Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2023

Όσιος Πατάπιος


Φθαρτὸν λελοιπὼς Πατάπιε γῆς πὰτον,
Πατεῖς, ὅπου πατοῦσι πραέων πόδες.
Ὀγδοάτῃ Πατάπιε χλόης πέδον ἀμφεπάτησας.


Λειτουργικά κείμενα

Το δημοψήφισμα του 1974 και το τέλος της βασιλείας στην Ελλάδα

 Με το δημοψήφισμα για το Πολιτειακό της 8ης Δεκεμβρίου 1974, τερματίζεται οριστικά το καθεστώς της βασιλευομένης δημοκρατίας στην Ελλάδα.


Από τα εννέα δημοψηφίσματα που έχει γίνει στην χώρα μας από το 1862 και εντεύθεν τα επτά αφορούσαν το Πολιτειακό. Το πλέον καθοριστικό έγινε στις 8 Δεκεμβρίου 1974, λίγους μήνες μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, και σε αυτό ο ελληνικός λαός αποφάσισε σε συνθήκες πρωτοφανούς ελευθερίας και με συντριπτική πλειοψηφία στην κατάργηση της βασιλείας, που τόσα δεινά είχε επισωρεύσει στην Ελλάδα τον 20ο αιώνα και την εγκαθίδρυση καθεστώτος αβασίλευτης δημοκρατίας και συγκεκριμένα προεδρευομένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, όπως αποτυπώθηκε στο ισχύον Σύνταγμα του 1975.

Μία από τις πρώτες ενέργειες της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ήταν η επαναφορά σε ισχύ του Συντάγματος του 1952, την 1η Αυγούστου 1974, εκτός από τα άρθρα που αφορούσαν την Μοναρχία. Το Πολιτειακό θα λυνόταν οριστικά με δημοψήφισμα εντός 45 ημερών μετά την διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών, που προκηρύχθηκαν για τις 17 Νοεμβρίου και τις οποίες κέρδισε θριαμβευτικά η Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή με το 54, 37% των ψήφων.

Στις 22 Νοεμβρίου, μία μέρα μετά την ορκωμοσία της πρώτης εκλεγμένης μεταπολιτευτικής κυβέρνησης, εκδόθηκε προεδρικό διάταγμα, που όριζε την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος για το Πολιτειακό στις 8 Δεκεμβρίου. Ο ελληνικός λαός καλούνταν να αποφασίσει για τον τρόπο ανάδειξης του αρχηγού του κράτους και την επιστροφή ή όχι του Κωνσταντίνου, που ζούσε εξόριστος, μετά το αποτυχημένο κίνημα του κατά της δικτάτορα Παπαδόπουλου τον Δεκέμβριο του 1967 και την κατάργηση της μοναρχίας με το χουντικό δημοψήφισμα της 29ης Ιουλίου 1973, που χαρακτηρίστηκε νόθο.

Αμέσως ξεκίνησε η προεκλογική εκστρατεία, στην οποία δεν αναμίχθηκαν οι πολιτικοί αρχηγοί. Από την πλευρά των οπαδών της αβασίλευτης δημοκρατίας πρωτοστάτησαν ο δημοσιογράφος Μάριος Πλωρίτης, οι πανεπιστημιακοί καθηγητές Φαίδων Βεγλερής και Γεώργιος Μαγκάκης, καθώς και οι πολιτικοί Αλέκος Παναγούλης και ο Κώστας Σημίτης. Η πλευρά των οπαδών της βασιλευομένης δημοκρατίας εκπροσωπήθηκε κυρίως από τον απόστρατο στρατηγό Σοφοκλή Τζανετή. Στον Κωνσταντίνο δεν επετράπη να έλθει στην Ελλάδα και υποστήριξε τις απόψεις του μέσω τηλεοπτικών μηνυμάτων , γεγονός που προκάλεσε πολλά χρόνια αργότερα την γνωστή δήλωση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη περί «unfair» δημοψηφίσματος. Τον τόνο της προεκλογικής περιόδου έδωσαν οι οπαδοί της αβασίλευτης δημοκρατίας και η αφίσα που έμεινε στην ιστορία δια χειρός του σκιτσογράφου Σπύρου Ορνεράκη έδειχνε ένα πιτσιρίκι να κάνει το πιπί του μέσα σ’ ένα ανεστραμμένο στέμμα.

Το μόνο από τα πολιτικά κόμματα που τάχθηκε υπέρ του Κωνσταντίνου ήταν η Εθνική Δημοκρατική Ένωση του Πέτρου Γαρουφαλιά, που είχε μείνει εκτός Βουλής και συσπείρωνε χουντικούς και βασιλόφρονες. ΕΚ-ΝΔΠΑΣΟΚ και Ενωμένη Αριστερά (ΚΚΕ, ΚΚΕ εσ., ΕΔΑ) τάχθηκαν χωρίς περιστροφές υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας, ενώ η Νέα Δημοκρατία, που είχε στις τάξεις μεγάλο όγκο φιλοβασιλικών ψηφοφόρων, αποφάσισε να τηρήσει ουδέτερη στάση.

Το αποτέλεσμα της κάλπης ήταν συντριπτικό υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας. Υπέρ της καταμετρήθηκαν 3.244.748 ψήφοι (ποσοστό 69,18%), ενώ 1.445.857 πολίτες (ποσοστό 30,82%), επέλεξαν το πολίτευμα της βασιλευομένης δημοκρατίας. Η αποχή έφτασε το 25%. Η Κρήτη έδωσε τα μεγαλύτερα ποσοστά στην αβασίλευτη δημοκρατία, που ξεπέρασαν το 80%, και στους τέσσερις νομούς της, ενώ το ψηφοδέλτιο της βασιλευομένης δημοκρατίας κέρδισε μόνο σε δύο νομούς, την Λακωνία και την Ροδόπη. Ο Κωνσταντίνος δεν αμφισβήτησε το αποτέλεσμα και ευχήθηκε «ολοψύχως οι εξελίξεις να δικαιώσουν το αποτέλεσμα» του δημοψηφίσματος. Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής τόνισε με αποφασιστικότητα ότι «όλοι πρέπει να αναγνωρίσουν ότι ετερματίσθη οριστικώς η εκκρεμότης του Πολιτειακού».

Στις 15 Δεκεμβρίου παραιτήθηκε ο χουντικός Πρόεδρος της Δημοκρατίας Φαίδων Γκιζίκης και τρεις ημέρες αργότερα η Βουλή εξέλεξε προσωρινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας, μέχρι την ψήφιση του νέου Συντάγματος, τον βουλευτή επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας και πρώην δικαστικό Μιχαήλ Στασινόπουλο, μετά την άρνηση του πρώην πρωθυπουργού Παναγιώτη Κανελλόπουλου να κατέλθει ως υπερκομματικός.


Πηγή

Ροβέρτος Ρασταπόπουλος

 Χάρτινος ήρωας, πλασμένος από τη γραφίδα του βέλγου κομίστα Ερζέ το 1932. Είναι από τους δευταραγωνιστές της σειράς κόμικς με τις περιπέτειες του Τεντέν και πιστώνεται στους κακούς...


Χάρτινος ήρωας, πλασμένος από τη γραφίδα του βέλγου κομίστα Ερζέ το 1932. Είναι από τους δευταραγωνιστές της σειράς κόμικς με τις περιπέτειες του Τεντέν. Πιστώνεται στους κακούς της σειράς και δημιουργεί σοβαρά, αλλά όχι αξεπέραστα εμπόδια στον δαιμόνιο ρεπόρτερ με το χαρακτηριστικό τσουλούφι.

Ο Ροβέρτος Ρασταπόπουλος (Roberto Rastapopoulos, σύμφωνα με τον δημιουργό του) είναι ένας ελληνοαμερικανός επιχειρηματίας, ιδιοκτήτης των κινηματογραφικών στούντιο «Cosmos Pictures», τα οποία χρησιμοποιεί ως προκάλυμμα για τις παράνομες δραστηριότητές του. Φορά σχεδόν πάντα ένα καουμπόικο καπέλο, φέρει μονόκλ στο ένα μάτι κι εμφανίζεται πάντα μ’ ενα πούρο στο στόμα.

Πρωτοεμφανίσθηκε στην περιπέτεια του Τεντέν «Τα Πούρα του Φαραώ» («Les Cigares du pharaon»), που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο νεανικό ένθετο περιοδικό της βελγικής εφημερίδας «Le Vingtième Siècle» («Ο 20ος Αιώνας») από τις 8 Δεκεμβρίου 1932 έως τις 8 Φεβρουαρίου 1934. Αρχικά, ο Ρασταπόπουλος έδειξε φιλικές διαθέσεις προς τον Τετέν ως ένας συμπαθητικός κινηματογραφικός παραγωγός, αλλά στη συνέχεια αποκάλυψε το αληθινό του πρόσωπο, ως αδίστακτος αρχηγός συμμορίας.

Στην περιπέτεια «Ο Μπλε Λωτός» («Le Lotus bleu», δημοσιεύτηκε στην ίδια εφημερίδα από τις 9 Αυγούστου 1934 έως τις 17 Οκτωβρίου 1935) εμφανίζεται ως αρχηγός ενός καρτέλ οπίου και στην περιπέτεια «Η λίμνη με τους καρχαρίες» («Coke en stock», δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Le Journal de Tintin» από τις 31 Οκτωβρίου 1956 έως την 1η Ιανουαρίου 1958) ως δουλέμπορος με τον ψευδώνυμο Μαρκήσιος της Γκοργκοντζόλα.

Η τελευταία του παρουσία εντοπίζεται στην περιπέτεια «Πτήση 714 για Σίδνεϊ» ( «Vol 714 pour Sydney», δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Le Journal de Tintin» από τις 27 Σεπτεμβρίου 1966 έως τις 28 Νοεμβρίου 1967), όταν απαγάγει ένα εκατομμυριούχο, προκειμένου να βάλει στο χέρι τις καταθέσεις του στην Ελβετία. Μετά την περιπέτεια αυτή τα ίχνη του χάνονται.

Κάποιοι μελετητές του Τεντέν υποστηρίζουν ότι Ερζέ εμπνεύστηκε τον ήρωά του από τον βίο και την πολιτεία του Αριστοτέλη Ωνάση, ενώ άλλοι ισχυρίζονται ότι ο Ρασταπόπουλος είναι η προσωποποίηση του Μεφιστοφελή.


Πηγή

Νίκος Γκάτσος

 Ποιητής, στιχουργός και μεταφραστής, ο Νίκος Γκάτσος παραμένει μία ξεχωριστή περίπτωση για τα ελληνικά γράμματα.

Νίκος Γκάτσος (1911 – 1992)


Ποιητής, στιχουργός και μεταφραστής, ο Νίκος Γκάτσος παραμένει μία ξεχωριστή περίπτωση για τα ελληνικά γράμματα. Με μία μόνο ποιητική σύνθεση στο ενεργητικό του, την περίφημη και αξεπέραστη Αμοργό, που έγραψε μεσούσης της Κατοχής, θεωρείται ένας από τους κορυφαίους ποιητές μας.

Γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1911, κατ' άλλους στις 30 Απριλίου 1915, στα Χάνια Φραγκόβρυσης (Κάτω Ασέα) Αρκαδίας. Τελείωσε το Δημοτικό στο χωριό του και το Γυμνάσιο στην Τρίπολη, όπου μυήθηκε στη λογοτεχνία και έμαθε μόνος του ξένες γλώσσες. Στη συνέχεια μετακόμισε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στις αρχές της δεκαετίας του '30 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στα περιοδικά «Νέα Εστία» (1931) και «Ρυθμός» (1933). Γνώριζε ήδη αρκετά καλά Αγγλικά και Γαλλικά και είχε μελετήσει τον Παλαμά, το Σολωμό, το δημοτικό τραγούδι, όπως και τις νεωτεριστικές τάσεις της ευρωπαϊκής ποίησης.

Το 1943 κυκλοφόρησε την ποιητική του σύνθεση «Αμοργός», που προκάλεσε έντονο ενδιαφέρον και του χάρισε περίοπτη θέση στο Πάνθεον των ελλήνων ποιητών. Λέγεται ότι το μακρύ αυτό ποίημα γράφτηκε μέσα σε μια νύχτα με το σύστημα της «αυτόματης γραφής», που χρησιμοποιούν οι σουρεαλιστές δημιουργοί. «Μνημειώδες έργο του νεοελληνικού ποιητικού λόγου» χαρακτήρισε την «Αμοργό» ο στενός φίλος του Μάνος Χατζιδάκις, «επειδή περιέχει βαθύτατα την ελληνική παράδοση, δεν την εκμεταλλεύεται, ενώ συγχρόνως περιέχει όλη την ευρωπαϊκή θητεία του Μεσοπολέμου». Με την «Αμοργό» κλείνει και ολοκληρώνεται ο πρώτος κύκλος του ελληνικού υπερρεαλισμού, που είχε ανοίξει με τον Νικήτα Ράντο, τον πρώιμο Ελύτη, τον Εμπειρίκο και τον Εγγονόπουλο.

Από τότε έως τον θάνατό του, ο Γκάτσος δημοσίευσε μόνο τρία ποιήματα: «Ελεγείο» (1946), «Ο Ιππότης και ο θάνατος» (1947) και το «Τραγούδι του παλιού καιρού» (1963). Τη λυρική του φλέβα ο Νίκος Γκάτσος τη διοχέτευσε στους στίχους τραγουδιών, καταργώντας συχνά τα όρια ποίησης και στιχουργίας. Το έργο του είναι εντυπωσιακό σε ποσότητα και ποιότητα. Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Δήμος Μούτσης, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης και άλλοι συνθέτες μελοποίησαν στίχους του, που τραγουδήθηκαν από δημοφιλείς καλλιτέχνες και έγιναν μεγάλες επιτυχίες («Αθανασία», «Της γης το χρυσάφι», «Ρεμπέτικο», «Αρχιπέλαγος», «Πήρες το μεγάλο δρόμο», «Πορνογραφία», «Λαϊκή Αγορά», «Η Μικρή Ραλλού», «Μια γλώσσα, μια πατρίδα», «Αν θυμηθείς τ' ονειρό μου», «Η νύχτα», «Στον Σείριο υπάρχουνε παιδιά», «Αντικατοπτρισμοί», «Το κατά Μάρκον», «America, America», «Χάρτινο το Φεγγαράκι», «Πάει ο καιρός» κ.ά.).

Σπουδαίο είναι και το μεταφραστικό του έργο, το οποίο δοκιμάστηκε επί σκηνής. Μετέφρασε για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα («Ματωμένος Γάμος», «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα»), Αύγουστο Στρίνμπεργκ («Ο Πατέρας»), Ευγένιο Ο' Νηλ («Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα»), Λόπε ντε Βέγκα («Φουέντε Οβεχούνα») και Τενεσί Ουίλιαμς («Λεωφορείο ο Πόθος»).

Ο Νίκος Γκάτσος πέθανε στην Αθήνα στις 12 Μαΐου 1992 και τάφηκε στη γενέτειρά του.

Εργογραφία

  • «Όλα τα τραγούδια» (εκδόσεις Πατάκη): Περιλαμβάνει το σύνολο των τραγουδιών του Νίκου Γκάτσου, γνωστά και ανέκδοτα.
  • «Αμοργός» (Εκδόσεις Πατάκη)

Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2023

Άγιος Αμβρόσιος επίσκοπος Μεδιολάνων


Τὸ φθαρτὸν Ἀμβρόσιος ἐκδὺς σαρκίον,
Θείας μετέσχεν ἀμβροσίας ἀξίως.
Ἑβδόμῃ Ἀμβρόσιος ποτὶ ἄμβροτον ἤλυθεν οὖδας.


Λειτουργικά κείμενα

Το Μεγάλο Σχίσμα

 Με τον όρο «Σχίσμα» εννοούμε τη διάσπαση της αδιαίρετης κατά την πρώτη χιλιετία Χριστιανικής Εκκλησίας, που συνέβη συμβατικά το 1054...

Με τον όρο Σχίσμα εννοούμε τη διάσπαση της αδιαίρετης κατά την πρώτη χιλιετία Χριστιανικής Εκκλησίας, που συνέβη συμβατικά το 1054. Το Σχίσμα επηρεάστηκε από πολιτικούς, πολιτιστικούς και οικονομικούς παράγοντες, αλλά η βασική του αιτία δεν ήταν κοσμική, αλλά θεολογική. Οι Χριστιανοί της Ανατολής και της Δύσης διαφωνούσαν για τις Παπικές αξιώσεις και το Filioque.

Πολλούς αιώνες πριν από το Σχίσμα προέκυψαν ορισμένες διαφορές ανάμεσά τους, που σταδιακά τους αποξένωσαν. Αφορούσαν τον τρόπο της εκκλησιαστικής διοίκησης (Συνοδικό σύστημα στην Ανατολή, μονοκρατορία του Πάπα στη Δύση), τον τρόπο ερμηνείας της Παράδοσης (Filioque) και κυρίως τον τρόπο τέλεσης της Λατρείας (Εικονομαχία, διαφορές στη νηστεία και την τέλεση των μυστηρίων, χρήση αγαλμάτων στους ναούς της Δύσης, υποχρεωτική αγαμία για όλο τον κλήρο στη Δύση κ.ά).

Ωστόσο, η επιδείνωση των σχέσεων της Ορθόδοξης Ανατολής και της Λατινική Δύσης επιταχύνθηκε από τις γενικότερες πολιτικές εξελίξεις, που σημειώθηκαν κυρίως τον 8ο αιώνα, αποτέλεσμα των οποίων υπήρξε η ανασύσταση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τους Φράγκους, ως ανταγωνίστριας δύναμης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Ρώμη, που μέχρι τότε ήταν τμήμα του Βυζαντινού Κόσμου, περνούσε προοδευτικά στην επιρροή των Φράγκων, ιδιαίτερα από την εποχή του Καρλομάγνου. Από την περίοδο εκείνη υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις για το λεγόμενο Μεγάλο Σχίσμα και έλλειπαν μόνο οι αφορμές που δεν άργησαν να έλθουν.

Τα δύο μεγάλα «αγκάθια» που οδήγησαν στο Σχίσμα ήταν οι Παπικές Αξιώσεις και το Filioque. Οι Παπικές Αξιώσεις συνοψίζονται στο Πρωτείο του Ποντίφικα, έναντι των άλλων τεσσάρων Πατριαρχών της Ανατολής (Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας Αντιοχείας και Ιεροσολύμων). Στη Δύση υπήρχε μόνο μία μεγάλη επισκοπική έδρα που προέβαλε το προνόμιο της ίδρυσής της από τον Απόστολο Πέτρο. Η Ορθόδοξη Ανατολή δεν αρνείται το Πρωτείο της Εκκλησίας της Ρώμης, αλλά το εντάσσει στο πλαίσιο της Συνοδικότητας.

Η άλλη μεγάλη δυσκολία ήταν το Filioque. H διαμάχη είχε σχέση με τη διατύπωση του Συμβόλου της Πίστεως («Πιστεύω») για το Άγιο Πνεύμα. Το επίμαχο σημείο, όπως διαμορφώθηκε από τις Συνόδους Νικαίας και Κωνσταντινουπόλεως και ισχύει έως σήμερα στην Ορθόδοξη Εκκλησίας, είχε ως εξής: «…και εις το πνεύμα το Άγιον, το Κύριον, το Ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το συν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον…». Η Δυτική Εκκλησία παρενέβαλε μια πρόσθετη φράση «Και εκ του Υιού» (Filioque στα Λατινικά), έτσι ώστε το Σύμβολο της Πίστεως να διαβάζεται στο συγκεκριμένο σημείο: «…και εις το πνεύμα το Άγιον, το Κύριον, το Ζωοποιόν, το εκ του Πατρός και εκ του Υιού εκπορευόμενον, το συν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον …».

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας και ο Πάπας Παύλος ΣΤ ανακάλεσαν τους αφορισμούς το 1965.
Δεν υπάρχει βεβαιότητα για το πότε παρενεβλήθη η προσθήκη, φαίνεται όμως ότι κατάγεται από την Ισπανία και χρησιμοποιήθηκε από τους εκεί Χριστιανούς ως προστασία κατά της αίρεσης του Αρειανισμού. Οι Ορθόδοξοι αποκρούουν την προσθήκη του Filioque για δύο λόγους. Τη θεωρούν θεολογικό λάθος και υποστηρίζουν ότι η όποια αλλαγή στο Σύμβολο της Πίστεως θα πρέπει να γίνει μόνο με τη σύγκληση Οικουμενικής Σύνοδος.

Η πρώτη μεγάλη αντιπαράθεση μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας σημειώθηκε το 857 με τη διαμάχη Ιγνατίου και Φωτίου για τον Θρόνο του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Στη διαμάχη επενέβη ο Πάπας Νικόλαος Β', ο οποίος έθεσε το θέμα των Πρωτείων του και αξίωσε να έχει λόγο στην εκλογή του Πατριάρχη. Η αντιπαράθεση έληξε το 869 με αμοιβαίες υποχωρήσεις και αφού ο αυτοκράτορας Βασίλειος Α' ο Μακεδών είχε χρίσει Πατριάρχη τον εκλεκτό του Πάπα, Ιγνάτιο, στοχεύοντας στην υποστήριξή του, προκειμένου να κατοχυρώσει τα συμφέροντα του Βυζαντίου στην Ιταλία, που απειλούνταν από τους Φράγκους.

Η νέα διαμάχη, που έφθασε τα πράγματα στα άκρα και τη ρήξη, σημειώθηκε επί πατριαρχίας του Μιχαήλ Κηρουλάριου (1043-1059), ο οποίος θέλησε να αντιμετωπίσει αποφασιστικά την προσπάθεια του Πάπα Λέοντος Θ' (1049-1054) να επιβάλλει εκκλησιαστικές καινοτομίες στις βυζαντινές επαρχίες της Νότιας Ιταλίας. Ο Πάπας, περνώντας στην αντεπίθεση, αμφισβήτησε τον τίτλο του Οικουμενικού Πατριάρχη στον Μιχαήλ και ζήτησε να υπαχθούν στη δικαιοδοσία του οι Εκκλησίες της Βουλγαρίας και της Ιλλυρίας (σημερινής Αλβανίας).

Το επόμενο βήμα ήταν ο αφορισμός του Πατριάρχη από τον Πάπα. Ο απεσταλμένος του Πάπα στην Κωνσταντινούπολη καρδινάλιος Ουμβέρτος επέθεσε επιδεικτικά τη Βούλα Αφορισμού στην Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας στις 16 Ιουλίου 1054, πριν από την έναρξη της Θείας Λειτουργίας, παρόντων του Αυτοκράτορα και του Πατριάρχη. Αμέσως μετά, ο Ουμβέρτος και η ακολουθία του αναχώρησαν από την Κωνσταντινούπολη με προορισμό τη Ρώμη, έχοντας πληροφορηθεί τον θάνατο του Νικόλαου Β'. Καθώς περνούσαν από τη δυτική πύλη της Βασιλεύουσας, ο καρδινάλιος ακούστηκε να λέει «Ο Θεός ας δει και ας κρίνει». Μάταια ένας διάκονος έτρεξε πίσω του, παρακαλώντας τον να πάρει πίσω το έγγραφο του Αφορισμού. Ο Ουμβέρτος αρνήθηκε και πέταξε το έγγραφο στον δρόμο.

Η αντίδραση του Μιχαήλ ήταν άμεση. Παρά τις επιφυλάξεις του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ' του Μονομάχου, συγκάλεσε την ενδημούσα σύνοδο στις 24 Ιουλίου και ανταφόρισε όσους Παπικούς είχαν συντάξει τον αφορισμό ή συμφωνούσαν με το περιεχόμενό του. Επιπλέον, ζήτησε από τους υπόλοιπους Πατριάρχες να αποδεχθούν την απόφαση αυτή της ενδημούσας Συνόδου. Έτσι, οριστικοποιήθηκε το Μεγάλο Σχίσμα Ανατολικής και Δυτικής Χριστιανοσύνης, το οποίο επισφραγίστηκε με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204).

Μέχρι την Άλωση της Πόλης από τους Οθωμανούς Τούρκους (1453) έγιναν κάποιες προσπάθειες για την επανένωση των Εκκλησιών. Προσέκρουσαν, όμως, στις αξιώσεις του Πάπα και στο ανθενωτικό κλίμα που επικρατούσε στο Βυζάντιο. Οι σημαντικότερες ήταν οι Σύνοδοι της Λυόν (1274) και της Φεράρας - Φλωρεντίας (1438-1445). Το Σχίσμα υφίσταται και σήμερα, παρά το γεγονός ότι στις 7 Δεκεμβρίου του 1965 ο Πάπας Παύλος ΣΤ' και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας ανακάλεσαν τους αφορισμούς του Πάπα Λέοντα Θ' και του Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου, με τους οποίους είχε επέλθει η ρήξη του 1054.


                                                

                                                Πηγή

Κώστας Μουσούρης

 Έλληνας ηθοποιός, θιασάρχης και διακεκριμένος σκηνοθέτης. Αποτέλεσε υψηλό παράδειγμα αγάπης για το θέατρο κι επέδειξε απόλυτο σεβασμό στο κοινό.

Κώστας Μουσούρης (1903 – 1976)

Ο Κώστας Μουσούρης ήταν ηθοποιός, θιασάρχης και διακεκριμένος σκηνοθέτης του θεάτρου. Αποτέλεσε υψηλό παράδειγμα αγάπης για το θέατρο κι επέδειξε απόλυτο σεβασμό στο κοινό, έχοντας κερδίσει το σεβασμό των πνευματικών ανθρώπων της εποχής του.

«Θιασάρχη ποιητή» τον είχε αποκαλέσει ο Γρηγόριος Ξενόπουλος. Ο Κάρολος Κουν τον χαρακτήρισε «ακούραστο στυλοβάτη του ελληνικού θεάτρου», ο Μάριος Πλωρίτης έγραψε πως o Κώστας Μουσούρης «έδωσε όχι εκ του περισσεύματος της καρδιάς του, αλλά την καρδιά του ολόκληρη στο ελληνικό Θέατρο» και ο Στράτης Μυριβήλης είχε επισημάνει πως σε «κάθε παράσταση του Κώστα Μουσούρη βλέπει κανείς το μόχθο που προηγήθηκε για να υποταχθούν όλα τα στοιχεία σε μιαν ενιαία εποπτεία που φτάνει ως τις παραμικρές λεπτομέρειες».

Ο θεατρικός κριτικός Κώστας Γεωργουσόπουλος έγραψε πως ο «Κώστας Μουσούρης υπήρξε ηθοποιός με σκηνική χάρη και φινέτσα, χωρίς να ανήκει στους χαρισματικούς εκείνους που σφράγισαν με την παρουσία τους το ρόλο τους και την ελληνική σκηνή. Οι παραστάσεις του διαπνέονταν από άκρα επαγγελματική συνείδηση και, χωρίς να διεκδικούν τον τίτλο του υψηλού καλλιτεχνικού δημιουργήματος, καλλιέργησαν την απαιτητικότητα και το γούστο τού κοινού. Οι διανομές του ήταν υποδειγματικές, οι φροντισμένες μεταφράσεις, τα σκηνικά και τα κοστούμια εξασφάλιζαν μία ποιοτική λάμψη κι ευπρέπεια στις θεατρικές του παραγωγές».

Κώστας Μουσούρης, Αλίκη Βουγιουκλάκη, Σταύρος Ξενίδης. Από την παράσταση «Ωραία μου κυρία» στο θέατρο Μουσούρη (1958).
Κώστας Μουσούρης, Αλίκη Βουγιουκλάκη, Σταύρος Ξενίδης. Από την παράσταση «Ωραία μου κυρία» στο θέατρο Μουσούρη (1958).
Ο Κώστας Μουσούρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1903. Σπούδασε στη σχολή της Εταιρείας του Ελληνικού Θεάτρου και το 1924 ίδρυσε με άλλους ηθοποιούς τον «Θίασο των Νέων» στο Παγκράτι.

Το 1925 πρωταγωνίστησε στο «Θέατρο Τέχνης» του Σπύρου Μελά και τον επόμενο χρόνο στο Θέατρο Κυβέλης. Το 1929 συγκρότησε δικό του θίασο μαζί με την Αλίκη (Θεοδωρίδου), κόρη της Κυβέλης. Το 1932 προσελήφθη στο Εθνικό Θέατρο και τον ίδιο χρόνο συγκρότησε νέο θίασο μαζί με την Κυβέλη, την Αλίκη, τη Μιράντα (Μυράτ) και τον Χριστόφορο Νέζερ.

Ως το 1937, οπότε χώρισε με την Αλίκη, έπαιζαν μαζί, καθώς και με άλλους γνωστούς ηθοποιούς (Λογοθετίδη, Νέζερ) δεκάδες έργα των πιο διαφορετικών νοοτροπιών. Την εποχή του πολέμου συγκρότησε επιθεωρησιακό θίασο (με τη Μαρίκα Κρεββατά, τον Κυριάκο Μαυρέα και τον Ορέστη Μακρή), που ανέβασε μεγάλες επιτυχίες της εποχής («Μπράβο Κολονέλλο», «Φινίτα λα μούζικα»).

Το 1951 ανακαίνισε το θέατρο της Πλατείας Καρύτση, το οποίο πήρε το όνομά του. Είναι το γνωστό και σήμερα «Θέατρο Μουσούρη». Συνεργάστηκε και πάλι με πλειάδα λαμπρών ηθοποιών της εποχής: Ελένη Χατζηαργύρη, Βάσω Μανωλίδου, Νίκο Τζόγια, Έλλη ΛαμπέτηΔημήτρη ΧορνΑντιγόνη ΒαλάκουΑλίκη Βουγιουκλάκη, Ελένη Χατζηαργύρη, Τζένη Καρέζη, Τζένη Ρουσσέα και Γιώργο Μιχαλακόπουλο.

Ο Κώστας Μουσούρης με την Τζένη Καρέζη στην ιστορική παράσταση «Φανή» του Μαρσέλ Πανιόλ, που έκοψε περισσότερα από 55.000 εισιτήρια (1961).
Μερικές από τις μεγάλες επιτυχίες του που σημάδεψαν την καλλιτεχνική του διαδρομή: «Τρεις αδελφές» του Άντον Τσέχοφ, «Λουίζα Μίλερ» του Φρίντριχ Σίλερ, «Πυγμαλίων» του Τζορτζ Μπέρναρ Σο, «Πρόσκληση στον πύργο» του Ζαν Ανούιγ, «Το Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ» των Γκούντριχ και Χάκετ, «Η κληρονόμος» των Ρουθ και Ογκάστους Γκέτζ, «Πεγκ, καρδούλα μου» του Τζον Χάρτλεϊ Μάνερς, «Το κουρέλι» του Ντάριο Νικοντέμι, «Φωτοφίνις» του Πίτερ Ουστίνοφ και «Ένα παράξενο ζευγάρι» Νιλ Σάιμον.

Ως ηθοποιός είχε μικρή παρουσία στον κινηματογράφο. Έπαιξε σε μόλις τέσσερις ταινίες: «Έρως στα Κύματα» (1928) και «Αστέρω» (1929) του Δημήτρη Γαζιάδη, «Αγνούλα» (1939) του Αλεβίζε Ορφανέλι και «Όλα για το παιδί της» (1958) του Κώστα Στράντζαλη. Ο Μουσούρης ασχολήθηκε και με την ποίηση. Τα ποιήματά του διακρίθηκαν για τον λυρισμό τους.

Από το 1950 έως το 1964 διετέλεσε πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Ελεύθερου Θεάτρου (ΠΕΕΘ). Είχε τιμηθεί με τον Χρυσό Ταξιάρχη του Βασιλικού Τάγματος Γεωργίου Α’, τον Χρυσό Ταξιάρχη του Φοίνικος, το Αργυρό κλειδί της πόλεως των Αθηνών και το Αργυρό Μετάλλιο του συλλόγου Αθηναίων.

Ο Κώστας Μουσούρης άφησε την τελευταία του πνοή σε κλινική της Αθήνας στις 7 Δεκεμβρίου 1976. Είχε υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο.

Η κηδεία του έγινε το απόγευμα της ίδιας ημέρας, στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας. Παραβρέθηκαν o πρώην πρωθυπουργός Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο αρχηγός της ΕΔΗΚ Γεώργιος Μαύρος, οι Αλέξης ΜινωτήςΚάρολος Κουν, Πέτρος Χάρης, Δημήτρης ΜυράτΜάνος ΚατράκηςΆννα ΣυνοδινούΓιώργος ΦούνταςΑλίκη Βουγιουκλάκη, Βέρα Κρούσκα, Αντιγόνη Βαλάκου, Νίκος Χατζίσκος και πολλοί ακόμη άνθρωποι του θεάτρου και των γραμμάτων. Της νεκρώσιμης ακολουθίας χοροστάτησε ο πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Πυρουνάκης, ο οποίος εκφώνησε και επικήδειο. Επικήδειους εκφώνησαν, επίσης, εκπροσωπώντας τους αντίστοιχους συνδικαλιστικούς φορείς, ο Θεόδωρος Κρίτας (ΠΕΕΘ), ο Βάσος Ανδρονίδης (ΣΕΗ) και ο Βασίλης Μεσολογγίτης (ΠΟΘΑ). Επίσης, σε όλα τα θέατρα διαβάστηκε το βράδυ, πριν από την παράσταση, κείμενο που αναφερόταν στη μνήμη του Κώστα Μουσούρη.



                                 Πηγή