Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2021

Αφιέρωμα στον Μάνο Χατζιδάκι από τα μουσικά ραδιόφωνα της ΕΡΤ | Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2021

Αφιέρωμα στον Μάνο Χατζιδάκι
από τα μουσικά ραδιόφωνα της ΕΡΤ 

 

ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ


Την ημέρα που συμπληρώνονται 96 χρόνια από τη γέννηση του Μάνου Χατζιδάκι, το Δεύτερο Πρόγραμμα 103,7 αφιερώνει το πρόγραμμά του στον μεγάλο συνθέτη.

Από τις 8 το πρωί του Σαββάτου 23 Οκτωβρίου ως τα μεσάνυχτα της ίδιας ημέρας απολαμβάνουμε τη μουσική και τα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι, επιχειρώντας παράλληλα ένα ταξίδι στο ιδεολογικό και πνευματικό σύμπαν του δημιουργού. Σημερινές προσεγγίσεις μέσα από τις εκπομπές των παραγωγών και δημοσιογράφων του Δεύτερου Προγράμματος, πολύτιμες στιγμές του Αρχείου της Ραδιοφωνίας και η φωνή του ίδιου του Μάνου Χατζιδάκι, μπλέκονται γλυκά σε ένα ολοήμερο αφιέρωμα γεμάτο με τις μουσικές και τα τραγούδια που έχουμε αγαπήσει.

Συγκεκριμένα:

08:00-10:00, «Σε γη και ουρανό με τον Μάνο Χατζιδάκι», με τη Λίτσα Τότσκα. Ταξιδεύουμε σε ουρανό και γη με οδηγό τον Μάνο Χατζιδάκι και μοιραζόμαστε τραγούδια του σε ρυθμό 5/8, τον ιερό ρυθμό των αρχαίων Ελλήνων που τόσο αγαπούσε. Πάμε για «Τσάι στο Πεκίνο», στη συνέχεια κάνουμε μία στάση στο Παρίσι «Στην οδό του Μπλαμαντώ», αποζητάμε την κάθαρση «Στα νερά του Ιορδάνη» και από εκεί «Με την Ελλάδα καραβοκύρη» θα βρεθούμε «Ψηλά στην Ακροκόρινθο», θα συναντήσουμε «Τρεις κοπέλες απ’ τη Θήβα» και θα συνεχίσουμε το ταξίδι μας σε Αθήνα, Λαύριο και Κρήτη.

10:00-11:00, η Πόπη Βάγγερ στην εκπομπή «Μελωδικό Αντίδοτο» παρουσιάζει το πώς η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι συνέβαλε στην επιτυχία αλλά και στην «Αθανασία» μοναδικών θεατρικών παραστάσεων.

11:00-13:00, ο Κώστας Φασουλάς στην εκπομπή «Πάμε εκεί που λεν τραγούδια», συναντιέται με το μουσικό κόσμο του συνθέτη, ακολουθώντας την αιρετικότητα της σκέψης του και το αντισυμβατικό πνεύμα του, όπως αυτά μεταφράζονται στο έργο του. Ξεχωριστές στιγμές του αφιερώματος οι μικρές ιστορίες που αφηγούνται από τις συναντήσεις τους με τον Μάνο Χατζιδάκι, κατά σειρά ακρόασης ο Λουδοβίκος των Ανωγείων, ο Νότης Μαυρουδής, ο Νίκος Ξυδάκης και ο Δημήτρης Παπαδημητρίου.

14:00-15:00, «Ο Μάνος Χατζιδάκις στον ασπρόμαυρο ελληνικό κινηματογράφο». Από το Αρχείο της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και τη σειρά εκπομπών Ράδιο Νοσταλγία, ακούμε την εκπομπή του Γιώργου Παπαστεφάνου που είναι αφιερωμένη στον κινηματογραφικό Μάνο Χατζιδάκι, παραγωγής 2004.

15:00-16:00, «Ο συγγραφέας/ποιητής Μάνος Χατζιδάκις», με τον Μιχάλη Γελασάκη. Οι πρώτες συγγραφικές απόπειρες του Μάνου Χατζιδάκι, η ανέκδοτη ποιητική συλλογή που επρόκειτο να εκδώσει ο Μανόλης Αναγνωστάκης, η «Μυθολογία» και η «Μυθολογία Δεύτερη», τα διαχρονικά «Σχόλια του Τρίτου», η συλλογή δοκιμίων «Ο Καθρέφτης και το Μαχαίρι» και πολλά διάσπαρτα κείμενα σε περιοδικά, ένθετα δίσκων, εφημερίδες συνθέτουν μία ακόμη οπτική του πολυεδρικού συνθέτη των ονείρων. Παράλληλα ακούγονται τραγούδια και μουσικά θέματα από το δίσκο «Οδός Ονείρων».

17:00-18:00, «Ερμηνεία και σχόλια για τον κόσμο που υπάρχει και για τον κόσμο που φεύγει όπως φεύγει» με τον Φώτη Απέργη. Ποιοι ήταν άραγε ο Βραζιλιάνος ληστής Βιργκολίνο και ο Ισπανός ταυρομάχος Ανζελέτε και γιατί κέντρισαν κάποτε το ενδιαφέρον του Μάνου Χατζιδάκι; Πότε και γιατί ασχολήθηκε ο κορυφαίος συνθέτης με έναν Ισπανό ποδηλατιστή που έπαθε ηλίαση και με τους ανέργους μισθοφόρους του Κονγκό; Είναι όλοι πρωταγωνιστές του ιδιότυπου ημερολογίου που κρατούσε ο Χατζιδάκις το καλοκαίρι του 1967 στη Νέα Υόρκη, ημερολογίου από δημοσιεύματα ελληνικών και ξένων εφημερίδων, που ο ίδιος σχολίαζε με οξυδέρκεια, ποιητικότητα και απολαυστικό χιούμορ. Το ημερολόγιο αυτό, με τίτλο «Ερμηνεία και σχόλια για τον κόσμο που υπάρχει και για τον κόσμο που φεύγει, όπως φεύγει», παρουσιάζει για πρώτη φορά από το Δεύτερο Πρόγραμμα, ο Φώτης Απέργης.

18:00-19:00, «Με τα πόδια μέχρι την αλήθεια», με τη Λίνα Νικολακοπούλου και την Αλεξάνδρα Χριστακάκη. Ποια ήταν η καλλιτεχνική παρέα του «Λουμίδη» που έβαλε την σφραγίδα στην πολιτιστική ζωή του τόπου; Αναμνήσεις για τον Μάνο Χατζιδάκι και το λογοτεχνικό καφενείο με την φωνή του Γιώργου Χρονά, της Άλκης Ζέη, του Μένη Κουμανταρέα, του Νίκου Κούνδουρου και της Άννας Συνοδινού. Επίσης, παρουσιάζονται αποσπάσματα από συνεντεύξεις του συνθέτη όπως καταγράφηκαν στο βιβλίο «Μάνος Χατζιδάκις: Ψηφίδες Μνήμης».

19:00-20:00, «Ο θεατρικός Μάνος Χατζιδάκις». Μια ακόμα εκπομπή από το Αρχείο της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και τη σειρά Ράδιο Νοσταλγία, παραγωγής 2006 αυτή τη φορά, πάντα με τον Γιώργο Παπαστεφάνου.

20:00-21:00, «Ο Μάνος Χατζιδάκις στην Αμερική, 1965-1972», με τον Παντελή Σιβρή στις «Ιστορίες κλασικού ραδιοφώνου». Από το «Χαμόγελο της Τζοκόντας» (1965) με τον Quincy Jones παραγωγό, το «Ilya Darling» με τη Μελίνα στο Broadway , το «Reflections» με το «Νew Υork rock n roll ensemble», το soundtrack «Blue», τις ηχογραφήσεις του με την Φλέρυ Νταντωνάκη και μια σειρά άλλες σχεδόν άγνωστες ηχογραφήσεις που έκανε στην Ευρώπη, όπως το soundtrack «Martlet’s Tale» (Η μπαλάντα των αισθήσεων και των παραισθήσεων) και άλλα, επιστρέφοντας πάντα στο ”στέκι του” που ήταν εκείνα τα χρόνια η Νέα Υόρκη.

22:00-00:00, «Μάνος Χατζιδάκις, τώρα», συναυλία του Διονύση Σαββόπουλου αφιέρωμα στον Μάνο Χατζιδάκι. Ήταν Οκτώβριος του 2012 και εκείνοι που βρέθηκαν στο ρωμαϊκό ωδείο και παρακολούθησαν τη συναυλία θυμούνται τον Διονύση Σαββόπουλο να λέει στην έναρξη της συναυλίας: «Αντίσταση μπορεί να είναι και το ίδιο το επίπεδο ενός ανθρώπου. Ακούς ένα τραγούδι του Χατζιδάκι, τελειώνει και νιώθεις μέσα σου ευγενέστερος». Ακούστε όλη τη συναυλία σε μετάδοση Έλενας Διάκου.

 

ΤΡΙΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ


Με μια σειρά από αφιερωματικές εκπομπές, το Τρίτο Πρόγραμμα τιμά τη μνήμη του μεγάλου συνθέτη και ιστορικού διευθυντή του σταθμού Μάνου Χατζιδάκι (23 Οκτωβρίου 1925, Ξάνθη- 15 Ιουνίου  1994, Αθήνα).  Οι εκπομπές που θα μεταδοθούν, προσεγγίζουν με ευαισθησία και διεισδυτικότητα το πολύτιμο έργο που άφησε πίσω του.

Ειδικότερα:

Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2021

09.00-10.00,  «Η μουσική των πάντων» Ο Μάνος Χατζιδάκις μέσα απ’ τη μουσική του… μέσα απ΄τις σκέψεις του.
Παραγωγή-παρουσίαση: Άννα Σακαλή

20.00-21.00, «Όσα είδε ο άνεμος της μουσικής» Ένα μικρό αφιέρωμα στον ατίθασο και ασυμβίβαστο καλλιτέχνη. Θα ακουστούν κείμενα από «Τα σχόλια του Τρίτου», την ιστορική εκπομπή που διατηρούσε ο ίδιος στο Τρίτο Πρόγραμμα, όπως επίσης και αγαπημένα του έργα από το κλασικό ρεπερτόριο, τα οποία παρουσίασε με την «Ορχήστρα των Χρωμάτων».
Παραγωγή-παρουσίαση: Μιχάλης Μεσσήνης

23.00-00.00, Μάνος Χατζιδάκις Reflections – Αντικατοπτρισμοί. Μια αναδρομή στην ιστορία του εμβληματικού δίσκου, που κυκλοφόρησε σε δύο γλώσσες και ηχογραφήθηκε σε δύο χώρες.
Παραγωγή-Παρουσίαση: Αφροδίτη Κοσμά

Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2021

18.00-19.00, «Πού πάει η μουσική όταν δεν την ακούμε πια;»  …Εκ της σαρκός άρχεσθαι. Ένα  ραδιοφωνικό ντοκιμαντέρ στο οποίο ο Μάνος Χατζιδάκις, ξανάρχεται στο Τρίτο με στόχο να κατατροπώσει – όπως έκανε πάντα- τον φόβο της φθοράς και του θανάτου.
Παραγωγή-Παρουσίαση: Μενέλαος Καραμαγγιώλης


Πηγή

Σαν Σήμερα - 20 Οκτωβρίου

 

Πηγή εικόνων

Σπύρος Ευαγγελάτος: Η ζωή και οι θεατρικές παραστάσεις του σπουδαίου σκηνοθέτη - Βιογραφία - Σαν Σήμερα .gr

Ο Τζέιμς Μποντ στα Μετέωρα - Αφιέρωμα - Σαν Σήμερα .gr

Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2021

Τζον λε Καρέ

Άγγλος συγγραφέας, δημοφιλής για τα ρεαλιστικά, γεμάτα αγωνία κατασκοπικά μυθιστορήματά του, πολλά από τα οποία έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο.


Τζον Λε Καρέ (1931 –2020)
Τζον Λε Καρέ (1931 –2020)

Ο Τζον λε Καρέ (John le Carré) είναι άγγλος συγγραφέας, δημοφιλής για τα ρεαλιστικά, γεμάτα αγωνία κατασκοπικά μυθιστορήματά του, βασισμένα σε βαθιά γνώση της διεθνούς κατασκοπείας. Θεωρείται ο συγγραφέας που ανήγαγε το μυθιστόρημα κατασκοπίας σε λογοτεχνία αξιώσεων. Πολλά από τα βιβλία του έχουν μεταφερθεί με επιτυχία στον κινηματογράφο και την τηλεόραση.

Ο Ντέιβιντ Τζον Μουρ Κόρνγουελ, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1931 στην παραθαλάσσια πόλη Πουλ της νοτιοδυτικής της Αγγλίας. Παιδί προβληματικών γονιών – ο πατέρας του ήταν μετρ στις απάτες παντός είδους και η μητέρα του εγκατέλειψε την οικογενειακή εστία, όταν ήταν πέντε ετών – σπούδασε ξένες γλώσσες στα Πανεπιστήμια Βέρνης και Οξφόρδης και το 1959 εντάχθηκε στο διπλωματικό σώμα της Μεγάλης Βρετανίας, όπου ως πράκτορας υπηρέτησε τόσο στην αντικατασκοπεία (MI5), όσο και στην κατασκοπεία (MI6).

Η μεγάλη επιτυχία με το μυθιστόρημα «Ο άνθρωπος που γύρισε από το κρύο»

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Δυτική Γερμανία εξέδωσε το πρώτο μυθιστόρημά του με τίτλο «Call for the Dead» (1961), το οποίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1967 με τον τίτλο «The Deadly Affair» από τον Σίντνεϊ Λούμετ. Περισσότερο αστυνομικό παρά μια ιστορία κατασκοπείας, παρουσίασε στο αναγνωστικό κοινό τον πανέξυπνο, αλλά και διακριτικό πράκτορα Τζορτζ Σμάιλι, ο οποίος έγινε ο πιο γνωστός χαρακτήρας του συγγραφέα κι εμφανίστηκε σε πολλά μεταγενέστερα έργα του. Επειδή απαγορευόταν στους διπλωμάτες - πράκτορες να χρησιμοποιούν το όνομά τους, υπέγραψε το βιβλίο, όπως και τα επόμενα, με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Τζον λε Καρέ («Καρέ» στα γαλλικά το τετράγωνο).

Με το τρίτο του μυθιστόρημα «Ο άνθρωπος που γύρισε από το κρύο» («The spy who came in from the cold», 1963) γνώρισε απρόσμενα μεγάλη επιτυχία. Κεντρικός ήρωας του βιβλίου του είναι ένας ηλικιωμένος βρετανός πράκτορας, ο Άλεκ Λίμας, ο οποίος έχει επιφορτιστεί από την υπηρεσία του να προσποιηθεί τον πολιτικό φυγάδα στην Ανατολική Γερμανία για να «κάψει» έναν ανώτερο πράκτορα της χώρας. Σε αντίθεση με τους λαμπερούς κατασκόπους τύπου Τζέιμς Μποντ, ο Λίμας είναι ένας μοναχικός και αποξενωμένος άνθρωπος, χωρίς αξιοσέβαστη σταδιοδρομία ή θέση στην κοινωνία. Το μυθιστόρημα μεταφέρθηκε με επιτυχία στον κινηματογράφο το 1965 από τον Μάρτιν Ριτ με τον ίδιο τίτλο και πρωταγωνιστή τον Ρίτσαρντ Μπάρτον στο ρόλο του Λίμας.

Αποκλειστική ενασχόληση με το γράψιμο

Το 1964 ήταν μία καθοριστική χρονιά γι’ αυτόν, καθώς απομακρύνθηκε από τη διπλωματική υπηρεσία, όταν ο άγγλος διπλός πράκτορας Κιμ Φίλμπι αποκάλυψε τα ονόματα των συναδέλφων του και του ίδιου του λε Καρέ. Έτσι, αποφάσισε ν’ ασχοληθεί αποκλειστικά με το γράψιμο, με δεδομένο την επιτυχία των βιβλίων του.

Ύστερα από μία σειρά μυθιστορημάτων, που δεν είχαν ιδιαίτερη απήχηση, ο Λε Καρέ επέστρεψε στον Τζορτζ Σμάιλι με το βιβλίο «Και ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι» («Tinker, Tailor, Soldier, Spy», 1974), το πρώτο έργο μιας τριλογίας κατασκοπικών μυθιστορημάτων με κεντρικούς ήρωες τον Σμάιλι και τη νέμεσή του, τη σοβιετική κατάσκοπο Κάρλα. Το 1979 μεταφέρθηκε στην τηλεόραση και το 2011 στον κινηματογράφο με τον ίδιο τίτλο από τον σκηνοθέτη Τόμας Άλφρεντσον. Η διαμάχη Σμάιλι-Κάρλας συνεχίστηκε με τον «Έντιμο Μαθητή» («The Honourable Schoolboy», 1977) και κορυφώθηκε με το «Οι άνθρωποι του Σμάιλι («Smiley’s People», 1980), με την επιτυχημένη προσπάθειά του να φέρει την Κάρλα στη Δύση.

Το 1983 σημείωσε μία ακόμη μεγάλη επιτυχία με το μυθιστόρημα «Η μικρή τυμπανίστρια» («The Little Drummer Girl», 1983), στο οποίο διερευνά τη σύγκρουση ανάμεσα στους Ισραηλινούς και τους Παλαιστινίους. Το βιβλίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1984 από τον Τζορτζ Ρόι Χιλ και στην τηλεόραση το 2018.

Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα «A Perfect Spy» (1986) με την ιστορία ενός διπλού πράκτορα, «Η Ρωσική Εστία» («The Russia House»,1989) που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1990 από τον Φρεντ Σκέπιζι με πρωταγωνιστή τον Σον Κόνερι, «The Secret Pilgrim» (1991), «Νυχτερινή Βάρδια» («The Night Manager», 1993), «Our Game» (1995) που εκτυλίσσεται μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και ο «Ράφτης του Παναμά» («The Tailor of Panama», 1996) που γυρίστηκε ταινία το 2001 από τον Τζον Μπούρμαν.

«Ο Επίμονος Κηπουρός»

Το 2001 δημοσίευσε το μυθιστόρημά του «Ο Επίμονος Κηπουρός» («The Constant Gardener» (ταινία το 2005 από τον βραζιλιάνο σκηνοθέτη Φερνάντο Μεϊρέλες), στο οποίο ένας βρετανός διπλωμάτης ερευνά το θάνατο της γυναίκας του και αποκαλύπτει τις παράνομες πρακτικές μιας φαρμακευτικής εταιρείας. Το έργο αυτό ξάφνιασε κοινό και κριτικούς, καθώς απέδειξε ότι ο λε Καρέ δεν ήταν μόνο ένας συγγραφέας κατασκοπικών μυθιστορημάτων του Ψυχρού Πολέμου.

Το 2003 κυκλοφόρησαν οι «Απόλυτοι Φίλοι» («Absolute Friends»), με ήρωες δύο πράκτορες της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, που επανασυνδέονται στην Ευρώπη μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Στο μυθιστόρημά του «Νο1 καταζητούμενος» («A Most Wanted Man», 2008), που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 2014 από τον Άντονι Κόρμπιν, παρακολουθεί τις προσπάθειες ενός τρομοκράτη – γιου ενός συνταγματάρχη της KGB – να κρυφτεί στο Αμβούργο, ενώ στο «Ένας προδότης στα μέτρα μας» («Our Kind of Traitor», 2010) – ταινία το 2016 από τη Σουζάνα Γουάιτ με τον ελληνικό τίτλο «Ένας προδότης ανάμεσά μας» – αφηγείται την ιστορία ενός ζευγαριού που βρίσκεται σε διακοπές και ακούσια εμπλέκεται σε μία περίπλοκη συνωμοσία με τη συμμετοχή ρώσων μαφιόζων, πολιτικών και διεθνών τραπεζιτών.

Παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, ο Τζον λε Καρέ συνεχίζει να γράφει και να εκδίδει έργα του. Στο «Μια Ευαίσθητη Αλήθεια» («A Delicate Truth», 2013) ένας νεαρός δημόσιος υπάλληλος προσπαθεί να διακρίνει τι πραγματικά συνέβη κατά την παράδοση στις αρχές ενός τρομοκράτη και στο «Η Κληρονομιά των Κατασκόπων» («A Legacy of Spies», 2017) επανεξετάζει τη μεγάλη του επιτυχία «Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο», παρουσιάζοντας παλιούς και νέους χαρακτήρες. Το πιο πρόσφατο έργο του «Ο Έντιμος Άνθρωπος» («Agent Running in the Field», 2019), είναι μία ιστορία κατασκοπίας που εκτυλίσσεται το 2018 και στην οποία εντάσσει και την υπόθεση του «Brexit», στο οποίο ήταν απόλυτα αντίθετος, όντας υπέρμαχος της Ενωμένης Ευρώπης.

Ο Τζον Λε Καρέ πέθανε στις 12 Δεκεμβρίου 2020 στο Τρούρο της Κορνουάλης, σε ηλικία 89 ετών.




Πηγή

Η Μάχη των Γιαννιτσών

 Η σπουδαιότερη μάχη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, που διεξήχθη στις 19 και 20 Οκτωβρίου 1912. Η νίκη των ελληνικών όπλων άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.


Η σπουδαιότερη σε σημασία μάχη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, που διεξήχθη στις 19 και 20 Οκτωβρίου 1912 στην τότε Γενιτσά (Γενιτζέ ι Βαρντάρ για τους Τούρκους) του σημερινού νομού Πέλλας, ανάμεσα στον ελληνικό στρατό υπό τον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο και τον οθωμανικό στρατό υπό τον στρατηγό Χασάν Ταξίν Πασά. Η νίκη των ελληνικών όπλων άνοιξε διάπλατα το δρόμο για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου).

Μετά την απροσδόκητη νίκη του στο Σαραντάπορο, ο ελληνικός στρατός διασφάλισε τον έλεγχο της Δυτικής Μακεδονίας και άρχισε να προελαύνει για την απελευθέρωση της Κεντρικής Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης. Προ του διαγραφομένου μεγάλου κινδύνου, ο τούρκος στρατηγός Χασάν Ταξίν Πασάς αποφάσισε να αντιτάξει την άμυνά του στην ιερή για τους ντόπιους μουσουλμάνους πόλη των Γιαννιτσών, επειδή εκεί είχε ταφεί ο Γαζή Εβρενός, ένας διακεκριμένος οθωμανός στρατηγός του 14ου αιώνα.

Η περιοχή παρείχε σημαντικά στρατιωτικά πλεονεκτήματα. Περικλειόταν βόρεια από το βουνό Πάικο και νότια από τη βαλτώδη λίμνη των Γιαννιτσών (αποξηράνθηκε το 1932), γνωστή από τον Μακεδονικό Αγώνα και από το μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα «Τα μυστικά του Βάλτου».

Στις 18 Οκτωβρίου ο στρατός του Ταξίν Πασά, αποτελούμενος από πέντε μεραρχίες ελλιπούς σύνθεσης (13 τάγματα πεζικού και 8 ίλες ιππικού) και επτά πυροβολαρχίες με 30 πυροβόλα, είχε οχυρωθεί σ’ ένα ύψωμα 130 μέτρων, από το οποίο μπορούσαν να ελέγχουν την πεδιάδα. Το βράδυ της ίδιας ημέρας ο προελαύνων ελληνικός στρατός, αποτελούμενος από πέντε μεραρχίες και μία ταξιαρχία ιππικού, συνολικά γύρω στους 80.000 άνδρες, είχε μέτωπο προς τα βορειοανατολικά.

Το πρωί της 19ης Οκτωβρίου, η 2η και 3η Μεραρχία επιτέθηκαν μετωπικά κατά του εχθρού, ενώ η 4η και η 5η υπερκερωτικά εναντίον του δεξιού πλευρού του τουρκικού στρατού. Η κατά μέτωπον επίθεση παρακωλύθηκε από τα πυρά του εχθρικού πυροβολικού, που εμπόδισαν τη διάβαση της γέφυρας Μπαλίντζα, επί της οδού Βοδενών (Έδεσσας) - Γενιτσών, που αποτελούσε και τη μοναδική διάβαση. Αλλά η επιτυχημένη υπερκέραση του εχθρού από τις δύο άλλες μεραρχίες έκριναν τελικά την έκβαση της μάχης.

Βλέποντας την επικείμενη περικύκλωση του στρατού του, ο Χασίν Ταξίν Πασάς διέταξε υποχώρηση και άφησε στο πεδίο της μάχης τις πυροβολαρχίες του κι ένα μικρό τμήμα πεζικού, για να παρενοχλούν τους επιτιθέμενους και να διευκολύνουν την υποχώρηση του κυρίου όγκου του στρατού του. Άλλα και η οπισθοφυλακή αυτή υποχώρησε προ του εφορμούντος ελληνικού στρατού, το πρωί της 20ης Οκτωβρίου, ολοκληρώνοντας την ήττα του τουρκικού στρατού. Η 1η Μεραρχία ανέλαβε την καταδίωξη του εχθρού, αλλά δεν κατόρθωσε να καταλάβει τις γέφυρες του Αξιού και να τον εγκλωβίσει μακριά από τη Θεσσαλονίκη.

Στις 11 το πρωί της 20ης Οκτωβρίου οι πρώτες ελληνικές μονάδες εισήλθαν στην πόλη των Γιαννιτσών, που είχε μικτό πληθυσμό, μουσουλμανικό και χριστιανικό (ελληνόφωνο και σλαβόφωνο). Αμέσως παρέδωσε στις φλόγες τη μουσουλμανική συνοικία της πόλης, ενώ άφησε άθικτη τη χριστιανική.

Στο τέλος της ημέρας, οι ελληνικές απώλειες είχαν ανέλθει σε 188 νεκρούς και 785 τραυματίες, ενώ οι τουρκικές σε 250 νεκρούς, 1.000 τραυματίες και 3.000 αιχμαλώτους. Στα ελληνικά χέρια περιήλθαν 11 κανόνια του εχθρού και πολεμικές σημαίες. Η μάχη των Γιαννιτσών έγινε κάτω από καταρρακτώδη βροχή και οι Έλληνες στρατιώτες χρειάστηκε πολλές φορές να πραγματοποιήσουν επιθέσεις με τις λόγχες για να καταλάβουν τις εχθρικές οχυρώσεις.

