Άγγλος τραγουδιστής και τραγουδοποιός, μέλος των Roxy Music. Με σαγηνευτική φωνή και ξεχωριστή εμφάνιση, υπήρξε ένα από τα πιο επιδραστικά ονόματα του αρτ ροκ.
Ο Μπράιαν Φέρι (Bryan Ferry) είναι μία ξεχωριστή παρουσία στο χώρο της ροκ μουσικής. Από τους πρωτεργάτες του λεγόμενου γκλαμ αρτ ροκ (glam art rock) ως ηγέτης των Roxy Music (1970-1983), διακρίνεται και στην προσωπική του καριέρα για τον εκλεκτισμό του στην επιλογή του υλικού του. Αν και ερμήνευσε πολλά δικά του τραγούδια είναι γνωστός για τις διασκευές του σε τραγούδια ποικίλων ειδών (ποπ, ροκ, σόουλ, τζαζ), στα οποία έβαλε τη δική του σφραγίδα. Με σαγηνευτική φωνή και με ξεχωριστή εικόνα και ενδυματολογικό στιλ (αποκαλείται «δανδής του ροκ»), μαζί με τον Ντέιβιντ Μπόουι επηρέασαν μία γενιά, τόσο με τη μουσική τους, όσο και με την εμφάνισή τους.
Ο Μπράιαν Φέρι γεννήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1945 στην πόλη Γουάσινγκτον της βορειοδυτικής Αγγλίας. Γιος ανθρακωρύχου ξεκίνησε τη μουσική του καριέρα με το ροκ συγκρότημα Banshees, ενώ σπούδαζε ζωγραφική στο Πανεπιστήμιο του Νιούκαστλ. Αργότερα εντάχθηκε στο σόουλ σχήμα Gas Board και με τον μπασίστα τους Γκράχαμ Σίμπσον σχημάτισε το 1970 τους Roxy Music.
Στο συγκρότημα συμμετείχαν ακόμη ο κιμπορντίστας Μπράιαν Ίνο, ο σαξοφωνίστας Άντι Μακέι, ο ντράμερ Πολ Τόμπσον και o κιθαρίστας Φιλ Μανζανίρα. Οι Roxy Music ήταν από τα πιο επιδραστικά ονόματα του αρτ ροκ, που δομούσαν τη γοητεία τους γύρω από την ξεχωριστή σκηνική παρουσία του Μπράιαν Φέρι, την ερμηνευτική δεξιοτεχνία των Μακέι και Μανζανίρα και τους πρωτοποριακούς, για την τότε εποχή, ηλεκτρονικούς ήχους του Ίνο. Μέχρι τη διάλυσή τους το 1983 κυκλοφόρησαν οκτώ άλμπουμ με τραγούδια-επιτυχίες, όπως τα «Virginia Plain», «Street Life», «Love Is the Drug», «Dance Away», «Angel Eyes», «Over You», «Oh Yeah», «Jealous Guy», «Avalon» και «More Than This».
Στο πρώτο προσωπικό άλμπουμ του Μπράιαν Φέρι «These Foolish Things» (1973) φάνηκε ο εκλεκτικός του χαρακτήρας, με μία συλλογή από μπαλάντες και ροκ επιλογές που ξεκινούσαν από το κλασικό ομότιτλο τραγούδι του Έρικ Μάσγουιτζ κι έφταναν μέχρι το αποκαλυπτικό «A Hard Rain Is Gonna Fall» του Μπομπ Ντίλαν. Την ίδια συνταγή ακολούθησε και στο δεύτερο άλμπουμ «Another Time Another Place» (1974), με δύο επιτυχημένα σινγκλ-διασκευές, στο «The In Crowd» του Ντόμπι Γκρέι και στην μπαλάντα των The Platters «Smoke Gets In Your Eyes», με ερμηνεία που συναγωνίστηκε εκείνη της πρωτότυπης εκτέλεσης.
Το ενδιαφέρον του για παλαιότερες επιτυχίες τον οδήγησε σε R&B επιλογές, με τη διασκευή του «Lets Stick Together» του Γουίλμπερτ Χάρισον (1976). Μέσα στον ίδιο χρόνο κυκλοφόρησε και το επιτυχημένο Ε.Ρ. «Extended Play» με διασκευές σε τραγούδια των Beatles, Gallagher And Lyle και Σίρλεϊ Γκούντμαν. Οι επιλογές του Ε.Ρ. μαζί με ορισμένα προγενέστερα τραγούδια των Roxy αποτέλεσαν το υλικό για το άλμπουμ του 1976 «Lets Stick Together», στο οποίο συμμετείχε ο κιθαρίστας Κρις Σπέντινγκ.
Η δημιουργική πλευρά του Φέρι ξεδιπλώθηκε τον επόμενο χρόνο με το «In Your Mind» (1977) που περιείχε αποκλειστικά δικά του τραγούδια. Το άλμπουμ και η περιοδεία που ακολούθησε ένωσαν ξανά τον Φέρι και τον Μανζανίρα και άνοιξαν το δρόμο για την επανένωση των Roxy Music το 1978, χρονιά κατά την οποία κυκλοφόρησε το «The Bride Stripped Bare».
Με την επιστροφή του στους Roxy Music, ο Φέρι διέκοψε την προσωπική του καριέρα για αρκετά χρόνια, μέχρι την κυκλοφορία του «Boys And Girls» το 1985. Ο ήχος του στο άλμπουμ εκείνο πλησίαζε αρκετά το ύφος των Roxy Music, φέρνοντάς τον και πάλι στις πρώτες θέσεις των τσαρτ με τα «Slave To Love» και «Don’t Stop The Dance». Στο άλμπουμ «Bette Noir» του 1987 συνεργάστηκε με τον Τζόνι Μαρ, τον κιθαρίστα των Smiths, στο επιτυχημένο «The Right Stuff».
Ο Μπράιαν Φέρι το 1982
Η επόμενη κυκλοφορία του έγινε μερικά χρόνια αργότερα με την έκδοση του «Taxi» (1993), μία συλλογή από διασκευές, μεταξύ των όποιων και το «Will You Love Me» των Shirelles και το «Just One Look» των Hollies. Στο «Mammuna» του 1994 συμμετείχαν οι Μπρίαν Ίνο και Νάιλ Ρότζερς.
To 1999 o Φέρι επανεμφανίστηκε στο καλλιτεχνικό προσκήνιο με το «As Time Goes By», ένα ακόμη άλμπουμ διασκευών, που ήταν όμως εστιασμένο στη δεκαετία του ’30 και στο ρεπερτόριο δημιουργών όπως οι Κόουλ Πόρτερ («Miss Otis Regrets Just One Of Those Things», «You Do Something To Me»), Κουρτ Βάιλ («September Song»), Rodgers & Hart («Where or When»). To άλμπουμ ξεκινούσε με ένα τραγούδι από το σάουντρακ του φιλμ «Καζαμπλάνκα», από το οποίο πήρε και τον τίτλο του.
Κορμό του «Frantic» (2002) αποτέλεσαν ερωτικά τραγούδια, γραμμένα με τη συνεργασία του Ντέιβ Στιούαρτ (πρώην μέλος των Eurythmics), χωρίς ωστόσο να απουσιάζουν διασκευές σε τραγούδια των Μπομπ Ντίλαν, Λεντμπέλι και Drifters. Υπήρχαν επίσης συνεργασίες με τον Τζόνι Γκρίνγουντ των Radiohead και τον Μπράιαν Ίνο.
Το 2007 κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Dylanesque» με διασκευές τραγουδιών του Μπομπ Ντίλαν και το 2010 το «Olympia» με δικό του υλικό, αλλά και με τη διασκευή του τραγουδιού του Τιμ Μπάκλεϊ «Song to the Siren».
Το 2012 ήταν η σειρά ενός φιλόδοξου άλμπουμ με τίτλο «The Jazz Age», όπου διασκεύασε δικά του κομμάτια στο στιλ της τζαζ. Την προσωπική του δισκογραφία συμπληρώνουν τα άλμπουμ «Avonmore» (2014), με δικά του κομμάτια και το Bitter-Sweet (2018), μία συνέχεια του «The Jazz Age».
Ο Μπράιαν Φέρι δηλώνει «συντηρητικός από τα γενοφάσκια του» και ψηφίζει σταθερά το Συντηρητικό Κόμμα. Από τον πρώτο του γάμο του με το μοντέλο Λούσι Χέλμορ έχει αποκτήσει τέσσερα παιδιά. To 2012 παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τη δημοσιοσχετίστρια Αμάντα Σέπαρντ, φίλη του γιου του Ότις και 37 χρόνια μικρότερή του, με την οποία χώρισε δύο χρόνια αργότερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου