Είναι παντού, στις άκρες δρόμων, στις αυλές μονοκατοικιών, σε ερείπια σπιτιών, σε ολόκληρες συστάδες στην Πειραιώς, στον περιφερειακό του Λυκαβηττού, στου Γκύζη, στα Εξάρχεια, στον Κεραμεικό, και παρότι συνεισφέρουν στο πράσινο της πόλης, έχουν εξαπλωθεί σε τέτοιο βαθμό, που σήμερα αποτελούν απειλή.
Είναι παντού γύρω σου, στις άκρες δρόμων, στις αυλές μονοκατοικιών, σε ερείπια σπιτιών, φυτρωμένες ανάμεσα στα χαλάσματα, σε ολόκληρες συστάδες στην Πειραιώς, στον περιφερειακό του Λυκαβηττού, στου Γκύζη, στα Εξάρχεια, στον Κεραμεικό, σε κάθε περιοχή του κέντρου της Αθήνας και στα περίχωρα, ακόμα και πάνω στα μάρμαρα της Αρχαίας Αγοράς (με καταστροφικές συνέπειες).
Οι βρομοκαρυδιές ή αΐλανθοι (το επίσημο όνομά τους είναι Ailanthus altissima) είναι ίσως τα πιο ευρέως διαδεδομένα δέντρα στην Αθήνα – για τα χρόνια που υπάρχουν στην Ελλάδα. Και παρότι είναι δέντρα που συνεισφέρουν στο πράσινο της πόλης, ανθεκτικά και αειθαλή, έχουν εξαπλωθεί σε τέτοιο βαθμό, που σήμερα αποτελούν απειλή για τα υπόλοιπα δέντρα της Αθήνας, για τους αρχαιολογικούς χώρους, ακόμα και για θεμέλια σπιτιών, αποχετεύσεις, υπόγειες σωληνώσεις, καλώδια της ΔΕΗ.
Το δέντρο που αναφέρεται από την Μπέτι Σμιθ στο πιο γνωστό βιβλίο της «Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν» είναι ένα ξενικό είδος που εισέβαλε ως καλλωπιστικό στο ελληνικό περιβάλλον και σήμερα το έχει κατακλύσει.
Η ιδέα γι' αυτό το ρεπορτάζ ξεκίνησε από μια τυχαία συνάντηση με τον ηθοποιό Μιχάλη Σαράντη, που έβλεπε (αρκετά ποιητικά) μια βρομοκαρυδιά στη γειτονιά του να «καταπίνει» μια κουτσουπιά και να την εξαφανίζει, αποκτώντας μια ιδιαίτερη σχέση αγάπης και «μίσους» με το «δέντρο που υπάρχει παντού, αλλά κανείς δεν προσέχει».
Από τη στιγμή που θα εγκατασταθεί και θα σχηματίσει ανθεκτικές πασσαλώδεις ρίζες, είναι δύσκολο να απομακρυνθεί, ακόμα και με κόψιμο, κάψιμο ή τη χρήση ζιζανιοκτόνων. Η πιο αποτελεσματική μέθοδος ελέγχου είναι η απομάκρυνση με το χέρι των νεαρών φυτών, πριν αυτά σχηματίσουν ανθεκτικές ρίζες. Το κόψιμο μάλλον επάγει την αναβλάστηση των φυτών, αντί να τα περιορίσει.
«Η εμπειρία μου με τη βρομοκαρυδιά ξεκινάει από σχετικά μικρή ηλικία», λέει, «όταν πήγαινα στη δουλειά των γονιών μου, η οποία είναι στο Μοσχάτο, μια βιομηχανική περιοχή απέναντι από την Καλών Τεχνών, και έβλεπα αυτό το δέντρο σε μικρές ακόμα κλίμακες ή τεράστιο σε εγκαταλειμμένα κτίρια. Ως παιδί που ήμουν θαύμαζα πόσο ψηλό είναι και πόσο γρήγορα θέριευε. Μου θύμιζε τις καρυδιές. Παρότι έβλεπα ότι είναι ένα δέντρο επιθετικό, δεν καταλάβαινα τι συμβαίνει και δεν έδινα σημασία, γιατί στην αρχή ήταν φυτό των βιομηχανικών περιοχών.
Ξαφνικά, στο παρτέρι απέναντι απ’ το σπίτι μου στον Κεραμεικό παρουσιάστηκε πριν από τέσσερα-πέντε χρόνια μια βρομοκαρυδιά, η οποία σταδιακά κάλυψε όλο το παρτέρι. Εκεί υπήρχε μια πολύ ωραία κουτσουπιά, η οποία άνθιζε την άνοιξη και ήταν μοβ, φανταστική – κάποτε ο δρόμος ήταν γεμάτος φοίνικες και κουτσουπιές, αλλά οι φοίνικες έχουν εξαφανιστεί εδώ και πολλά χρόνια λόγω ενός σκαθαριού που τους κατέστρεψε όλους.
Σήμερα η κουτσουπιά έχει διαλυθεί από τη βρομοκαρυδιά, η οποία έχει γίνει τεράστια, φτάνει μέχρι τον τρίτο όροφο. Υπάρχει μια τρομερή αντίθεση, που είναι και κάπως λογοτεχνική, πώς μια βρομοκαρυδιά κατάπιε ένα πανέμορφο δέντρο με μοβ άνθη και πλούσιο φύλλωμα, πώς σε μερικά χρόνια το διέλυσε.
Ήταν ξεκάθαρο ότι οι βρομοκαρυδιές μεγάλωναν και κυριαρχούσαν στην περιοχή, αλλά εξακολουθούσα να μη δίνω σημασία, μέχρι που μια μέρα είδα έναν τύπο στο δίπλα παρτέρι, ακριβώς από την πλευρά που είναι το τεράστιο δέντρο, να ξεριζώνει μια μικρούλα βρομοκαρυδιά που είχε ξεπεταχτεί.
Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι είναι βλαβερή, γι' αυτό βγήκα στο παράθυρο και του είπα: "Τι κάνεις εκεί, φίλε; Γιατί ξεριζώνεις τα φυτά, είναι δυνατόν;". Κι αυτός μου απάντησε: "Φίλε, σε παρακαλώ, άκουσέ με δυο λεπτά, είναι πολύ επικίνδυνο αυτό το δέντρο, κατασπαράζει το υπόλοιπα, είναι τοξικό για τα άλλα φυτά, κατατροπώνει οτιδήποτε είναι δίπλα του".
Από τότε κοιτάω επίτηδες πού υπάρχουν βρομοκαρυδιές και όπου βρω μικρούλα, πάω και την ξηλώνω, γιατί κατάλαβα ότι με τους ρυθμούς που αναπτύσσεται και “τρέχει” αυτό το δέντρο θα καταπιεί και τα λίγα εναπομείναντα δέντρα της πόλης. Ο Κεραμεικός είναι γεμάτος βρομοκαρυδιές, επειδή υπάρχουν εγκαταλειμμένες μονοκατοικίες έχουν ξεπεταχτεί παντού. Φυτρώνουν στα μπάζα, στα γκρεμίσματα, ακόμα και στους σοβάδες και στις τρύπες από τα κράσπεδα. Έχουμε κατακλυστεί από αυτό το δέντρο.
Παρατηρώ αυτό το φαινόμενο πάνω δύο χρόνια μέσα στην πόλη, στα Εξάρχεια, στην Κυψέλη, στον περιφερειακό του Λυκαβηττού, και θεωρώ ότι πρέπει να γίνει κάτι για να προστατέψουμε τα υπόλοιπα δέντρα που υπάρχουν σε πλατείες και δρόμους».
Ο Κεραμεικός είναι γεμάτος βρομοκαρυδιές, επειδή υπάρχουν εγκαταλειμμένες μονοκατοικίες έχουν ξεπεταχτεί παντού. Φυτρώνουν στα μπάζα, στα γκρεμίσματα, ακόμα και στους σοβάδες και στις τρύπες από τα κράσπεδα. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
«Η βρομοκαρυδιά εισήχθη στην Ευρώπη ως καλλωπιστικό φυτό για πρώτη φορά στη Γαλλία κατά τη δεκαετία του 1740» λέει ο δρ. Ιωάννης Μπαζός, βιολόγος στον Τομέα Οικολογίας και Ταξινομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
«Στην Ελλάδα η εισαγωγή του αΐλανθου, σύμφωνα με διάφορες αναφορές, έγινε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Όθωνα, το πρώτο μισό του δέκατου ένατου αιώνα. Καλλιεργήθηκε σε δενδροστοιχίες και πάρκα λόγω της ταχείας ανάπτυξής του, της ανθεκτικότητάς του στο ψύχος, στην ξηρασία, στην ατμοσφαιρική ρύπανση, αλλά και της παρουσίας ελάχιστων φυσικών εχθρών. Σύντομα διέφυγε από την καλλιέργεια, εγκαταστάθηκε και άρχισε να σχηματίζει βιώσιμους πληθυσμούς, όπως συμβαίνει με τα ιθαγενή φυτά.
Είναι εγκατεστημένο ξενικό φυτό στην περιοχή της Μεσογείου αλλά και σε άλλες περιοχές της Γης, μάλιστα σε πολλές από αυτές θεωρείται βιολογικός εισβολέας. Υπάρχουν επιστημονικές μελέτες που έχουν γίνει σε διάφορες χώρες, που δείχνουν ότι μειώνει τη φυτική ποικιλότητα, ανταγωνιζόμενο άλλα φυτικά είδη, και ότι μπορεί να μεταβάλει την ποιότητα του εδάφους (συγκεντρώσεις νιτρικών, φωσφόρου, αμμωνιακών, pH) καθώς και τη δομή των μικροβιακών κοινοτήτων.
Η Ailanthus altissima (βρομόδεντρο, βρομοκαρυδιά, tree of heaven στα αγγλικά) κατάγεται από την Κίνα. Καλλιεργήθηκε και καλλιεργείται ως καλλωπιστικό σε πολλές περιοχές της Γης, αλλά διαφεύγει επίσης και μπορεί να αποτελέσει έναν εξαιρετικά δυσεξόντωτο βιολογικό εισβολέα. Έχει εγκλιματιστεί και αυτοφύεται σε πολλές εύκρατες περιοχές.
Το γένος Ailanthus της οικογένειας Simaroubaceae περιλαμβάνει δέκα είδη συνολικά με φυσική εξάπλωση στην Ασία και την Ωκεανία. Εμφανίζεται επίσης σε μεγάλη ποικιλία εδαφών και σε υψόμετρα που ξεκινούν σχεδόν από το επίπεδο της θάλασσας και φτάνουν μέχρι τα 2.400 μέτρα.
Η βρομοκαρυδιά είναι δέντρο με ύψος που συνήθως φτάνει τα έξι-δέκα μέτρα, αν και σπάνια μπορεί να φτάσει ακόμα και τα τριάντα μέτρα. Έχει φύλλα σύνθετα πτεροειδή, άνθη μονογενή, αρσενικά ή θηλυκά. Τα αρσενικά άνθη έχουν δυσάρεστη οσμή. Παράγει πολύ μεγάλο αριθμό πτερυγιοφόρων καρπών (σαμάρια) που περιέχουν ένα και μοναδικό σπέρμα».
Το πρόβλημα της ανεξέλεγκτης και ραγδαίας εξάπλωσης της βρομοκαρυδιάς δεν είναι αθηναϊκό, ούτε μόνο ελληνικό (γιατί έχει μετοικήσει σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια). Έχει εξαπλωθεί σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο.
«Είναι είδος ιθαγενές σε υποτροπικά/θερμά εύκρατα κλίματα, ωστόσο είναι σε θέση να εισβάλει σε περιοχές με κλίμα από εύκρατο δροσερό έως τροπικό» λέει ο κ. Μπαζός. «Στη Νότια Αφρική εισβάλλει στα όρια δασών, στις άκρες δρόμων και στις όχθες ποταμών, σε δροσερές και υγρές θέσεις. Στην Ευρώπη, και ιδιαίτερα στην περιοχή της Μεσογείου, έχει εποικίσει διαταραγμένες θέσεις σε άκρες δρόμων, παλαιούς αγρούς, θαμνώδεις εκτάσεις και άκρες δασών.
Είναι πολύ συνηθισμένο είδος σε αστικές περιοχές (άκρες δρόμων, πεζοδρόμια, αδόμητα οικόπεδα, ερείπια παλαιών κτισμάτων). Είναι το πιο διαδεδομένο ξυλώδες ξενικό είδος που εισβάλλει σε δασικές περιοχές των ΗΠΑ και εμφανίζεται σχεδόν όπου η υγρασία το επιτρέπει. Είναι είδος ανθεκτικό στην ξηρασία, καθώς μπορεί να μειώσει τη διαπνοή κατά τη διάρκεια του θερμότερου σημείου της ημέρας. Αυτός είναι και ένας από τους πιο σημαντικούς λόγους για την επιτυχή εγκατάστασή του σε περιοχές της Μεσογείου.
Είναι κάκιστη ιδέα και δεν θα πρέπει να τίθεται καν θέμα της χρήσης του συγκεκριμένου φυτού σε οποιαδήποτε δράση αφορά την αναδάσωση περιοχών μετά από καταστροφικές πυρκαγιές. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
Πέρα από την ικανότητά του να προσαρμόζεται ακόμα και σε ακραίες συνθήκες, ο αΐλανθος είναι ένα φυτό που πολλαπλασιάζεται με μεγάλη ευκολία και κυριαρχεί στο περιβάλλον όπου θα φυτρώσει. «Σε μελέτη που πραγματοποιήθηκε και αφορούσε την αναπαραγωγική ικανότητα του είδους διαπιστώθηκε ότι σε άτομο ηλικίας 104 ετών τα σπέρματα είχαν ποσοστό βιωσιμότητας μεγαλύτερο του 65% και ότι τα αναπαραγωγικά ώριμα άτομα μπορούν να παράγουν περισσότερα από ένα εκατομμύριο σπέρματα ετησίως», εξηγεί ο κ. Μπαζός.
«Τα σπέρματα διασπείρονται σε μεγάλες αποστάσεις με τη βοήθεια του ανέμου, κατά συνέπεια η διαχείριση πρέπει να επικεντρώνεται στον έλεγχο των ατόμων πριν αυτά ωριμάσουν και αρχίσουν να παράγουν βιώσιμα σπέρματα. Η παραγωγή πολύ μεγάλου αριθμού σπερμάτων, η ικανότητα προσαρμογής ακόμη και σε άγονες περιοχές και η ταχεία ανάπτυξη καθιστούν την Ailanthus altissima ένα επιβλαβές φυτό σε πολλές περιοχές του πλανήτη.
Στις ΗΠΑ θεωρείται εισβολέας στη Χαβάη και σε Πολιτείες του Νότου, ενώ παρακολουθείται σε άλλες δεκατρείς Πολιτείες. Στην Αυστραλία θεωρείται επιβλαβές "ζιζάνιο". Στη Νότια Αφρική έχει χαρακτηριστεί ως "ζιζάνιο κατηγορίας 3", σύμφωνα με σχετικό νόμο, και οι κάτοχοι γης είναι υπεύθυνοι για τον περιορισμό της εξάπλωσής του.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση περιλαμβάνεται στον κατάλογο ειδών κοινοτικού ενδιαφέροντος του Κανονισμού 1143/2014 για την πρόληψη και διαχείριση της εισαγωγής και εξάπλωσης των εισβλητικών ξενικών ειδών. Περιλαμβάνεται, επίσης, στον κατάλογο των φυτικών εισβολέων του EPPO (European and Mediterranean Plant Protection Organization) του Ευρωπαϊκού και Μεσογειακού Οργανισμού φυτικής προστασίας».
Ιωάννης Μπαζός
— Γιατί δεν αναπτύσσονται άλλα φυτά γύρω του;
Λόγω της παρουσίας αλληλοπαθητικών ουσιών που εμποδίζουν την ανάπτυξη άλλων φυτών. Επίσης, η σκιά που σχηματίζουν τα άτομα του αΐλανθου, ειδικά όπου σχηματίζει πυκνές συστάδες, εμποδίζουν τη φύτρωση των σπερμάτων και την ανάπτυξη άλλων φυτών κάτω από αυτά.
— Υπάρχουν «ειδικοί» που προτείνουν τη χρήση του φυτού για αναδασώσεις ή ανάπλαση πρασίνου ή και προστασία των δασών από φωτιές. Είναι καλή ιδέα αυτό;
Είναι κάκιστη ιδέα και δεν θα πρέπει να τίθεται καν θέμα της χρήσης του συγκεκριμένου φυτού σε οποιαδήποτε δράση αφορά την αναδάσωση περιοχών μετά από καταστροφικές πυρκαγιές. Η αναδάσωση, γενικώς, πρέπει να γίνεται μόνο εφόσον είναι βέβαιο ότι δεν υπάρχει δυνατότητα φυσικής αναγέννησης των καμένων δασικών εκτάσεων.
