Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2021

Μόνικα Μπελούτσι

 Ιταλίδα ηθοποιός, που ξεκίνησε από την πασαρέλα ως μοντέλο και διέγραψε μία εντυπωσιακή καριέρα στον κόσμο της έβδομης τέχνης.


Η Μόνικα Μπελούτσι (Monica Bellucci) συνεχίζει επάξια την παράδοση των γοητευτικών ιταλίδων ηθοποιών που ξεκίνησαν από την πασαρέλα και διέγραψαν μία εντυπωσιακή καριέρα στον κόσμο της έβδομης τέχνης. Με πληθωρικές καμπύλες, φυσικά καστανά μαλλιά και με βαθιά λάγνα φωνή είναι η αναμφισβήτητη ιταλίδα σταρ του σήμερα.

Η Μόνικα Άννα Μαρία Μπελούτσι γεννήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 1964 στο χωριό Τσιτά ντελ Καστέλο της περιοχής Ούμπρια της κεντρικής Ιταλίας. Ήταν η μοναχοκόρη του φορτηγατζή Πασκουάλε Μπελούτσι και της συζύγου του Μπρουνέλα Μπριγκάντι. H συνάντησή της με την κάμερα έγινε στα 13 της, όταν πόζαρε για ένα τοπικό φωτογράφο κρυφά από τους γονείς της.

Πρώτα βήματα στο μόντελιγκ και μαθήματα υποκριτικής

Στα 18 της γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Περούτζια και παράλληλα άρχισε να ασχολείται με το μόντελιγκ για το χαρτζιλίκι της. Γρήγορα όμως την ανακάλυψαν τα λαγωνικά της μόδας και δύο χρόνια αργότερα εγκατέλειψε τις σπουδές της για να ακολουθήσει καριέρα μοντέλου. Εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο και υπέγραψε συμβόλαιο συνεργασίας με το πρακτορείo Elite Model Management.

Μέσα σ’ ένα χρόνο είχε γίνει μεγάλο όνομα και συνεργαζόταν με οίκους μόδας, όπως οι Dolce & Gabbana και Christian Dior, ενώ έκανε εξώφυλλα για τα ανδρικά περιοδικά «Esquire» και «Maxim». Παράλληλα, έπαιρνε μαθήματα υποκριτικής, έχοντας κατά νου τον κόσμο της έβδομης τέχνης.


Η Μόνικα Μπελούτσι στην ταινία «Μαλένα» (2000)


Το 1990 ξεκίνησε από την τηλεόραση με τη σειρά του Ντίνο Ρίζι «Vita Coi Figli» («Η ζωή με τα αγόρια») και συνέχισε με μικρούς ρόλους σε ιταλικές παραγωγές και στην ταινία «Δράκουλας» του Φράνσις Φορντ Κόπολα, όπου υποδύθηκε μία από τις νύφες του Κόμη Δράκουλα. Το 1990 παντρεύτηκε τον συμπατριώτη της φωτογράφο Κλάουντιο Κάρλος Μπάσο, αλλά ο γάμος τους δεν στέριωσε και το ζευγάρι χώρισε ύστερα από δύο χρόνια.

Υποψηφιότητα για Σεζάρ για την ερμηνεία της στο «Διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης»

Η μεγάλη πτώση του ιταλικού κινηματογράφου εκείνα τα χρόνια την ανάγκασε να επιδιώξει διεθνή καριέρα. Το 1995 έπαιξε τη γυναίκα του Φαραώ στην αμερικανική τηλεταινία «Joseph» («Ιωσήφ»), δίπλα στον Μπεν Κίνγκσλεϊ και την Ντομινίκ Σαντά και τον επόμενο χρόνο άρχισε να εμφανίζεται σε γαλλικές παραγωγές. Το 1996 πρωταγωνίστησε στο ρομαντικό δράμα του Ζιλ Μιμουνί «Διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης» («L’ Appartement») και για την ερμηνεία της κέρδισε μία υποψηφιότητα για Σεζάρ (το γαλλικό Όσκαρ). Την ίδια ώρα έπεφτε στην αγκαλιά του συμπρωταγωνιστή της Βενσάν Κεσέλ. Ο έρωτάς τους θα τους οδηγήσει στα σκαλιά της εκκλησίας το 1999. Το ζευγάρι θα αποκτήσει δύο κορίτσια και θα χωρίσει το 2013.

Το 2000 η Μόνικα Μπελούτσι κέρδισε τη διεθνή αναγνώριση - ίσως στο ρόλο της καριέρας της - με την ταινία του Τζουζέπε Τορνατόρε «Μαλένα». Υποδύεται τη Μαλένα, μία ήσυχη νεαρή κοπέλα που ζει μόνη της σ’ ένα χωριό της Σικελίας, καθώς ο άνδρας της πολεμάει στα μέτωπα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Εκθαμβωτικά όμορφη, παλεύει να κρατήσει την αξιοπρέπειά της από τις γυναίκες που τη ζηλεύουν και την εχθρεύονται και από τους οι άνδρες που την ποθούν. Τον επόμενο χρόνο είχε μία ακόμη διεθνή επιτυχία με την υβριδική περιπέτεια του Κριστόφ Γκανς «Η αδελφότητα του Λύκου» («Le Pacte des Loupes»).


Η Μόνικα Μπελούτσι ως Κλεοπάτρα στην περιπέτεια του Αστερίξ «Επιχείρηση Κλεοπάτρα» (2002)

Το 2002 θα υποδυθεί την Κλεοπάτρα στην περιπέτεια του Αστερίξ «Επιχείρηση Κλεοπάτρα» («Astérix et Obélix: Mission Cléopâtre») και την ίδια χρονιά θα πρωταγωνιστήσει στο ψυχολογικό δράμα του Γκασπάρ Νοέ «Μη Αναστρέψιμος» («Irréversible»), που προκάλεσε πολλά αρνητικά σχόλια για την ωμή επίδειξη βίας. Το 2003 έπαιξε το ρόλο της Περσεφόνης στις συνέχειες της περίφημης ταινίας επιστημονικής φαντασίας «Matrix» («The Matrix Reloaded» και «The Matrix Revolutions»).

Συνεργασίες με Σπάικ Λι, Τέρι Γκίλιαμ και κορίτσι του Μποντ στην ταινία «Spectre»

Τον επόμενο χρόνο υποδύθηκε τη Μαρία Μαγδαληνή στο θρησκευτικό δράμα του Μελ Γκίμπσον «Τα Πάθη του Χριστού» («The Passion of the Christ»). Το ίδιο χρονικό διάστημα συνεργάστηκε με δύο σπουδαίους σκηνοθέτες: τον Σπάικ Λι στη σάτιρα «Ο Άντρας που μισούσαν οι γυναίκες» («She Hate Me», 2004) και τον Τέρι Γκίλιαμ στην ταινία φαντασίας «Οι αδελφοί Γκριμ» («The Brothers Grimm», 2005). To 2015 υποδύθηκε το κορίτσι του Τζέιμς Μποντ στην ταινία της σειράς «Spectre» που σκηνοθέτησε ο Σαμ Μέντες. Στα 50 της είναι το πιο μεγάλο σε ηλικία από τα κορίτσια του Πράκτορα 007.

Η Μόνικα Μπελούτσι έπαιξε και σε άλλες ταινίες, ενώ δεν ξέχασε τον κόσμο της μόδας και συνέχισε να συνεργάζεται με τον οίκο Dolce & Gabbana. Στις λίστες των ανδρικών περιοδικών με τις πιο «όμορφες», τις πιο «καυτές» και τις πιο «επιθυμητές» γυναίκες, κατέχει πάντα περίοπτη θέση.




Πηγή

Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2021

Μιγκέλ ντε Θερβάντες

 Ο Θερβάντες, συγγραφέας του «Δον Κιχώτη», είναι χωρίς καμία αμφιβολία, ένας από τους μεγαλύτερους και επιδραστικότερους λογοτέχνες όλων των εποχών.

Μιγκέλ ντε Θερβάντες

Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες είναι χωρίς καμία αμφιβολία ένας από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες όλων των εποχών. Η περιπετειώδης και γεμάτη οδύνες ζωή του κύλησε ανάμεσα στην περίοδο του μεγαλείου της Ισπανίας και στην αρχή της παρακμής της, πράγμα που αποτυπώνεται στο αριστούργημά του «Δον Κιχώτης», που θεωρείται ένα από τα κορυφαία και επιδραστικότερα μυθιστορήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Το έργο αυτό επηρέασε γενιές πεζογράφων, όχι μόνο στον ισπανόφωνο, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Είναι το πιο πολυμεταφρασμένο βιβλίο, μετά τη Βίβλο.

Θερβάντες: Η γέννηση, τα πρώτα του βήματα και η αγάπη του για το διάβασμα

Ο Μιγέλ δε Θερβάντες Σααβέδρα (Miguel de Cervantes Saavedra), όπως είναι το πλήρες ονοματεπώνυμό του, γεννήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1547 στα περίχωρα της Μαδρίτης, στην πόλη Αλκαλά δε Ενάρες. Ήταν το τέταρτο από τα επτά παιδιά του Ροδρίγο δε Θερβάντες, ενός πλανόδιου χειρουργού και φαρμακοποιού με άστατο βίο.

Από πολύ μικρός αγαπούσε να διαβάζει ό,τι έβρισκε μπροστά του και να γράφει στίχους. Το 1569 δημοσίευσε το πρώτο γνωστό του έργο σ' έναν τόμο με ελεγείες για την τρίτη σύζυγο του βασιλιά Φιλίππου Β', Ελισάβετ, ο πρόωρος θάνατος της οποίας είχε βυθίσει στο πένθος ολόκληρη την Ισπανία.

Η κατάταξη στο στρατό και η συμμετοχή του στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου


Το 1570 και σε ηλικία 23 χρονών κατατάχθηκε στο στρατό και την επόμενη χρονιά είχε την τύχη και την ατυχία μαζί να πάρει μέρος στην περίφημη Ναυμαχία της Ναυπάκτου, στις 7 Οκτωβρίου 1571.

Στην «πιο μεγαλόπρεπη στιγμή που γνώρισαν οι περασμένοι ή τούτοι οι σημερινοί καιροί, ή που θα δούνε οι μελλούμενοι», όπως είχε πει ο ίδιος, ο χριστιανικός στόλος υπό τον ισπανό πρίγκιπα Δον Χουάν της Αυστρίας με αρτιότερο οπλισμό και καλύτερη τακτική νίκησε κατά κράτος τον στόλο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που ήταν σχεδόν αήττητος έως τότε, και ανέκοψε την επεκτατική πολιτική του Σουλτάνου προς την Ευρώπη.

Το πλοίο «Μαρκησία», στο οποίο ήταν στρατολογημένος ο Θερβάντες, βρέθηκε στο επίκεντρο της μεγάλης σύγκρουσης και κανείς από το πλήρωμά του δεν τον ξεπέρασε σε γενναιότητα, όπως μαρτυρούν πολλές αξιόπιστες πηγές. Αν και ταλαιπωρούνταν από πυρετό, αρνήθηκε να κατέβει από το κατάστρωμα και τραυματίστηκε δύο φορές στο στήθος, ενώ μία τρίτη σφαίρα τού έκοψε το αριστερό χέρι «προς μεγαλύτερη δόξα του δεξιού», όπως είπε.

Έπειτα από μία περίοδο ανάρρωσης στη Μεσίνα της Σικελίας, ο Θερβάντες επέστρεψε στην Ισπανία και τον Απρίλιο του 1572 πήρε μέρος στην αποτυχημένη εκστρατεία για την κατάληψη της Τύνιδας. Το 1575, υπηρετώντας στη Νεάπολη (Νάπολι) ζήτησε ακρόαση από τον βασιλιά, με αίτημα να προαχθεί στο βαθμό του λοχαγού, παρότι είχε μόλις πέντε χρόνια υπηρεσίας στο στράτευμα.

Η αιχμαλωσία του Θερβάντες από κουρσάρους και οι προσπάθειές του για απόδραση


Στις 20 Σεπτεμβρίου αναχώρησε με πλοίο για τη Μαδρίτη, προκειμένου να υποστηρίξει το αίτημά του. Έξι ημέρες αργότερα, το πλοίο του αποκόπηκε από τα υπόλοιπα και δέχθηκε επίθεση κουρσάρικων καραβιών. Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες αιχμαλωτίστηκε μαζί με τον αδελφό του Ροδρίγο και οι δυο τους μαζί με τους υπόλοιπους επιβαίνοντες οδηγήθηκαν στο Αλγέρι, έδρα διαβόητων πειρατών για πολλά χρόνια.

Έως το 1580, οπότε απελευθερώθηκε με την καταβολή λύτρων, προσπάθησε πολλές φορές να δραπετεύσει, χωρίς όμως επιτυχία. Το 1576 οργάνωσε μία τέτοια απόπειρα, αλλά ένας ντόπιος που είχε πληρωθεί για να απελευθερώσει τον Θερβάντες, τον αδελφό του και άλλους ισπανούς αιχμαλώτους, τους εγκατέλειψε με αποτέλεσμα να συλληφθούν και να αντιμετωπιστούν με μεγαλύτερη αυστηρότητα.

Στις αρχές του 1577, κληρικοί από το Τάγμα του Ελέους έφθασαν στο Αλγέρι με 300 κορόνες, που είχαν συγκεντρώσει οι συγγενείς του Θερβάντες. Τα χρήματα αυτά απέφεραν μόνο την απελευθέρωση του αδελφού του Ροδρίγο, ο οποίος μηχανεύτηκε ένα τολμηρό σχέδιο για την απελευθέρωση και του αδελφού του Μιγέλ.

Στα περίχωρα του Αλγερίου, ένας άρχοντας της πόλης είχε ένα παραλιακό εξοχικό σπίτι και μέσα στον κήπο υπήρχε μια σπηλιά. Με τη συνδρομή του ισπανού κηπουρού, που ήταν κι αυτός αιχμάλωτος, ο Θερβάντες κρύφτηκε στη σπηλιά μαζί με άλλους 13 συγκρατούμενούς του, περιμένοντας την άφιξη μιας φρεγάτας που θα τους μετέφερε πίσω στην πατρίδα.

Η ηρωική στάση του Θερβάντες

Το πλοίο έφθασε όπως ήταν προγραμματισμένο στη διάρκεια της νύχτας, αλλά έγινε αντιληπτό και οι 14 φυγάδες συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν ενώπιον του κυβερνήτη Χασάν Πασά, ενός Οθωμανού αξιωματούχου, διαβόητου για τη σκληρότητά του. Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες στάθηκε θαρραλέα απέναντί του και ανέλαβε όλη την ευθύνη για την απόδραση των 14. Ο Χασάν εντυπωσιάστηκε από την ηρωική του στάση και τον εξαγόρασε για την προσωπική του υπηρεσία.

Ο Θερβάντες επιχείρησε και άλλες φορές να αποδράσει, παρότι για μεγάλο χρονικό διάστημα παρέμενε αλυσοδεμένος. Σε μία από τις απόπειρές του καταδικάστηκε σε 2.000 μαστιγώσεις, σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο, αλλά η ποινή δεν εκτελέστηκε.

Η οικογένειά του συνέχισε τις προσπάθειες για την απελευθέρωσή του. Ο πατέρας του απηύθυνε έκκληση στον βασιλιά, υπενθυμίζοντάς του τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει ο γιος του, ενώ η μητέρα του συγκέντρωνε χρήματα, τα οποία εμπιστεύθηκε σε δύο μοναχούς του Τάγματος της Αγίας Τριάδας.

Οι δύο μοναχοί έφθασαν στο Αλγέρι στις 29 Μαΐου 1580, ακριβώς την περίοδο που έληγε η θητεία του Χασάν Πασά. Τα χρήματα ήταν λιγότερα από τα 500 χρυσά δουκάτα που ζητούσε ο Οθωμανός αξιωματούχος, αλλά χριστιανοί έμποροι της πόλης προθυμοποιήθηκαν να καλύψουν τη διαφορά.

Έτσι, στις 19 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, ο Θερβάντες, που επρόκειτο να ακολουθήσει τον Χασάν στην Κωνσταντινούπολη ως δούλος του, κηρύχθηκε ελεύθερος και του επετράπη να αναχωρήσει από το Αλγέρι. Στις 24 Οκτωβρίου 1580, πάτησε επί ισπανικού εδάφους ύστερα από χρόνια και αμέσως κατευθύνθηκε προς την Μαδρίτη.

Η νέα του ζωή, ο γάμος του και η αναζήτηση εργασίας


Προτομή της Καταλίνα δε Σαλαθάρ ι Παλάθιος

Με την επιστροφή του στη Μαδρίτη άρχισε και πάλι να γράφει ποιήματα και θεατρικά έργα, που όμως δεν τού απέφεραν έσοδα. Έπρεπε να αναζητήσει εργασία έξω από τη λογοτεχνία για τα προς το ζην.

Στις 12 Δεκεμβρίου 1584 νυμφεύτηκε την κατά 18 χρόνια νεώτερή του Καταλίνα δε Σαλαθάρ ι Παλάθιος, παρά τις αντιρρήσεις των γονέων της. Του προσφέρθηκαν ως προίκα μερικοί αμπελώνες κι ένας κήπος με οπωροφόρα δέντρα, ποικιλία από έπιπλα, τέσσερις κυψέλες και 45 πουλερικά. Ένα ή δύο χρόνια νωρίτερα, ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες είχε αποκτήσει μία κόρη, την Ισαβέλα, από μία πρόσκαιρη σχέση του με την Άννα Φράνκα δε Ρόχας. Από τη γυναίκα του δεν απέκτησε παιδιά.

Ο θάνατος του πατέρα του, τον Ιούνιο του 1585, αύξησε τις ευθύνες του και τα οικονομικά του προβλήματα, αφού τώρα πια είχε να φροντίσει μια οικογένεια με πολλές γυναίκες, στις οποίες περιλαμβάνονταν οι αδελφές του και μία ανιψιά του. Το γράψιμο εξακολουθούσε να μην του προσπορίζει έσοδα.

Το 1587 μετακόμισε στη Σεβίλλη και ανέλαβε υπηρεσία στον εφοδιασμό του ισπανικού ναυτικού. Όμως, η παράνομη κατάσχεση ενός φορτίου σιταριού της Εκκλησίας τού στοίχισε λίγες μέρες φυλάκισης κι ένα αφορισμό. Παράλληλα, συνέχιζε να γράφει και τον Μάιο του 1595 κέρδισε το πρώτο βραβείο στον ποιητικό διαγωνισμό της Θαραγόθα, με έπαθλο τρία χρυσά κουτάλια.

Τον Σεπτέμβριο του 1597 βρέθηκε και πάλι στη φυλακή, όπου παρέμεινε για τρεις μήνες, επειδή παράκουσε μία διαταγή να παρουσιαστεί στη Μαδρίτη εντός 20 ημερών.

«Δον Κιχώτης»: Το σπουδαιότερο έργο που τον έκανε “αθάνατο”


Αγάλματα του Δον Κιχώτη και του Σάντσο Πάντσα στη Μαδρίτη

Το 1605 εξέδωσε τον πρώτο τόμο από το έργο που τον έκανε αθάνατο, τον «Δον Κιχώτη» με τον τίτλο «Η ζωή και οι άθλοι του εφευρετικού ευπατρίδη Δον Κιχώτη της Μάντσας». Το έργο αυτό, ως το 1615, όταν κυκλοφόρησε ο δεύτερος τόμος του, γνώρισε τεράστια επιτυχία.

Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες έζησε σε μία κρίσιμη ιστορική περίοδο της Ισπανίας, όταν άρχιζε να καταρρέει το παλιό καθεστώς της φεουδαρχίας και των ευγενών. Γι’ αυτό σατιρίζει με λεπτή ειρωνεία εκείνους που πίστευαν στα παλιά ιδανικά και ήθελαν να νεκραναστήσουν τις δόξες των ιπποτών.

Ένας ξεπεσμένος ιππότης της Ισπανίας, ο Αλφόνσος Κιχάνο, που μεταβαπτίζεται από τον συγγραφέα σε Δον Κιχώτη – κιχότε ισπανικά σημαίνει πανοπλία – νομίζοντας πως είναι ο μεγαλοπρεπέστερος και γενναιότερος ιππότης του καιρού του, ντύνεται μία πανάρχαια και σκουριασμένη πανοπλία, καβαλικεύει ένα ψωραλέο άλογο, τον Αχαμνόεντα, κι έχοντας για ιπποκόμο του έναν πονηρό και φιλοχρήματο χωριάτη, τον Σάντσο Πάντσα, ξεκινάει για να καταπλήξει τον κόσμο με τα κατορθώματά του.

Η ξαναμμένη φαντασία του βλέπει παντού εχθρούς, που τους πολεμάει και γελοιοποιείται πάντοτε. Το πρώτο χάνι που συναντάει προβάλλει στα μάτια του σαν τεράστιο φρούριο. Μερικοί ανεμόμυλοι του φαίνονται πελώριοι γίγαντες. Ένα κοπάδι πρόβατα τα εκλαμβάνει σαν πολυάριθμο στρατό. Τα γεμάτα με κρασί ασκιά ενός πανδοχείου θεωρούνται πελώριοι γίγαντες.

Ο Δον Κιχώτης επιτίθεται εναντίον όλων αυτών και συνεχώς ρεζιλεύεται. Οι ανεμόμυλοι τον παρασύρουν με τα φτερά τους, οι βοσκοί των κοπαδιών τον κυνηγούν με τις πέτρες και τα κατατρυπημένα ασκιά καταβρέχουν με το περιεχόμενό τους τον Σάντσο. Πάντοτε γελοιοποιημένος, ο Δον Κιχώτης συλλαμβάνεται από τους φίλους του και επιστρέφει στην πόλη κλεισμένος σ’ ένα κλουβί και φορτωμένος σε μία άμαξα, που τη σέρνουν βόδια.

Πάντα, όμως, αμετανόητος ξαναφεύγει και φιλοξενείται από ένα ζεύγος ευγενών, που αφού διασκεδάσει μαζί του, τον πείθει να ξαναγυρίσει πίσω στο σπίτι του. Ο Δον Κιχώτης πείθεται τελικά και όταν πεθαίνει, αφήνει παραγγελία «τα δικά του παθήματα να γίνουν μαθήματα στους άλλους».

Ο ευεργέτης του κόμης Λέμος και η τελευταία δημιουργική περίοδος της ζωής του


Για τον συγγραφέα του «Δον Κιχώτη», όλος αυτός ο θρίαμβος είχε ασήμαντη οικονομική σημασία. Λίγο μετά την έκδοση του βιβλίου, θα δανειστεί 450 ρεάλια από τον τυπογράφο του για να τα βγάλει πέρα.

Ένας καβγάς με μαχαιρώματα έξω από το σπίτι του στο Βαγιαδολίδ τον Ιούνιο του 1605, γεγονός που οδήγησε αυτόν και τους δικούς του στη φυλακή ως υπόπτους, του θύμισε ότι εξακολουθούσε να ζει κάτω από δύσκολες συνθήκες.

Για τρία ολόκληρα χρόνια ύστερα απ’ αυτό το περιστατικό ο Θερβάντες χάθηκε από τον κόσμο, για να ξαναεμφανιστεί το 1608 στη Μαδρίτη. Εκεί τον περίμεναν καινούργιοι μπελάδες νομικού χαρακτήρα γύρω από πολλά και ποικίλα οικονομικά και οικογενειακά ζητήματα.

Ο σωτήρας του ήταν τελικά ο Κόμης Λέμος, αντιβασιλιάς της Νεάπολης, που τον βοήθησε να ξεπεράσει τα οικονομικά του προβλήματα και να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο γράψιμο τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Το 1613 εκδόθηκε ένα από τα σημαντικά έργα του με τίτλο «Υποδειγματικά Μυθιστορήματα», το οποίο αφιέρωσε στον Κόμη Λέμος, όπως και το δεύτερο μέρος του «Δον Κιχώτη».

Στον πρόλογο του έργου διαβάζουμε αυτοπροσωπογραφία του συγγραφέα, που είναι τώρα 65 χρονών. «Χαρακτηριστικά αετήσια, μαλλιά καστανά, φρύδια λεία και δίχως αυλακιές, μύτη κανονική, ασημένιο γένι που πριν από είκοσι χρόνια ήταν χρυσάφι, μακριά μουστάκια, μικρό στόμα, δόντια μόλις έξι, κι αυτά σε κακή κατάσταση και άσχημα κατανεμημένα, ώστε να μην ανταποκρίνονται το ένα στο άλλο, ύψος ανάμεσα στα δυο άκρα, ούτε ψηλός ούτε κοντός, χρώμα μάλλον ανοιχτό παρά σκούρο, με βαριούς κάπως ώμους και όχι τόσο σβέλτος στα πόδια».

Ο Θερβάντες πέθανε στις 22 Απριλίου 1616, σε ηλικία 68 ετών, και την επομένη τάφηκε στη Μονή της Αγίας Τριάδας στη Μαδρίτη.



Πηγή

Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2021

Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας

 Ονομαστή ναυμαχία της αρχαιότητας, που διεξήχθη στις 28 ή 29 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ (υπάρχει και η εκδοχή της 22ας Σεπτεμβρίου) στο στενό της Σαλαμίνας, κατά την οποία οι Έλληνες, με μικρές δυνάμεις, αλλά με άριστη τακτική, κατατρόπωσαν τον πανίσχυρο στόλο των Περσών.


Ονομαστή ναυμαχία της αρχαιότητας, που διεξήχθη στις 28 ή 29 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ. (υπάρχει και η εκδοχή της 22ας Σεπτεμβρίου) στο στενό της Σαλαμίνας, κατά την οποία οι Έλληνες, με μικρές δυνάμεις, αλλά με άριστη τακτική, κατατρόπωσαν τον πανίσχυρο στόλο των Περσών.

Μετά την πτώση των Θερμοπυλών, οι Πέρσες του Ξέρξη προχώρησαν προς την Αθήνα, την οποία κατέλαβαν εύκολα, γιατί οι Αθηναίοι την είχαν εγκαταλείψει. Είχαν πάρει χρησμό από το μαντείο των Δελφών, πως μόνο «τα ξύλινα τείχη» θα τους έσωζαν και τέτοια θεώρησαν τα καράβια τους, στα οποία και κατέφυγαν. Μερικοί μόνο γέροντες, μη θέλοντας να ακούσουν τον Θεμιστοκλή ότι τα «ξύλινα τείχη» ήταν τα καράβια, έμειναν στην Αθήνα, κλείστηκαν στην Ακρόπολη κι έφτιαξαν γύρω πραγματικά ξύλινα τείχη. Όπως ήταν επόμενο, όταν έφθασαν οι Πέρσες, τούς σκότωσαν κι έκαψαν την Αθήνα. Σχεδόν με την είσοδο των Περσών στην Αθήνα, αγκυροβόλησε στον όρμο του Φαλήρου και ο περσικός στόλος, έχοντας παραπλεύσει την Εύβοια και το Σούνιο.

Οι Αθηναίοι, αφού μετέφεραν τα γυναικόπαιδα για περισσότερη ασφάλεια στην Αίγινα, μπήκαν στα καράβια τους και προετοιμάστηκαν για την αναμέτρηση με τους Πέρσες. Το πολεμικό συμβούλιο των Ελλήνων, που έγινε στη Σαλαμίνα, υπήρξε θυελλώδες. Ο Σπαρτιάτης Ευρυβιάδης πρότεινε να δοθεί η ναυμαχία στον Ισθμό της Κορίνθου, με κυριότερο επιχείρημα ότι σε περίπτωση αποτυχίας θα μπορούσαν να καταφύγουν στο εσωτερικό της Πελοποννήσου και να συνεχίσουν από εκεί τον αγώνα. Μαζί του συντάχθηκαν και οι Κορίνθιοι. Ο Αθηναίος Θεμιστοκλής επέμενε να γίνει η ναυμαχία στη Σαλαμίνα και μαζί του συντάχθηκαν οι Μεγαρείς και οι Αιγινήτες. Πίστευε ότι εάν οι μικρές ελληνικές δυνάμεις αγωνίζονταν σε ανοιχτή θάλασσα με τον τεράστιο σε όγκο περσικό στόλο δεν είχαν καμία ελπίδα νίκης, ενώ αντίθετα ήταν ιδανικό μέρος για τη ναυμαχία το στενό της Σαλαμίνας, όπου τα πολυάριθμα περσικά πλοία δεν θα μπορούσαν να αναπτυχθούν.

Κατά τη διάρκεια του συμβουλίου, η ένταση ξεπέρασε τα όρια και μεταξύ των αρχηγών των Ελλήνων ανταλλάχτηκαν βαριές εκφράσεις. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Κορίνθιος στρατηγός Αδείμαντος ειρωνεύτηκε τον Θεμιστοκλή, λέγοντάς του ότι δεν έχει πια πατρίδα, γιατί την Αθήνα την είχαν κυριεύσει οι Πέρσες. Ο Θεμιστοκλής, όμως, του απάντησε περήφανα: «εστίν ημίν πατρίς αι διακόσιαι νήες πεπληρωμέναι», γιατί από τα τριακόσια ελληνικά πλοία, τα διακόσια ήταν αθηναϊκά. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, σε μια στιγμή έντασης, ο Σπαρτιάτης Ευρυβιάδης σήκωσε τη ράβδο του για να χτυπήσει τον Θεμιστοκλή. Εκείνος, τότε, ατάραχος τον αποστόμωσε με το περίφημο: «Πάταξον μεν, άκουσον δε».


Ο Ευρυβιάδης μπορεί να ήταν τυπικά ο αρχηγός των ελληνικών δυνάμεων, αλλά ο Θεμιστοκλής ήταν ο ιθύνων νους της επιχείρησης. Για να επιταχύνει τη ναυμαχία μεταχειρίσθηκε το εξής τέχνασμα: Έστειλε κρυφά στους Πέρσες τον παιδαγωγό του Σίκινο να τους πει ότι δήθεν οι Έλληνες ετοιμάζονται να φύγουν από τη Σαλαμίνα κι αν θέλουν να τους νικήσουν να τρέξουν να τους προλάβουν. Ό Ξέρξης έπεσε στην παγίδα και διέταξε να κυκλώσουν τον ελληνικό στόλο και να αποκλείσουν τη δίοδο υποχώρησής του προς τον Ισθμό της Κορίνθου. Κατά την κρίσιμη αυτή στιγμή, ο πολιτικός αντίπαλος του Θεμιστοκλή κι εξόριστος στην Αίγινα Αριστείδης πέρασε τις γραμμές των Περσών με κίνδυνο τής ζωής του κι έφθασε στο πλοίο του Θεμιστοκλή. Αφού του αποκάλυψε τις κινήσεις του περσικού στόλου, του ανακοίνωσε ότι τώρα που ή πατρίδα τους βρίσκεται σε κίνδυνο ξεχνάει κάθε έχθρα που είχε μαζί του και δέχεται να πολεμήσει ως απλός στρατιώτης κάτω από τις διαταγές του.

Οι Πέρσες παρέταξαν γύρω στα 1.200 πολεμικά πλοία, αν και νεώτερες πηγές τα υπολογίζουν από 600 έως 800, ενώ οι Έλληνες περίπου 371 τριήρεις, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο. Την αυγή της 28ης ή 29ης Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ. οι δύο στόλοι βρέθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλο, έτοιμοι για ναυμαχία. Ο Ξέρξης, βέβαιος για τη νίκη του, καθόταν σε χρυσό θρόνο πάνω στο όρος Αιγάλεω, για να απολαύσει το πολεμικό θέαμα.

Πρώτοι όρμησαν οι Έλληνες, ψάλλοντες τον παιάνα: «Ω παίδες Ελλήνων ίτε, ελευθερούτε, πατρίδα, ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων·νυν υπέρ πάντων αγών». Άρχισε, τότε, ένας αγώνας άγριος, σκληρός και φοβερός. Τα πολεμικά τραγούδια των Ελλήνων, οι σάλπιγγες, οι πολεμικές κραυγές, οι κρότοι από τα τρομερά έμβολα, οι φωτιές που πετούσαν οι Έλληνες στα περσικά καράβια, οι καπνοί, αλλά προπάντων η ναυτική τέχνη, η παλικαριά και η γενναιότητα των Αθηναίων και των Αιγινητών κατατρόμαξαν τους Πέρσες και τους συμμάχους τους Φοίνικες. Μέχρι το μεσημέρι, η νίκη άρχισε να γέρνει προς τη μεριά των Ελλήνων.

Η μάχη συνεχίστηκε όλη την ημέρα, ώσπου το βράδυ η θάλασσα ήταν γεμάτη από ξύλα και περσικά κορμιά. Οι Πέρσες είχαν νικηθεί. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει ότι οι Πέρσες έχασαν 200 πλοία και οι Έλληνες 40. Κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας, ο Αριστείδης σε μια παράλληλη επιχείρηση αποβιβάστηκε στην Ψυττάλεια με ομάδα επίλεκτων Αθηναίων οπλιτών και εξόντωσε την περσική φρουρά, που είχε αναπτυχθεί στη νησίδα του Σαρωνικού.

Ο Ξέρξης, ντροπιασμένος από την ήττα, κατέφυγε με τα υπολείμματα του στόλου του στον Ελλήσποντο. Στην Ελλάδα παρέμεινε ο στρατηγός του Μαρδόνιος με 300.000 άνδρες για τη συνέχιση του αγώνα. Οι Πέρσες δεν είχαν πει ακόμα την τελευταία τους λέξη.

Η περίλαμπρη νίκη των Ελλήνων οφείλεται εν πολλοίς στο στρατηγικό δαιμόνιο του Θεμιστοκλή και στην ανώτερη ναυτική τέχνη των Ελλήνων. Στον Αθηναίο πολιτικό και στρατηγό αποδόθηκαν εξαιρετικές τιμές. Όταν κάποτε προσήλθε στους Ολυμπιακούς Αγώνες ως θεατής, όλοι οι παρευρισκόμενοι τον αποθέωσαν ως σωτήρα της Ελλάδας.










Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2021

Ιωάννης Καποδίστριας

 Έλληνας πολιτικός και διπλωμάτης. Διετέλεσε Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας και πρώτος Κυβερνήτης του ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους, το οποίο ίδρυσε εκ θεμελίων και με την προσωπική του περιουσία.


Ιωάννης Καποδίστριας (1776 – 1831)


Έλληνας πολιτικός και διπλωμάτης. Διετέλεσε Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας και πρώτος Κυβερνήτης του ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους, το οποίο ίδρυσε εκ θεμελίων και με την προσωπική του περιουσία.

Γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 11 Φεβρουαρίου 1776 την περίοδο της Ενετοκρατίας. Ο πατέρας του Αντώνιος - Μαρία καταγόταν από οικογένεια ευγενών, καθώς ένας από τους πρόγονούς του είχε λάβει τον τίτλο του Κόμη από τον Δούκα της Σαβοΐας Κάρολο Εμμανουήλ τον Β'. Ο τίτλος εισήχθη στη «Χρυσή Βίβλο» (Libro d' Oro) των ευγενών της Κέρκυρας το 1679 και έλκει την καταγωγή του από το ακρωτήριο Ίστρια της Αδριατικής, το σημερινό Κόπερ της Σλοβενίας. Η οικογένεια της μητέρας του Διαμαντίνας (Αδαμαντίας) Γονέμη, ήταν επίσης εγγεγραμμένη στη «Χρυσή Βίβλο» από το 1606.

Ο νεαρός Ιωάννης σπούδασε ιατρική, φιλοσοφία και νομικά στο Πανεπιστήμιο της Παταβίας (Πάντοβα) της Ιταλίας. Το 1797 εγκαταστάθηκε στη γενέτειρά του Κέρκυρα και άσκησε το επάγγελμα του ιατρού - χειρούργου. Δύο χρόνια αργότερα, όταν η Ρωσία και η Τουρκία κατέλαβαν για λίγο τα Επτάνησα, του ανατέθηκε η διοίκηση του στρατιωτικού νοσοκομείου.

Το 1801 τα Επτάνησα αυτονομούνται και ο Ιωάννης Καποδίστριας γίνεται ένας από τους δύο διοικητές της Ιονίου Πολιτείας, σε ηλικία 25 ετών. Χάρη στην πολιτική του οξυδέρκεια και πειθώ απέτρεψε την εξέγερση της Κεφαλλονιάς, που θα είχε απρόβλεπτες συνέπειες στη συνοχή του νεότευκτης πολιτείας. Έδειξε ευαισθησία και προσοχή στις ανησυχίες των Επτανησίων και πήρε πρωτοβουλίες για τη αναθεώρηση επί το δημοκρατικότερο του επτανησιακού συντάγματος, που είχαν επιβάλει Ρώσοι και Τούρκοι υπό τον τίτλο «Βυζαντινό Σύνταγμα».

Αποτέλεσμα των προσπαθειών του Καποδίστρια ήταν η ψήφιση ενός πιο φιλελεύθερου και δημοκρατικού συντάγματος το 1803. Οι μεγάλες δυνάμεις θορυβήθηκαν κι έστειλαν τον Γεώργιο Μοτσενίγο, προκειμένου να τον επιπλήξει. Όταν, όμως, ο εκπρόσωπός τους συναντήθηκε μαζί του, εντυπωσιάστηκε από την πολιτική και ηθική συγκρότηση του ανδρός. Ο Καποδίστριας διορίστηκε ομόφωνα από τη Γερουσία της Ιονίου Πολιτείας, Γραμματέας της Επικρατείας. Κατά τη διάρκεια της θητείας του αναδιοργάνωσε τη δημόσια διοίκηση, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην εκπαίδευση.

Τον Μάρτιο του 1807 εστάλη στη Λευκάδα, την οποία απειλούσε με κατάληψη ο Αλή Πασάς. Αναδιοργάνωσε την άμυνα του νησιού, αποτρέποντας την απειλή. Εκεί γνωρίστηκε με τους οπλαρχηγούς ΚολοκοτρώνηΝικηταράΑνδρούτσο και Μπότσαρη, που αργότερα θα πρωτοστατούσαν στην Επανάσταση του '21.

Τον Ιανουάριο 1809 ο Καποδίστριας εισήλθε στη διπλωματική υπηρεσία της Ρωσίας, κατόπιν προσκλήσεως του Τσάρου Αλέξανδρου Α'. Το 1813, διορίστηκε εκπρόσωπος της Ρωσίας στην Ελβετία, στην πρώτη του μεγάλη αποστολή, με σκοπό να συνεισφέρει στην απαλλαγή της από την επιρροή του Ναπολέοντα. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ενότητα, ανεξαρτησία και την ουδετερότητα της Ελβετίας και συνεισέφερε τα μέγιστα στο ελβετικό σύνταγμα, που προέβλεπε 19 αυτόνομα κρατίδια (καντόνια) ως συστατικά μέλη της ελβετικής ομοσπονδίας.

Συμμετείχε στο Συνέδριο της Βιέννης, που έθεσε τις βάσεις της «Ιεράς Συμμαχίας», ως μέλος της ρωσικής αντιπροσωπίας, αποτελώντας το φιλελεύθερο αντίβαρο στην αντιδραστική πολιτική του αυστριακού πρίγκιπα Μέτερνιχ. Πέτυχε την εξουδετέρωση της αυστριακής επιρροής, την ακεραιότητα της Γαλλίας υπό Βουρβόνο μονάρχη, μετά την πτώση του Ναπολέοντα, καθώς και τη διεθνή ουδετερότητα της Ελβετίας, υπό την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων.

Μετά τις μεγάλες του διπλωματικές επιτυχίες, ο Τσάρος τον έχρισε Υπουργό Εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας από το 1816 έως το 1822. Ο Καποδίστριας, όμως, δεν ξέχασε τη γενέτειρά του και τα Επτάνησα, που είχαν περάσει κάτω από τον ασφυκτικό έλεγχο της Μεγάλης Βρετανίας. Το 1819 μετέβη στο Λονδίνο και προσπάθησε ματαίως να πείσει τη βρετανική κυβέρνηση να μετριάσει το αυταρχικό καθεστώς που είχε επιβάλει στα Ιόνια Νησιά.

Με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το αξίωμά του, καθώς είχε διαφωνήσει ανοιχτά με τον τσάρο Αλέξανδρο, που καταδίκαζε κάθε επαναστατική κίνηση στην Ευρώπη, πιστός στις αποφάσεις της Ιεράς Συμμαχίας. Το 1822 εγκαταστάθηκε στη Γενεύη της Ελβετίας, όπου έχαιρε υπόληψης για την προσφορά του στη δημιουργία της Ελβετικής Ομοσπονδίας, λαμβάνοντας τον τίτλο του επίτιμου πολίτη. Παρέμεινε εκεί έως το 1827, βοηθώντας ποικιλοτρόπως το επαναστατημένο έθνος.

Στις 30 Μαρτίου 1827 η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας τον εξέλεξε Κυβερνήτη του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, σε μία περίοδο που η Επανάσταση καρκινοβατούσε. Έπειτα από επίπονες διαβουλεύσεις στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για την εξασφάλιση της απαραίτητης υποστήριξης για το ελληνικό κράτος, έφτασε στο Ναύπλιο στις 7 Ιανουαρίου 1828, γενόμενος δεκτός με ζητωκραυγές και ενθουσιώδεις εκδηλώσεις από τον λαό. Δύο ημέρες αργότερα μετέβη στην Αίγινα, η οποία είχε κριθεί καταλληλοτέρα από το Ναύπλιο ως προσωρινή έδρα της Κυβέρνησης.

Η πρώτη επαφή του με την ηπειρωτική Ελλάδα υπήρξε αποκαρδιωτική, λόγω της κατάστασης που επικρατούσε στο πολιτικό σκηνικό. Οι αντιπαλότητες που είχαν προκύψει μεταξύ των φατριών κατά τη διάρκεια της επανάστασης δεν είχαν κοπάσει, ενώ η χώρα είχε καταστραφεί και η οικονομία της τελούσε υπό πτώχευση.

Ο Καποδίστριας εκλήθη να κυβερνήσει με βάση το Δημοκρατικό Σύνταγμα της Τροιζήνας, αλλά ως οπαδός της πεφωτισμένης δεσποτείας πίστευε ότι τα Συντάγματα και τα Κοινοβουλευτικά Σώματα ήσαν πρόωρα για το ασύστατο ακόμα κράτος. Πρέσβευε εις την αρχή του ενός ανδρός, έστω και υπό προθεσμία. Στις 18 Ιανουαρίου 1828 πέτυχε ψήφισμα της Βουλής περί αναστολής του Συντάγματος. Έτσι, κατέστη η μοναδική πηγή εξουσίας, συνεπικουρούμενος από το Πανελλήνιον, ένα συμβουλευτικό σώμα αποτελούμενο από 27 μέλη. Στη σύγκληση μιας νέας Εθνοσυνέλευσης στο άμεσο μέλλον παραπεμπόταν η ψήφιση του νέου Συντάγματος. Ο Καποδίστριας εγκαινίασε την περίοδο της απολυταρχίας, η οποία διατηρήθηκε μέχρι το Σύνταγμα του 1843.

Λιθογραφία του 1827

Ο νέος Κυβερνήτης έθεσε ως στόχο να βάλει τέλος στις εμφύλιες διαμάχες και επιδόθηκε αμέσως στο έργο της δημιουργίας Κράτους εκ του μηδενός, επιδεικνύοντας αξιοζήλευτη δραστηριότητα. Ίδρυσε την Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα με τη βοήθεια του φίλου του ελβετού τραπεζίτη Εϋνάρδου, η οποία δεν ευδοκίμησε για πολύ. Ρύθμισε το νομισματικό σύστημα, καθότι ακόμη κυκλοφορούσαν τουρκικά και ξένα νομίσματα εντός της επικράτειας. Στις 28 Ιουλίου 1828 καθιέρωσε ως εθνική νομισματική μονάδα τον Φοίνικα και ίδρυσε Εθνικό Νομισματοκοπείο. Στις 24 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου οργάνωσε και την πρώτη ταχυδρομική υπηρεσία.

Ερχόμενος στο Ναύπλιο, ο Καποδίστριας βρήκε την Ελλάδα χωρίς δικαστική οργάνωση. Γνωρίζοντας ότι η απονομή της δικαιοσύνης αποτελεί θεμέλιο για τη δημιουργία μιας ευνομούμενης πολιτείας, ενδιαφέρθηκε προσωπικά για τη δημιουργία δικαστηρίων και τη στελέχωσή τους με το κατάλληλο προσωπικό. Οργάνωσε, ακόμη, τη διοίκηση του κράτους και ίδρυσε Στατιστική Υπηρεσία, η οποία διενήργησε την πρώτη απογραφή.

Αναδιοργάνωσε τις ένοπλες δυνάμεις υπό ενιαία διοίκηση, πετυχαίνοντας αφενός να καταπολεμήσει το κατεστημένο των οπλαρχηγών και αφετέρου να παρεμποδίσει την Οθωμανική προέλαση, όπως έδειξε η Μάχη της Πέτρας, όπου ο ελληνικός στρατός εμφανίσθηκε πειθαρχημένος και συγκροτημένος στην τελευταία μάχη του Αγώνα. Ο Καποδίστριας αντιμετώπισε επιτυχώς την πειρατεία, αναθέτοντας στον ναύαρχο Μιαούλη την καταστολή της. Εφάρμοσε την πρακτική της απομόνωσης (καραντίνας) των κοινοτήτων που πλήττονταν από τις επιδημίες του τύφου, της ελονοσίας και άλλων μολυσματικών ασθενειών. Προσπάθησε να ανοικοδομήσει το κατεστραμμένο εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας, ιδρύοντας πολλά αλληλοδιδακτικά σχολεία, καθώς και το Ορφανοτροφείο της Αίγινας.

Ο Καποδίστριας ενδιαφέρθηκε αποφασιστικά για τη γεωργία, που αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο της ελληνικής οικονομίας. Εισήγαγε πρώτος την καλλιέργεια της πατάτας, με ένα τρόπο που έδειχνε τη βαθειά του γνώση για τον ψυχισμό του Έλληνα εκείνης της εποχής. Διέταξε, λοιπόν, να αποθέσουν ένα φορτίο με πατάτες στο λιμάνι του Ναυπλίου και προέτρεψε τον καθένα να πάρει όσες θέλει. Συνάντησε, όμως, την παγερή αδιαφορία των πρωτευουσιάνων. Στη συνέχεια τοποθέτησε φρουρούς στο φορτίο και αμέσως σχεδόν στο Ναύπλιο κυκλοφόρησαν ψίθυροι ότι για να φυλάσσεται το φορτίο κάτι το πολύτιμο θα περιέχει. Οι άνθρωποι μαζεύτηκαν στο λιμάνι και λοξοκοίταζαν τις πατάτες. Άρχισαν σιγά-σιγά να τις κλέβουν κάτω από τη μύτη των φρουρών και στο τέλος έκαναν όλες φτερά. Δεν γνώριζαν, όμως, ότι ο Καποδίστριας είχε διατάξει τους φρουρούς να κάνουν τα στραβά μάτια. Με αυτή την ευφυή κίνηση, η πατάτα έγινε τότε μέρος της καθημερινής διατροφής του Έλληνα.

Οι πολιτικές κινήσεις του Καποδίστρια προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια, τόσο των οπαδών του συνταγματικού πολιτεύματος, όσο και των προκρίτων και των ναυτικών. Η αίγλη που τον περιέβαλε άρχισε να διαλύεται. Η αδυναμία ικανοποιήσεως όλων των αιτημάτων, σε συνδυασμό με την καθυστέρηση διεξαγωγής των εκλογών, έδωσαν την αφορμή για το σχηματισμό ισχυρής αντιπολίτευσης κατά του Κυβερνήτη. Ο Καποδίστριας κατηγορήθηκε ακόμη ότι αγνόησε τη μακρά κοινοτική παράδοση της χώρας και θέλησε να μεταφυτεύσει από την αλλοδαπή θεσμούς, μη προσιδιάζοντες στην τότε πραγματικότητα.

Η πρώτη δυναμική αντιπολιτευτική ενέργεια ήλθε με τα στασιαστικά κινήματα της Ύδρας το 1829, που επιδίωκαν την ανατροπή του Καποδίστρια. Ζήτησαν από τον Μιαούλη να καταλάβει τον ναύσταθμο του Πόρου, πριν προλάβει ο διοικητής του Κανάρης να έλθει εναντίον της Ύδρας. Ο Καποδίστριας παρακάλεσε τον ναύαρχο Ρίκορντ να επιτεθεί κατά των στασιαστών. Πράγματι, ο ρώσος ναύαρχος απέκλεισε το ναύσταθμο και προ του κινδύνου να συλληφθεί ο Μιαούλης ανατίναξε τη φρεγάτα Ελλάς και την κορβέτα Ύδρα (τα δύο πιο αξιόπλοα πλοία του ελληνικού στόλου) και διέφυγε στην Ύδρα. Η αντίδραση κατά του Κυβερνήτη διογκωνόταν. Οι Μανιάτες αρνούνταν να πληρώσουν τους φόρους προς την κεντρική εξουσία και στασίασαν με τη σειρά τους.

Μοιραία στάθηκε η αντιπαλότητα του Καποδίστρια με τους Μαυρομιχάληδες, την ισχυρότερη οικογένεια της Μάνης. Ο Καποδίστριας συν το χρόνω γινόταν όλο και πιο ευερέθιστος και δύσπιστος έναντι όλων. Δεν είχε την απαραίτητη αυτοσυγκράτηση και ψυχραιμία, με συνέπεια την αδικαιολόγητη όξυνση των προσωπικών παθών. Σε αυτή την κατάσταση θα πρέπει να αποδοθεί και ο σκληρός τρόπος συμπεριφοράς του κατά του γηραιού Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Ο Καποδίστριας διέταξε τη σύλληψή του και τον εγκλεισμό του στη φυλακή. Τον αδελφό του Κωνσταντίνο και τον υιό του Γεώργιο τους κρατούσε στο Ναύπλιο, όπου είχε μεταφερθεί η πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους. Το γεγονός αυτό εξέθρεψε το μίσος και την ανάγκη εκδίκηση από την πλευρά των Μαυρομιχαλαίων.

Η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια

Στις 5:35 το πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου 1831 ο Ιωάννης Καποδίστριας δέχθηκε δολοφονική επίθεση από τον Κωνσταντίνο και τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη έξω από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, όπου μετέβαινε για να εκκλησιασθεί και έπεσε νεκρός. Ο μόνος που τον συνόδευε ήταν ο μονόχειρας σωματοφύλακάς του, ονόματι Κοκκώνης.

 

Ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης εφονεύθη επί τόπου από τους προστρέξαντες, οι οποίοι κυριολεκτικώς τον λυντσάρισαν. Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης ζήτησε προστασία στη Γαλλική Πρεσβεία. Κατόπιν επιμόνου απαιτήσεως του συγκεντρωμένου πλήθους, που απείλησε ότι θα κάψει την πρεσβεία, ο αντιπρεσβευτής βαρόνος Ρουάν τον παρέδωσε στις αρχές. Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης καταδικάσθηκε σε θάνατο από στρατοδικείο και εθανατώθη δια τυφεκισμού το πρωί της 10ης Οκτωβρίου 1831.

Στη θέση του δολοφονημένου Ιωάννη Καποδίστρια διορίστηκε για μικρό διάστημα ο αδερφός του Αυγουστίνος. Η χώρα είχε βυθιστεί στο χάος και την αναρχία και οι Προστάτιδες Δυνάμεις βρήκαν την ευκαιρία να εγκαθιδρύσουν βασιλεία, φοβούμενες την επικράτηση ενός φιλελεύθερου κινήματος.

Η ελληνική πολιτεία τίμησε τον Κυβερνήτη, δίνοντας το όνομά του σε δημόσιους χώρους και ιδρύματα, όπως στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο επίσημος τίτλος του οποίου είναι Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ακόμη, ο Ιωάννης Καποδίστριας απεικονίζεται στο κέρμα των 20 λεπτών της ελληνικής έκδοσης του ευρώ, ενώ το σχέδιο διοικητικής αναδιοργάνωσης της χώρας που εισηγήθηκε η κυβέρνηση Σημίτη έλαβε το όνομά του («Πρόγραμμα Ι. Καποδίστριας»).


Πηγή

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2021

Παύλος Μπακογιάννης

 Δημοσιογράφος και βουλευτής με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Δολοφονήθηκε από την τρομοκρατική οργάνωση «17 Νοέμβρη» στις 26 Σεπτεμβρίου 1989 στην Αθήνα

Παύλος Μπακογιάννης (1935 – 1989)

Δημοσιογράφος, πολιτικός επιστήμονας και βουλευτής με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Δολοφονήθηκε από την τρομοκρατική οργάνωση «17 Νοέμβρη» στις 26 Σεπτεμβρίου 1989 στην Αθήνα.

Ο Παύλος Μπακογιάννης γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου στα Βελωτά της Ευρυτανίας. Πατέρας του ήταν ο ιερέας του χωριού Κώστας Μπακογιάννης. Λόγω του εμφυλίου πολέμου, φοίτησε στα γυμνάσια Αγρινίου, Θέρμου, Καρπενησίου και Πάτρας. Η τραγωδία του εμφυλίου, που την έζησε από κοντά σ’ ένα από τα κυριότερα θέατρά της, άφησε στην ψυχή τού νεαρού παιδιού ανεξίτηλα ίχνη.

Μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο σπούδασε πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στην Πάντειο, ενώ παράλληλα υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία στο Λιμενικό Σώμα. Στη συνέχεια πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Δυτική Γερμανία και ανακηρύχθηκε διδάκτορας Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Κωνσταντίας.

Δίδαξε στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου και στη Σχολή Δημοσιογραφίας τού Μονάχου και διηύθυνε για δέκα χρόνια το ελληνόφωνο πρόγραμμα της Ραδιοφωνίας της Βαυαρίας, που αναμεταδιδόταν στην Ελλάδα μέσω της «Ντόιτσε Βέλε». Λόγω της αντιδικτατορικής του δράσης την περίοδο της δικτατορίας, στερήθηκε της ελληνικής υπηκοότητας και του παραχωρήθηκε πολιτικό άσυλο στη Δυτική Γερμανία. Σύμφωνα με μαρτυρία της συζύγου του Ντόρας Μπακογιάννη, το 1970 τοποθετήθηκε βόμβα στο σπίτι του στο Μόναχο και όπως του είχε πει η γερμανική αστυνομία υπεύθυνες ήταν οι ελληνικές μυστικές υπηρεσίες της εποχής.

Στην περίοδο της κυβέρνησης εθνικής ενότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή διετέλεσε αναπληρωτής γενικός διευθυντής του ΕΙΡΤ (νυν ΕΡΤ). Τον Δεκέμβριο του 1974 νυμφεύτηκε την Ντόρα Μητσοτάκη, κόρη του πολιτικού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά, την Αλεξία (γ. 1976) και τον Κώστα (γ. 1978).

Στη συνέχεια εργάστηκε ως πολιτικός σχολιαστής στην εφημερίδα «Το Βήμα» και συνεργάστηκε με ραδιοφωνικά τηλεοπτικά ιδρύματα και έντυπα του εξωτερικού. Το 1982 ανέλαβε την ευθύνη για την έκδοση τού εβδομαδιαίου περιοδικού «Ένα», ιδιοκτησίας του τραπεζίτη Γιώργου Κοσκωτά. Παρέμεινε στο περιοδικό ως εκδότης - διευθυντής έως την απόλυσή του τον Φεβρουάριο του 1985, όταν ο μετέπειτα μεγαλοαπατεώνας άρχισε να φλερτάρει με το ΠΑΣΟΚ.

Εκτός από την πληθώρα άρθρων που δημοσίευσε σε ελληνικά και γερμανικά μέσα, έγραψε τα βιβλία «Στρατοκρατία στην Ελλάδα», που εκδόθηκε στα Γερμανικά στη Δυτική Γερμανία το 1972, και «Ανατομία τής ελληνικής πολιτικής», που εκδόθηκε στην Ελλάδα το 1977.

Από τον Νοέμβριο του 1985 έως τον Δεκέμβριο του 1986 ήταν πολιτικός σύμβουλος του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και από τους πρωτεργάτες της πολιτικής τού κόμματος για την εθνική συμφιλίωση. Στις εκλογές της 18ης Ιουνίου 1989 εξελέγη βουλευτής στη μονοεδρική περιφέρεια της Ευρυτανίας με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας.

Ο Παύλος Μπακογιάννης δολοφονήθηκε στις 26η Σεπτεμβρίου 1989, την ημέρα που η Βουλή επρόκειτο να αποφασίσει αν θα παρέπεμπε τον Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο για το σκάνδαλο Κοσκωτά, στο πλαίσιο της λεγόμενης «Κάθαρσης» ή «Βρώμικου 89» κατ’ άλλους. Στις 7:58 το πρωί, πυροβολήθηκε από μία ομάδα τριών ενόπλων στην είσοδο του γραφείου του στην οδό Ομήρου στο Κολωνάκι. Διακομίστηκε βαρύτατα τραυματισμένος στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», όπου εξέπνευσε μία ώρα αργότερα. Σύμφωνα με μαρτυρία της συζύγου του στη δίκη της 17Ν, ο Παύλος Μπακογιάννης είχε περάσει το προηγούμενο βράδυ της δολοφονίας του στα γραφεία του Συνασπισμού (νυν ΣΥΡΙΖΑ) κι έτσι το επίμαχο πρωινό είπε στον φρουρό του να μην τον συνοδεύσει ως το γραφείο του στο Κολωνάκι.

Την ίδια μέρα, σε πρωινή συνεδρίαση της Βουλής που μεταδιδόταν την ίδια ώρα από την τηλεόραση, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, χειροκροτούμενος απ’ όλες τις πτέρυγες, ευχήθηκε: «Να είναι το αίμα τού Παύλου Μπακογιάννη το τελευταίο που χύνεται άδικα σ’ αυτόν τον τόπο».

Την ευθύνη για τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη ανέλαβε με 12σέλιδη προκήρυξή της, που εστάλη στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», στις 9 Οκτωβρίου 1989, η τρομοκρατική οργάνωση «17 Νοέμβρη». Στην προκήρυξή της με τίτλο «Άρχισε η κάθαρση» αναφερόταν μεταξύ άλλων ότι «Αποφασίσαμε λοιπόν να εκτελέσουμε τον απατεώνα και ληστή του λαού Μπακογιάννη. Ο κύριος αυτός είναι υπεύθυνος όχι μόνο γιατί έκλεψε τα πρώτα 60 εκατομμύρια του ιδρυτικού κεφαλαίου της Γραμμής, αλλά και για τις εκατοντάδες εκατομμύρια που είτε έκλεψε μαζί με τον συνεργάτη του Κοσκωτά για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Γραμμής, αλλά και για την αγορά μέσω της Γραμμής της Τράπεζας Κρήτης».

Για τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη καταδικάστηκαν στις 17 Δεκεμβρίου 2003, από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, σε ισόβια κάθειρξη ο Δημήτρης Κουφοντίνας, ο Ηρακλής Κωστάρης και ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος και σε 15 χρόνια κάθειρξη ο Σάββας Ξηρός και ο Βασίλης Τζωρτζάτος.



Πηγή