Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2023

Άγιοι Στάχυς, Απελλής, Αμπλίας, Ουρβανός, Νάρκισσος και Αριστόβουλος οι Απόστολοι από τους Εβδομήκοντα



Eις τον Στάχυν.
Στάχυς δρεπάνῳ τῆς τελετῆς, ὡς στάχυς,
Ἐκ τοῦ παρόντος ἐκθερίζεται βίου.

Eις τον Aπελλήν, Aμπλίαν, Oυρβανόν και Nάρκισσον.
Ἡ τετράχορδος τῶν Ἀποστόλων λύρα,
Σιγᾷ στερήσει πνευμάτων ὡς κολλάβων.

Eις τον Aριστόβουλον.
Ψυχάς, Ἀριστόβουλος, ἀγρεύσας λόγῳ,
Xριστῷ πρόσεισι, μισθὸν αἰτῶν τῆς ἄγρας.

Πρώτῃ ἐν τριακοστῇ Ἀπόστολοι ἓξ τέλος εὗρον.



Λειτουργικά κείμενα

Ναπολέων Λαπαθιώτης

 Ποιητής, που άκμασε κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, ένας από τους «καταραμένους» και «ιδανικούς αυτόχειρες» της λογοτεχνίας μας.

Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888 – 1944)

Ποιητής, που άκμασε κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, ένας από τους «καταραμένους» και «ιδανικούς αυτόχειρες» της λογοτεχνίας μας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της νεοσυμβολιστικής και νεορομαντικής σχολής.

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου του 1888 στην Αθήνα. Ήταν γιος του Λεωνίδα Λαπαθιώτη (1852-1942), αξιωματικού του ελληνικού στρατού με καταγωγή από την Κύπρο, που έφτασε ως το βαθμό του αντιστρατήγου και έγινε υπουργός Στρατιωτικών μετά από συμμετοχή του στο κίνημα στο Γουδί, και της Βασιλικής Παπαδοπούλου, ανιψιάς του Χαρίλαου Τρικούπη. Σε ηλικία δέκα ετών μετακόμισε με την οικογένειά του στο Ναύπλιο, όπου τέλειωσε το σχολείο, έμαθε αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά, ενώ παρακολούθησε μαθήματα πιάνου και ζωγραφικής. Το 1905 γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, από την οποία αποφοίτησε κανονικά, χωρίς ν’ ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου.

Την ίδια χρονιά κι ενώ ήταν μόλις δεκαεφτά χρόνων δημοσίευσε στο περιοδικό «Νουμάς» το ποίημα «Έκσταση». Δεν ήταν το πρώτο του έργο, καθώς το 1901 σε ηλικία δεκατριών είχε γράψει το έμμετρο δράμα «Νέρων ο Τύραννος». Το 1907 υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ποιητικού περιοδικού «Ηγησώ», στα δέκα συνολικά τεύχη του οποίου δημοσίευσε δεκαέξι ποιήματα ως το 1908, οπότε το περιοδικό έκλεισε και ο Λαπαθιώτης άρχισε τη λογοτεχνική και δημοσιογραφική συνεργασία του με την εφημερίδα «Εσπερινή» και το περιοδικό «Ελλάς» του Σ. Ποταμιάνου. Τον ίδιο χρόνο γνωρίστηκε με τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο και τον Άγγελο Σικελιανό.

Με τη στολή του έφεδρου ανθυπολοχαγού
Ακολούθησαν συνεργασίες του με τα περιοδικά «Δάφνη» και «Ανεμώνη» (1909-1910), την εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα» (από το 1924), το περιοδικό «Η Διάπλασις των παίδων» (1925), το περιοδικό «Μπουκέττο» (1931), με τη «Νέα Εστία», όπου δημοσίευσε μεγάλο μέρος του λογοτεχνικού του έργου, την «Πνευματική Ζωή» (1938) και τα «Νεοελληνικά γράμματα» (1940). Η μοναδική ποιητική συλλογή που εξέδωσε εν ζωή ήταν «Τα πρώτα ποιήματα» (1939).

Ο Λαπαθιώτης ξεκίνησε την ενασχόλησή του με την ποίηση με σαφείς επιρροές από το ρεύμα του αισθητισμού, με πρότυπο τον Όσκαρ Ουάιλντ. Δημοσίευσε μανιφέστα για τον αισθητισμό και προσπάθησε να αντιδράσει στο ασφυκτικά συντηρητικό κλίμα της εποχής του, με τολμηρούς στίχους και προκλητικές εμφανίσεις. Η θλίψη που χαρακτήριζε τη ζωή του τον οδήγησε στα τελευταία χρόνια του σε συμβολιστικές επιλογές, με έντονα μελαγχολικό τόνο και σταθερή πάντα την επιμελημένη μορφή των ποιημάτων του. Ο Λαπαθιώτης ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνική μετάφραση, το λογοτεχνικό δοκίμιο και τη μουσική σύνθεση, ενώ έγραψε και θεατρικά έργα («Νέρων ο τύραννος», «Η τιμή της συζύγου», «Τα μεσάνυχτα ως το γλυκοχάραμα»).

Σχετικά...

  • «Μετέωρο και σκιά», κινηματογραφική ταινία του Τάκη Σπετσιώτη, παραγωγής 1985, βασισμένη στη ζωή του ποιητή, τον οποίο υποδύεται ο Τάκης Μόσχος.
  • Ποιήματα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη έχουν μελοποιήσει συνθέτες, όπως οι Γιώργος ΖαμπέταςΣταύρος ΚουγιουμτζήςΓιάννης Σπανός, Νίκος Ζιώγαλας, Νίκος Ξυδάκης, Νότης Μαυρουδής, Κώστας Λειβαδάς, Τάκης Μπίνης, Ζακ Ιακωβίδης και Μανώλης Πάππος.


Έκρηξη βόμβας σε αστικό λεωφορείο

 Στις 31 Οκτωβρίου 1985 μία έκρηξη βόμβας σε αστικό λεωφορείο της Αθήνας προκαλεί τον τραυματισμό 39 επιβαινόντων. Οι αρχές κάνουν λόγο για τρομοκρατική ενέργεια...

Το λεωφορείο λίγο μετά την έκρηξη

Στις 31 Οκτωβρίου 1985 μία έκρηξη βόμβας σε αστικό λεωφορείο της Αθήνας προκάλεσε τον τραυματισμό 39 επιβαινόντων. Οι αρχές έκαναν λόγο για τρομοκρατική ενέργεια, ενώ τις προβλημάτισε το γεγονός ότι επρόκειτο για την πρώτη μαζική τρομοκρατική επίθεση στα αστυνομικά χρονικά της χώρας. Ο πρωθυπουργός, Ανδρέας Παπανδρέου, σε δηλώσεις του μίλησε για «άνανδρη και εγκληματική πράξη, που μπορεί να προκαλέσει αποσταθεροποίηση των δημοκρατικών θεσμών». Το ενδιαφέρον της υπόθεσης είναι η διαδρομή που ακολούθησε η βόμβα μέχρι να φθάσει στο λεωφορείο και το άσχημο παιγνίδι της μοίρας στους επιβάτες του.

Το λεωφορείο, τύπου «Ίκαρους», ανήκε στην ΕΑΣ – τον φορέα των αστικών συγκοινωνιών της πρωτεύουσας εκείνη την περίοδο – και εκτελούσε το δρομολόγιο Ακαδημία - Αργυρούπολη. Ξεκίνησε από την αφετηρία στις 10:40 το βράδυ της Πέμπτης 31 Οκτωβρίου 1985 και ήταν γεμάτο από μαθητόκοσμο που επέστρεφε από τα φροντιστήρια του κέντρου.

Η έκρηξη σημειώθηκε λίγα λεπτά αργότερα κι ενώ το λεωφορείο εκινείτο στην οδό Βουλιαγμένης, στο ύψος της Δάφνης. Το όχημα άνοιξε σαν «κονσερβοκούτι» και πολλοί από τους επιβάτες του εκσφενδονίστηκαν στο οδόστρωμα. Η περιοχή γύρω από το κουφάρι του λεωφορείου απέκτησε την όψη βομβαρδισμένου τοπίου. Από την έκρηξη τραυματίστηκαν συνολικά 39 επιβαίνοντες, οι 10 σοβαρά, ενώ ένας εξ αυτών υπέστη ακρωτηριασμό.

Ώρες αργότερα, ένας άγνωστος τηλεφώνησε στην εφημερίδα «Απογευματινή» και ανέφερε ότι είχε τοποθετηθεί βόμβα έξω από το σπίτι του μεγαλοβιομήχανου Τσάτσου (ιδιοκτήτη, μεταξύ άλλων, της ΑΓΕΤ Ηρακλής) στην οδό Κανάρη στο Κολωνάκι. Τέτοια, όμως, βόμβα ούτε βρέθηκε, ούτε είχε εκραγεί. Η μόνη βόμβα που εξερράγη ήταν αυτή στην οδό Βουλιαγμένης. Την επομένη ημέρα βρέθηκε προκήρυξη της πρωτοεμφανιζόμενης οργάνωσης «Επαναστατική Μαχητική Αριστερά» (ΕΜΑ), η οποία αναλάμβανε την ευθύνη της έκρηξης «στο σπίτι των Τσάτσων» που δεν έγινε ποτέ.

Οι αρχές μετά από μεδοθική έρευνα ετών και σε συνδυασμό με ευρήματα σε γιάφκα της «17 Νοέμβρη» το 2002 κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η οργάνωση πράγματι είχε τοποθετήσει τη βόμβα στην οδό Κανάρη και την είχε αμπαλάρει με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην κινεί υποψίες. Κάποιος διερχόμενος την αφαίρεσε από το δρόμο, ξεγελασμένος από το πολυτελές περιτύλιγμά της και νομίζοντας ότι περιέχει κάτι χρήσιμο. Στη συνέχεια, επιβιβάστηκε στο μοιραίο λεωφορείο, όπου αυτή εξερράγη. Οι αρχές υποπτεύθηκαν έναν ιρακινό φοιτητή, που ήταν μεταξύ των τραυματιών, αλλά η υπόθεση δεν προχώρησε, καθώς αυτός επέστρεψε στην πατρίδα του λίγους μήνες αργότερα.

Η οργάνωση «Επαναστατική Μαχητική Αριστερά» (ΕΜΑ) δεν επιχείρησε άλλη τρομοκρατική ενέργεια. Οι αρχές, όμως, πιστεύουν ότι τα μέλη της ίδρυσαν την οργάνωση «1η Μάη», που ευθύνεται για την απόπειρα δολοφονίας του προέδρου της ΓΣΕΕ Γιώργου Ραυτόπουλου (1987) και τη δολοφονία του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Βερνάρδου (1989). Στη συνέχεια, η «1η Μάη» απορροφήθηκε από τον «Επαναστατικό Λαϊκό Αγώνα» (ΕΛΑ).



 Πηγή

Η Δίκη των Έξι

 Η δίκη των πρωταίτιων της Μικρασιατικής Καταστροφής από έκτακτο στρατοδικείο, που συγκρότησαν οι βενιζελικοί αξιωματικοί της Επανάστασης του 1922..gr


Με την ονομασία αυτή έμεινε στην ιστορία η δίκη των πρωταίτιων της Μικρασιατικής Καταστροφής από έκτακτο στρατοδικείο, που συγκρότησαν οι βενιζελικοί αξιωματικοί της Επανάστασης του 1922. Στο εδώλιο κάθισαν επτά πολιτικοί και ένας στρατιωτικός, από τους οποίους οι έξι καταδικάσθηκαν σε θάνατο και εκτελέσθηκαν. Η δίκη διεξήχθη από τις 31 Οκτωβρίου έως τις 15 Νοεμβρίου 1922 στην ειδικά διαρρυθμισμένη αίθουσα συνεδριάσεων της Βουλής (Παλαιά Βουλή). Ήταν ένα από τα πιο δραματικά επεισόδια του Εθνικού Διχασμού.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή κι ενώ η Ελλάδα παρουσίαζε εικόνα διάλυσης, εκδηλώθηκε στρατιωτικό κίνημα υπό τους συνταγματάρχες Πλαστήρα και Γονατά και τον αντιπλοίαρχο Φωκά, που προκάλεσε την παραίτηση της κυβέρνησης Τριανταφυλλάκου και του βασιλιά Κωνσταντίνου (14 Σεπτεμβρίου 1922) υπέρ του υιού του Γεωργίου Β'. Ο χαρακτήρας του βασιζόταν στην ανάγκη της πίστης ότι «ο ελληνικός στρατός δεν νικήθηκε, αλλά προδόθηκε».

Στην Αθήνα συγκροτήθηκε Επαναστατική Επιτροπή, η οποία ανέλαβε άμεση δράση, διατάσσοντας εκτεταμένες συλλήψεις αντιβενιζελικών πολιτικών, υπό την πίεση της κοινής γνώμης. Μία ογκώδης διαδήλωση 100.000 ανθρώπων στην Πλατεία Συντάγματος στις 9 Οκτωβρίου ζητά την εκτέλεση υπευθύνων της τραγωδίας. Ο Πλαστήρας, που είναι ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός του κινήματος, βρίσκεται σε δύσκολη θέση.

Οι αδιάλλακτοι στον στρατό (Πάγκαλος, Οθωναίος, Χατζηκυριάκος), αλλά και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου απαιτούν εκτελέσεις. Οι μετριοπαθείς (Πλαστήρας, Δαγκλής, Γονατάς), θέλουν κανονική δίκη, όπως και οι μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης, που ζητούν από τον Πλαστήρα να αποφύγει τις βεβιασμένες ενέργειες και τις συνοπτικές διαδικασίες. Τελικά, οι δύο πλευρές συμβιβάστηκαν και αποφασίστηκε η ίδρυση εκτάκτου στρατοδικείου, που από τη φύση του δεν παρέχει τα εχέγγυα για μια δίκαιη δίκη.

Επικεφαλής της ανακριτικής επιτροπής ανέλαβε ο σκληροπυρηνικός υποστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος, με βοηθούς τους συνταγματάρχες Ιωάννη Καλογερά και Χαράλαμπο Λούφα. Στο πόρισμα της Επιτροπής, που εκδόθηκε στις 24 Οκτωβρίου, παραπέμφθηκαν να δικασθούν στο έκτακτο στρατοδικείο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας οκτώ πρόσωπα, που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο την περίοδο 1920 - 1922:

Το δίκαιο αίτημα των κατηγορουμένων να δικασθούν από το Ειδικό Δικαστήριο κατ' εφαρμογή του νόμου περί ευθύνης Υπουργών απορρίφθηκε από τον Πάγκαλο με εξωνομική αιτιολόγηση. Τρεις μέρες νωρίτερα (21 Οκτωβρίου) είχε συγκροτηθεί το έκτακτο στρατοδικείο με πρόεδρο τον υποστράτηγο Αλέξανδρο Οθωναίο.

Η απολογία Χατζηανέστη
Στις 9 το πρωί της 31ης Οκτωβρίου 1922 άρχισε η ακροαματική διαδικασία στην αίθουσα συνεδριάσεων της Βουλής (Παλαιά Βουλή). Τον πρόεδρο του Αλέξανδρου Οθωναίο πλαισίωναν ως στρατοδίκες τρεις συνταγματάρχες, ένας πλοίαρχος, ένας αντισυνταγματάρχης, δύο αντιπλοίαρχοι, τρεις ταγματάρχες, ένας λοχαγός και ένας στρατιωτικός δικαστικός σύμβουλος. Επαναστατικοί επίτροποι ήταν ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνος Γεωργιάδης και οι συνταγματάρχες Ιωάννης Ζουρίδης και Νεόκοσμος Γρηγοριάδης. Γραμματέας του δικαστηρίου ήταν ο Ιωάννης Πεπονής. Συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων ανέλαβαν διαπρεπείς δικηγόροι (Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Αναστάσιος Παπαληγούρας, Οικονομίδης, Δουκάκης, Νοταράς, Ρωμανός και Σωτηριάδης).

Η δίκη διεξήχθη σε 14 συνεδριάσεις. Μετά την απόρριψη των ενστάσεων των κατηγορουμένων εξετάστηκαν 12 μάρτυρες κατηγορίας και 12 υπεράσπισης. Επιτυχία της κατηγορούσας αρχής υπήρξε ότι οι περισσότεροι μάρτυρες κατηγορίας προήρχοντο από το αντιβενιζελικό στρατόπεδο, όπως και οι κατηγορούμενοι. Στις 6 Νοεμβρίου ο κατηγορούμενος Δημήτριος Γούναρης ασθένησε σοβαρά από τύφο και μεταφέρθηκε σε ιδιωτική κλινική. Υπέβαλε αίτημα αναβολής της δίκης, το οποίο απορρίφθηκε και έτσι δικαζόταν ωσεί παρών.

Κοινή ήταν η πεποίθηση σε Ελλάδα και εξωτερικό ότι το δικαστήριο θα επιβάλει θανατικές ποινές. Οι διεθνείς πιέσεις υπέρ των κατηγορουμένων εντείνονται. Υπό το βάρος τους, η κυβέρνηση του μετριοπαθή Σωτηρίου Κροκιδά παραιτείται στις 10 Νοεμβρίου και την πρωθυπουργία αναλαμβάνει στις 14 Νοεμβρίου ο συνταγματάρχης Στυλιανός Γονατάς, ηγετικό στέλεχος του στρατιωτικού κινήματος.

Την ίδια μέρα ολοκληρώθηκαν οι απολογίες των κατηγορουμένων και οι αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης. Ένα τέταρτο μετά τα μεσάνυχτα της 15ης Νοεμβρίου, το δικαστήριο αποσύρεται σε διάσκεψη για να εκδώσει την απόφασή του. Στις 6:40 π.μ. οι στρατοδίκες επανέρχονται στην έδρα και ο Πρόεδρος του Εκτάκτου Στρατοδικείου Αλέξανδρος Οθωναίος διαβάζει την ετυμηγορία του δικαστηρίου:

Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Β' το Έκτακτον Στρατοδικείον συσκεφθέν κατά νόμον, κηρύσσει παμψηφεί τους μεν Γεώργιον Χατζηανέστην, Δημήτριον Γούναρην, Νικόλαον Στράτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, Γεώργιον Μπαλτατζήν και Νικόλαον Θεοτόκην εις την ποινήν του Θανάτου. Τους δε Μιχαήλ Γούδαν και Ξενοφώντα Στρατηγόν εις την ποινήν των ισοβίων δεσμών.
Διατάσσει την στρατιωτικήν καθαίρεσιν των Γεωργίου Χατζανέστη αρχιστρατήγου, Ξενοφώντος Στρατηγού υποστρατήγου και Μιχαήλ Γούδα υποναυάρχου και επιβάλλει αυτούς τα έξοδα και τέλη.
Επιδικάζει παμψηφεί χρηματικήν αποζημίωσιν υπέρ του Δημοσίου κατά του Δημητρίου Γούναρη δραχμών 200 χιλιάδων, Νικολάου Στράτου δραχμών 335 χιλιάδων, Γεωργίου Μπαλτατζή και Νικολάου Θεοτόκη δραχμών 1 εκατομμυρίου και Μιχαήλ Γούδα δραχμών 200 χιλιάδων.

Αμέσως μετά, ο επαναστατικός επίτροπος Νεόκοσμος Γρηγοριάδης μεταβαίνει στις φυλακές Αβέρωφ, όπου εκρατούντο οι κατηγορούμενοι και τους ανακοινώνει την καταδικαστική απόφαση. Είναι 9 το πρωί. Στους έξι θανατοποινίτες ανακοινώνει ότι η εκτέλεση θα γίνει σε δύο ώρες. Υποβολή ενδίκων μέσων δεν προβλεπόταν για τους καταδικασθέντες. Στις 10:30 δύο φορτηγά τους παραλαμβάνουν και τους μεταφέρουν στον χώρο εκτελέσεων στου Γουδή, πίσω από το νοσοκομείο «Σωτηρία». Μία ώρα αργότερα, 36 πυροβολισμοί αντηχούν από τους άνδρες του εκτελεστικού αποσπάσματος και οι 6 πέφτουν νεκροί. Στις 2:30 μ.μ. κηδεύονται στο Α' Νεκροταφείο, κάτω από αυστηρά μέτρα ασφαλείας.

Η επίσπευση της εκτέλεσης των 6 έγινε με προτροπή του Πάγκαλου. Ο στρατηγός ήθελε να μην τους προλάβει ζωντανούς ο πλοίαρχος Τάλμποτ, που έφθασε λίγο αργότερα στην Αθήνα ως απεσταλμένος της Αγγλικής Κυβέρνησης για να πιέσει την κυβέρνηση να αναβάλει την εκτέλεση των θανατικών ποινών. Ο ρόλος του Ελευθερίου Βενιζέλου δεν είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένος. Ο ίδιος είχε αποσυρθεί της πολιτικής και ευρίσκετο στο εξωτερικό μη αναμιγνυόμενος, όπως έλεγε, στις κυβερνητικές υποθέσεις. Ένα τηλεγράφημά του προς την κυβέρνηση για τις δυσμενείς επιπτώσεις της εκτέλεσης έφθασε την επομένη (16 Νοεμβρίου).

