Πάρνηθα ανήκουν σε 132 είδη τα οποία διαβιούν είτε μόνιμα είτε εποχιακά στο βουνό. Τέτοια πτηνά είναι το όρνιο, ο φιδαετός, ο πετρίτης, το βραχοκιρκίνεζο, το διπλοσάινο, το γεράκι, το κοράκι, καθώς και ποικιλία από μικρά δασόβια είδη όπως ο δρυοκολάπτης, ο κουκουναροφάγος, ο σπίνος, ο φλώρος, το αηδόνι, η παπαδίτσα.
Από αμφίβια και ερπετά, έχουν καταγραφεί 34 είδη, μεταξύ των οποίων η χελώνα, η σαύρα, η οχιά, ο λαφίτης, το σπιτόφιδο, το νερόφιδο, η δεντρογαλιά.
Τα περισσότερα χωριά γύρω από την Πάρνηθα δημιουργήθηκαν μετά την εγκατάσταση Αρβανιτών στην περιοχή από τα τέλη του 14ου αιώνα, όταν η περιοχή της Αττικοβοιωτίας βρισκόταν υπό τη διοίκηση της Καταλανικής εταιρείας, μέχρι τα μισά του 15ου αιώνα, την περίοδο της κατάλυσης των Φράγκικων κρατιδίων της Ελλάδας από τους Τούρκους. Τέτοια είναι, όπως το μαρτυρούν και οι ονομασίες τους, το Κακοσάλεσι (Αυλώνα), το Καπανδρίτι,τα Κιούρκα (Αφίδνες),το Μενίδι (Αχαρνές), η Χασιά (Φυλή), τα Σκούρτα, η Λιάτανη (Άγιος Θωμάς), η Μαλακάσα κλπ. Επίσης οι οικισμοί που ερήμωσαν στη συνέχεια, όπως το Κατσιμίδι και το παλιό Λιόπεσι στην περιοχή του Τατοΐου, είχαν αρβανίτικη προέλευση. Τα χωριά της Πάρνηθας που δεν είναι αποτέλεσμα εγκατάστασης αρβανιτών είναι οι νεότεροι οικισμοί της Πάρνηθας, όπως το Κρυονέρι (δημιουργήθηκε από Μικρασιάτες πρόσφυγες), οι Θρακομακεδόνες και η Βαρυμπόμπη (οι οποίοι δημιουργήθηκαν από οικοδομικούς συνεταιρισμούς στα μέσα του 20ού αιώνα και κατοικούνται από εύπορους Αθηναίους).[9] Πολλές από αυτές ανήκουν στην δυτική Αττική όπως τα Άνω Λιόσια και αρκετές στα Βόρεια προάστια όπως οι Θρακομακέδονες, η Βαρυμπόμπη, το Τατόι και οι Αχαρνές.
Κατά την αρχαιότητα στην περιοχή της Πάρνηθας αναφέρεται ένας σημαντικός αριθμός οικισμών. Αρχαίοι οικισμοί που αναφέρονται στην περιοχή είναι οι: Αχαρνές, Φυλή, Φρυγία, Αιθαλία, Σφενδάλη, Χαστιαία, Κρωπιά, Δεκελεία, Παιονίδα και Μελαίνων.[7]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου