Διπλωμάτης, πολιτικός και συγγραφέας. Aνάλωσε τη ζωή του στην προάσπιση των εθνικών υποθέσεων, μέχρις ότου πέσει και ο ίδιος θύμα του Εθνικού Διχασμού το 1920.
Ίων Δραγούμης (1878 – 1920)
Διπλωμάτης, πολιτικός και συγγραφέας. Aνάλωσε τη ζωή του στην προάσπιση των εθνικών υποθέσεων, μέχρις ότου πέσει και ο ίδιος θύμα του Εθνικού Διχασμού το 1920. Μαζί με τους φίλους του Περικλή Γιαννόπουλο και Αθανάσιο Σουλιώτη - Νικολαΐδη, υπήρξε ένας από τους κύριους εκπροσώπους του ελληνικού ρομαντικού εθνικισμού των αρχών του 20ου αιώνα.
Με καταγωγή από το Βογατσικό της Καστοριάς, ο Ίων Δραγούμης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 2 Σεπτεμβρίου του 1878. Ήταν ο πέμπτος γιος του δικαστικού και μετέπειτα πρωθυπουργού Στέφανου Δραγούμη και της Ελισάβετ Κοντογιαννάκη. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1897 κατατάχτηκε εθελοντής στον άτυχο για τα ελληνικά όπλα ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Το 1899 εισήλθε στο διπλωματικό σώμα και το 1902 τοποθετήθηκε ως υποπρόξενος στο Γενικό Προξενείο του Μοναστηρίου. Από τη θέση αυτή και με τη συνεργασία του πατέρα του και του γαμπρού του Παύλου Μελά εργάστηκε επίμονα για την οργάνωση των ορθοδόξων κοινοτήτων της Μακεδονίας κατά των Βούλγαρων σχισματικών, γνωστών και ως κομιτατζήδων.
Τα επόμενα χρόνια υπηρέτησε ως πρόξενος στις Σέρρες (1903), στον Πύργο Βουλγαρίας, στη Φιλιππούπολη (1904), στην Αλεξανδρούπολη (τότε Δεδέαγατς) και στην Αλεξάνδρεια, όπου γνώρισε τους δύο έρωτες της ζωής του: την Πηνελόπη Δέλτα και τη Μαρίκα Κοτοπούλη. Το 1907 τοποθετήθηκε στο προξενείο της Κωνσταντινούπολης με τον βαθμό του γραμματέα. Η παραμονή του εκεί συνέπεσε με την Επανάσταση των Νεοτούρκων.
Οι επαγγελίες των επαναστατών «περί ισοπολιτείας των διαφόρων εθνοτήτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία» φάνηκαν να δικαιώνουν ορισμένες απόψεις του, που θεωρούσαν ότι η λύση του ελληνικού ζητήματος θα μπορούσε να αναζητηθεί όχι με την ενσωμάτωση των αλύτρωτων πατρίδων στο Ελληνικό Κράτος, αλλά με τη «δημιουργία των συνθηκών που θα επέτρεπαν την ελεύθερη οικονομική, πολιτική και πολιτισμική ανάπτυξη των Ελλήνων στην ανατολική τους κοιτίδα». Ο Δραγούμης πίστευε στην ελληνοτουρκική συνεννόηση και φοβόταν τον από βορρά σλαβικό κίνδυνο.
Ο Ίων Δραγούμης (κάτω δεξιά) με την επίσημη στολή των Ελλήνων διπλωματών.
Στη συνέχεια διορίσθηκε διαδοχικά επιτετραμμένος στις πρεσβείες της Πετρούπολης, της Βιέννης, του Βερολίνου και το 1914 πρεσβευτής στην Πετρούπολη. Οι συχνές μεταθέσεις όλα αυτά τα χρόνια οφείλονταν στην άκαμπτη στάση του στα ευαίσθητα εθνικά θέματα και στις απρόβλεπτες πρωτοβουλίες που ανέπτυσσε.
Τον Μάιο του 1915 παραιτήθηκε από τη διπλωματική υπηρεσία για να πολιτευθεί. Πήρε μέρος στις εκλογές της 31ης Μαΐου και εκλέχθηκε ανεξάρτητος βουλευτής Φλώρινας. Υποστηρικτής αρχικά του Ελευθέριου Βενιζέλου ήλθε σε ρήξη μαζί του, καθώς διέκρινε σημάδια αυταρχισμού και εθνικής υποτέλειας στην πολιτική του. Ο αντιβενιζελισμός του Δραγούμη δεν προερχόταν από κάποια τυφλή πίστη στη Μοναρχία, αλλά αντίθετα από την πίστη στην εθνική αυτοδιάθεση. Τον Ιανουάριο του 1916 εξέδωσε το περιοδικό Πολιτική Επιθεώρησις, που συμμεριζόταν τις επιλογές της αντιβενιζελικής παράταξης.
Μετά την επιτυχία του βενιζελικού κινήματος το 1917 εξορίσθηκε με άλλους αντιβενιζελικούς πολιτικούς στην Κορσική, όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος του πολέμου (1918). Επανήλθε στην Ελλάδα για να εξοριστεί αυτή τη φορά στη Σκόπελο. Απελευθερώθηκε στα τέλη του 1919 και ανέπτυξε δράση υπέρ της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως», η οποία συσπείρωνε τους αντιβενιζελικούς. Ο Ίων Δραγούμης ήταν ένας από τους ηγέτες της, καθώς ξεχώριζε τόσο για τις πολιτικές και διπλωματικές του ικανότητες, όσο και για την πνευματικότητα και την αγνή φιλοπατρία του.
Την επομένη της απόπειρας δολοφονίας του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Παρίσι (30 Ιουλίου 1920), ο Ίων Δραγούμης δολοφονήθηκε από βενιζελικούς αξιωματικούς στη διασταύρωση των οδών Βασιλίσσης Σοφίας (τότε Κηφισίας) και Παπαδιαμαντοπούλου. Η άσκοπη και άδικη δολοφονία του συγκίνησε το Πανελλήνιο και τον πολιτικό κόσμο. Ο Κωστής Παλαμάς από τις στήλες της Καθημερινής του αφιέρωσε τη Νεκρική Ωδή:
Λευκή ας βαλθεί όπου έπεσες, Κολώνα (Πώς έπεσες, γραφή να μη το λέη) Λευκή με της Πατρίδας την εικόνα Μόνο εκείνη ταιριάζει να σε κλαίη, Βουβή, μαρμαρωμένη να σε κλαίη!
Το συγγραφικό του έργο, αποτελούμενο από πολιτικές μελέτες, άρθρα κοινωνικού προβληματισμού και λογοτεχνήματα, συντονίζεται με την εθνική και πολιτική του δράση. Υπήρξε από τους πρωτεργάτες του δημοτικισμού στην Ελλάδα και συχνά υπέγραφε με το ψευδώνυμο Ίδας. Το πολιτικό του μανιφέστο εμπεριέχεται στο κείμενα Ελληνικός Πολιτισμός (1914) και Μονοπάτι, στο οποίο αναλύει τους σκοπούς της ύπαρξης του ελληνικού έθνους και το περιεχόμενο της εθνικής ιδεολογίας. Ο Ίων Δραγούμης πίστευε βαθιά στην κοινοτική ιδέα και όχι στην αυταπάτη της δημοκρατίας, που μας «σαπίζει»,όπως έλεγε.
Ρήσεις Δραγούμη
«Θέλω να είμαι ωραίο δείγμα Έλληνος. Να σκοπός μιας ζωής!»
«Να ξέρετε πως αν σώσουμε τη Μακεδονία, η Μακεδονία θα μας σώσει… Αν τρέξουμε να σώσουμε τη Μακεδονία, εμείς θα σωθούμε…»
«Δεν ξέρω αν είμαστε καθαροί απόγονοι των αρχαίων. Είτε καθαροί, είτε κι ανακατωμένοι, μιλούμε όμως γλώσσα ελληνική».
«Ξεσκέπασε τη δημοτική παράδοση και πρόσωπο με πρόσωπο θα αντικρίσεις γυμνή την ψυχή σου».
«Εκείνο που με συνδέει μ' έναν τόπο δεν είναι το καλοκαίρι, είναι ο χειμώνας, και με τους ανθρώπους, οι λύπες της αγάπης».
«Η φρονιμάδα είναι τυφλή. Η τρέλα έχει μάτια και βλέπει».
Ο Όσιος πατήρ Παΐσιος ο Αγιορείτης γεννήθηκε από ευλαβείς γονείς, τον Πρόδρομο και την Ευλαμπία Ενζεπίδη, στα Φάρασα της Καππαδοκίας στις 25 Ιουλίου του 1924 μ.Χ., λίγες μέρες πριν από τη φυγή των Φαρασιωτών από την πατρώα γη για την Ελλάδα. Στη βάπτισή του, ο Όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης (βλέπε 10 Νοεμβρίου), ο πλήρης ημερών και αγιότητος βίου κοσμούμενος ιερέας των Φαράσων, τον ονόμασε Αρσένιο, «για να τον αφήσει καλόγερο στο πόδι του», όπως χαρακτηριστικά είπε.
Στην Ελλάδα, η οικογένεια του μικρού Αρσενίου εγκαταστάθηκε στην Κόνιτσα της Ηπείρου, όπου ο ίδιος πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια. Γαλουχούμενος με τις διηγήσεις για το θαυμαστό βίο του Αγίου Αρσενίου, έλεγε ότι θα γίνει μοναχός από την ηλικία των 5 ετών! Και αφού έμαθε να διαβάζει, αγαπημένη του ασχολία υπήρξε η ανἀγνωση των βίων των Αγίων, των οποίων εμιμείτο τους ασκητικούς αγώνες με θερμό ζήλο.
Μετά από τις εγκύκλιες σπουδές του δε θέλησε να συνεχίσει στα γράμματα, αλλά προτίμησε να μιμηθεί το Χριστό και μαθήτευσε στην τέχνη του ξυλουργού, την οποία άσκησε με επιμέλεια και δεξιοσύνη. Στην ηλικία των 15 ετών αξιώθηκε της θέας του Κυρίου, για ένα μόνο φιλότιμο λογισμό, μέσω του οποίου απέκρουσε μία δαιμονική προσβολή του πειρασμού της απιστίας. Από τότε φούντωσε μέσα του ακόμη περισσότερο η φλόγα της αγάπης του Θεού και ο πόθος για τη μοναχική ζωή.
Ακολούθησαν καιροί ταραχής και αναστάτωσης για την Ελλάδα, λόγω της ξένης Κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Ο Όσιος όμως, τόσο ως πολίτης όσο και ως στρατιώτης κατά τη θητεία του (1945 - 1949 μ.Χ.), επέδειξε απαράμιλλο θάρρος και αυτοθυσία. Ήταν πρόθυμος να δώσει κάθε στιγμή και τη ζωή του ακόμα για τη σωτηρία των άλλων. Ευρισκόμενος μάλιστα συχνά μέσα στον καταιγισμό των φονικών πυρών, συνέβη να σώσει με τις θερμές προσευχές του πολλούς στρατιώτες, αλλά να σωθεί και ο ίδιος με τρόπο θαυμαστό.
Επειδή το μεγαλύτερο διάστημα της στρατιωτικής του θητείας το υπηρέτησε με την ειδικότητα του ασυρματιστή, πολλές εκδόσεις αφιερωμένες στη ζωή του Οσίου τον αναφέρουν ως «Ασυρματιστή του Θεού». Μάλιστα, ο Όσιος φέροντας ως παράδειγμα την ειδικότητά του στον στρατό, απάντησε σε κάποιον που αμφισβητούσε τη χρησιμότητα της μοναχικής ζωής ότι οι μοναχοί είναι «ασυρματιστές του Θεού», εννοώντας την θερμή τους προσευχή και την έγνοια τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα.