Η εκτέλεση των 6 έγινε, κυρίως, για να ικανοποιηθεί το λαϊκό αίσθημα και όχι γιατί πραγματικά είχαν διαπράξει προδοσία σε βάρος της Ελλάδας. Την άποψη αυτή επαληθεύουν τα λόγια του Θεόδωρου Πάγκαλου, χρόνια αργότερα: «Δεν παραδέχομαι ότι διέπραξαν συνειδητήν προδοσίαν… αλλά υπήρξαν μοιραία και αναγκαία θύματα εις τον βωμόν της Πατρίδος».

Η Επανάληψη της Δίκης

Στις 20 Ιανουαρίου 2008 ο Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκης, εγγονός του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, προσέφυγε στον Άρειο Πάγο και ζήτησε με αίτησή του την ακύρωση της απόφασης του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών της 15ης Νοεμβρίου 1922 και την επανάληψη της διαδικασίας (δίκης), με το αιτιολογικό της ύπαρξης νέων στοιχείων, σύμφωνα με το άρθρο 525 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Τα νέα στοιχεία που επικαλέστηκε ο αιτών ήταν μία επιστολή του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου προς τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Παναγή Τσαλδάρη (Ιανουάριος 1929) και ένα απόσπασμα από την ομιλία του Ελευθερίου Βενιζέλου στη Βουλή στις 31 Μαρτίου 1932.

Στην επιστολή του προς τον Παναγή Τσαλδάρη έγραφε ο Ελευθέριος Βενιζέλος:

Δύναμαι να διαβεβαιώσω υμάς κατά τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπο ότι ουδείς των πολιτικών αρχηγών της δημοκρατικής παρατάξεως θεωρεί ότι οι ηγέται της πολιτικής, ήτις ηκολουθήθη μετά το 1920, διέπραξαν προδοσία κατά της χώρας ή ότι εν γνώσει οδήγησαν τον τόπο εις την μικρασιατική καταστροφή. Δύναμαι μάλιστα να σας διαβεβαιώσω ότι πιστεύω ακραδάντως ότι θα ήσαν ευτυχείς αν η πολιτική των οδηγεί την Ελλάδα εις εθνικόν θρίαμβον.

Κατά δε τη συνεδρίαση της Βουλής της 31ης Μαρτίου 1932, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, αναφερθείς στο θέμα της θανατικής καταδίκης των «έξι» , δήλωσε ότι αποτελεί ειλικρινή του επιθυμία να αποκατασταθεί η μνήμη των νεκρών, υπέρ των οποίων ήταν έτοιμος να προσέλθει σε μνημόσυνο όπως δεηθεί, μετά των συγγενών και φίλων αυτών, από κοινού υπέρ εκείνων.

Στις 19 Νοεμβρίου 2009 το Ζ' Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου συνελθών σε συμβούλιο δέχθηκε τους ισχυρισμούς του αιτούντος με ψήφους 3 έναντι 2 και παρέπεμψε το θέμα στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για την οριστική απόφαση (1533/2009). Στις 20 Δεκεμβρίου 2009 η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου συνεδρίασε κεκλεισμένων των θυρών και με εισήγηση του αντεισαγγελέα του δικαστηρίου Αθανασίου Κονταξή έκρινε ότι εσφαλμένα παραπέμφθηκε ενώπιόν της από το Ποινικό Τμήμα το ζήτημα της επανάληψης της «δίκης των έξι» και ότι κατά συνέπεια αναβιώνει η απόφαση 1533/2009 του Ζ' Ποινικού Τμήματος.

Στις 12 Μαΐου 2010 συνήλθε σε συμβούλιο το Ζ' Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου υπό νέα σύνθεση, για να συμπληρώσει την απόφαση 1533/2009 και να διατυπώσει το διατακτικό, σύμφωνα με το άρθρο 145 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Στη δίκη παρενέβη με δήλωση πολιτικής αγωγής η Ομοσπονδία Προσφυγικών Σωματείων Ελλάδος, που εκπροσωπεί 185 σωματεία και πλέον των 300.000 απογόνων των προσφύγων του 1922, υποστηρίζοντας ότι θα πρέπει να απορριφθεί η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, επειδή οι έξι καταδικασθέντες από το Στρατοδικείο με τις πράξεις και τις παραλείψεις τους προκάλεσαν τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον ξεριζωμό του Ελληνισμού από τις πατρογονικές ρίζες του, μετά 3.000 χρόνια παρουσίας στη Μικρά Ασία. Η παράσταση πολιτικής αγωγής απορρίφθηκε ως απαράδεκτη από το δικαστήριο.

Στις 20 Οκτωβρίου 2010 το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του και έκανε δεκτή την αίτηση του Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκη, κρίνοντας αθώους τους έξι καταδικασθέντες σε θάνατο από το Έκτακτο Επαναστατικό Δικαστήριο Αθηνών. Με την απόφαση 1675/2010 το Ζ' Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου ακυρώνει την απόφαση του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών ως προς όλους τους καταδικασμένους για εσχάτη προδοσία και παύει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής.