Την επομένη, αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος στην ημερήσια διαταγή του σημείωνε μεταξύ άλλων: «Η νίκη των Γιαννιτσών συμπληροί την του Σαρανταπόρου και αποτελεί δια τον Ελληνικόν Στρατόν νέον τίτλον τιμής και δόξης». Ο απεσταλμένος της αθηναϊκής εφημερίδας «Σκριπ» σχολίαζε ότι η «Μάχη των Γενιτσών δύναται να χαρακτηρισθή ως η μεγαλειτέρα, η πεισματωδεστέρα των μέχρι τούδε μαχών», ενώ βασιλιάς Γεώργιος χαρακτήρισε την μάχη «πρωτοφανή εις μεγαλοπρέπειαν, πείσμα και ανδρείαν».



Πηγή

Αλέκα Κατσέλη

—  Βιογραφία

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2021

Μελίνα Μερκούρη

 Χαρισματική προσωπικότητα η Μελίνα Μερκούρη διακρίθηκε όχι μόνο ως ηθοποιός αλλά και ως πολιτικός με τον αγώνα της κατά της δικτατορίας, αλλά και με τις παρεμβάσεις της σε διεθνές επίπεδο ως υπουργός Πολιτισμού.

Μελίνα Μερκούρη
Μελίνα Μερκούρη

Η Μελίνα Μερκούρη υπήρξε η απόλυτη ελληνίδα σταρ του κινηματογράφου με διεθνή ακτινοβολία. Χαρισματική καλλιτέχνιδα με ισχυρή προσωπικότητα απέκτησε μεγάλη φήμη όχι μόνο ως ηθοποιός αλλά και ως πολιτικός με τον αγώνα της κατά της δικτατορίας των συνταγματαρχών, αλλά και με τις παρεμβάσεις της σε παγκόσμιο επίπεδο ως υπουργός Πολιτισμού. Για να τιμήσει την «τελευταία ελληνίδα θεά», όπως την χαρακτήρισε ο διεθνής Τύπος, το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού κήρυξε το 2020 ως Έτος Μελίνας Μερκούρη με αφορμή την συμπλήρωση ενός αιώνα από την γέννησή της.

Η Μαρία-Αμαλία (Μελίνα) Μερκούρη γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1920 στην Αθήνα, από πολιτική οικογένεια. Ήταν κόρη του στρατιωτικού και πολιτικού Σταμάτη Μερκούρη (1895-1967), που διετέλεσε βουλευτής και υπουργός Δεξιών κομμάτων (Λαϊκό Κόμμα, Ελληνικός Συναγερμός), αλλά και βουλευτής της κομμουνιστογενούς ΕΔΑ. Παππούς της ήταν ο γιατρός και πολιτικός Σπύρος Μερκούρης (1856-1939), ο μακροβιότερος δήμαρχος Αθηναίων. Θείος της ήταν ο Γεώργιος Μερκούρης (1886-1943), επιφανής εκπρόσωπος του εθνικοσοσιαλισμού (ναζισμού) στην Ελλάδα, ο οποίος διετέλεσε διοικητής της Εθνικής Τράπεζας κατά την διάρκεια της Κατοχής.

Ατίθασο πλάσμα η νεαρή Μελίνα, παντρεύτηκε σε νεαρή ηλικία το κατά πολύ μεγαλύτερό της πλούσιο κτηματία Παναγή Χαροκόπο με τον οποίο χώρισε το 1962. Στην Κατοχή, συνδέθηκε ερωτικά με τον μαυραγορίτη και δωσίλογο Φειδία Γιαδικιάρογλου, μια σχέση για την οποία απολογήθηκε αρκετές φορές. Κατηγορήθηκε ότι ζούσε πλουσιοπάροχα, ενώ ο λαός λιμοκτονούσε. Η ίδια, θα παραδεχθεί ότι αντλούσε χρήματα από τους δύο πάμπλουτους άντρες της και τα διοχέτευε στην Αντίσταση, ενώ με τις γνωριμίες της βοηθούσε στην διάσωση αντιστασιακών. Τους ισχυρισμούς αυτούς επιβεβαίωσαν αρκετοί συνάδελφοί της από τον καλλιτεχνικό χώρο.

Το 1943 αποφάσισε να ακολουθήσει καριέρα ηθοποιού και έγινε δεκτή στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου από την οποία αποφοίτησε το 1946. Το 1944 έκανε το ντεμπούτο της στη σκηνή με το έργο του Αλέξη Σολομού «Το μονοπάτι της λευτεριάς», που κατέβηκε γρήγορα λόγω των «Δεκεμβριανών». Τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο και τους θιάσους Κατερίνας και της Μαρίκας Κοτοπούλη.

Ως πρωταγωνίστρια καθιερώθηκε το 1949 με το έργο του Τένεσι Ουίλιαμς «Λεωφορείον ο Πόθος», που ανέβηκε στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν και είχε το προνόμιο να γίνει η πρώτη ελληνίδα ηθοποιός που ερμήνευσε τον απαιτητικό ρόλο της Μπλανς Ντιμπουά. Στο Θέατρο Τέχνης παρέμεινε μέχρι το 1950 και τον επόμενο χρόνο εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου διακρίθηκε ως ηθοποιός του βουλεβάρτου εγκαινιάζοντας συγχρόνως τη διεθνή σταδιοδρομία της. Το 1955 επανήλθε στην Ελλάδα και πρωταγωνίστησε σε έργα ρεπερτορίου, όπως «Μάκβεθ» του Σέξπιρ, «Κορυδαλλός του Ζαν Ανούιγ και «Λυσσασμένη Γάτα» του Τένεσι Ουίλιαμς.

Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε το 1955 με την θρυλική ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Στέλλα». Η παρουσία της στις Κάννες γοήτευσε τον αμερικανό σκηνοθέτη Ζιλ Ντασέν και από τις ακτές της γαλλικής Ριβιέρας ξεκίνησε η καλλιτεχνική και προσωπική τους σχέση, η οποία ολοκληρώθηκε με γάμο το 1966. Με τον Ντασέν γύρισε τις ταινίες «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1957), από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη, «Ο νόμος» (1958), «Ποτέ την Κυριακή» (1960), «Φαίδρα» (1962) και «Τοπκαπί» (1964).

Η ταινία που εκτόξευσε την φήμη της ήταν φυσικά το «Ποτέ την Κυριακή», που της χάρισε ένα βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ των Καννών και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ τον επόμενο χρόνο. Η γεμάτη μπρίο ερμηνεία της στο τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι «Τα Παιδιά του Πειραιά», φανέρωσε μια άλλη πτυχή του ταλέντου της. Ο ίδιος ρόλος, της πόρνης 'Ιλια με την καλή καρδιά, της χάρισε το 1967 και μια υποψηφιότητα για το βραβείο Τόνι, στην θεατρική μεταφορά της ταινίας στο Μπρόντγουεϊ, με τίτλο «Ίλια Ντάρλινγκ».

Μετά την επιβολή της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών η Μελίνα Μερκούρη αυτοεξορίστηκε και με το ταλέντο και τη φήμη της πολέμησε σε ολόκληρο τον κόσμο το καθεστώς ενημερώνοντας τη διεθνή κοινή γνώμη για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Ιστορική έμεινε η δήλωση της: «Εγώ γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα, ο κ. Παττακός γεννήθηκε φασίστας και θα πεθάνει φασίστας».

Μετά την Μεταπολίτευση (1974) εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα και ασχολήθηκε κατά βάση με την πολιτική μέσα από τις τάξεις του ΠΑΣΟΚ. Εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής από 1977 έως τον θάνατό της το 1994, από το 1977 έως το 1985 στην Β’ Πειραιώς και τα επόμενα χρόνια με το ψηφοδέλτιο Επικρατείας.

Από το 1981 έως το 1989 και από το 1993 έως το 1994 διετέλεσε υπουργός Πολιτισμού και λάμπρυνε με την παρουσία της και τις πολιτικές της το συγκεκριμένο υπουργείο. Όραμά της ήταν η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο. Δημιούργησε τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα για να έρθει ο κάτοικος της επαρχίας σε επαφή με το θέατρο, ενώ δική της έμπνευση ήταν και η δημιουργία του θεσμού της «Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης».

Οι εμφανίσεις της στο θέατρο μετά το 1974 ήταν μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού: «Όπερα της Πεντάρας» του Μπέρτολτ Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Ζιλ Ντασέν, «Μήδεια» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Μίνωα Βολανάκη, «Συντροφιά με τον Μπρεχτ» (1978), «Γλυκό πουλί της νιότης» σε σκηνοθεσία Ζιλ Ντασέν (1980) και «Ορέστεια» του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν (1980). Το 1992 έκανε μια τελευταία, έκτακτη, εμφάνιση, όχι ζωντανή όμως αλλά βιντεοσκοπημένη, ως Κλυταιμνήστρα στην όπερα δωματίου «Πυλάδης» σε μουσική Γιώργου Κουρουπού και λιμπρέτο Γιώργου Χειμωνά, που παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

Η Μελίνα Μερκούρη άφησε την τελευταία της πνοή στις 6 Μαρτίου 1994, σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης, όπου νοσηλευόταν με καρκίνο των πνευμόνων.



Πηγή

Ο τορπιλισμός του «Φετίχ Μπουλέντ»

 Το βράδυ της 18ης Οκτωβρίου 1912 το τορπιλλοβόλλο «Τ-11», με κυβερνήτη τον υποπλοίαρχο Νικόλαο Βότση, εισήλθε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και βύθισε το τουρκικό θωρηκτό «Φετίχ Μπουλέντ»...


Με την έναρξη του Α' Βαλκανικού Πολέμου, ο υποπλοίαρχος Νικόλαος Βότσης διατάχθηκε να επιτηρεί την παραλιακή ζώνη της Κατερίνης με το τορπιλλοβόλλο «Τ- 11», προκειμένου να μην επιχειρηθεί εκφόρτωση πολεμικών εφοδίων από τουρκικά πλοία στα μαχόμενα Οθωμανικά στρατεύματά τους στη Μακεδονία. Όμως, ο 35χρονος υδραίος αξιωματικός, γόνος ναυμάχων του '21, διψούσε για πολεμική δράση και έβαλε ως στόχο ένα παλαιό θωρηκτό του οθωμανικού στόλου, το «Φετίχ Μπουλέντ», που ναυλοχούσε στο λιμάνι της τουρκοκρατούμενης τότε Θεσσαλονίκης. Έμαθε ότι από το πλοίο είχαν αφαιρεθεί τα μεγάλα κανόνια του, τα οποία είχαν τοποθετηθεί στην ξηρά για την καλύτερη υπεράσπιση της περιοχής. Ζήτησε από το επιτελείο να δράσει και έλαβε θετική απάντηση.

Η επιχείρηση ορίστηκε για το βράδυ της 18ης Οκτωβρίου. Με τη βοήθεια δύο ελλήνων ψαράδων από την Κατερίνη, που γνώριζαν πολύ καλά τα κατατόπια του Θερμαϊκού, το ελληνικό τορπιλλοβόλο εισέδυσε με πάσα μυστικότητα και περισσή ικανότητα στο ναρκοθετημένο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και χωρίς να γίνει αντιληπτό έβαλε από απόσταση 150 μέτρων με δύο τορπίλες κατά του τουρκικού θωρηκτού στις 23:35, σύμφωνα με την αναφορά του κυβερνήτη. Οι βολές ήταν επιτυχημένες και το «Φετίχ Μπουλέντ» έγειρε προς τα δεξιά και άρχισε να βυθίζεται, παρασύροντας στον υγρό τάφο του τον ιμάμη του πλοίου και έξι ναύτες. Μία τρίτη τορπίλη, που εκτοξεύτηκε από το «Τ-11», προσέκρουσε στον κυματοθραύστη. Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, ο Βότσης ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός, καθώς στο λιμάνι ήταν αραγμένα δύο ακόμη πλοία, ένα αγγλικό και ένα ρωσικό, και θα μπορούσε να προκληθεί διπλωματικό επεισόδιο αν τους συνέβαινε το παραμικρό.

Αμέσως σήμανε συναγερμός στο τουρκικό στρατόπεδο. Ο εκκωφαντικός κρότος, που δόνησε την πόλη, αρχικά νομίστηκε ότι προερχόταν από έκρηξη σε πυριτιδοποθήκη, αλλά το αρχικό ξάφνιασμα διαδέχθηκε η κατάπληξη, όταν οι Οθωμανοί αξιωματικοί πληροφορήθηκαν την ανατίναξη του πλοίου. Αμέσως, ο τεράστιος προβολέας από το Καραμπουρνάκι άρχισε να χτενίζει το λιμάνι για την επισήμανση του εισβολέα, αλλά το ελληνικό τορπιλλοβόλο διέφυγε, όπως ήλθε, απαρατήρητο, και στις 4 το πρωί της 19ης Οκτωβρίου 1912 επέστρεψε στη βάση του, στα παράλια της Κατερίνης. Την ίδια μέρα, ο Νικόλαος Βότσης απέστειλε την αναφορά του προς το επιτελείο και δέχθηκε τα συγχαρητήρια του υπουργού Ναυτικών, Νικολάου Στράτου.

Το γεγονός του τορπιλλισμού και της βύθισης του «Φετίχ Μπουλέντ» προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό στο λαό και το μαχόμενο στρατό. Ήταν η πρώτη μεγάλη ναυτική επιτυχία των Βαλκανικών Πολέμων και γιορτάστηκε με πανηγυρισμούς σε όλη την Ελλάδα. Αναφορά στο κατόρθωμα του Βότση περιλαμβάνεται στον ύμνο του Πολεμικού Ναυτικού «Ο Ναύτης του Αιγαίου», που συνέθεσε το 1912 ο Κωνσταντίνος Λυκόρτας.



Πηγή

Ο Ελληνοβουλγαρικός Πόλεμος του 1925

 Προκλήθηκε με αφορμή ένα μικρό συνοριακό επεισόδιο. Είχε διάρκεια μιας εβδομάδας και μικρές απώλειες (50 άνδρες).

Ο στρατηγός Νίδερ και αριστερά του ο συνταγματάρχης Πάγκαλος, σε παρατηρητήριο κοντά στο Στρυμόνα.
Ο στρατηγός Νίδερ και αριστερά του ο συνταγματάρχης Πάγκαλος, σε παρατηρητήριο κοντά στο Στρυμόνα.

Προκλήθηκε με αφορμή ένα μικρό συνοριακό επεισόδιο. Είχε διάρκεια μιας εβδομάδας και μικρές απώλειες (50 άνδρες).

Οι ελληνοβουλγαρικές σχέσεις, οι οποίες μετά τον Β' Βαλκανικό Πόλεμο γνώρισαν ελάχιστα διαλείμματα βελτίωσης, είχαν ενταθεί λόγω της δράσης των κομιτατζήδων σε ελληνικά εδάφη, με την ενθάρρυνση της βουλγαρικής κυβέρνησης και απώτερο σκοπό την αυτονόμηση της ελληνικής Μακεδονίας.

Στις 18 Οκτωβρίου 1925 ένας έλληνας στρατιώτης που υπηρετούσε σε συνοριακό φυλάκιο στη θέση Δεμίρ Καπού, κοντά στο Μπέλες, κυνηγώντας τον σκύλο του πέρασε τη συνοριακή γραμμή και σκοτώθηκε από τα πυρά ενός βούλγαρου σκοπού. Στη συνέχεια, από την ανταλλαγή πυρών μεταξύ των ανδρών των δύο φυλακίων, έχασαν τη ζωή τους δύο έλληνες στρατιώτες και ο λοχαγός - διοικητής τους.

Μέσα στο ασταθές πολιτικό κλίμα της εποχής, ο δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος διέταξε την εισβολή ελληνικών δυνάμεων στη Βουλγαρία, παρά τις περί του αντιθέτου εισηγήσεις ελλήνων και ξένων διπλωματών. Ο δικτάτορας πίστεψε ότι το συνοριακό επεισόδιο αποτελούσε μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου εισβολής. Έδωσε εντολή στο Γ' Σώμα Στρατού να εισβάλει στο βουλγαρικό έδαφος και να καταλάβει το Πετρίτσι, κέντρο δράσεως των κομιτατζήδων. Όντως, οι Ελληνικές δυνάμεις εισέβαλαν και έκαψαν μερικά βουλγαρικά χωριά. Παράλληλα, επιδόθηκε στη βουλγαρική κυβέρνηση ελληνική διαμαρτυρία με την απαίτηση: α) να ζητήσει η Βουλγαρία από την Ελλάδα συγγνώμη, β) να τιμωρηθούν οι ένοχοι, γ) να καταβληθεί στην Ελλάδα αποζημίωση 2 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων.

Η Βουλγαρία, από την πλευρά της, προσέφυγε στην Κοινωνία των Εθνών, τον ΟΗΕ της εποχής, και κατάφερε ώστε το Συμβούλιο να ζητήσει άμεση διακοπή των εχθροπραξιών και την αποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων από τα βουλγαρικά εδάφη.

 

Ενόψει ενός γενικευμένου πολέμου, το Γενικό Επιτελείο συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχαν πυρομαχικά και εξοπλισμός, καθώς σχεδόν το σύνολο του βαρέως εξοπλισμού και των πυρομαχικών του ελληνικού Στρατού είχε εγκαταλειφθεί στη Μικρά Ασία. Ζητήθηκε εσπευσμένα η βοήθεια της Σερβίας, η οποία σε αντάλλαγμα πήρε την Ελεύθερη Ζώνη στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης κι ένα «διάδρομο» με τη σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης - Γευγελής. Λίγο αργότερα, ο Πάγκαλος ανετράπη και η νέα κυβέρνηση επαναδιαπραγματεύθηκε τη συμφωνία, με αποτέλεσμα οι Σέρβοι να πάρουν τελικά μόνο την Ελεύθερη Ζώνη στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.

Η Κοινωνία των Εθνών συγκρότησε διεθνή ανακριτική επιτροπή υπό τον άγγλο διπλωμάτη σερ Χόρας Ράμπολντ για να εξετάσει τις ευθύνες των δύο κρατών και να αποφασίσει σχετικά. Στις 28 Νοεμβρίου η επιτροπή Ράμπολντ υπέβαλε το πόρισμά της, το οποίο υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο. Σύμφωνα με αυτό, η ευθύνη βάρυνε τελικά την Ελλάδα, η οποία όφειλε να καταβάλει στη Βουλγαρία αποζημίωση 45.000 αγγλικών λιρών, ενώ η Βουλγαρία υποχρεώθηκε να αποζημιώσει την οικογένεια του έλληνα λοχαγού Χαράλαμπου Βασιλειάδη, που σκοτώθηκε από τα πυρά των βούλγαρων συνοριακών φρουρών. Μάλιστα, η Αγγλία απείλησε ότι εάν η Ελλάδα δεν αποδεχόταν την απόφαση δεν θα δίσταζε να χρησιμοποιήσει το στόλο εναντίον της.

Η Ελλάδα διαμαρτυρήθηκε για την ανισότητα της μεταχείρισης, σε σχέση με εκείνη της Ιταλίας, όταν δυνάμεις της κατέλαβαν για λίγο την Κέρκυρα, το 1923, ως αντίποινα για το φόνο του ιταλού στρατηγού Ενρίκο Τελλίνι, ο οποίος επιθεωρούσε τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Όμως, μεγάλη ήταν η ευθύνη του δικτάτορα Πάγκαλου, ο οποίος δεν κατανόησε τις διεθνείς εξελίξεις και τις μεθόδους της διπλωματίας.




Πηγή

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2021

Τζον Ριντ

 Αμερικανός δημοσιογράφος, γνωστός για το βιβλίο του «Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο», το οποίο αποτελεί ένα χρονικό της Οκτωβριανής Επανάστασης.

Τζον Ριντ (1887 – 1920)
Τζον Ριντ (1887 – 1920)

Ο αμερικανός δημοσιογράφος Τζον Ριντ (John Reed) είναι γνωστός παγκοσμίως για το βιβλίο του «Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο», το οποίο αποτελεί ένα χρονικό της Οκτωβριανής Επανάστασης, γραμμένο από ένα αυτόπτη μάρτυρα των γεγονότων εκείνων των ημερών, αλλά και από ένα θερμό υποστηρικτή της κομμουνιστικής υπόθεσης.

Σπουδές και τα πρώτα δημοσιογραφικά βήματα

Γεννημένος στις 22 Οκτωβρίου 1887 στο Πόρτλαντ του Όρεγκον από πλούσια οικογένεια, μεγάλωσε με νταντάδες και υπηρέτες και φοίτησε σε ιδιωτικά σχολεία. Μέτριος μαθητής, αλλά με λογοτεχνική φλέβα, πέρασε με τη δεύτερη στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ το 1906. Ψηλός, όμορφος και ανοιχτόκαρδος, διακρίθηκε για τα κείμενά του στα πανεπιστημιακά περιοδικά, αλλά και για τις αθλητικές επιδόσεις του στην κολύμβηση και την υδατοσφαίριση. Παρακολουθούσε τακτικά τις συνεδριάσεις του Σοσιαλιστικού Ομίλου, χωρίς να γίνει μέλος του. Ωστόσο, άφησε έντονο το αποτύπωμά του στον ψυχισμό του.

Αποφοίτησε το καλοκαίρι του 1910 και αμέσως ξεκίνησε ένα μεγάλο ταξίδι στην Ευρώπη. Επισκέφθηκε την Αγγλία, τη Γαλλία και την Ισπανία για να γνωρίσει την πραγματική ζωή, όπως του είχε συστήσει ένας καθηγητής του. Επέστρεψε στην Αμερική την άνοιξη της επόμενης χρονιάς και αποφάσισε ν’ ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία.

Καμπή στην καριέρα του ήταν η πρόσληψή του στο σοσιαλιστικό περιοδικό «The Masses» («Οι Μάζες») το 1913. Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς στάλθηκε στο Μεξικό για να καλύψει τη Μεξικάνικη Επανάσταση του Πάντσο Βίλα. Έζησε και ακολούθησε τους άνδρες του Βίλα κι έγραψε μία σειρά από άρθρα που ανέβασαν κατά πολύ τις μετοχές του ως πολεμικού ανταποκριτή. Ο Ριντ έδειξε τη μεγάλη του συμπάθεια προς τους επαναστάτες και την αντίθεσή του στην επέμβαση της πατρίδας του.

Τον Απρίλιο του 1914 έφθασε στο Κολοράντο για να καλύψει τα επακόλουθα της «Σφαγής του Λάντλοου», της αιματηρής επίθεσης της εργοδοσίας κατά των απεργών μεταλλωρύχων, των οποίων ηγείτο ο ελληνικής καταγωγής συνδικαλιστής Λούης Τίκας. Καρπός της ερευνάς του ήταν ένα παθιασμένο άρθρο με τίτλο «Ο Πόλεμος του Κολοράντο», που δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 1914.

Με την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου την ίδια περίοδο, αναχώρησε με δημοσιογραφική αποστολή για την Ευρώπη μαζί με τη φίλη του Μέιμπελ Ντοτζ. Δεν κατάφερε και πολλά πράγματα ως πολεμικός ανταποκριτής, λόγω των απαγορεύσεων από την πλευρά των Συμμάχων. Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε για μικρό διάστημα στο Βερολίνο, όπου ο Ριντ εξασφάλισε μία συνέντευξη με τον Καρλ Λίμπκνεχτ, έναν από τους ελάχιστους γερμανούς σοσιαλιστές ηγέτες που αντιστάθηκαν στον πόλεμο. Εκεί διαπίστωσε τη χρεωκοπία της Δεύτερης Διεθνούς και την αντικατάσταση της εργατικής αλληλεγγύης από τον μιλιταρισμό και τον εθνικισμό.

Επέστρεψε στην Αμερική, αλλά γρήγορα ξαναγύρισε στην Ευρώπη και μέσω Θεσσαλονίκης πραγματοποίησε περιοδεία στις περιοχές του Ανατολικού Μετώπου, όπου βίωσε για πρώτη φορά τη φρίκη του πολέμου. Τις εμπειρίες του από αυτό το ταξίδι τις αποτύπωσε στο βιβλίο του «Ο Πόλεμος στην Ανατολική Ευρώπη», που εκδόθηκε τον Απρίλιο του 1916.

Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου υπέστη εγχείρηση αφαίρεσης νεφρού και αυτός ήταν ο λόγος που δεν στρατεύτηκε, όταν ο αμερικανός πρόεδρος Γούντροου Ουίλσον κήρυξε τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις στις 2 Απριλίου 1917. Αντίθετος με την εμπλοκή των ΗΠΑ, κραύγασε σε μία συγκέντρωση: «Αυτός δεν είναι δικός μου πόλεμος και δεν θα τον υποστηρίξω».

Ο Τζον Ριντ στην επαναστατημένη Ρωσία

Η περιπέτεια με την υγεία και ο γάμος του με τη φεμινίστρια και δημοσιογράφο Λουίζ Μπράιαντ δεν τον εμπόδισαν να αναλάβει μία νέα αποστολή στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στη Ρωσία, όπου συνέρρεαν πολλοί δημοσιογράφοι από κάθε γωνιά του κόσμου για να καλύψουν τις κοσμοϊστορικές εξελίξεις στην αχανή χώρα, όπως το δημοσιογραφικό τους ένστικτο οσμιζόταν. Το ζευγάρι έφθασε στην πρωτεύουσα Πετρούπολη (πρώην Αγία Πετρούπολη) στις αρχές Σεπτεμβρίου, την ώρα που αποτύγχανε το στρατιωτικό κίνημα του φιλομοναρχικού στρατηγού Λαβρ Κορνίλοφ, που επιδίωκε να ανατρέψει τον μετριοπαθή σοσιαλιστή πρωθυπουργό Αλεξάντρ Κερένσκι.

Ο Ριντ διαπίστωσε από πρώτο χέρι την οικτρή κατάσταση στην οποία βρισκόταν η ρωσική οικονομία και τη βαθμιαία αποσύνθεση της χώρας, με τη Φινλανδία και την Ουκρανία να έχουν αυτονομηθεί και να ζητούν στρατιωτική συνεργασία με τη Γερμανία, τη μεγάλη αντίπαλο της Ρωσίας στα πεδία των μαχών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το ψωμί σπάνιζε, όταν δεν υπήρχε καθόλου, οι τοπικές αρχές – στρατιωτικές και πολιτικές – είχαν αποδιοργανωθεί, το κοινό έγκλημα βασίλευε και τροφοδοτούσε καθημερινά την ύλη των εφημερίδων.

«Ολόκληρη τη μέρα, που όλο μικραίνει, πέφτει από το θαμπό και γκρίζο ουρανό αδιάκοπη διαπεραστική βροχή. Κάτω από τα πόδια είναι παντού πηχτή και γλιστερή λάσπη, που πασαλείβει τα βαριά παπούτσια και ακόμα πιο απαίσια από κάθε άλλο φαίνεται η ολοκληρωτική παράλυση της διοίκησης της πόλης. Από το φινλανδικό Κόλπο φυσάει τσουχτερός, υγρός αέρας κι οι δρόμοι σκεπάζονται από υγρή ομίχλη.[…] Στα ιδιόκτητα διαμερίσματα το ηλεκτρικό φως δίνεται μόνο το βράδυ, από τις 6 ως τις 12, ενώ τα σπαρματσέτα κοστίζουν σαράντα σεντς το κομμάτι και το πετρέλαιο είναι σχεδόν δυσεύρετο. Σκοτάδι από τις 3 το απόγευμα ως τις 10 η ώρα το πρωί. Οι ληστές κι οι λωποδύτες γυρνούν κατά μπουλούκια. Στα σπίτια οι άντρες φυλάγουν με τη σειρά όλη τη νύχτα σκοπιά, με τα όπλα έτοιμα. Τέτοια κατάσταση επικρατούσε στην περίοδο της προσωρινής κυβέρνησης. Κάθε βδομάδα τα τρόφιμα όλο και λιγόστευαν. Η μερίδα του ψωμιού ελαττώθηκε από 1 1/2 σε 1 φούντι, ύστερα σε 3/4 του φουντιού, σε μισό φούντι, σε 1/4 του φουντιού. Ύστερα πέρασε ολόκληρη βδομάδα που δεν έγινε καθόλου διανομή ψωμιού» γράφει χαρακτηριστικά στο διάσημο βιβλίο του.

Ο Τζον Ριντ περί το 1915

Το αίτημα για ριζική αλλαγή πλανιόταν στον αέρα, όπως έγραφε. Οι Μπολσεβίκοι ζητούσαν τον τερματισμό του πολέμου, την ανατροπή της Προσωρινής Κυβέρνησης του Κερένσκι και την ανάληψη της εξουσίας από τα Σοβιέτ, τα εργατικά συμβούλια, στα οποία σταδιακά είχαν αποκτήσει την πλειοψηφία. Ο Κερένσκι, σε προφανή αδυναμία να επιβληθεί, απαντούσε σπασμωδικά, με κλείσιμο των μπολσεβίκικων εφημερίδων, με τη σύλληψη ηγετικών στελεχών των Μπολσεβίκων και την προσπάθεια μεταφοράς της φρουράς της Πετρούπολης, που δεν έλεγχε, στα μέτωπα του πολέμου. «Στους στρατώνες και τις εργατικές συνοικίες οι μπολσεβίκοι διέδιδαν το σύνθημά τους: “Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ!” και οι πράκτορες των σκοτεινών δυνάμεων υποκινούσαν το λαό να σφάξει τους Εβραίους, τους μαγαζάτορες και τους αρχηγούς των σοσιαλιστών… Από τη μια μεριά ήταν τα εμπρηστικά άρθρα του μοναρχικού τύπου, κι από την άλλη η βροντερή φωνή του Λένιν: “Εξέγερση!... Δεν πρέπει να περιμένουμε περισσότερο!”. Ακόμα κι ο αστικός τύπος ανησύχησε. Η εφημερίδα “Χρηματιστηριακές Υποθέσεις” αποκαλούσε την μπολσεβίκικη προπαγάνδα απόπειρα ενάντια στα “βασικά θεμέλια της κοινωνίας, ενάντια στο απαραβίαστο του ατόμου και το σεβασμό της ατομικής ιδιοκτησίας”».

Σε μία συνεδρίαση του Σοβιέτ της Πετρούπολης θα δει από κοντά για πρώτη φορά τον Τρότσκι να κατακεραυνώνει την Προσωρινή Κυβέρνηση: «Είναι φανερό, ότι η κυβέρνησή μας, που αποτελείται από τα πρόσωπα του προσωρινού Υπουργικού Συμβουλίου, είναι μια κυβέρνηση θλιβερή κι ανήμπορη, που περιμένει μόνο το σκουπόξυλο της ιστορίας για να παραχωρήσει τη θέση της στην αληθινή εξουσία. Εμείς, όμως ακόμα και τώρα, ακόμα και σήμερα, προσπαθούμε ν' αποφύγουμε τη σύγκρουση. Ελπίζουμε ότι το Πανρωσικό συνέδριο των Σοβιέτ θα πάρει στα χέρια του την εξουσία, που θα στηρίζεται στην οργανωμένη ελευθερία όλου του λαού».

Στις 25 Οκτωβρίου καταλήφθηκαν τα Χειμερινά Ανάκτορα, στα οποία έδρευε η κυβέρνηση Κερένσκι, ένα από τα σύμβολα της Οκτωβριανής Επανάστασης. «Την Τετάρτη στις 7 του Νοέμβρη (25 του Οχτώβρη) σηκώθηκα πολύ αργά. Όταν βγήκα στη λεωφόρο Νέβσκι στο φρούριο του Πετροπάβλοφσκ βρόντηξε μεσημεριάτικα το κανόνι. Η μέρα ήταν υγρή και κρύα... Απέναντι στις κλειδωμένες πόρτες της κρατικής τράπεζας στέκονταν κάμποσοι στρατιώτες με εφ' όπλου λόγχη. “Ποιοι είστε σεις;” ρώτησα. “Με την κυβέρνηση είστε;”, “Δεν υπάρχει πια κυβέρνηση!” απάντησε με χαμόγελο ένας στρατιώτης. “Δόξα τω Θεώ!” Αυτό ήταν όλο που κατάφερα να μάθω απ' αυτόν».

Παρά τον επαναστατικό αναβρασμό, η καθημερινότητα έδινε τον δικό της τόνο στην Πετρούπολη. «Στη λεωφόρο Νέβσκι, όπως πάντα, κινούνταν τα τραμ. Απέξω κρέμονταν άντρες, γυναίκες και παιδιά. Τα μαγαζιά ήταν ανοιχτά και γενικά ο δρόμος σαν να είχε πιο ήρεμη όψη, παρά στις παραμονές [ …] Μπήκαμε να φάμε στο “Hotel de France”. Μόλις είχαμε αρχίσει τη σούπα, ήρθε τρέχοντας κοντά μας ένα κατάχλομο γκαρσόνι και μας παρακάλεσε να περάσουμε στη μεγάλη αίθουσα που τα παράθυρά της βλέπαν προς την αυλή: στο καφέ μπαρ, που έβλεπε προς το δρόμο, έπρεπε να σβήσουν τα φώτα: “Θ' αρχίσει τουφεκίδι!”, είπε».

