Ο Τζέρι Λιούις υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους κωμικούς του αμερικανικού κινηματογράφου, που ανανέωσε την κινηματογραφική κωμωδία την δεκαετία του πενήντα, επαναφέροντας σε αυτήν τα στοιχεία του μπουρλέσκου ή σλάπστικ (ένα είδος χοντροκομμένης φάρσας), που συναντάμε στον βωβό κινηματογράφο και τα κινούμενα σχέδια. Ήταν, επίσης, σκηνοθέτης, τραγουδιστής, σεναριογράφος και κινηματογραφικός παραγωγός, ενώ παράλληλα με τις καλλιτεχνικές του δραστηριότητες ήταν ταγμένος στο πλευρό των ατόμων με σωματικές και ψυχικές αναπηρίες.

 

Ο Τζόζεφ Λέβιτς, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα γεννήθηκε στις 16 Μαρτίου 1926 στο Νιούαρκ της πολιτείας Νιου Τζέρσι των ΗΠΑ. Γιος καλλιτεχνών ρωσοεβραϊκής καταγωγής, εγκατέλειψε νωρίς το λύκειο και άρχισε να εργάζεται ως τραγουδιστής σε κινηματογράφους στα διαλείμματα των προβολών και στην συνέχεια σε νυχτερινά κέντρα. Σ’ ένα από αυτά, γνωρίστηκε με τον Ντιν Μάρτιν και μαζί δημιούργησαν το ντουέτο Μάρτιν και Λιούις (Martin & Lewis), που γνώρισε επιτυχία στα κλαμπ και την τηλεόραση και έγινε δημοφιλές σε ολόκληρη την Αμερική.

Σύντομα προσέλκυσαν το ενδιαφέρον του Χόλιγουντ και το 1949 γύρισαν την πρώτη τους ταινία «Η φίλη μου η Ίρμα» («My Friend Irma»), σε σκηνοθεσία Τζορτζ Μάρσαλ. Ακολούθησε μια σειρά από επιτυχημένες κωμωδίες, από διάφορους σκηνοθέτες, όπως τους Νόρμαν Τόρογκ, Χαλ Γουόκερ κ.ά.

Εκείνος όμως που κατάφερε να απελευθερώσει τη μεγάλη κωμική φλέβα του ηθοποιού και βοήθησε στην ανάδειξη του πραγματικού ταλέντου του ως μίμου ήταν ο καρτουνίστας και σκηνοθέτης Φρανκ Τάσλιν. Σε ταινίες όπως «Λόρδοι, λόρδα και φιλότιμο» («Artists and Models», 1955), «Μια γυναίκα, δύο άντρες» («Holywood or Bust», 1956), «Ο Τζέρ Λιούις ταχυδακτυλουργός» («The Geisha Boy», 1958), «Ο Τζέρι Λιούις σταχτοπούτος («Cinderfella», 1960), είτε μαζί είτε χωρίς τον Ντιν Μάρτιν, κατάφερε να δείξει το πολύπλευρο ταλέντο του και να γίνει αποδεκτός πρώτα από τους Γάλλους κριτικούς και στην κατόπιν από τους συμπατριώτες του, που μέχρι τότε τόν θεωρούσαν έναν απλό κλόουν.

Η επιτυχία του ντουέτου Μάρτιν και Λιούις, βασίστηκε στους δύο αντίθετους χαρακτήρες που ερμήνευαν οι δύο ηθοποιοί. Ο Τζέρι Λιούις υποδυόταν τον αιώνιο έφηβο που αρνείται να μεγαλώσει, ενώ ο Ντιν Μάρτιν τον όμορφο, ώριμος και ρομαντικό εραστή. Η συνεργασία τους κράτησε από το 1949 έως το 1956.

Από το 1960, ο Τζέρι Λιούις άρχισε να σκηνοθετεί ο ίδιος τις ταινίες του, αποδεικνύοντας ότι είχε αφομοιώσει την τέχνη τού σκηνοθέτη που είχε μάθει κοντά στον Τάσλιν. Στις ταινίες του «Παιδί για όλες τις δουλειές» («The Bell Boy», 1960) και «Ο Τζέρι Λιούις περιπλανώμενος («It's Only Money», 1962), κυριαρχούν κυρίως τα σκετς, όπου ο Λιούις βρίσκει την ευκαιρία να στήσει μερικά ανεπανάληπτα γκαγκ.

Αντίθετα, σε ταινίες, όπως «Ο Τζέρι Λιούις γυναικοκατακτητής («The Ladies’ Man»,1961) και «Δάσκαλος για κλάματα» («The Nutty Professor», 1963), από τις καλύτερες που γύρισε ο Λιούις, έχουμε ολοκληρωμένες ιστορίες, όπου ο πρωταγωνιστής αρχίζει από απλός κλόουν και εξελίσσεται σε έναν πιο σύνθετο χαρακτήρα,

Η σκηνοθετική πορεία του Τζέρι Λιούις συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια με την ίδια πάντα επιτυχία σε ταινίες όπως «Ο Τζέρι Λιούις αρχοντοπαλλήκαρο («The Patsy», 1964), «Ο Τζέρι Λιούις και η φαμίλια του» («The Family Jewels», 1965), «Να γιατρός, να μάλαμα» («Three on a Couch», 1966), «Ο τσαρλατάνος» («The Big Mouth», 1967) και «Από πού πάνε στο μέτωπο» («Which Way to the Front?», 1970), ταινίες που σατίριζαν είτε την αμερικανική νοοτροπία και τον τρόπο ζωής είτε τον πόλεμο, όπως στην τελευταία από αυτές τις ταινίες.

Ακολούθησαν τρεις ακόμη ταινίες σε δική του σκηνοθεσία: «The Day the Clown Cried» (1972), που παρέμεινε ακυκλοφόρητη, «Ο μεγάλος γκαφατζής» («Hardly Working», 1979), και «Το νευρόσπαστο» («Cracking Up», 1983). Παράλληλα συνέχισε να εμφανίζεται στην τηλεόραση και να πρωταγωνιστεί σε ταινίες άλλων σκηνοθετών. Πιο σημαντικοί είναι δραματικοί ρόλοι που ερμήνευσε στις ταινίες του Μάρτιν Σκορσέζε «Ο βασιλιάς της κωμωδίας» («The King of Comedy, 1982») και «Arizona Dream» του Εμίρ Κουστουρίτσα (1993). Το 2016 εμφανίσθηκε για τελευταία φορά στην μεγάλη οθόνη, ερμηνεύοντας ένα χαρακτηριστικό ρόλο στο αστυνομικό θρίλερ του Άλεξ Μπριούερ «Ζήτημα Εμπιστοσύνης» («The Trust») .

O Τζέρι Λιούις δεν προτάθηκε ποτέ για Όσκαρ, ούτε για κάποιο σημαντικό διαγωνιστικό κινηματογραφικό βραβείο. Τιμήθηκε όμως για το σύνολο του έργου του από τα Φεστιβάλ Βενετίας (1999) και Κανών (2013), ενώ το 2006 ο Γάλλος πρόεδρος Ζακ Σιράκ τόν έχρισε Ιππότη της Τιμής. Το 1971 εξέδωσε το βιβλίο «The Complete Film Maker», βασισμένο σε μαθήματα κινηματογράφου που παρέδιδε στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας (USC).

Παράλληλα με τις καλλιτεχνικές ενασχολήσεις του, ο Τζέρι Λούις, πατέρας 7 παιδιών από τους δύο γάμους του, προσέφερε σημαντικό έργο στο πλευρό των ατόμων με σωματικές και ψυχικές αναπηρίες. Δεσμεύτηκε στον αγώνα για την αντιμετώπιση της μυικής δυστροφίας με τη διοργάνωση, από το 1966, ενός τηλεοπτικού μαραθωνίου, υπέρ των ατόμων με μυοπαθητικές ασθένειες. Γι αυτόν το λόγο προτάθηκε για Νόμπελ Ειρήνης.

Ο Τζέρι Λιούις πέθανε στο Λας Βέγκας στις 20 Αυγούστου 2017, σε ηλικία 91 ετών.




Πηγή