Πηγή

Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2023

Άγιοι Ζηνόβιος και Ζηνοβία τα αδέλφια




Συγκαρτερεῖ σοι Ζηνόβιε τὸ ξίφος,
Ἡ καρτερόφρων, κἂν γυνή, Ζηνοβία.
Τμήθη Ζηνοβίῃ καὶ ἀδελφεὸς ἐν τριακοστῇ.

Κωνσταντίνος Τσικλητήρας

 Θρυλική μορφή του ελληνικού αθλητισμού, τέσσερις φορές Ολυμπιονίκης στα αγωνίσματα άνευ φοράς.

Κωνσταντίνος Τσικλητήρας (1888 – 1913)

Θρυλική μορφή του ελληνικού αθλητισμού, τέσσερις φορές Ολυμπιονίκης στα αγωνίσματα άνευ φοράς.

Γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1888 στην Πύλο της Μεσσηνίας από εύπορη οικογένεια της περιοχής. Ο πατέρας του τον έστειλε στην Αθήνα για να σπουδάσει Οικονομικά, αλλά ο νεαρός Κωστής έδειξε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τον αθλητισμό. Γράφτηκε στον Πανελλήνιο Γυμναστικό Σύλλογο και το 1906 είχε την πρώτη επιτυχία, καθώς κατέκτησε την τρίτη θέση στο μήκος άνευ φοράς στους Πανελληνίους Αγώνες με επίδοση 2.83 μ. Αμέσως, όμως, έρχεται και η πρώτη απογοήτευση, όταν στους Μεσολυμπιακούς της Αθήνας, τον ίδιο χρόνο, κατετάγη 6ος στο ύψος άνευ φοράς με 1.30 μ, ενώ στο μήκος άνευ φοράς αποκλείστηκε στον προκριματικό.

Σφίγγει τα δόντια, δουλεύει σκληρά και το 1907 κατακτά τρία χρυσά μετάλλια στους Πανιώνιους Αγώνες της Σμύρνης: στο άλμα εις ύψος με 1.65 μ., στο ύψος άνευ φοράς με 1.40 μ. και στο μήκος άνευ φοράς με 3.14 μ. Την επόμενη χρονιά έρχεται η μεγάλη διάκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου, όταν κερδίζει δύο αργυρά μετάλλια: στο ύψος άνευ φοράς με 1.55 μ. και στο μήκος άνευ φοράς με 3.25 μ.

Ο Τσικλητήρας ήταν ψηλός (1.92 μ.) με θαυμάσια αλτικότητα, που οφειλόταν στα δυνατά του πόδια και στο εκπληκτικό «σπάσιμο» της μέσης του. Ιδού, πως τον περιγράφει ο ανταποκριτής της εφημερίδας Χρόνος στο Λονδίνο και γνωστός λογοτέχνης Ζαχαρίας Παπαντωνίου:

...Είνε σώμα υψηλόν, λεπτόν, καλογραμμένον. Εις το σχέδιον του μελαχροινού προσώπου του, των μήλων, των ματιών, των χειλέων, του πώγωνος νομίζεις ότι επέρασεν, ελαφρώς, ολίγον κοντύλι Γκύζη. Από πάνω ως κάτω ο νέος αυτός έχει ευγενεστάτην γραμμήν. Μελαχροινός, πολύ υψηλός σχετικώς με τη νεότητά του, πόδια μεγάλα και λαστιχένια, ως σκύλου πόιντερ, σύμμετρον και χαριτωμένον σύνολον. Το μόνον μειονέκτημά του είνε ότι δεν έχει, ακόμη, την αθλητικήν ανάπτυξιν που του χρειάζεται. Πολύ ολίγον έχει γυμνασθή και είνε μάλλον αδύνατος. Αλλά η νίκη του εις το αγγλικόν στάδιον του έδειξε τον δρόμον και είνε αρκετά έξυπνος ώστε να μη τον χάση. Από τώρα και εις το εξής πρέπει να ζη διαρκώς μέσα εις τα γυμναστήρια.

Ο Τσικλητήρας επανέλαβε το κατόρθωμα του Λονδίνου τέσσερα χρόνια αργότερα. Στους Ολυμπιακούς της Στοκχόλμης το 1912 κέρδισε χρυσό μετάλλιο στο μήκος άνευ φοράς με 3.37 μ. (παγκόσμιο ρεκόρ του ιδίου με 3.47 μ. από την 1η Απριλίου) και χάλκινο στο ύψος άνευ φοράς με 1.55 μ., αφού χρειάστηκε να δώσει σκληρή μάχη και στα δύο αγωνίσματα με τους αδελφούς Άνταμς από τις ΗΠΑ. Ο Τσικλητήρας επέστρεψε τροπαιούχος στην Αθήνα, όπου του επιφυλάχθηκε αποθεωτική υποδοχή, ενώ διθυραμβικά ήταν και τα σχόλια του Τύπου.

Δύο μήνες μετά τον θρίαμβο της Στοκχόλμης ξεσπά ο Α' Βαλκανικός Πόλεμος (4 Οκτωβρίου 1912) και ο Τσικλητήρας στρατεύεται. Του προτείνουν να παραμείνει στο Φρουραρχείο Αθηνών, αλλά αυτός αρνείται. Θέλει να πάει στο μέτωπο για να μην κατηγορηθεί για ευνοϊκή μεταχείριση. Εκεί στην πρώτη γραμμή προσβλήθηκε από μηνιγγίτιδα και άφησε την τελευταία του πνοή στις 10 Φεβρουαρίου 1913. Ήταν μόλις 25 ετών. Προς τιμήν του, ο Πανελλήνιος διοργανώνει από το 1963 συνάντηση στίβου με την επωνυμία Τα Τσικλητήρεια.

Ο Τσικλητήρας, εκτός από τη μεγάλη του αγάπη για τον στίβο, γοητεύτηκε από το ποδόσφαιρο, ένα νέο άθλημα, που συνέπαιρνε τους νεαρούς της εποχής του. Έπαιξε τερματοφύλακας στον Ποδοσφαιρικό Όμιλο Αθηνών (ΠΟΑ), που ίδρυσε ο συναθλητής του στον Πανελλήνιο Γεώργιος Καλαφάτης και το 1924 μετονομάσθηκε σε Παναθηναϊκό Αθλητικό Όμιλο (ΠΑΟ).


       Πηγή

Η απόπειρα δολοφονίας κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας Παύλου Κουντουριώτη

 Στις 30 Οκτωβρίου 1927 ένας νευρασθενικός σερβιτόρος από τη Λάρισα πυροβολεί και τραυματίζει ελαφρά στο κεφάλι τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Παύλο Κουντουριώτη, έξω από το Δημαρχείο της Αθήνας...

Τα Προπύλαια του Δημαρχιακού Μεγάρου, λίγο μετά την επίθεση

Το πρωί της 30ης Οκτωβρίου ο απόστρατος ναύαρχος και ήρωας των Βαλκανικών Πολέμων, Παύλος Κουντουριώτης (1855-1935), που κατείχε το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας από το 1924, είχε μεταβεί στο Δημαρχείο της Αθήνας για να απευθύνει χαιρετισμό στο συνέδριο των Δημάρχων της χώρας. Μετά το πέρας της εναρκτήριας τελετής εξήλθε του Δημαρχιακού Μεγάλου και επιβιβάσθηκε στο προεδρικό αυτοκίνητο που τον ανέμενε μπροστά από τα Προπύλαια του Δημαρχιακού Μεγάρου επί της οδού Αθηνάς.

Τη στιγμή εκείνη ένας νεαρός άνδρας διέλαθε της προσοχής της φρουράς του Προέδρου, έφθασε κοντά στο αυτοκίνητό του από την πίσω δεξιά πλευρά και πυροβόλησε μία φορά με περίστροφο κατά του Κουντουριώτη, που καθόταν στην μπροστινή δεξιά θέση του οχήματος και ανταπέδιδε τον χαιρετισμό στο συγκεντρωμένο πλήθος. Η σφαίρα άνοιξε μία μεγάλη οπή στο τζάμι της πίσω πόρτας, λοξοδρόμησε λίγο και βρήκε ξυστά στη δεξιά κροταφική χώρα τον ανώτατο άρχοντα της χώρας και στη συνέχεια κατέπεσε μπροστά στα πόδια του.

Αμέσως, οι άνδρες της προσωπικής του φρουράς αφόπλισαν τον δράστη και τον συνέλαβαν, ενώ το αγανακτισμένο πλήθος επιζητούσε να τον λιντσάρει. Κάποιοι θερμόαιμοι, μάλιστα, κατόρθωσαν να τον αποσπάσουν για λίγο από τους αστυνομικούς και να τον χτυπήσουν με κλωτσιές και μπουνιές. Ο Κουντουριώτης, παρότι το αίμα έρρεε άφθονο από το κεφάλι του, διατήρησε την ψυχραιμία του και συνέχισε να συνδιαλέγεται με το πλήθος.

Τάχιστα, όμως, διακομίστηκε στην Πολυκλινική Αθηνών, όπου δέχθηκε τις περιποιήσεις του διευθυντού της και καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Νικολάου Αλιβιζάτου. Το ιατρικό ανακοινωθέν που εκδόθηκε αργά το απόγευμα ανέφερε: «Ο κ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας υπέστη τραύμα κατά την δεξιάν κροταφικήν χώραν. Η σφαίρα προκάλεσε κάκωσιν των μαλακών μορίων, ελαφρώς θίξασα το οστούν. Ο κύριος πρόεδρος υπέστη την εγχείρισιν μετά μεγάλης ψυχραιμίας. Κατάστασις Αρίστη».

Αμέσως μόλις έγινε γνωστό το συμβάν έσπευσε στην κλινική σχεδόν ολόκληρο το υπουργικό συμβούλιο για να πληροφορηθεί από πρώτο χέρι για την υγεία του προέδρου. Ο ίδιος δεν μπορούσε να κατανοήσει το κίνητρο του δράστη: «Κάποιος ανισόρροπος με χτύπησε. Πρέπει να είναι ανισόρροπος, διότι εγώ γυρίζω όλη την ώρα έξω μόνος μου και μπορούσε να με χτυπήσει όπου αλλού ήθελε. Για μένα είναι ανεξήγητο» έλεγε σε κάποιους υπουργούς από το κρεβάτι της κλινικής.

Εν τω μεταξύ, ο δράστης είχε μεταφερθεί στο Γ' Τμήμα Ασφαλείας Αθηνών, όπου ανακρινόταν υπό την εποπτεία εισαγγελέα. Στους ανακριτές του δήλωσε αρχικά ότι ήταν κωφός κι επομένως η όλη διαδικασία θα γινόταν με γραπτές ερωτοαπαντήσεις. Στη συνέχεια δήλωσε τα στοιχεία του: ονομαζόταν Ζαφείριος Γκούσιος, ήταν 25 ετών, καταγόταν από τα Αμπελάκια Λάρισας και δούλευε ως σερβιτόρος στο εστιατόριο Αβέρωφ της Λάρισας. Στην Αθήνα είχε έλθει στις 18 Οκτωβρίου και κατέλυσε στο ξενοδοχείο Όλγα στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου. Σ’ έρευνα που έγινε στο δωμάτιό του βρέθηκε μια βαλίτσα που περιείχε, μεταξύ άλλων, 10 φύλλα της εφημερίδας Ριζοσπάστης και βιβλία των Νίτσε, Σοπεγχάουερ και του ιστορικού Γιάννη Κορδάτου (γ.γ. του ΚΚΕ από το 1920 έως το 1924).

Ο δράστης της απόπειρας, Ζαφείριος Γκούσιος

Από τους μάρτυρες που παρέλασαν κατά την ανάκριση, ουσιώδης κρίθηκε η κατάθεση ενός εκ των συνταξιδιωτών του, ονόματι Γκόλαντα. Αυτός κατέθεσε ότι όταν ο Γκούσιος τον είδε να διαβάζει μία εφημερίδα στο τρένο, του άνοιξε συζήτηση: «Δεν ντρέπεσαι να διαβάζεις αστικές εφημερίδες; Αυτά που γράφουν είναι όλα ψέματα και υποβολιμιαία». Κατόπιν του ανέπτυξε την κομμουνιστική κοσμοθεωρία του και όταν ο Γκόλαντας τον ρώτησε για ποιο σκοπό έρχεται στην Αθήνα αυτός του απάντησε: «Πάω να βρω δουλειά, αλλά έχω να εκτελέσω σοβαράς αποφάσεις μου. Κάποιον θα σκοτώσω». Όπως εξακριβώθηκε από την ανάκριση, ο Γκούσιος, προτού προβεί στην απονενοημένη πράξη του, είχε ζητήσει ακρόαση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να του εκθέσει τα προβλήματα που αντιμετώπιζε και να του ζητήσει βοήθεια. Το αίτημά του δεν έγινε δεκτό κι έτσι αποφάσισε να τον σκοτώσει.

Μετά την απολογία του προφυλακίστηκε, με σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα. Οι αστυνομικές και εισαγγελικές αρχές εξακολουθούσαν να τον θεωρούν κομουνιστή και μάλιστα η ασφάλεια Λάρισας πίστευε ότι ήταν μέλος του ΚΚΕ, που εκείνη την περίοδο άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία του στα πολιτικά πράγματα της χώρας, δημιουργώντας πονοκεφάλους στα συστημικά κόμματα. Ο ίδιος στις επίμονες ερωτήσεις των δημοσιογράφων που τον επισκέφθηκαν στη φυλακή αρνήθηκε ότι είναι κομμουνιστής ή αναρχικός και περιέγραψε τον εαυτό του ως εξής: «Είμαι ένα ονειροπόλος, ένας απλούς ανθρωπιστής, επιθυμών την ευτυχίαν παντός ανθρώπου». Ήταν ιδιαίτερα μορφωμένος για την εποχή του (απόφοιτος σχολαρχείου) και με πνευματικές ανησυχίες, όπως έγραψε ο τύπος της εποχής, αλλά αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα, εξαιτίας της κωφότητάς του, η οποία προερχόταν από μία παιδική μηνιγγίτιδα κι ενός προβλήματος στη μύτη.

Η δίκη του Γκούσιου άρχισε και τελείωσε μέσα σε μία ημέρα, στις 20 Νοεμβρίου 1928, στο Κακουργιοδικείο Αθηνών. Στην απολογία του, αφού ζήτησε συγγνώμη για την πράξη του, τόνισε ότι «για όλα φταίει η κατηραμένη κώφωσίς μου. Είναι σαν μου τρύπησαν το μυαλό και να μου έχυσαν στο μυαλό λιωμένο μολύβι». Στην αγόρευσή του ο εισαγγελέας Μαλούχος έπαιξε το κομουνιστικό χαρτί: «Ο Γκούσιος υπήρξε το θύμα των νέων ιδεών και της αναγνώσεως των βιβλίων του κομμουνισμού. Εάν δεν τεθεί φραγμός εις τον κομουνισμόν, μετά μίαν πενταετίαν, δύναμαι να σας το βεβαιώσω από της θέσεως ταύτης, ότι δεν θα υπάρχει αστικόν καθεστώς». Τελικά, το δικαστήριο καταδίκασε τον Γκούσιο σε πρόσκαιρα δεσμά 14 ετών για απόπειρα ανθρωποκτονίας, αναγνωρίζοντάς του το ελαφρυντικό της μετρίας συγχύσεως. Ακόμη, του επέβαλε ποινές φυλάκισης 3 μηνών για οπλοχρησία και 45 ημερών για παράνομη οπλοφορία.

Ο Γκούσιος θεώρησε την ποινή υπέρμετρα αυστηρή και την επομένη προσπάθησε να αυτοκτονήσει, καταπίνοντας μεγάλη ποσότητα κινίνου. Οι γιατροί κατόρθωσαν να του σώσουν τη ζωή, αλλά από εκείνη την ημέρα τα ίχνη του χάθηκαν.


Πηγή