Πέμπτη 31 Αυγούστου 2023

Κατάθεση Τιμίας Ζώνης της Θεοτόκου


Χρυσῆν κορωνίδ' οἷα, σεμνὴ Παρθένε,
Τῷ τοῦ χρόνου τίθημι σὴν Ζώνην τέλει.
Θέντο σορῷ Ζώνην πρώτῃ Πανάγνου Τριακοστῇ.

Λειτουργικά κείμενα

Η δολοφονία Τελίνι και η Κατάληψη της Κέρκυρας από τη φασιστική Ιταλία

 Ένα χρόνο μετά την άνοδό του στην εξουσία κι ενώ η χώρα μας βίωνε τα επακόλουθα της μικρασιατικής καταστροφής, ο Μπενίτο Μουσολίνι και η φασιστική Ιταλία έδειξαν το σοβινιστικό τους πρόσωπο...

Ένα χρόνο μετά την άνοδό του στην εξουσία κι ενώ η χώρα μας βίωνε τα επακόλουθα της μικρασιατικής καταστροφής, ο Μπενίτο Μουσολίνι και η φασιστική Ιταλία έδειξαν το σοβινιστικό τους πρόσωπο και τις επεκτατικές τους διαθέσεις στα Βαλκάνια.

Αφορμή στάθηκε το επεισόδιο της 27ης Αυγούστου 1923 στο δρόμο Ιωαννίνων - Κακκαβιάς, κατά το οποίο βρέθηκαν δολοφονημένοι πέντε Ιταλοί, μέλη της επιτροπής για την οριστική χάραξη της ελληνοαλβανικής μεθορίου, μετά την παραχώρηση της Βορείου Ηπείρου στην Αλβανία το 1921. Επρόκειτο για τον στρατηγό Τελίνι, τον ταγματάρχη Κόρτι, τον λοχαγό Μπανατσίνι, τον οδηγό του αυτοκινήτου τους και ένα διερμηνέα.

Ο Μουσολίνι, που ήθελε να ενισχύσει και το γόητρό του, χωρίς να περιμένει το αποτέλεσμα των ανακρίσεων από τις ελληνικές αρχές, επέδωσε ρηματική διακοίνωση στην Αθήνα με τους ακόλουθους όρους:

  • Απόδοση τιμών στην ιταλική σημαία και τις σορούς των δολοφονηθέντων.
  • Τελετή μνημοσύνου, παρουσία του Υπουργικού Συμβουλίου.
  • Αίτηση συγγνώμης προς την Ιταλία.
  • Συμμετοχή ιταλού στρατιωτικού στις ανακρίσεις.
  • Καταδίκη των ενόχων σε θάνατο.
  • Καταβολή αποζημίωσης 50.000.000 λιρετών.

Την Ελλάδα εκείνη την περίοδο κυβερνούσε η Επαναστατική Επιτροπή υπό τον Νικόλαο Πλαστήρα, η οποία φυσικά απέρριψε τους περισσότερους όρους του τελεσιγράφου, ως απαράδεκτους. Προσφέρθηκε να βοηθήσει τις οικογένειες των θυμάτων και πρότεινε στην Ιταλία να ανατεθεί η επίλυση της διαφοράς στην Κοινωνία των Εθνών. Παράλληλα, διαβεβαίωσε την ιταλική κυβέρνηση ότι οι δράστες δεν ήταν Έλληνες, αλλά Αλβανοί ληστές.


Στις 31 Αυγούστου, η Κοινωνία των Εθνών κάλεσε την Ελλάδα να ενεργήσει ταχύτατα για την ανεύρεση των ενόχων. Η χώρα μας από την πλευρά της ζήτησε τη σύσταση Ειδικής Επιτροπής για τη διερεύνηση του συμβάντος και τον καταλογισμό ευθυνών, αλλά και την επέκταση των ερευνών προς την Αλβανία.

Κι ενώ οι διπλωματικές προσπάθειες για την επίλυση της κρίσης βρίσκονταν στο αποκορύφωμά τους, η Ιταλία με πολεμική επιχείρηση την ίδια μέρα κατέλαβε την Κέρκυρα, με στόλο αποτελούμενο από 25 πλοία (3 θωρηκτά, 4 καταδρομικά, 6 αντιτορπιλικά τορπιλοβόλα και υποβρύχια). Προηγήθηκε απαίτηση του αρχηγού της ιταλικής μοίρας πλοιάρχου Φοσκίνι προς τον νομάρχη της Κέρκυρας Πέτρο Ευριπαίο για την παράδοση του νησιού. Όταν ο έλληνας αξιωματούχος αρνήθηκε, οι Ιταλοί άρχισαν να κανονιοβολούν την πόλη της Κέρκυρας, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 15 γυναικόπαιδα και να τραυματισθούν 35 άμαχοι.

Αμέσως μετά, οι ιταλικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στο νησί και το κατέλαβαν. Για να δείξουν τις προθέσεις τους, τοποθέτησαν ένα ξύλινο κόκορα στο Παλαιό Φρούριο, με την επιγραφή: «Όταν λαλήσει αυτός ο κόκορας, τότε οι Ιταλοί θα φύγουν από την Κέρκυρα».

Η Ελλάδα διαμαρτυρήθηκε έντονα και προσέφυγε στην Κοινωνία των Εθνών, έχοντας με το μέρος της τη διεθνή κοινή γνώμη. Ο διεθνής οργανισμός (ο ΟΗΕ της εποχής) ανέλαβε να διευθετήσει το περιστατικό, αλλά συνάντησε την έντονη αντίδραση της Ιταλίας. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στη Διάσκεψη των Πρεσβευτών, η οποία υποχρέωσε την Ελλάδα:

  • Να καταβάλλει στην Ιταλία αποζημίωση 50.000.000 λιρετών.
  • Να τελέσει μνημόσυνο για τους δολοφονηθέντες, και
  • Να ενεργήσει ανακρίσεις για την ανεύρεση των δραστών της δολοφονίας, υπό την επίβλεψη Διεθνούς Επιτροπής.


Πηγή

Τρίτη 29 Αυγούστου 2023

Η Αποτομή της Τιμίας Κεφαλής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου


Τέμνει κεφαλὴν χεὶρ μιαιφόνος ξίφει,
Τοῦ χεῖρα θέντος εἰς κεφαλὴν Κυρίου.
Εἰκάδι ἀμφ' ἐνάτῃ Προδρόμου τάμεν αὐχένα χαλκός.

Λειτουργικά κείμενα

Η Ναυμαχία του Γέροντα

 Μία από τις σημαντικότερες ναυτικές επιχειρήσεις της Επανάστασης του ’21, που τελείωσε νικηφόρα για τα ελληνικά όπλα. Διεξήχθη στις 29 Αυγούστου 1824...


«Εμπρησμός της Οθωμανικής Φρεγάτας εις Γέροντα», πίνακας του Γ. Κ. Μιχαήλ, που φιλοξενείται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο (Παλαιά Βουλή)


Μία από τις σημαντικότερες ναυτικές επιχειρήσεις της Επανάστασης του ’21, που τελείωσε νικηφόρα για τα ελληνικά όπλα. Διεξήχθη στις 29 Αυγούστου 1824 στ' ανοιχτά του ακρωτηρίου Ποσείδιο ή Γέροντας της Μικράς Ασίας (νυν Didim Τουρκίας), απέναντι από τα νησιά Λειψοί και Λέρος της Δωδεκανήσου. Αντιμέτωποι τέθηκαν ο ελληνικός στόλος υπό τον Ανδρέα Μιαούλη, που αριθμούσε γύρω στα 70 πλοία και ο υπέρτερος (τεχνολογικά και ποσοτικά) τουρκοαιγυπτιακός στόλος υπό τους πασάδες Χοσρέφ και Ιμπραήμ, με πάνω από 250 πλοία.

Μετά την καταστροφή της Κάσου (29 Μαΐου 1824) και των Ψαρών (21 Ιουνίου 1824), το ηθικό του ελληνικού ναυτικού είχε καταπέσει. Η βοήθεια που παρείχε ο χεβίδης της Αιγύπτου Μοχάμετ Άλι στον Σουλτάνο Μαχμούτ Β’ έθετε σε κίνδυνο την Ελληνική Επανάσταση. Στόχος του Μοχάμετ Άλι ήταν να συντρίψει το ελληνικό ναυτικό για να μπορέσει ο γιος του Ιμπραήμ Πασάς να αποβιβασθεί με τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια στη Πελοπόννησο και να καταστείλει την ελληνική επανάσταση. Άλλωστε, το έπαθλο για τον πανέξυπνο Αλβανό εκ Καβάλας ήταν μεγάλο. Αν επιτύγχανε τον στόχο του, ο σουλτάνος θα τον επιβράβευε με την παραχώρηση της Κρήτης και της Πελοποννήσου.

Στο πλαίσιο του κοινού τουρκοαιγυπτιακού σχεδίου, ο Τούρκος ναύαρχος Χοσρέφ Πασάς επιχείρησε στις αρχές Αυγούστου του 1824 να καταλάβει τη Σάμο. Ο ελληνικός στόλος, που αποτελείτο από υδραίικα, σπετσιώτικα και λίγα ψαριανά πλοία, τον εμπόδισε να πλησιάσει το νησί με μια σειρά συγκρούσεων, που κράτησαν περίπου μία εβδομάδα. Ο Χοσρέφ δεν είχε άλλη επιλογή από το να καταφύγει με τον στόλο του ανάμεσα στην Κω και την Αλικαρνασσό και να περιμένει ενισχύσεις από τον στόλο του Ιμπραήμ, που κατέφθασε στην περιοχή στις 19 Αυγούστου.


Πέντε ημέρες αργότερα έγιναν οι πρώτες αψιμαχίες μεταξύ των δύο στόλων, οι οποίες συνεχίστηκαν και τις επόμενες ημέρες. Η αποφασιστική ναυμαχία δόθηκε στις 29 Αυγούστου, ημέρα Παρασκευή. Τα εχθρικά πλοία προσπάθησαν να κυκλώσουν τα ελληνικά, αλλά ο Μιαούλης με εννέα πλοία και δύο πυρπολικά προχώρησε προς τον κόλπο του Γέροντα. Τα αιγυπτιακά πλοία, που κάλυπταν το δεξιό άκρο του εχθρικού στόλου, αποφάσισαν να τα χτυπήσουν, καθώς ήταν απομονωμένα. Ο Παπανικολής προσπάθησε να τα εμποδίσει να πλησιάσουν τα πλοία του Μιαούλη, αλλά δέχθηκε ομαδικό πυρ και αναγκάστηκε να υποχωρήσει, αφού έκαψε πρώτα το πυρπολικό του. Η νηνεμία που επικρατούσε στη θάλασσα δεν επέτρεψε τη δράση των πυρπολικών του Ματρόζου, του Πιπίνου και του Νικόδημου.

Η κατάσταση μεταβλήθηκε γύρω στο μεσημέρι, όταν ο άνεμος έγινε ευνοϊκός για τον ελληνικό στόλο. Τα ελληνικά πλοία διείσδυσαν ανάμεσα στα εχθρικά, με αποτέλεσμα να μην πρόκειται πλέον για ναυμαχία εκ παρατάξεως (θα ήταν χαμένη υπόθεση για τον ελληνικό στόλο, λόγω της ποιοτικής και ποσοτικής υπεροχής του εχθρού), αλλά για μια σύγκρουση, όπου όλα μαζί τα πλοία μάχονταν ανακατεμένα. Η κίνηση τακτικής του Μιαούλη ευνοούσε τα πυρπολικά, που ανέλαβαν δράση, κρίνοντας την έκβαση της ναυμαχίας.

Ο σπετσιώτης μπουρλοτιέρης Λάζαρος Μουσούς κατόρθωσε να προσκολλήσει το πυρπολικό του σ' ένα αιγυπτιακό μπρίκι. Έντρομοι οι 300 άνδρες που αποτελούσαν το πλήρωμά του έπεσαν στη θάλασσα και το μπρίκι ακυβέρνητο παρασύρθηκε από το ρεύμα και λίγο πιο κάτω ανατινάχθηκε. Δύο πυρπολικά υπό τους Παπαντώνη και Βατικιώτη κατόρθωσαν να κολλήσουν σε μια μεγάλη αιγυπτιακή φρεγάτα με 44 κανόνια, η οποία κάηκε μέσα σε λίγα λεπτά, παρασύροντας στον βυθό τούς περισσότερους από τους 1.100 άνδρες του πληρώματός της.

Μετά τη δυσμενή γι’ αυτόν εξέλιξη, ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος άρχισε να υποχωρεί προς την Κω, ενώ ο ελληνικός αγκυροβόλησε και πάλι στον Γέροντα. Η επιτυχία αυτή του ελληνικού ναυτικού αναπτέρωσε το ηθικό των ανδρών του, διέσωσε τη Σάμο και καθυστέρησε την απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο.

Η ναυμαχία του Γέροντα είναι μία από τις λαμπρότερες σελίδες της Επανάστασης του '21. Οι αντίπαλες δυνάμεις ήταν τόσο πολύ άνισες, που η θετική έκβαση της ναυμαχίας για τους Έλληνες προκάλεσε τον θαυμασμό των ξένων. Ο Γάλλος ναύαρχος Εντμόν Ζιριέν ντε λα Γκραβιέρ (1812-1892), αναφερόμενος στη ναυμαχία του Γέροντα, παρατηρεί: «Η ναυτική ιστορία ίσως να μην έχει σελίδα περισσότερο ενδιαφέρουσα από αυτήν για έναν ναυτικό».


Πηγή

Δευτέρα 28 Αυγούστου 2023

Η Μάχη του Πολυαράβου

 Οι Μανιάτες νικούν τους Αιγύπτιους του Ιμπραήμ στην περιοχή Πολυάραβος του Ταΰγετου και αποτρέπουν για τρίτη και τελευταία φορά την κατάληψη της Μάνης από τον αιγύπτιο στρατηλάτη. Η μάχη, που κράτησε όλη την ημέρα, έγινε στις 28 Αυγούστου 1826...


Οι Μανιάτες νικούν τους Αιγύπτιους του Ιμπραήμ στην περιοχή Πολυάραβος του Ταΰγετου και αποτρέπουν για τρίτη και τελευταία φορά την κατάληψη της Μάνης από τον αιγύπτιο στρατηλάτη. Η μάχη, που κράτησε όλη την ημέρα, έγινε στις 28 Αυγούστου 1826.

Ο Ιμπραήμ, με τα την αποτυχία του να καταλάβει τη Μάνη από τα δυτικά τον Ιούνιο του 1826, στη Βέργα και τον Διρό, επιχείρησε νέα εκστρατεία από τα ανατολικά αυτή τη φορά, δύο μήνες αργότερα. Με 4.000 άνδρες κατευθύνθηκε προς την ανατολική πλευρά του Ταΰγετου, υπό τη διαρκή παρενόχληση των Ελλήνων, που προκαλούσαν φθορές στο στρατό με την τακτική του κλεφτοπολέμου.

Η αποφασιστική αναμέτρηση δόθηκε στην τοποθεσία Πολυάραβος (75 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Σπάρτης και 26 χιλιόμετρα βόρεια του Γυθείου), που βρίσκεται σε υψόμετρο 840 μέτρων στο όρος Ζίζαλι της οροσειράς του Ταΰγετου. Εκεί είχαν οχυρωθεί 2.000 Μανιάτες με αρχηγούς τον Παναγιώτη, Γεώργιο και Νικόλαο Γιατράκο, τον Ηλία Κατσάκο, τον Γεώργιο και Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη και τον Ηλία Τσαλαφατίνο.

Ο Ιμπραήμ εξαπέλυσε ορμητικά κύματα επιθέσεων κατά των Ελλήνων, οι οποίοι όχι μόνο τις απέκρουσαν με επιτυχία, αλλά, κατά τη διάρκεια της ημέρας, πέρασαν στην αντεπίθεση, προξενώντας βαριές απώλειες στον εχθρό, που άφησε 200 νεκρούς στο πεδίο μάχης. Οι Μανιάτες είχαν μόνο 9 νεκρούς και ισάριθμους τραυματίες, σύμφωνα με τον ιστορικό Σπυρίδωνα Τρικούπη.

Η τρίτη ήττα από τους Μανιάτες σε διάστημα δύο μηνών ανάγκασε τον Ιμπραήμ να παραδεχθεί την αδυναμία του να καταλάβει τη Μάνη κι έτσι πήρε το δρόμο της επιστροφής προς την Τριπολιτσά, όπου έφθασε στις αρχές Σεπτεμβρίου. Οι Μανιάτες με τη μελετημένη και γενναία τους αντίσταση κράτησαν αδούλωτη την πατρίδα τους και με το παράδειγμά τους αναπτέρωσαν το ηθικό των άλλων Ελλήνων.

Σχετικά

Την εποχή της Επανάστασης ο Πολυάραβος ονομαζόταν Πολυτσάραβος (δηλαδή τόπος με πολλά τσάρα: αφάνες, ρεϊκια). Πολυάραβος επικράτησε να ονομάζεται παρετυμολογικά, μετά την πανωλεθρία των «Αράβων» του Ιμπραήμ.


Πηγή

Κυριακή 27 Αυγούστου 2023

Άγιος Φανούριος ο Νεοφανής, ο Μεγαλομάρτυρας


                                  Φανούριος φῶς πᾶσι πιστοῖς παρέχει,

Κἂν εἰς σκότος ἔκειτο τῆς γαίας μέγα.

Φανούριος φῶς πᾶσι πιστοῖς παρέχει,
Κἂν εἰς σκότος δ᾿ ἔκειτο τῆς γαίας μέγα.
Εἰκάδι ἑβδομάτῃ Φανουρίου σηκὸς γῆθεν φάνθη.

Η Μάχη των Πλαταιών

 Τον Αύγουστο του 479 π.Χ. οι Έλληνες νικούν του Πέρσες στην πεδιάδα των Πλαταιών και εξαφανίζουν οριστικά την περσική απειλή από τον ελλαδικό χώρο.


Τον Αύγουστο του 479 π.Χ. (στις 27 Αυγούστου, κατά μία εκδοχή) οι Έλληνες νικούν του Πέρσες στην πεδιάδα των Πλαταιών και εξαφανίζουν οριστικά την περσική απειλή από τον ελλαδικό χώρο.

Ο Περσικός στρατός υπό τον Μαρδόνιο, αφού ξεχειμώνιασε στη Θεσσαλία, ετοιμάσθηκε την άνοιξη του 479 π.X. να επιτεθεί εκ νέου κατά της Αθήνας. Προτού όμως ξεκινήσει, ο Μαρδόνιος έστειλε στην Αθήνα το σύμμαχό του και υποτελή βασιλέα της Μακεδονίας, Αλέξανδρο Α', με συγκεκριμένες προτάσεις ειρήνης. Πρότεινε στους Αθηναίους να γίνουν σύμμαχοί του κι αυτός θα αναλάμβανε όχι μόνο να ανοικοδομήσει την κατεστραμμένη πόλη και τους ναούς της, αλλά θα τους καθιστούσε ηγεμόνες της Ελλάδας.

Η θέση των Αθηναίων, που επιστρέφοντας από τη Σαλαμίνα μετά την περίφημη ναυμαχία (480 π.Χ.) βρήκαν την πόλη και τους ναούς τους ερείπια, ήταν απελπιστική. Εξ άλλου, οι Σπαρτιάτες, φοβούμενοι μήπως οι Αθηναίοι δελεασθούν από τις προτάσεις του Μαρδονίου και υποκύψουν, έστειλαν κι αυτοί πρέσβεις στην Αθήνα, με εντολή ν’ αποτρέψουν την παραδοχή των προτάσεων του Μαρδονίου από τους Αθηναίους.Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/973


 Οι Αθηναίοι τότε αναδείχθηκαν άξιοι των περιστάσεων. Ανέθεσαν στον Αριστείδη να δώσει την πρέπουσα απάντηση και στις δυο αντιπροσωπείες. Στον μεν Αλέξανδρο είπε: «Όσο ο ήλιος εξακολουθεί τον δρόμο του, οι Αθηναίοι δεν πρόκειται να γίνουν σύμμαχοι των Περσών. Κι επειδή έχουν τις ελπίδες στους θεούς, που τα ιερά και τα αγάλματά τους εμόλυναν και κατέστρεψαν οι Πέρσες, θα εξακολουθήσουν να πολεμούν για την ελευθερία τους». Στους δε Σπαρτιάτες απάντησε: «Ούτε τόσο χρυσάφι υπάρχει στη γη, ούτε χώρες τόσο πλούσιες, για να δεχθούμε να προδώσουμε την πατρίδα μας και να γίνουμε φίλοι των Περσών. Βιαστείτε μόνο να στείλετε βοήθεια, γιατί ο Μαρδόνιος γρήγορα θα έλθει εναντίον μας.»

Όταν ο Μαρδόνιος πληροφορήθηκε την απόρριψη των προτάσεών του, ξεκίνησε αμέσως από τη Θεσσαλία, εισέβαλε στην Αττική, που την κατέλαβε και τη λεηλάτησε. Έπειτα, αφού προχώρησε ως την Αθήνα, που τη βρήκε πάλι έρημη από κόσμο, κατάστρεψε ό,τι είχε απομείνει από την πρώτη καταστροφή κι επέστρεψε και στρατοπέδευσε στη Βοιωτία.

Οι Έλληνες με αρχηγό το βασιλιά της Σπάρτης Παυσανία και με την καθοριστική συμμετοχή των Αθηναίων υπό τον Αριστείδη, στην αρχή φοβήθηκαν και παρατάχθηκαν στις υπώρειες του Κιθαιρώνα. Ο Μαρδόνιος έστειλε εναντίον τους το Ιππικό του, αλλά οι Έλληνες απέκρουσαν την επίθεσή του και σκότωσαν τον αρχηγό του Μασίστιο. Το γεγονός αυτό τους έδωσε θάρρος, κατέβηκαν στην πεδιάδα κοντά στις Πλαταιές και στρατοπέδευσαν απέναντι από τους Πέρσες.

Πολύτιμες πληροφορίες για τις πολεμικές προετοιμασίες των Περσών έδωσε ο βασιλιάς της Μακεδονίας, Αλέξανδρος Α’, σε μυστική του συνάντηση με τους Αθηναίους στρατηγούς τις παραμονές της μεγάλης μάχης. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, αφού διακήρυξε ότι είναι Έλληνας από παλιά γενιά, τους είπε ότι δεν θέλει να δει την πατρίδα του να πέφτει από τη λευτεριά της στη δουλεία.






Στην πεδιάδα των Πλαταιών έγινε μάχη φοβερή (στις 27 Αυγούστου 479 π.Χ. κατά μία εκδοχή), στην οποία οι Πέρσες έπαθαν μεγάλη καταστροφή. Όλος ο στρατός του Μαρδονίου κατανικήθηκε και διαλύθηκε και ο ίδιος σκοτώθηκε από πέτρα, που του πέταξε ο Σπαρτιάτης Αρίμνηστος και τον χτύπησε στο κεφάλι. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, από τις 300.000 των Περσών και των Ελλήνων συμμάχων τους μόνο 40.000 γλίτωσαν και εγκατέλειψαν τον ελλαδικό χώρο με επικεφαλής τον Αρτάβαζο. Από τους 110.000 Έλληνες, έπεσαν στο πεδίο της μάχης 1360 στρατιώτες, που τάφηκαν επί τόπου με μεγάλες τιμές.

Τα άφθονα λάφυρα που κυρίευσαν οι Έλληνες στις Πλαταιές, τα μοιράσθηκαν μεταξύ τους, αφού αφιέρωσαν μεγάλο μέρος από αυτά στους θεούς. Μετά τη νίκη τους, οι Έλληνες τιμώρησαν του Θηβαίους, που είχαν συμμαχήσει με τους Πέρσες και διέλυσαν τη Βοιωτική Ομοσπονδία, στην οποία η Θήβα είχε ηγετική θέση.

Η απόκρουση και η εκμηδένιση και της δεύτερης περσική εισβολής (480-479 π.Χ.) είναι ένα γεγονός με πολύ μεγάλη σημασία για τον ελληνικό κόσμο, αλλά και για τον κόσμο ολόκληρο. Οι ελληνικές πόλεις εξασφάλισαν την ελευθερία τους, δηλαδή την απαραίτητη προϋπόθεση για την οικονομική, πολιτική, και πολιτιστική τους ανάπτυξη. Μπόρεσαν, έτσι, στα χρόνια που ακολούθησαν, να δημιουργήσουν ένα λαμπρό πολιτισμό, τα επιτεύγματα του οποίου έγιναν κτήμα ολόκληρης της ανθρωπότητας.


Πηγή

Σάββατο 26 Αυγούστου 2023

Η Μάχη των Βασιλικών

 Αποφασιστικής σημασίας μάχη για την εξέλιξη της Ελληνικής Επανάστασης, με μεγάλες απώλειες για του Τούρκους, κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου του Αγώνα.

«Πόλεμος των Βασιλικών». Πίνακας του Παναγιώτη Ζωγράφου με την καθοδήγηση του Στρατηγού Μακρυγιάννη

Η Μάχη των Βασιλικών υπήρξε αποφασιστικής σημασίας μάχη για την εξέλιξη της Ελληνικής Επανάστασης κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου του Αγώνα. Η νίκη των Στερεοελλαδιτών οπλαρχηγών κατά των Τούρκων στα Βασιλικά της Λοκρίδας στις 26 Αυγούστου 1821, εμπόδισε το πολυάριθμο ασκέρι του Μπεϊράν Πασά να εισβάλει στην Πελοπόννησο κι επέτρεψε στους Πελοποννήσιους επαναστάτες να συνεχίσουν απρόσκοπτα την πολιορκία της Τριπολιτσάς.

Μετά τις αποτυχίες του Ομέρ Βρυώνη στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, ο Σουλτάνος οργάνωσε νέα εκστρατεία, με σκοπό την καταστολή της επανάστασης, όχι μόνο στην περιοχή, αλλά και στην Πελοπόννησο. Η αρχηγία ανατέθηκε στον Μπεϊράν Πασά, ο οποίος προερχόταν από τη Μακεδονία, όπου είχε καταπνίξει τις τοπικές επαναστατικές εστίες.

Με το στράτευμά του, αποτελούμενο από 8.000 άνδρες, ιππικό και πυροβολικό, στρατοπέδευσε στο Ζητούνι (Λαμία) για τις τελικές προετοιμασίες της εκστρατείας. Υπό τις διαταγές του είχε τους στρατηγούς - πασάδες Χατζή Μπεκίρ, Μεμίς και Σαχίν Αλί.

Στα μέσα Αυγούστου ο γηραιός οπλαρχηγός Γιάννης Ξύκης, γνωστότερος με το προσωνύμιο Δυοβουνιώτης, πληροφορήθηκε τις κινήσεις των Τούρκων κι έσπευσε να το ανακοινώσει τάχιστα στους άλλους οπλαρχηγούς της περιοχής. Το πολεμικό συμβούλιο έγινε στο Εργίνι (Ρεγγίνι) της Μενδενίτσας, ένα χωριό που βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Καλλίδρομο. Στη σύναξη συμμετείχαν μεταξύ άλλων ο Γιάννης Δυοβουνιώτης, ο Γιάννης Γκούρας, ο Κομνάς Τράκας, ο Αντώνης Κοντοσόπουλος, ο Κώστας Καλύβας, ο Κώστας Μπίτης, ο Νάκος Πανουργιάς, ο Βασίλης Μπούσγος και ο Παπαντρέας. Από το πολεμικό συμβούλιο απουσίαζε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο οποίος βρισκόταν Αττική.

Μη γνωρίζοντας την πορεία που θα ακολουθούσε το τουρκικό ασκέρι, ο Γκούρας με τους Πανουργιά και Παπαντρέα πρότειναν να πιάσουν την ορεινή διάβαση της Φοντάνας, ένα στενό και κακοτράχαλο πέρασμα. Αντίθετα, ο Δυοβουνιώτης έχοντας μεγαλύτερη πολεμική πείρα υποστήριξε ότι έπρεπε να πιάσουν τον δρόμο των Βασιλικών (δυτικά των Καμένων Βούρλων), που ήταν πλατύτερος μέσα σε κοιλάδα, γιατί, όπως εκτίμησε, οι πασάδες θα προτιμήσουν να περάσουν από αυτό το σημείο, όχι μόνο σε μια επίδειξη δύναμης, αλλά και για πρακτικούς λόγους, καθώς από τη στενωπό της Φοντάνας ήταν αδύνατον να περάσουν το πυροβολικό και οι άμαξες της εφοδιοπομπής.


Η μάχη στα Βασιλικά. Πίνακας του Πέτερ φον Ες.


Στις 22 Αυγούστου 1821, ο Μπεϊράν Πασάς με το στρατό του ξεκίνησε από το Ζητούνι και ακολούθησε τη διαδρομή που είχε προβλέψει ο Δυοβουνιώτης. Ο θάνατος την προηγουμένη του Χατζή Μπεκίρ Πασά θεωρήθηκε κακός οιωνός. Η ελληνική δύναμη με 2.000 άνδρες είχε ταμπουρωθεί στο πυκνό δάσος που υπήρχε από τη μία πλευρά του δρόμου. Από την επομένη άρχισαν οι αναγνωριστικές επιχειρήσεις των Τούρκων με μεγάλες απώλειες.

Στις 26 Αυγούστου δόθηκε η αποφασιστική μάχη. Ο Μπεϊράν Πασάς έριξε όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις του, αλλά ο Γιάννης Γκούρας που είχε το γενικό πρόσταγμα κατόρθωσε με μία κυκλωτική κίνηση να περάσει άνδρες του στα νώτα του εχθρού, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να βρεθούν ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά. Η μάχη διάρκεσε όλη την ημέρα και κατά το απόγευμα άρχισε να γέρνει υπέρ των Ελλήνων. Ο Μπεϊράν σχεδόν περικυκλωμένος διέταξε υποχώρηση κι επέστρεψε ταπεινωμένος στο Ζητούνι.

Οι απώλειες των Τούρκων στη Μάχη των Βασιλικών ήταν σημαντικές. 700 άνδρες σκοτώθηκαν, 1.500 τραυματίστηκαν και κάπου 400 αιχμαλωτίστηκαν. Συνολικά, το ένα τρίτο της τουρκικής στρατιάς τέθηκε εκτός μάχης. Ανάμεσα στους σκοτωμένους ήταν ο γιος του Μπεϊράν Πασά, ο Μεμίς Πασάς (τον σκότωσε με το σπαθί του ο Γκούρας, ο οποίος έσφαξε τόσους πολλούς Τούρκους ώστε στο τέλος της μάχης το χέρι του να έχει πρηστεί), αρκετοί αγάδες και μπέηδες. Ο έτερος των στρατηγών Σαχίν Αλή τραυματίστηκε σοβαρά. Οι ελληνικές απώλειες ήταν μικρές – 10 νεκροί και 30 τραυματίες. Πολλά ήταν και τα λάφυρα που αποκόμισαν οι επαναστάτες: 400 άλογα, 8 κανόνια και 400 άμαξες με τροφές και πολεμοφόδια.

Την επομένη της μάχης έφτασε στην περιοχή ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Στην
έκθεση που έστειλε στον Δημήτριο Υψηλάντη, ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής: «Οι Έλληνες από την ορμήν τους με τα δόντια έτρωγαν τους Τούρκους, όπου τέλος πάντων έτρεχε το αίμα ποταμηδόν, από την ώραν όπου ήρχισεν ο πόλεμος έως το πουρνό, και ανίσως οι Έλληνες δεν έπιπτον εις τα λάφυρα και δεν ενύκτωνε, δεν ήθελε μείνει βέβαια ούτε ρουθούνι από τους Τούρκους και ήθελε πιάσωμεν τον ίδιον Μπαΐράμ πασάν ζωντανόν. Μόλο τούτο δεν είναι μικρά πράγματα εκείνα που έπαθον. Με μέτρον εσκοτώθηκαν 700 και αιχμάλωτοι επιάσθησαν ζωντανοί 221. Αμάξια είχαν 1.000 με παξιμάδια, κριθάρι και άλλα είδη. Έκαψαν από αυτά οι Τούρκοι 600. Τα δε 400 τα επήραμε και όλων των αμαξών τα βόδια και βουβάλια. Τους επήραμε και οκτώ κανόνια, το μπουγασή μπαϊράκι. Τους επήραμε και όλα τα επίλοιπα. Ομοίως τους επήραμε και τα τουμπελέκια. Δεν δύναται χέρι να περιγράψη όσα τους εκάμαμε. Τούτο μόνον σου λέγω όπου τέτοιος πόλεμος δεν είχε γένει από εμάς.»

Ο μεγάλος ηττημένος της Μάχης των Βασιλικών, Μπεϊράν Πασάς, εξαφανίστηκε από το προσκήνιο των πολεμικών επιχειρήσεων κι έκτοτε δεν ακούστηκε κάτι γι’ αυτόν. Ενδέχεται να αυτοκτόνησε ή, κατά μία άποψη, να θανατώθηκε ύστερα από διαταγή του σουλτάνου.


Πηγή

Η Μάχη του Μαντζικέρτ

 Στις 26 Αυγούστου 1071 οι Βυζαντινοί υφίστανται δεινή ήττα από τους Σελτζούκους Τούρκους στο Μαντζικέρτ, πλησίον της λίμνης Βαν, με αποτέλεσμα να κλονισθεί ο έλεγχός τους στη Μικρά Ασία...


Στις 26 Αυγούστου 1071 οι Βυζαντινοί υφίστανται δεινή ήττα από τους Σελτζούκους Τούρκους στο Μαντζικέρτ, πλησίον της λίμνης Βαν, με αποτέλεσμα να κλονισθεί ο έλεγχός τους στη Μικρά Ασία. Πολλοί διακεκριμένοι ιστορικοί (Άννα Κομνηνή, Στίβεν Ράνσιμαν, Τζούλιους Νόργουιτς) υποστηρίζουν ότι με την ήττα αυτή σημειώνεται η αρχή του τέλους της βυζαντινής κυριαρχίας στην Ανατολή και η βαθμιαία Τουρκοποίηση της Μικράς Ασίας.

Η πόλη του Ματζικέρτ (σημερινό Μαλαζγκίρτ Τουρκίας) υπήρξε σταθερός στόχος των κατακτητικών βλέψεων των ποικίλων εχθρών της αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα των Σελτζούκων Τούρκων κατά τον 11ο αιώνα. Η στρατηγική θέση της για την άμυνα τής αυτοκρατορίας ενισχύθηκε με την εξαίρετη οχύρωση και την αξιόμαχη φρουρά της.




Οι Σελτζούκοι Τούρκοι, που πήραν το όνομά τους από τον φύλαρχό τους Σελτζούκ, είχαν έρθει από τις στέπες του σημερινού Τουρκεστάν και εκμεταλλευόμενοι την παρακμή των Αράβων, πήραν τη θέση τους στην ιστορία και μαζί τη σκυτάλη του Ισλαμισμού. Σε φάση παρακμής βρισκόταν και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που μαστιζόταν από εσωτερικές έριδες, κακοδιοίκηση και μεγάλα οικονομικά προβλήματα.

Η προσπάθειά τους να καταλάβουν την πόλη κατά την περίοδο της βασιλείας τού Κωνσταντίνου Γ’ του Μονομάχου (1042-1054) αποκρούστηκε από τη σθεναρή αντίσταση της φρουράς. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία με μεγάλες απώλειες, αλλά δεν παραιτήθηκαν από το στόχο. Ο σουλτάνος τους Αλπ-Αρσλάν, μετά από αλλεπάλληλες στρατιωτικές επιτυχίες, πέτυχε να καταλάβει τα ισχυρά φρούρια του Ανίου κι έπειτα από συνεχείς προσπάθειες το φρούριο του Μαντζικέρτ (1070), αποκτώντας έτσι τον έλεγχο στην ευρύτερη περιοχή.

Ο αυτοκράτορας Ρωμανός Δ’ Διογένης (1068-1071) ανέλαβε οργανωμένη εκστρατεία εναντίον των Σελτζούκων Τούρκων, την τρίτη κατά σειρά, το 1071. Επικεφαλής ενός πολυεθνικού μισθοφορικού στρατού, που αποτελείτο από Βυζαντινούς, Φράγκους, Ίβηρες, Βάραγγους, Ρώσους, Βούλγαρους, Τούρκους, Αρμενίους κ.ά, επανακατέλαβε το Μαντζικέρτ, κατά τη διάρκεια της απουσίας του Αλπ-Αρσλάν, που πολιορκούσε την Έδεσσα της Μεσοποταμίας (σημερινή Ούρφα Τουρκίας). Όταν έμαθε ότι οι Βυζαντινοί είχαν ξαναπάρει το Μαντζικέρτ, απέρριψε τις προτάσεις ειρήνης του αυτοκράτορα και βάδισε εναντίον του. Πλησιάζοντας τη βυζαντινή στρατιά παρουσίασε τις δικές του προτάσεις ειρήνης, οι οποίες απορρίφθηκαν από τον Ρωμανό.



Η αποφασιστική μάχη ανάμεσα στους δύο στρατούς δόθηκε στις 26 Αυγούστου 1071 κοντά στο Μαντζικέρτ. Ο Ρωμανός παρέταξε από 40.000 έως 70.000 άνδρες, με στρατηγούς τους Νικηφόρο Βρυέννιο, Θεόδωρο Αλυάτη και Ανδρόνικο Δούκα και ο Αλπ-Αρσλάν από 20.000 έως 30.000 άνδρες. Οι Βυζαντινοί, παρά την υπεροχή τους σε έμψυχο υλικό, υπέστησαν δεινή ήττα στο πεδίο της μάχης, εξαιτίας κυρίως των εσωτερικών αντιθέσεων των στρατηγών τους και της απειθαρχίας του στρατεύματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι σχεδόν ο μισός στρατός τους, που ήταν μισθοφορικός, είτε δεν πήρε μέρος στη μάχη, είτε αυτομόλησε στο αντίπαλο στρατόπεδο. Από την πλευρά των Βυζαντινών διακρίθηκαν στη μάχη οι τούρκοι μισθοφόροι και οι σκανδιναβοί Βάραγγοι, που αποτελούσαν τη σωματοφυλακή του αυτοκράτορα Ρωμανού, που όμως δεν απέτρεψαν την αιχμαλωσία του, καθώς έπεσαν μέχρις ενός.

Ο Ρωμανός οδηγήθηκε τραυματισμένος ενώπιον του Αλπ - Αρσλάν, ο οποίος του συμπεριφέρθηκε καλά, και αναγκάσθηκε να δεχτεί τους όρους της συνθήκης που του υπαγόρευσε: παροχή ετήσιων φόρων και στρατιωτικής βοήθειας, απελευθέρωση όλων των μουσουλμάνων αιχμαλώτων και συνοριακοί διακανονισμοί.

Οι συνέπειες της μάχης του Μαντζικέρτ ήταν τεράστιες, όπως προαναφέρθηκε. Δεν οφείλονται, όμως, αποκλειστικά στην ήττα των Βυζαντινών στο πεδίο της μάχης, αλλά και στην εμφύλια διαμάχη που ξέσπασε στην αυτοκρατορία. Ο Αλπ-Αρσλάν ενδιαφερόταν κυρίως για την ενοποίηση των μουσουλμάνων και ετοιμαζόταν να πολεμήσει εναντίον της Αιγύπτου. Δεν επιδίωξε σοβαρά εδαφικά κέρδη εις βάρος της νικημένης αυτοκρατορίας, για την όποια έτρεφε, όπως όλοι οι σύγχρονοί του, σεβασμό και κάποιο δέος.

Ο εμφύλιος πόλεμος που ξέσπασε στη Μικρά Ασία, όταν ο Ρωμανός απελευθερώθηκε και προσπάθησε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, έδωσε το τελικό χτύπημα σε ό,τι είχε περισωθεί από την οργανωμένη βυζαντινή άμυνα. Η σύλληψη και η τύφλωση του Ρωμανού από τους αντιπάλους του, έδωσε στους Τούρκους την αφορμή να θεωρήσουν άκυρη τη συνθήκη του 1071 και να αρχίσουν πάλι με μεγαλύτερη ένταση τις επιδρομές στα βυζαντινά εδάφη.


                Πηγή