Η χρήση των ειδών που θα χρησιμοποιηθούν σε αναδασώσεις θα πρέπει να είναι εξαιρετικά προσεκτική και η γνώμη των ειδικών επιστημόνων να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη. Σε κάθε περίπτωση, η χρήση ξενικών ειδών και μάλιστα ειδών που είναι χαρακτηρισμένα ως βιολογικοί εισβολείς σε παγκόσμιο επίπεδο θα πρέπει να αποφεύγεται.
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
— Έχει φυσικούς εχθρούς;
Έχουν αναφερθεί συνολικά σαράντα έξι αρθρόποδα, δεκαέξι μύκητες και ένας ιός ως φυσικοί εχθροί της Ailanthus altissima. Μερικοί από αυτούς τους εχθρούς φαίνεται ότι προκαλούν σοβαρές βλάβες (Ding et al 2006).
— Μπορεί να απειλήσει δάση ή την ντόπια χλωρίδα;
Σε μελέτη (Villa et al. 2006) που πραγματοποιήθηκε σε οκτώ νησιά της Μεσογείου για να εκτιμηθεί η επίπτωση τριών φυτικών εισβολέων με ευρεία εξάπλωση, ποικίλλει ανάλογα με το είδος και το νησί. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης, σε επιφάνειες με παρουσία Ailanthus altissima διαπιστώθηκε μείωση σε ποσοστό 23% του πλούτου των φυτικών ειδών.
Σε ό,τι αφορά τις βιοτικές μορφές φαίνεται ότι εκείνα που επηρεάζονται περισσότερο είναι τα θερόφυτα (ετήσια ποώδη φυτά). Η μείωση των θεροφυτών οφείλεται πιθανώς σε αλληλοπαθητικές ουσίες που μειώνουν τη φύτρωση των σπερμάτων και εμποδίζουν την εγκατάσταση αρτιβλάστων. Αυτό, βέβαια, συμβαίνει κυρίως σε ανθρωπογενείς και διαταραγμένους από τον άνθρωπο βιοτόπους, μια και αυτούς προτιμά η Ailanthus altissima.
— Μπορεί να προκαλέσει ζημιές στον χώρο όπου φυτρώνει, πέρα από την απειλή των γειτονικών φυτών;
Κυρίως σε παλαιά κτίσματα και αρχαία μνημεία, οι ρίζες του μπορεί να προκαλέσουν φθορές λόγω διαβρωτικών φαινομένων.
— Υπάρχουν επίσημες μελέτες για τους πληθυσμούς της βρομοκαρυδιάς στην Ελλάδα;
Όχι, δεν υπάρχουν μελέτες που αφορούν αποκλειστικά τους πληθυσμούς της βρομοκαρυδιάς στην Ελλάδα. Υπάρχουν διάσπαρτα στοιχεία σε επιστημονικές δημοσιεύσεις που αφορούν τα ξενικά είδη στην Ελλάδα.
Επίσης, στοιχεία για την εξάπλωσή του στην Ελλάδα μπορεί να βρει κανείς στις ηλεκτρονικές εκδόσεις της χλωρίδας των αγγειωδών φυτών της Ελλάδας (Vascular Plants of Greece - Flora of Greece web και στην αντίστοιχη ηλεκτρονική σελίδα για την ξενική χλωρίδα της Ελλάδας, Alien Plants in Greece – A web-based platform.
— Μπορεί να είναι επικίνδυνη για την υγεία του ανθρώπου;
Υπάρχουν αναφορές για πρόκληση αλλεργιών και δερματίτιδας.
— Τι μπορεί να γίνει για να σταματήσει η εξάπλωσή της;
Από τη στιγμή που θα εγκατασταθεί και θα σχηματίσει ανθεκτικές πασσαλώδεις ρίζες, είναι δύσκολο να απομακρυνθεί, ακόμα και με κόψιμο, κάψιμο ή τη χρήση ζιζανιοκτόνων. Η πιο αποτελεσματική μέθοδος ελέγχου είναι η απομάκρυνση με το χέρι των νεαρών φυτών πριν αυτά σχηματίσουν ανθεκτικές ρίζες. Το κόψιμο μάλλον επάγει την αναβλάστηση των φυτών, αντί να τα περιορίσει.