Η επόμενη μέρα θα είναι μια αποκάλυψη για τον Ριντ, γιατί θα δει από κοντά τον ηγέτη της Επανάστασης Βλαντιμίρ Λένιν«Η ώρα ήταν 8 και 40 ακριβώς, όταν ένα βροντερό κύμα από ζητωκραυγές και χειροκροτήματα ανάγγειλε την εμφάνιση των μελών του προεδρείου και του Λένιν - του μεγάλου Λένιν - ανάμεσά τους. Ήταν ένας χαμηλός κοντόχοντρος άνθρωπος, με μεγάλη φαλάκρα και γερτό κεφάλι, που κρατιόταν γερά από τους ώμους. Μικρά μάτια, μεγάλη μύτη, φαρδύ ευγενικό στόμα, γερό πιγούνι. Ξυρισμένος αλλά με φυτρωμένο κιόλας το μούσι, τόσο γνωστό στο παρελθόν και στο μέλλον. Τριμμένο κοστούμι, κάπως μακριά, ανάλογα με το ανάστημα, τα παντελόνια. Τίποτε που να θύμιζε το είδωλο του πλήθους. Απλός, αγαπητός και σεβαστός τόσο, όσο ίσως λίγοι αρχηγοί αγαπήθηκαν και τιμήθηκαν στην ιστορία. Ασυνήθιστος αρχηγός του λαού, αρχηγός αποκλειστικά χάρη στη διάνοιά του, ξένος προς κάθε προσποίηση, δεν έχανε την ψυχική του διάθεση, σταθερός, ακλόνητος, χωρίς έντονα πάθη, που είχε όμως την τεράστια δεξιοσύνη να προβάλλει τις πιο σύνθετες ιδέες με τα πιο απλά λόγια και ν' αναλύει βαθιά τη συγκεκριμένη κατάσταση, συνδυάζοντας τη διορατική ευλυγισία με τη ριψοκίνδυνη θαρραλέα σκέψη. Και να στο βήμα ανεβαίνει ο Λένιν. Στάθηκε ακουμπώντας στην άκρη του βήματος και κοιτάζοντας με μισόκλειστα μάτια τη μάζα των αντιπροσώπων, περίμενε χωρίς ν' ακούει, όπως φαίνεται, τις αυξανόμενες επευφημίες, που κράτησαν κάμποσα λεπτά. Όταν σταμάτησαν, είπε σύντομα και απλά: “Τώρα πια είναι καιρός να προχωρήσουμε στην ανοικοδόμηση της σοσιαλιστικής τάξης πραγμάτων!”».

Ο Τζον Ριντ ήταν από την πρώτη στιγμή ένας από πιο ενθουσιώδεις υποστηρικτές της νέας επαναστατικής σοσιαλιστικής κυβέρνησης. Προσφέρθηκε μάλιστα να εργαστεί για το Λαϊκό Κομισαριάτο για τις Εξωτερικές Υποθέσεις (Υπουργείο Εξωτερικών), μεταφράζοντας διατάγματα και κείμενα για τις κυβερνητικές δραστηριότητες στα Αγγλικά. Σύντομα απέκτησε γνωριμίες στο στενό κύκλο της νέας εξουσίας. Συνάντησε τον προϊστάμενό του Τρότσκι και συστήθηκε στον Λένιν, σ’ ένα διάλειμμα των εργασιών της Συντακτικής Συνέλευσης, που είχε προκύψει από τις εκλογές του Νοεμβρίου 1917, στις οποίες οι Μπολσεβίκοι είχαν αποσπάσεις μόλις το 24% των ψήφων και 168 από τους 703 βουλευτές.

Η διάλυση της πλουραλιστικής Συντακτικής Συνέλευσης από τους Μπολσεβίκους, στις 6 Ιανουαρίου 1918, άφησε ασυγκίνητο τον Ριντ, ο οποίος δύο μέρες αργότερα πήρε όπλο για να υπερασπισθεί το υπουργείο μαζί με τους Ερυθροφρουρούς από μία επίθεση αντεπαναστατών. Στη συνέχεια παρακολούθησε το 3ο Συνέδριο των Σοβιέτ (10-18 Ιανουαρίου), όπου εκφώνησε σύντομο λόγο, υποσχόμενος να μεταφέρει τα καλά νέα της επανάστασης στις ΗΠΑ κι ελπίζοντας ότι θα αποτελούσαν «το έναυσμα για την απάντηση από τις καταπιεσμένες και εκμεταλλευόμενες μάζες της Αμερικής». Την ίδια περίοδο, ο Τρότσκι πρόσφερε στον Ριντ τη θέση του Σοβιετικού προξένου στη Νέα Υόρκη, εισήγηση που απέρριψε ο Λένιν, αφού οι ΗΠΑ δεν αναγνώριζαν τη νέα κατάσταση.

Η επιστροφή στις ΗΠΑ και το έργο της ζωής του

Το ζεύγος Ριντ, μη έχοντας την οικονομική δυνατότητα να παραμείνει στη Ρωσία, αποφάσισε να επιστρέψει στις ΗΠΑ με αρκετό υλικό στις αποσκευές του. Κατά την επιστροφή του αντιμετώπισε διώξεις για τις ιδέες του και τη δράση του, ενώ τον αρχείο του Ριντ κατασχέθηκε και του αποδόθηκε στα τέλη του 1918.

Ο Ριντ έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά κι εργαζόμενος νυχθημερόν κατόρθωσε στις αρχές του 1919 να ολοκληρώσει και να κυκλοφορήσει το βιβλίο του «Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο», που του χάρισε δόξα και φήμη. Νωρίτερα, η συμβία του είχε κυκλοφορήσει ένα ανάλογο βιβλίο με τίτλο «Έξι κόκκινοι μήνες στη Ρωσία», που δεν γνώρισε επιτυχία.

Εκτός από το συγγραφικό του έργο, ο Ριντ ανέπτυξε πολιτική δράση. Τον Αύγουστο του 1919 η ριζοσπαστική πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος των ΗΠΑ αποβλήθηκε κατά τη διάρκεια του συνεδρίου στο Σικάγο και σχημάτισε δυο αλληλοϋποβλεπόμενα κόμματα, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Αμερικής και το Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα της Αμερικής (ΚΕΚ), ηγετικό στέλεχος του οποίου υπήρξε ο Ριντ. Ως διευθυντής της εφημερίδας του κόμματος «Η Φωνή της Δουλειάς» είχε υπερασπιστεί σε κείμενά του τη δικτατορία του προλεταριάτου, την οποία έβλεπε ως αναγκαίο βήμα που θα οδηγούσε στην αληθινή δημοκρατία, βασισμένη στην ισότητα και την ελευθερία του ατόμου.

Το δεύτερο ταξίδι στη Ρωσία και ο πρόωρος θάνατός του


Τον Οκτώβριο του 1919 κλήθηκε στη Μόσχα, προκειμένου να συνεργαστεί με στελέχη της Γ’ Διεθνούς για την ενοποίηση του ΚΕΚ με το Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ. Εκεί πληροφορήθηκε ότι ο Λένιν είχε βρει τον χρόνο να διαβάσει το βιβλίο του και ότι είχε προσφερθεί να γράψει την παρακάτω εισαγωγή, η οποία συμπεριλήφθηκε στην έκδοση του 1922: «Διάβασα με τεράστιο ενδιαφέρον και με αμείωτη προσοχή το βιβλίο του Τζον Ριντ “Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο”, και συνιστώ ολόψυχα να διαβάσουν το έργο αυτό οι εργάτες όλων των χωρών. Θα ήθελα το βιβλίο αυτό να κυκλοφορήσει σε εκατομμύρια αντίτυπα και να μεταφραστεί σε όλες τις γλώσσες, γιατί δίνει μια αληθινή και με εξαιρετική ζωντάνια γραμμένη εξιστόρηση των γεγονότων, τα οποία είναι τόσο βασικά για να κατανοηθεί τι είναι προλεταριακή επανάσταση, τι είναι δικτατορία του προλεταριάτου. Τα ζητήματα αυτά σήμερα συζητιούνται πλατιά, όμως, πριν γίνουν αποδεκτές, είτε πριν απορριφθούν οι ιδέες αυτές, πρέπει να κατανοηθεί όλη η σημασία της απόφασης που θα παρθεί. Χωρίς αμφιβολία, το βιβλίο του Τζον Ριντ θα βοηθήσει να διευκρινιστεί το ζήτημα αυτό, που αποτελεί το βασικό πρόβλημα του παγκόσμιου εργατικού κινήματος».

Τον Αύγουστο του 1920, ο Ριντ, που όλο αυτό το διάστημα παρέμενε στην Ευρώπη, συμμετείχε στο Συνέδριο των Λαών της Ανατολής στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν, με εντολή της σοβιετικής ηγεσίας. Στη συνέχεια μετέβη στη Μόσχα, όπου αντάμωσε με τη συμβία του, την οποία είχε να δει για σχεδόν ένα χρόνο, και συναντήθηκε με τους Λένιν, Τρότσκι και Κάμενεφ.

Στις 25 Σεπτεμβρίου κι ενώ σκόπευε να επιστρέψει στις ΗΠΑ αρρώστησε σοβαρά. Η αρχική διάγνωση ήταν γρίπη, αλλά μετά από πέντε ημέρες διαγνώστηκε με τύφο. Φάρμακα για την αντιμετώπιση της νόσου δεν υπήρχαν, εξαιτίας του Εμφυλίου Πολέμου. Η κατάστασή της υγείας του διαρκώς χειροτέρευε και στις 17 Οκτωβρίου 1920 άφησε την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο της Μόσχας, σε ηλικία μόλις 32 ετών.

Η ρωσική ηγεσία τού επιφύλαξε ιδιαίτερες μεταθανάτιες τιμές, καθώς τάφηκε στα τείχη του Κρεμλίνου, στη Νεκρόπολη, όπου συνήθως θάβονταν οι εξέχοντες σοβιετικοί ηγέτες.