Ύστερα και από αυτές τις περιπέτειες, θέλησε να καταταγεί στο αγγελικό τάγμα των μοναχών, με τα φτερά που δίνει ο θείος έρωτας. Έτσι, μετέβη στο Άγιον Όρος, αναζητώντας έναν οδηγό για τη ζωή της κατά Θεόν ησυχίας. Δεν κατάφερε όμως να εκπληρώσει αμέσως τον πόθο του. Παράλληλα, οι δικοί του βρέθηκαν την ίδια περίοδο σε μεγάλη οικονομική δυσκολία, οπότε τον κάλεσαν να τους βοηθήσει. Έτσι, επέστρεψε στην Κόνιτσα και εργάστηκε ως μαραγκός. Μετά από 3 χρόνια όμως (1953 μ.Χ.), σε ηλικία 29 ετών πλέον, εγκατέλειψε τα πράγματα του κόσμου και επέστρεψε στην Αθωνική Πολιτεία.
Αφού περιήλθε σκήτες και καλύβες, ακολούθησε τελικά τη συμβουλή ενός σεβάσμιου γέροντα και εντάχθηκε στην αδελφότητα της Ιερά Μονή Εσφιγμένου, γνωστής τότε για την αυστηρή της τάξη. Εκεί έζησε μέσα στην ολοτελή υπακοή και επιδόθηκε σε υπέρμετρη άσκηση, υπερβάλλοντας σε κόπους για χάρη του Χριστού και των αδελφών του. Έτσι, στις 27 Μαρτίου 1954 μ.Χ. εκάρη μοναχός. Έλαβε ρασοευχή και το όνομα Αβέρκιος. Έχοντας όμως άσβεστο μέσα του τον πόθο για τον ησύχιο και απράγμονα βίο, πήρε την ευλογία του Ηγουμένου και πήγε να μονάσει στην Ιερά Μονή Φιλοθέου, που ήταν τότε σε κατάσταση ιδιόρρυθμη. Εκεί προετοιμάστηκε για τη ζωή του ερημίτη, κάτω από την καθοδήγηση ενός διακριτικού και σοφού γέροντα, του γέροντα Συμεών. Στις 12 Μαρτίου 1956 μ.Χ., εκάρη μικρόσχημος μοναχός και έλαβε το όνομα «Παΐσιος», χάρη στο Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο τον β΄, ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του.
Τον Αύγουστο του 1958 μ.Χ., υπακούοντας σε θεία βουλή, δεν εγκαταστάθηκε στην έρημο, για την οποία προετοιμαζόταν, αλλά στην κατεστραμμένη Ιερά Μονή της Παναγίας του Στομίου, που βρίσκεται κοντά στην Κόνιτσα. Σε αυτήν έζησε 4 χρόνια, ζώντας ισάγγελο βίο, παλεύοντας με τους πειρασμούς, ευεργετώντας τους ανθρώπους της περιοχής, σώζοντας πολλούς από τις διδασκαλίες των προτεσταντικών ομάδων που δρούσαν εκεί, και ανακαινίζοντας με πολύ μόχθο το Μοναστήρι.
Τo 1962 μ.Χ., όταν και ολοκληρώθηκε το έργο της ανακαίνισης και ο κίνδυνος από τις ετερόδοξες ομάδες εξέλιπε, ο Όσιος παρακαλούσε μέσα στους πειρασμούς, που καθημερινά τον πολιορκούσαν, θερμά το Θεό να του δείξει το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει. Έτσι, δέχθηκε ως θεόσταλτη την πρόσκληση κάποιου ιεροδιακόνου να τον συνοδεύσει στο θεοβάδιστο Όρος του Σινά. Πάνω σε κείνον τον άνυδρο και ξερό τόπο, στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης, έζησε επιτέλους αυτό που χρόνια ποθούσε, την προς Θεόν μόνωση.
Αγωνιζόμενος με πολλή ταπείνωση, διαρκή νηστεία, ακατάπαυστη αγρυπνία και αδιάλειπτη προσευχή, κατάφερε να υπερνικήσει τις παγίδες του μισόκαλου εχθρού και να απολαύσει την ένωση με το Θεό. Γεμάτος από τη χάρη της θείας παρακλήσεως, απολάμβανε την κατά Θεόν ευφρόσυνη μέσα στο καμίνι της απαράκλητης ερήμου. Έγινε μάλιστα ιδιαίτερα αγαπητός στους Βεδουίνους, δίνοντάς τους τρόφιμα με χρήματα από την πώληση στους προσκυνητές ξύλινων σταυρών που έφτιαχνε ο ίδιος.
Δεν θα υπήρχε, έτσι, κανένας λόγος να εγκαταλείψει το στάδιο εκείνο της αρετής, εάν – φεύ! – δεν ενέσκηπτε η σωματική ασθένεια από το τραχύ κλίμα, η οποία τον ανάγκασε να επιστρέψει στην κατά σάρκα πατρίδα του. Επανερχόμενος στο Άγιον Όρος το 1964 μ.Χ., δεν ελάττωσε το πλήθος των ασκητικών αγώνων του, παρά την καταβολή του σώματος, καθώς στο πνεύμα διατηρούσε την πρότερη ζέση του. Ζώντας λοιπόν ως ξένος και παρεπίδημος στη γη, έφτασε να γίνει πολίτης του ουρανού.
Έχοντας, συνεπώς, την πράξη ως την «επίβασιν» της θεωρίας, έφτασε σε υψηλά μέτρα και έγινε κοινωνός θείων μυστηρίων. Εντρύφησε έτσι και στην ωραιότητα του Κυρίου, ενώ επιπλέον έτυχε και της Θεομητορικής ευλογίας. Συνομίλησε με αγίους που εμφανίστηκαν μπροστά του, βίωσε την όραση του Άγγελου Φύλακά του, άκουσε αγγελικούς ύμνους και καταυγάσθηκε από το ουράνιο φως.
Το 1966 μ.Χ. ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Κέντρο Νοσημάτων Θώρακος Βορείου Ελλάδας (Νοσοκομείο Παπανικολάου). Υποβλήθηκε σε εγχείρηση, με αποτέλεσμα μερική αφαίρεση των πνευμόνων. Στο διάστημα μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιον Όρος φιλοξενήθηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Άγιον Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μ.Χ. μετακινήθηκε στα Κατουνάκια και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπατίου (Βλάχικα).
Στις 12 Αυγούστου 1968 μ.Χ. ο Όσιος Παΐσιος, εισήλθε στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα και μόνασε στο κελί του Τιμίου Σταυρού.
Το 1979 μ.Χ. αφήνει τον Τίμιο Σταυρό και αναζητώντας κελί πηγαίνει στην εγκαταλελειμμένη «Παναγούδα». Εκεί ο Όσιος εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει ένα κελί με «ομόλογο», όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος τη ζωής του. Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού τον επισκεπτόταν. Ήταν μάλιστα τόσο το πλήθος ώστε να υπάρχουν και ειδικές σημάνσεις που επεσήμαναν τον δρόμο προς το κελί του, ώστε να μην ενοχλούν οι επισκέπτες τους υπολοίπους μοναχούς. Επίσης δεχόταν πάρα πολλές επιστολές. Όπως έλεγε ο Όσιος στενοχωρείτο πολύ, γιατί από τις επιστολές μάθαινε μόνο για διαζύγια και ασθένειες ψυχικές ή σωματικές. Παρά το βεβαρημένο πρόγραμμά του, συνέχιζε την έντονη ασκητική ζωή, σε σημείο να ξεκουράζεται ελάχιστα, 2 με 3 ώρες την ημέρα. Εξακολούθησε όμως να δέχεται και να προσπαθεί να βοηθήσει τους επισκέπτες. Συνήθιζε επίσης να φτιάχνει «σταμπωτά» εικονάκια τα οποία χάριζε στους επισκέπτες σαν ευλογία.
Σε όλη αυτήν την καθημερινή κούραση του Οσίου Παϊσίου έρχονται να προστεθούν και τα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του οι πόνοι από τις διάφορες αρρώστιες όπως κολίτιδα, η οποία του άφησε μόνιμα δυσπεπτικά, βουβωνοκήλη και κυρίως από τον καρκίνο που του είχε διαγνωσθεί, γίνονταν όλο και περισσότεροι. Παρ' όλ' αυτά όμως αυτός ήταν ήρεμος και υπέμενε χωρίς να διαμαρτύρεται καθόλου. Αντιθέτως συνέχιζε να προσεύχεται για όλους.
Μετά το 1993 μ.Χ. παρουσίαζε αιμορραγίες για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί, λέγοντας ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Το Νοέμβριο του ίδιου έτους βγήκε για τελευταία φορά από το Άγιον Όρος και πήγε στη Σουρωτή, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου (10 Νοεμβρίου). Εκεί έμεινε για λίγες μέρες και ενώ ετοιμαζόταν να φύγει ασθένησε και μεταφέρθηκε στο Θεαγένειο, όπου έγινε διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο. Θεώρησε τον καρκίνο εκπλήρωση αιτήματός του προς το Θεό και ωφέλιμο για την πνευματική του υγεία. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 μ.Χ. χειρουργήθηκε. Παρότι η ασθένεια δεν έπαυσε, αλλά παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ, ο Όσιος ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιον Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει.
Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοίνωσαν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του. Κοιμήθηκε την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 μ.Χ. και ώρα 11:00 και ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης.
Στις 13 Ιανουαρίου 2015 συνήλθε η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και αποφάσισε την κατάταξη του Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου στο Αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου έχει ως εξής:
Όλου νοητώς δράττεταί σου νυν Λόγε, H κρασπέδου σού, πριν μόνου δραξαμένη.
Για τη θεραπεία της αιμορροούσης γυναικός, που κατά την παράδοση ονομαζόταν Βερονίκη, μπορεί να διαβάσει ο αναγνώστης στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο κεφάλαιο Θ' στ. 20-22, στο κατά Μάρκον κεφάλαιο Ε' στ. 25-34 και στο κατά Λουκάν κεφάλαιο Η' στ. 43-49.
Ο Συναξαριστής του Αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου αναφέρει, ότι η αγία αυτή καταγόταν από την πόλη Πανεάδα. Όταν τη γιάτρεψε ο Κύριος από την ασθένεια της αιμορραγίας, αυτή για να Τον ευχαριστήσει, φιλοτέχνησε τον ανδριάντα Του και τον έστησε μπροστά στο σπίτι της για να προσκυνείται απ' όλους. Μάλιστα στη βάση του ανδριάντα, φύτρωσε βότανο που θεράπευε διάφορες ασθένειες. Αργότερα η Βερονίκη έγινε μέλος της πρώτης Εκκλησίας, και αφού έζησε αγία ζωή, ειρηνικά παρέδωσε το πνεύμα της.
Οι Άγιοι μάρτυρες Πρόκλος και Ιλάριος, έζησαν την εποχή του αυτοκράτορα των Ρωμαίων Τραϊνού (98 - 117 μ.Χ.) και του ηγεμόνα Μαξίμου.
Πρώτος συνελήφθη ο Άγιος Πρόκλος και αφού διακήρυξε την πίστη του στον Θεό ενώπιον του αυτοκράτορα, οδηγήθηκε στον ηγεμόνα να υποβληθεί σε βασανιστήρια. Πρώτα λοιπόν του έκαψαν την κοιλιά με αναμμένους δαυλούς, στην συνέχεια του ξέσκισαν όλο το σώμα με σιδερένια νύχια, έπειτα τον κρέμασαν και τέλος πάρθηκε η απόφαση να θανατωθεί με τόξα.
Καθ' οδόν λοιπόν προς τον τόπο του μαρτυρίου, ο Άγιος συνάντησε τον ανιψιό του Ιλάριο, ο οποίος χαιρέτησε τον θείο του. Γι' αυτό τον λόγο συνελήφθη.
Έτσι αφού θανατώθηκε ο Άγιος Πρόκλος με τα τόξα στη συνέχεια θανατώθηκε και ο Ιλάριος, αφού πρώτα ρωτήθηκε αν είναι και αυτός χριστιανός. Έτσι έλαβαν τον στέφανο του μαρτυρίου.
Ο Όσιος Νικόδημος, κατά κόσμο Νικηφόρος, ασκήτευε σε κελλί κοντά στη μονή Βατοπαιδίου στις αρχές του 14ου μ.Χ. αιώνα. Προήρχετο από το όρος του Αυξεντίου, που βρισκόταν κοντά στη Χαλκηδόνα της Μικράς Ασίας και αποτελούσε περίφημο μοναστικό κέντρο από τον 5ο μ.Χ. αιώνα. Λόγω επιδρομών των Τούρκων ήλθε στο Άγιον Όρος και εγκαταστάθηκε πλησίον της μονής Βατοπαιδίου. Εκεί τον βρήκε ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (βλέπε 14 Νοεμβρίου) ασκούμενο και λόγω της μεγάλης του αρετής θέλησε να του υποταχθεί. Πληροφορίες σχετικές μας δίνει ο Άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος (βλέπε 11 Οκτωβρίου) στην εξαίσια βιογραφία του: Ο άγιος Γρηγόριος «παρά τη του Βατοπεδίου γενόμενος λαύρα Νικοδήμω φοιτά τω γενναίω, ανδρί θαυμαστώ κατά τε πράξιν και θεωρίαν, ως οι Άθω παροικούντες πλην ολίγων είσασι πάντες, κατά μεν τον Αυξεντίου βουνόν, ος απαντικρύ Βυζαντίου προς ανατολάς εν Χρυσουπόλει πέραν προς τω άκρω κείται της Προποντίδος, πρότερον πάσαν αρετής οδόν ησκηκότι προς άκρον, εν τη του Βατοπεδίου δ΄ ες ύστερον γενομένω και τους αυτούς της αρετής άθλους μετά της σης σπουδής και της προθυμίας επί πλείστον διηνυκότι, ένθα δη και του θαυμαστού και μακαρίου μακαρίως διά Χριστόν τετύχηκε τέλους. Τούτω τοίνυν καλώς ο καλός εκεί Γρηγόριος προσελθών αυτού πού σκηνουμένω καθ’΄ησυχίαν και κείρεται παρ’ αυτού και προς υποταγήν εαυτόν τελείαν εκδίδωσιν».
Ευρισκόμενος πλησίον του θεοφόρου αυτού Γέροντος ο Άγιος Γρηγόριος είχε τελεία υπακοή και υποταγή, συνεχή νηστεία και αγρυπνία, ακατάπαυστη προσευχή, θερμή θεοτοκοφιλία, αγιοφάνειες και υψηλές πνευματικές καταστάσεις, στις όποιες τον οδηγούσε και διατηρούσε ο θεωρητικός και διακριτικός όσιος Νικόδημος. Κατά την περίοδο αυτή κατόπιν παρουσίας του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου του υποδείχθηκε να επαναλαμβάνει στην προσευχή του· «Φώτισόν μου το σκότος».
Ολοι οι βιογράφοι του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά αναφέρονται στον Γέροντα του όσιο Νικόδημο και τον ονομάζουν: «γενναίον και θαυμαστόν Μοναχόν κατά πράξιν και θεωρίαν, γνωστόν εις ολόκληρον το Άγιον Όρος διά την αρετήν του». «Πολύ γνωστόν σε όλους τους αγιορείτας. ο Νικόδημος ζούσε ησυχαστικά και ήταν μεγάλος Γέροντας». Πηγή όλων των πληροφοριών είναι ο άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος.
Κατά τον άγιο Φιλόθεο· «Τρίτος ενιαυτώς τω Γρηγορίω μετά την αποταγήν ην και Νικόδημος ο καθηγητής και πατήρ πλήρης ημερών των τε Θεών ομού γεγονώς και των ανθρωπίνων ευκλεώς και μακαρίως όντως εξεδήμει προς Κύριον». Έμεινε λοιπόν ο άγιος Γρηγόριος παρά τον όσιο Νικόδημο επί μία τριετία (1319 - 1322 μ.Χ.).
Η μνήμη του οσίου Νικοδήμου τιμάται στις 11 Ιουλίου. Ακολουθία εποίησε ο υμνογράφος Χαραλάμπης Μπούσιας.
Eις την Σύνοδον. Θεού Λόγου σάρκωσιν αψευδεστάτην, O φάσμα φάσκων Eυτυχής καθηρέθη.
Θέσκελον ἑνδεκάτῃ Ὅρον ἐμπεδοῖ Εὐφημίη.
Κατά την ήμερα αυτή, γίνεται ανάμνηση του θαύματος που έγινε από την αγία Ευφημία, όταν, κατά την εποχή του Μαρκιανού και της Πουλχερίας, συντάχθηκαν δύο τόμοι που περιείχαν τον όρο της Συνόδου, που έγινε στη Χαλκηδόνα (451 μ.Χ.) και ήταν ένας των ορθοδόξων και ένας των Μονοφυσιτών. Για να πάψει λοιπόν η έριδα μεταξύ των δύο πλευρών, αποφασίστηκε να τεθούν και οι δύο τόμοι μέσα στη λάρνακα της αγίας Ευφημίας, για να φανεί ποιόν από τους δύο θα δεχτεί η Αγία. Μετά την αποσφράγιση της λάρνακας, βρέθηκε ο μεν των αιρετικών τόμος στα πόδια της Αγίας πεταμένος, ο δε των ορθοδόξων στο στήθος της.
Να σημειώσουμε ότι η κυρίως μνήμη του μαρτυρίου της αγίας Ευφημίας τελείται στις 16 Σεπτεμβρίου.
Ο Όσιος Αντώνιος γεννήθηκε το 983 μ.Χ. και έζησε στα χρόνια του βασιλιά Ρωμανού Αργυρόπουλου και Βλαδίμηρου του ευσεβούς άρχοντα της Ρωσίας. Ο Αντώνιος το 1012 μ.Χ. ήλθε στο Άγιον Όρος, όπου εκάρη μοναχός στη Μονή Εσφιγμένου. Κατόπιν επέστρεψε στη Ρωσία και έγινε πατέρας του Μοναστικού Τάγματος των Ρώσων. Αλλά επειδή ο Σιατοπόλκος κήρυξε διωγμό κατά των μοναχών, ο Αντώνιος επέστρεψε στο Άγιον Όρος, κοντά στον Γέροντα του Θεόκτιστο. Όταν όμως επανήλθε η τάξη στη Ρωσία με τον Ιαροσλάβο, ο Αντώνιος επέστρεψε στη Ρωσία, όπου έκανε πολλούς μοναχούς και έκτισε τη θαυμαστή Μονή Πετσέρσκβοϊ, στην οποία απεβίωσε ειρηνικά σε ηλικία 90 χρονών.
Ο μεγαλύτερος πλούτος του πανσέβαστου Αγίου Όρους είναι αναμφισβήτητα το πλήθος των αγίων του. Ο όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (βλέπε 14 Ιουλίου) στον ωραιότατο εγκωμιαστικό του λόγο προς αυτούς αναφέρει: «Άγιον Όρος θέλει να είναι τόπος αγιότητος· τόπος καθαρότητος· τόπος όπου απάτησαν τόσων αγίων πόδες. Τόπος, όστις έχει έζυμωμένα τα χώματα από τα αίματα, από τους ιδρώτας, και από τα δάκρυα εκατοντάδων και χιλιάδων οσίων πατέρων, εν ενί λόγω το Άγιον Όρος είναι τόπος αρετής και αγαθοεργίας».
Ο ωραίος αυτός τόπος απέβη εργαστήρι αρετής, καλλιέργειας, και τελειοποιήσεως πολλών ψυχών. Ορθά ειπώθηκε: «Τους μοναχούς τους κατοικούντας εν αυτώ τρέφουν πνευματικώς όχι τόσον η φυσική διαμόρφωσις και αι λοιπαι φυσικαι καλλοναί, αι οποίαι συμβάλλουν οπωσδήποτε εις την φυχικήν ειρήνην και ανάτασιν, όσον αι ιδιαίτεραι υποσχέσεις και ευλογίαι, αι οποίαι εδόθησαν εις αυτούς από την μητέρα του Θεού, την Κυρίαν Θεοτόκον. Συμφώνως προς τας παραδόσεις, το Άγιον Όρος εδόθη εις αυτήν υπό του υιού της ως κλήρος». Αυτά αναφέρονται σε λόγο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά του και Βατοπαιδινου (βλέπε 14 Νοεμβρίου), για τον όσιο Πέτρο τον Aθωνίτη (βλέπε 12 Ιουνίου) τον 14ο αιώνα μ.Χ. Κατα τον βίο του οσίου Κοσμά του Ζωγραφίτου (βλέπε 22 Σεπτεμβρίου), κατα μία εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, όταν επισκέφθηκε ως προσκυνητής την πανηγυρίζουσα μονή Βατοπαιδίου, «είδε μίαν γυναίκα υπηρετούσαν και επιμελουμένην της Εκκλησίας ομοίως και της τραπέζης του Μοναστηρίου· και μη γινώσκων ότι αυτη ήτο η Yπεραγία Θεοτόκος ελυπήθη πολύ, διότι δήθεν οι μοναχοί δέχονται και γυναίκας μέσα εις τα Μοναστήρια, όπερ είναι πράγμα κινδυνώδες. Αφού λοιπόν επέστρεψε πάλιν εις του Ζωγράφου, βλέπων αυτόν ο Ηγούμενος περίλυπον σφόδρα, τον ηρώτησεν την αιτίαν· ο δε όσιος είπεν εις αύτον τα άνωθι· τότε ο Ηγούμενος του λέγει: «Γίνωσκε τέκνον, ότι εκείνη η γυνή, την οποίαν είδες ήτο η Υπεραγία Θεοτόκος, η προστάτις του Μοναστηρίου εκείνου, και παντός του Όρους τούτου».
Ο δε άγιος Μάξιμος ο Γραικός και Βατοπαιδινός (βλέπε 21 Ιανουαρίου), τον 16ο αιώνα μ.Χ., αναφέρει την επίσκεψη της ίδιας της Θεοτόκου στη μονή Βατοπαιδίου: «Η Θεοτόκος τότε μετέβη μετά του Αποστόλου Ιωάννου εις το Άγιον Όρος επί πλοίου, αφού δε πρώτον προσωρμίσθησαν εις όν τόπον νυν εύρηται η μονή Ιβήρων, εκείθεν μετέβησαν πεζή ένθα σήμερον μεν υπάρχει η μονή του Βατοπεδίου…». Οι βίοι των Βατοπαιδινών αγίων χαρακτηρίζονται από την έντονη θεοτοκοφιλία τους, ενώ η μονή χαρακτηρίζεται θεομητροφύλακτος και θεομητροσκέπαστος. Δεν νομίζουμε ότι υπάρχει άλλη μονή σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο, που να συγκεντρώνει εντός των τειχών της επτά θαυματουργές εικόνες της Θεοτόκου. Δίκαια ο μακαριστός Γέροντας Εφραίμ ο Κατουνακιώτης έλεγε (και μάλιστα μετά την εγκατάσταση της συνοδίας του Γέροντα Ιωσήφ): «Έαν το Αγιον Όρος είναι το Περιβόλι της Παναγίας, η μονή Βατοπαιδίου είναι ο θρόνος της»!
Υπάρχουν διάφορες παραδόσεις για το πότε πρωτοεμφανίσθηκαν μοναχοί στο Άγιον Όρος - πάντως πριν από τον 9ο αιώνα μ.Χ.- καθώς και για την ίδρυση της μονής Βατοπαιδίου. Μία παράδοση, του 16ου αιώνα μ.Χ. αναφέρει την ίδρυσή της από τον Μέγα Κωνσταντίνο, την καταστροφή της από τον Ιουλιανό τον Παραβάτη και την επανίδρυση της από τον Μέγα Θεοδόσιο, κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. Κατά τη διήγηση αυτή ο υιός του αυτοκράτορος Θεοδοσίου Αρκάδιος διασώθηκε από ναυάγιο και βρέθηκε σε βάτο παρά την μονή· «τη αντιλήφει της Θεομήτορος, ευρεθεις υπό τινας βάτους παρα την Μονήν, εξ ού γεγονότος απεδόθη αύτη η επωνυμία Βατοπαίδιον εκ του βάτος και παιδίον». Στη συνέχεια «από του 4ου έως των αρχών του 10ου αιώνος περίπου, αι παραδόσεις αναφέρουν την ύπαρξιν της Μονής ευημέρου και θαυμαστής ούτως, ώστε προεκάλεσε τους πειρατάς, οι οποίοι και κατέστρεφαν αυτήν». Σε πρόσφατη αρχαιολογική ανασκαφή γύρω από το Καθολικό της μονής βρέθηκαν θεμέλια παλαιοχριστιανικής βασιλικής.
Τον 10ο αιώνα μ.Χ., αρχίζει η τεκμηριωμένη ιστορία της μονής, όταν οι τρεις ευγενείς άρχοντες Άδριανουπολίτες, Νικόλαος, Αθανάσιος και Αντώνιος, στέλνονται από τον όσιο Αθανάσιο τον Άθωνίτη (βλέπε 5 Ιουλίου), τον κτίτορα της Μεγίστης Λαύρας, ο όποιος διατύπωσε και το τυπικό της, να επανιδρύσουν την κατεστραμένη μονή και να γίνουν οι όσιοι κτίτορές της. Το 985 μ.Χ. υπογράφει ο πρώτος ηγούμενος της μονής Νικόλαος έγγραφό της. Το 1992 μ.Χ. ανοίχθηκε ο τάφος των οσίων κτιτόρων και βρέθηκαν τα τίμια λείψανα τους στο Μεσονυκτικό του Καθολικού της μονής. Σύντομα η άρετή των οσίων κτιτόρων σύναξε πλησίον τους πολλούς μοναχούς, άρκετοι των οποίων διακρίθηκαν στην αρετή και τη σοφία. Οι δέκα αιώνες της συνεχούς ιστορίας της μονής πρόσφεραν πολλές ψυχές ωραιοποιημένες στον ουρανό και όχι λίγες με το φωτοστέφανο της αγιότητος. Είναι μάλιστα γεγονός αδιαμφισβήτητο πώς «σ’ ένα μοναστήρι, όπως το Βατοπαίδι, με τόσο πλούσια ιστορία και πνευματική παράδοση, οι άγιοι που έζησαν και έδρασαν σε αυτό δεν παρουσιάζουν μόνο μία ανάγλυφη εικόνα της ιστορίας του, αλλά και της πνευματικής ταυτότητάς τους».
Οι γνωστοί άγιοι της μονής είναι σήμερα πέραν των 66. Ασφαλώς υπάρχουν και άλλοι, άγνωστοι σε εμάς και γνωστοί στον Θεό, τα ονόματα των όποίων θα μας αποκαλυφθούν «εν τη εσχάτη ημέρα εκείνη». Η μελέτη των θαυμαστών βίων των αγίων αυτών, που έχουν άμεση η έμμεση σχέση με τη μονή του Βατοπαιδίου, επειδή εκοιμήθησαν σε αυτήν ή διήλθαν για λίγο ή περισσότερο από αυτή, θα μας φανερώσει, εκτός των άλλων πραγμάτων, και το εύρος της πνευματικής της ακτινοβολίας σε όλη τη διάρκεια της υπερχιλιετούς λαμπρής ιστορίας της.
Οι άγιοι της ιερας μονής Βατοπαιδίου την ανέδειξαν κυρίως σε ορθόδοξο προμαχώνα, κάστρο άπαρτο της Ορθοδοξίας, του ασκητισμού, της θεολογίας, της ομολογίας και του μαρτυρίου. Ανεδείχθη πράγματι δια των αγίων της η μεγάλη μονή σε σπουδαίο ησυχαστικό κέντρο, ανθενωτική μάνδρα, ακρόπολη διαφωτισμού, λαμπρό κοινόβιο του αγιότεκνου και αγιόστροφου, πολύτεκνου και καλλίτεκνου Αγίου Όρους. Δεν είναι διόλου μικρής σημασίας ότι οι ιερές μορφές, ως του μεγάλου πατρός της Εκκλησίας μας και έξοχου υπέρμαχου της ησυχαστικής παραδόσεως, του εξαίσιου θεολόγου των ακτίστων ενεργειών του Θεού και της κατά χάριν θεώσεως του ανθρώπου, του θεοφόρου Γρηγορίου του Παλαμά (βλέπε 14 Νοεμβρίου), μετέπειτα μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, και του πολύσοφου ιεραποστόλου αγίου Μαξίμου του Γραικού (βλέπε 21 Ιανουαρίου), του μαρτυρικού φωτιστή των Ρώσων, και τόσων άλλων, ανδρώθηκαν πνευματικά στο εξαίσιο αυτό μοναστήρι. Αξιοσημείωτο επίσης είναι κάτι που επιβεβαιώνει και τα παραπάνω, ότι «αντιπροσωπεία της Μονής είχε μετάσχει στη σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας παρά το πλευρό του αγίου Μάρκου του Ευγενικού (βλέπε 19 Ιανουαρίου), ο οποίος συνδεόταν στενά με το Βατοπαίδι και επιθυμούσε διακαώς να μονάσει σ’ αυτό».
Είναι γεγονός πως οι άγιοι της μονής μαζί με τα χαριτόβρυτα τίμια λείψανα των αγίων, τις πολλές θαυματουργές εικόνες της Θεοτόκου και την πανακήρατη Τιμία Ζώνη της, είναι ο μεγαλύτερος πλούτος της. Μόνη αυτή η «παραγωγή» της καταξιώνει την ύπαρξή της, αφού μια μονή είναι πρωτίστως εργαστήρι άρετής και χωνευτήρι αγιότητος. Οι άγιοι της μονής, κατά τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή εποχή και σε όλη την τουρκοκρατία, έπαιξαν ρόλο στην ανάπτυξη της ιστορίας της και φανέρωσαν τον υψηλό βαθμό της πνευματικότητός της. Οι θεσπέσιοι βίοι τους, οι ψυχωφελείς διδαχές και τα μυρίπνοα έργα τους, οι εικόνες και τα χαριτόβρυτα λείψανά τους αποτελούν πηγή εμπνεύσεως, παρακίνηση για μίμηση των μακρών ασκητικών τους άγώνων, επίτευξη θείων στόχων, όχι μόνο της σημερινής, άνθούσης, φιλόθεης αδελφότητος, αλλά και των ευλαβών προσκυνητών και όλων των πιστών, αφού οι άγιοι της Ορθοδοξίας ανήκουν σε όλο το φιλάγιο πλήρωμα της Εκκλησίας και άποτελούν πλούτο και δόξα της.
Η Σύναξη των Βατοπαιδινών αγίων τιμάται πανηγυρικά κατ’ έτος στις 10 Ιουλίου με αγρυπνία.
Οι Άγιοι Σαράντα Πέντε Μάρτυρες μαρτύρησαν στη Νικόπολη της Αρμενίας και μεταξύ αυτών ήταν και οι πρόκριτοι της πόλεως Δανιήλ, Μαυρίκιος, Αντώνιος και Λεόντιος.
Όταν το 315 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Λικίνιος εξέδωσε διάταγμα κατά των χριστιανών, οι Σαράντα Πέντε αυτοί Άγιοι, πήγαν μόνοι τους στο δούκα και φανέρωσαν ότι είναι χριστιανοί. Σε ερώτηση του Λυσία, ποιος τους έπεισε να μη θυσιάζουν στους θεούς, αυτοί απάντησαν: «Ο Χριστός είναι εκείνος που μας δίδαξε και μας έπεισε να μη λατρεύουμε θεούς ανύπαρκτους, και να μη προσκυνούμε τα είδωλα τους». Οργισμένος ο δούκας, διέταξε και τους φυλάκισαν δεμένους χειροπόδαρα, χωρίς να τους δίδεται καθόλου ψωμί και νερό. Οι Άγιοι πέρασαν τη νύκτα προσευχόμενοι. Μεταξύ άλλων, έλεγαν: «Ευλογούμε, Κύριε, εσένα, το βασιλιά της δόξας. Διότι συ είσαι η αληθινή ζωή, που θυσιάστηκες για μας τους αμαρτωλούς, ο Υιός του αληθινού Θεού. Ένωσέ μας, Κύριε, ώστε όλοι μαζί με μια ψυχή να σε ομολογήσουμε και όλοι μαζί να πεθάνουμε». Το πρωί ο Λυσίας, αφού τους έβγαλε από τη φυλακή, τους ρώτησε αν μετάνιωσαν και επανήλθαν στους θεούς του κράτους. Οι Άγιοι με ένα στόμα απάντησαν: «χριστιανοὶ ἐσμέν». Είμαστε χριστιανοί. Με μανία τότε ο Λυσίας διέταξε και τους έκοψαν χέρια και πόδια, και έπειτα τους έριξαν στη φωτιά. Έτσι, όλοι μαζί αξιώθηκαν να πάρουν το αμάραντο στεφάνι του μαρτυρίου.
Ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Γεώργιος αναφέρεται στο Συνοδικό της Θεσσαλονίκης και μνημονεύεται στην 29η θέση. Το Συνοδικό αυτό είναι σημαντικό κείμενο και δέχθηκε μάλιστα κατά καιρούς εκκαθαρίσεις από πρόσωπα που είχαν αποκλίνει από τη δογματική ακρίβεια. Η τοποθέτηση του ονόματος του αρχιεπισκόπου Γεωργίου στο Συνοδικό προσδιορίζει ως χρόνο αρχιερατείας του στη Θεσσαλονίκη την τρίτη δεκαετία τού 11ου αιώνα μ.Χ.
Η εικονογράφηση του Γεωργίου στο ιερό βήμα της μονης Βατοπαιδίου είναι μάλλον μοναδική. Εικονίζεται σε στηθάριο στον χώρο της προθέσεως, στον βόρειο τοίχο, επάνω από το παράθυρο του νιπτήρα, ως επίσκοπος με ανοιχτόχρωμο φελόνιο και ωμοφόριο, αγένειος, με το δεξί του χέρι να ευλογεί και το αριστερό να βαστά κλειστό ευαγγέλιο. Έχει και την επιγραφή: Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ.
Το ωραιότατο Καθολικό της μονης Βατοπαιδίου κτίσθηκε τον 10ο αιώνα μ.Χ. και αγιογραφήθηκε περίτεχνα το 1312 μ.Χ. από Θεσσαλονικείς αγιογράφους, που πλησιάζουν την τέχνη του Πανσέληνου στον πάνσεπτο ιερό ναό του Πρωτάτου στις Καρυές Αγίου Όρους. Μολονότι πολλές τοιχογραφίες του Καθολικού είναι επιζωγραφισμένες, η παράσταση του αγίου Γεωργίου μετά και τον πρόσφατο επιμελή καθαρισμό παραμένει άθικτη.
Παράδοση της ιεράς μονής Βατοπαιδίου αναφέρει ότι ο άγιος Γεώργιος προερχόταν από Κελλί έξω της μονής, που αιτιολογεί και την εικονογράφηση του στο Καθολικό της μονής. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που του αποδίδονται, όπως ήταν αγένειος, φαίνεται ότι διατηρούνταν ως παράδοση και δύο αιώνες αργότερα, κατά την τοιχογράφισή του με άλλους αγίους της αγιότεκνης Θεσσαλονίκης.
Η μνήμη του είναι άγνωστη στους συναξαριστές. Συντιμάται μετά τών Βατοπαιδινών Αγίων στις 10 Ιουλίου. Επίσης συνεορτάζει στην Σύναξη όλων των αγίων της Θεσσαλονίκης, η οποία εορτάζεται κάθε χρόνο την Γ΄Ματθαίου (Κυριακή).