— Υπάρχουν χρήσεις του φυτού που θα το κάνουν ωφέλιμο; Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η ξυλεία του π.χ.;
Καλλιεργείται ως δέντρο σκιάς για την προστασία εδαφών από τη διάβρωση και για την ανθεκτικότητά του στην ατμοσφαιρική ρύπανση. Το ξύλο του είναι ελαφρύ και μαλακό. Είναι κατάλληλο για κατασκευές, συσκευασίες, έπιπλα, χαρτοπολτό. Χρησιμοποιείται επίσης για την παραγωγή καυσόξυλων και ξυλάνθρακα και τα φύλλα του για την παραγωγή μεταξιού. Οι ρίζες και τα φύλλα περιέχουν αλλοπαθητικές και ζιζανιοκτόνες ενώσεις.
Χρησιμοποιείται επίσης στην κινεζική λαϊκή θεραπευτική, ενώ φαίνεται ότι διάφορες ουσίες που περιέχει μπορεί να έχουν φαρμακολογικό ενδιαφέρον και να χρησιμοποιηθούν και στη σύγχρονη φαρμακευτική.
«ΕΙΝΑΙ ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ ΑΔΥΝΑΤΟ να το ξεπαστρέψεις», λέει ο κ. Θανάσης Ν., μηχανικός σε βιοτεχνία του Βοτανικού.
«Φύτρωσαν ταυτόχρονα δύο δέντρα το 2010 στο οικόπεδο της βιοτεχνίας, το ένα στην πίσω αυλή και το άλλο ακριβώς δίπλα στην είσοδο. Θεωρήσαμε τύχη το ότι φύτρωσαν δύο δέντρα στο χώρο μας, που, μάλιστα, μεγάλωναν με ταχύτατο ρυθμό και πρασίνιζαν το περιβάλλον. Μέσα σε πέντε χρόνια είχαν γίνει τεράστια δέντρα που κατέκλυσαν τον χώρο και άρχισαν να ενοχλούν για πρακτικούς λόγους – όσο περνούσε ο καιρός γινόταν όλο και πιο δύσκολο να πλησιάσει το αυτοκίνητο για να φορτώσει.
Έτσι, αποφασίσαμε, με μεγάλη δόση ενοχής, να κόψουμε το δέντρο της εισόδου. Το κόψαμε σύρριζα, αλλά μέσα σε έναν μήνα άρχισε πάλι να θεριεύει, οπότε ρίξαμε το φάρμακο που μας είπε ένας γεωπόνος, για να καταστραφεί. Δεν έπαθε τίποτα, φάνηκε να ξεραίνεται και σε λιγότερο από έναν μήνα εμφανίστηκαν δύο νέα φυτά, το ένα μέσα από τον τοίχο!
Αναγκαστήκαμε να σκάψουμε σε βάθος για να βγάλουμε τις ρίζες, γκρεμίζοντας και ένα μέρος από τον τοίχο, χτίσαμε νέο τοίχο και ρίξαμε μπετόν στο σημείο όπου ήταν η βρομοκαρυδιά για να είμαστε σίγουροι ότι δεν θα ξαναβγεί. Σε λιγότερο από έναν μήνα ένα νέο φυτό εμφανίστηκε μέσα από το μπετόν! Καταφύγαμε στη λύση του πετρελαίου και της πίσσας, γιατί η κατάσταση άρχισε να θυμίζει θρίλερ.
Ακόμα έχω τον φόβο ότι θα εμφανιστεί μέσα από τον τοίχο, στο κέντρο της αίθουσας. Το δέντρο της πίσω αυλής έχει γίνει τέρας και οι παραφυάδες του έχουν γεμίσει σχεδόν την αυλή, κλαδεύουμε τα δέντρα συχνά για να ενοχλούν όσο γίνεται λιγότερο, αλλά τρομάζω στην ιδέα τι θα γίνει αν χρειαστεί μια μέρα να τα ξεφορτωθούμε...»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου